του Σπύρου Κακουριώτη
Φθινόπωρο.. Τα βιβλία με την άμμο να έχει ξεμείνει ανάμεσα στις σελίδες ξεσκονίζονται για να πάρουν τη θέση τους στη βιβλιοθήκη, κι άλλα αρχίζουν και σωρεύονται πάνω στο γραφείο, που θυμίζει όλο και πιο πολύ μαθητικό θρανίο στην αρχή μιας ακόμα χρονιάς. Άλλα από αυτά «νέας εσοδείας» κι άλλα χρεωστούμενα από το καλοκαίρι που, όπως για τους περισσότερους, αποτελεί ήδη μακρινό παρελθόν…
Αθηνά Συριάτου (επιμ.), Εξουσιάζοντας τα κύματα, Ασίνη
«Θα τελειώσει ποτέ η Βρετανική Αυτοκρατορία ή είμαστε καταδικασμένοι να παρακολουθούμε την αιώνια επιστροφή της;» αναρωτιέται η ιστορικός Antoinette Burton σε ένα από τα μελετήματα που συγκροτούν τον ανά χείρας τόμο. Η Βρετανία μπορεί να μην εξουσιάζει πια τα κύματα, όμως η περιδίνηση στην οποία έχει βρεθεί τα τελευταία τρία χρόνια, μετά το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016, δείχνει ξεκάθαρα πως ό,τι «χάνεται» πολλές φορές μετενσαρκώνεται σε καινούργιες ιστορικές και πολιτισμικές μορφές. Η πάντα παρούσα νοσταλγία για μια επικράτεια όπου «ο ήλιος δεν δύει ποτέ», όπως περηφανεύονταν μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα οι Άγγλοι, επενδύεται με τη δυσφορία για την έκκεντρη θέση της χώρας στο παγκόσμιο σύστημα και μεταμορφώνεται σε ευρωσκεπτικισμό, μια ακόμη μετάλλαξη του εθνικισμού και του μισοξενισμού που συνόδευε την εμπειρία της αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα μετά την αποαποικιοποίηση, όταν τα πρώην αποικιακά υποκείμενα εγκαταστάθηκαν στη μητροπολιτική Βρετανία. Αυτό το πολύπλοκο δίκτυο σχέσεων που υφάνθηκε μέσα από την οικοδόμηση –αλλά και την αποδόμηση– μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας διερευνάται στα μελετήματα που συγκροτούν τον τόμο Εξουσιάζοντας τα κύματα. Έγκριτοι ιστορικοί, εκπρόσωποι της αποκαλούμενης «αυτοκρατορικής στροφής» της ιστοριογραφίας, αναλύουν τους πολιτικούς, κοινωνικο-οικονομικούς και πολιτισμικούς μετασχηματισμούς που επέφερε η άνιση σχέση της αποικιακής συνθήκης, τόσο για τους αποικιοκράτες όσο και για τους αποικιοκρατούμενους. Η κατασκευή των αποικιακών υποκειμένων ήδη από τον 18ο αιώνα, οι ιδεολογίες αντίστασης όπως τις επεξεργάζονταν φιλελεύθεροι ινδοί διανοούμενοι τον 19ο αιώνα, ο ρατσισμός των λευκών εργατικών τάξεων, τα κριτήρια κοινωνικοποίησης στις αποικιακές λέσχες, η πρόσληψη της σεξουαλικότητας των «εξωτικών» άλλων, η πικρία και οι φόβοι για την απώλεια της αυτοκρατορίας μέσα από τον κινηματογράφο, η νοσταλγία της αυτοκρατορίας σε ένα πολυπολιτισμικό μεταποικιακό περιβάλλον, είναι μερικά από τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται οι συγγραφείς. Παράλληλα, στο εκτενές εισαγωγικό δοκίμιό της, η επιμελήτρια, ιστορικός της Βρετανίας η ίδια, αναλύει την εξέλιξη της ιστοριογραφίας για την αυτοκρατορία, από την ανάδυσή της κατά τον 19ο αι. μέχρι τις μέρες μας, αναδεικνύοντας τις πολιτικές διασυνδέσεις της, τόσο με τους φιλελεύθερους κύκλους στη Βρετανία, αρχικά, όσο και με τα αντιαποικιακά κινήματα κατά τον 20ό αιώνα.
