της Μαίρης Λεοντσίνη (*)
Οι σχέσεις ανάμεσα στη λογοτεχνία και στη δημοσιογραφία είναι παλιές και όχι πάντα εύκολες: ενίοτε παρουσιάζονται τεταμμένες ή (και) συγκρουσιακές. Ωστόσο, πολλ-οί, ές δημοσιογράφοι ήταν (και είναι συγγραφείς) επιτυχημένων μυθοπλαστικών έργων και οι αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στις αφηγηματικές τεχνικές της δημοσιογραφίας και της μυθοπλασίας έχουν εμπλουτίσει και τα δύο είδη γραφής, σε βαθμό που τα όρια μεταξύ τους συχνά παραμένουν συγκεχυμένα. Η όσμωση αυτή εγείρει ζητήματα ορισμού τόσο σχετικά με τη λογοτεχνική παραγωγή όσο και με τη δημοσιογραφική αποτύπωση.
Με αφορμή το έργο της Αγγελικής Σπανού: Απαρατήρητοι. Ιστορίες ανθρώπων που δεν τους έχεις προσέξει, Αθήνα, Πόλις 2019, η συζήτηση γι αυτή τη σχέση επανέρχεται, όχι τόσο στα κείμενα αυτά καθαυτά, αλλά κυρίως μέσα από τη διαιδκασία της πρόσληψής τους. Μέχρι τώρα γνωρίζαμε τη δημοσιογράφο Αγγελική Σπανού, που με κριτική απόσταση παρουσιάζει και σχολιάζει την επικαιρότητα. Μια δημοσιογραφική παρουσία, που μας κάνει να πιστεύουμε ότι υπάρχει ελπίδα στο ζοφερό (κατά τα άλλα) τοπίο του δημόσιου λόγου στην Ελλάδα.
Ο Oscar Wilde έλεγε ότι Η διαφορά ανάμεσα στη δημοσιογραφία και στη λογοτεχνία είναι ότι η δημοσιογραφία δε διαβάζεται και τη λογοτεχνία δεν τη διαβάζουν.
Ο χαρακτηρισμός των κειμένων ως «ιστορίες» (και όχι ως διηγήματα), με συγγραφέα μια γνωστή δημοσιογράφο, ενισχύει τη δυνητική υβριδικότητα ή τη σύγχυση ως προς τη σχέση τους με το βαθμό «αυθεντικότητάς» τους, δηλαδή σχετικά με το βαθμό της συγγραφικής παρέμβασης, ώστε να καταστούν καθ’όλα «μυθοπλαστικές» ιστορίες. Αυτή η αβεβαιότητα επιτρέπει μεν την εργαλειακή μετατροπή τους σε «μαθήματα ζωής», αλλά ταυτόχρονα κινητοποιεί το αναγνωστικό ενδιαφέρον για τη μυθοπλαστική διάστασή τους.
“Οι ιστορίες” έγιναν “είδηση”
Οι πολυάριθμες καταχωρήσεις καθιστούν τους Απαρατήρητους “είδηση”. Από την περασμένη άνοιξη, διαβάζουμε και ακούμε γι αυτή τη συλλογή διηγημάτων συνεχώς και παντού.
“Οι ιστορίες” διαβάστηκαν ως προϊόν μιας δημοσιογράφου, με όλα τα αντιθετικά σχήματα που εμπεριέχει η σχέση ανάμεσα στη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία, δηλαδή ανάμεσα σε uti και frui, στη χρησιμοθηρική και στην ανιδιοτελή ανάγνωση, στη μυθοπλασία και στη πραγματικότητα, στην αλήθεια και μυθοπλασία, στην ταχύτητα και στη βραδύτητα.
Η αρχική προώθηση του βιβλίου επαληθεύει τη σημασία των εντάσεων και των αντιθέσεων. Το βιβλίο γίνεται είδηση, όπως σπάνια συμβαίνει σε μυθοπλαστικά προϊόντα και εξ αρχής παρουσιάζεται ως ‘οριακό’ λόγω της ιδιότητας της συγγραφέα.
Το έργο διαβάστηκε στον «καθρέφτη» της κρίσης: Η κρίση παρήγαγε ερμηνείες : τα πρόσωπα των διηγημάτων, οι απαρατήρητ-οι, -ες διαβάζονται ως αδικημένοι, αντι-ήρωες, αόρατοι εργαζόμενοι, μοναχικοί, βιοπαλαιστές ξεχασμένοι από το σύστημα, που ασκούν επαγγέλματα χωρίς πρόσωπο, άνθρωποι του δύσκολου μεροκάματου, ενώ σε μια παρουσίαση το βιβλίο (στο σύνολό του) διαβάζεται ως «αριστερό». (βλ. http://www.biblionet.gr/book/236036/Απαρατήρητοι)
Σε αυτό το πλαίσιο, επικράτησε η «ενοχική» ερμηνεία, ως προς τη στάση μας απέναντι στους απαρατήρητους, η οποία όμως «διορθώνεται» χάρη στις υποδείξεις της συγγραφέα – δημοσιογράφου που μας αποκαλύπτει. Οι ιστορίες «εργαλειοποιούνται» κατά κάποιο τρόπο, τις οικειοποιούμεθα για να αλλάξουμε στάση, να σκεφτούμε, να μάθουμε, γίνονται «χρήσιμες» και η αισθητική κρίση ή αισθητική αξία δίνουν τη θέση τους στη χρησιμοθηρική διάσταση της ανάγνωσης. Η επαγγελματική ιδιότητα της συγγραφέα καθοδηγεί τόσο την ανάγνωση όσο και την κρίση μας για τα κείμενα.
Η λογοτεχνική ανάγνωση έχει οριστεί ως συνώνυμη με τη σύγκρουση με την ετερότητα. Η απόλαυση παράγεται στη διάρκεια της ανάγνωσης, με την ξενότητα που αισθανόμαστε, με την οποία ερχόμαστε σε επαφή και συνεχίζουμε να διαβάζουμε.
Η Αγγελική Σπανού μιλάει με τα πρόσωπα, γράφει γι αυτά και οικειοποιείται το λόγο τους. Πότε τα κάνει δικά της; Πώς τα κάνει δικά της; Ο Χατζηβασιλείου στο κείμενό του στο «Βήμα / Βιβλία» (11.08.2019) «λίγο-πολύ ταυτόσημη γλώσσα των προσώπων».
Όταν η ταξιθέτρια, ο τραυματιοφορέας, ο θυρωρός του κτιρίου στο κέντρο της Αθήνας, η οδοκαθαρίστρια ή η ταμίας του σούπερ μάρκετ γίνονται αφηγηματικά πρόσωπα από την Αγγελική Σπανού, όταν δηλαδή γίνονται «δικά» της, μετατρέπονται σε ετερότητες για τις αναγνώστριες και για τους αναγνώστες, δηλαδή για μας. Ίσως, με την προσδοκία του ρεαλιστικού προτάγματος, η οποία μας προετοιμάζει για την ενίσχυση της στερεοτυπικής αναπαράστασης, ή για την απόδοση οικείων σε μας χαρακτηριστικών αυτών των προσώπων, εκπλησσόμεθα ή μπορεί και να μας ξενίζουν τα λόγια τους. Αυτή η (ενδεχόμενη) ξενότητα όμως τα εντάσσει στη μυθοπλασία, η εγκατάλειψη της ρεαλιστικής απόδοσης με «τη λίγο-πολύ ταυτόσημη γλώσσα», είναι η πιο συναρπαστική αναγνωστική πρόταση του κειμένου.
«Η λίγο-πολύ ταυτόσημη γλώσσα» των προσώπων, λοιπόν, συνιστά κατά τη γνώμη μου ένα ενδιαφέρον εύρημα: οι απαρατήρητ-ες και οι απαρατήρητ-οι δεν είναι στερεότυπα, δηλαδή παγιωμένα πολιτισμικά μοντέλα στην εποχή της κρίσης, δεν είναι αυταπόδεικτα θύματα ούτε απαράλλακτα αλλοτριωμένα υποκείμενα αλλά «ετερότητες». Με άλλα λόγια, γίνονται μυθοπλαστικά πρόσωπα που μας καλούν σε συζήτηση, μας καλούν να ξανασκεφτούμε ίσως ή να θέσουμε υπό διερώτηση το (όντως ξεφτισμένο – κατά τη γνώμη μου) αίτημα του ρεαλισμού.
Αν στην πολυθρύλητη λογοτεχνία της κρίσης, διαβάζουμε θύματα της παγκοσμιοποίησης και των μνημονίων, στα διηγήματα της ΑΣ, συναντάμε μυθοπλαστικά υποκείμενα, τα οποία διαφεύγουν των ταξινομήσεων.
Η συγγραφέας με «λίγο-πολύ ταυτόσημη γλώσσα των προσώπων», μας προτείνει διαβάσουμε το βιβλίο ως λογοτεχνία, δηλ. ως μια σχέση με την ετερότητα, σχέση που διαμορφώνεται μέσα στην ανάγνωση, στη διάρκεια της ανάγνωσης, σε μια διαδικασία που εμείς ως αναγνώστριες και –ες αλλάζουμε χάρη στη σχέση μας με το κείμενο.
(*) Η Μαίρη Λεοντσίνη είναι καθηγήτρια ΤΕΑΠΗ – ΕΚΠΑ
info: Αγγελική Σπανού: Απαρατήρητοι. Ιστορίες ανθρώπων που δεν τους έχεις προσέξει, Αθήνα, Πόλις 2019[1].
[1] Μέρος του κειμένου παρουσιάστηκε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης στις 30.11.2019.