Βαγγέλης Τζούκας, Ανταρτοπόλεμος, ΕΑΠ
Επαναστάτες, παρτιζάνοι, μαχητές, γκεριγιέρος, μπαρμπούδος, αλλά και «συμμορίτες», «ληστές», είναι μερικά από τα ονόματα που προσέδωσαν τόσο οι ίδιοι όσο και οι αντίπαλοί τους στους αντάρτες και τους αντάρτικους στρατούς που συγκρότησαν. Σχηματισμοί πρωτίστως στρατιωτικοί –αν και «ανορθόδοξοι»– έκαναν την εμφάνισή τους στις αρχές του 19ου αιώνα, κατά τη διάρκεια των Ναπολεοντείων πολέμων στην Ιβηρική, εξ ου και η ισπανική προέλευση της διεθνούς ονομασίας του ανταρτοπολέμου (guerilla). Παρά τη συμμετοχή ατάκτων στον Αμερικανικό Εμφύλιο ή στην Ελληνική Επανάσταση, το αντάρτικο θα χαρακτηρίσει τους πολέμους του 20ού αιώνα, καθώς θα συνδεθεί αξεδιάλυτα με ευρύτερες πολιτικές στοχεύσεις, όπως κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, ή και θα αποτελέσει το ίδιο τον στρατιωτικοπολιτικό φορέα της απόπειρας μετασχηματισμού της κοινωνίας, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την Κούβα και το Βιετνάμ. Ο Βαγγέλης Τζούκας, μελετητής της κοινωνιολογίας της βίας και των αντάρτικων σχηματισμών στις αγροτικές κοινωνίες, με ειδίκευση στο αντάρτικο του ΕΔΕΣ κατά την Κατοχή, επιχειρεί, με τον ανά χείρας τόμο, που εντάσσεται στη σειρά σύντομων εκλαϊκευτικών μελετών 96plus, μια συνοπτική παρουσίαση της συγκρότησης και ανάπτυξης του αντάρτικου φαινομένου, από την πρώτη του εμφάνιση μέχρι και σήμερα, αλλά και των αντιεξεγερτικών στρατηγικών των αντιπάλων του. Διατρέχοντας τις θεωρητικές προσεγγίσεις του ανταρτοπολέμου, δίνει έμφαση στην ιστορικότητά του και στις ποικίλες εκδοχές του, ενώ στη συνέχεια εστιάζει στις απαρχές του νεωτερικού αυτού φαινομένου μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Στη συνέχεια εξετάζεται η ανάδυση της Αντίστασης στις δυνάμεις του Άξονα, ο εμφύλιος και η επανάσταση στην Κίνα, τα κινήματα αποαποικιοποίησης (Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ) και οι συγκρούσεις της ψυχροπολεμικής περιόδου. Τέλος, εκκινώντας από το Αφγανιστάν και καταλήγοντας στο Ιράκ, αναφέρεται στη μεταψυχροπολεμική εποχή και στην κυριαρχία των ασύμμετρων πολέμων «νέου τύπου».
- S. Rajak, Κ. Μπότσιου, Ε. Καραμούζη, Ε. Χατζηβασιλείου (επιμ.), Τα Βαλκάνια στον Ψυχρό Πόλεμο, Παπαδόπουλος
Μολονότι η «πρώτη γραμμή» του Ψυχρού Πολέμου είναι ταυτισμένη με τα όρια που χώριζαν τη σοβιετική ζώνη κατοχής από εκείνες των δυτικών συμμάχων επί του γερμανικού εδάφους, η πρώτη «θερμή» αντιπαράθεση του Ψυχρού Πολέμου σημειώθηκε στα Βαλκάνια –και ήταν ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος. Σε αυτόν οι δύο υπερδυνάμεις πειραματίστηκαν για τις συμμαχίες και τις τακτικές που θα ακολουθούσαν, δοκίμασαν τα όρια αντοχής του αντιπάλου, εκεί σημειώθηκαν τα πρώτα ρήγματα στην ενότητα των δύο μπλοκ, με την «αποστασία» της Γιουγκοσλαβίας. Οι αντιπαλότητες του Ψυχρού Πολέμου αναπτύχθηκαν σε ένα έδαφος όπου οι διαμάχες ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη προϋπήρχαν και συνέχισαν να λειτουργούν υπογείως, γι’ αυτό και, εντέλει, κάθε χώρα της περιοχής αποτέλεσε και μια ξεχωριστή «τάση» στα εκατέρωθεν συστήματα συμμαχιών που συγκρότησε ο Ψυχρός Πόλεμος. Επιδιώκοντας να αναδείξουν τη σχέση ανάμεσα στον παγκόσμιο Ψυχρό Πόλεμο και τις περιφερειακές εκφάνσεις του, οι συγγραφείς του ανά χείρας τόμου, όλοι τους έγκριτοι μελετητές από χώρες της περιοχής αλλά και εκτός Βαλκανίων, επιχειρούν να παρουσιάσουν μια διεθνή ιστορία των Βαλκανίων. Μολονότι η πλειονότητα των κεφαλαίων εστιάζει σε πολιτικά και στρατιωτικά θέματα (όπως η γένεση της ψυχροπολεμικής τάξης πραγμάτων στα Βαλκάνια, οι στρατιωτικές συμμαχίες στην περιοχή, οι σχέσεις με τις υπερδυνάμεις και την ΕΟΚ), γίνεται προσπάθεια για τη συμπερίληψη κεφαλαίων που εξετάζουν ζητήματα κουλτούρας και ταυτότητας, όπως είναι το Μακεδονικό ή ευρωπαϊκή στροφή της Τουρκίας. Βασισμένοι σε εκτεταμένη αρχειακή έρευνα, τόσο στα τοπικά όσο και στα αμερικανικά, τα πρώην σοβιετικά και τα δυτικοευρωπαϊκά αρχεία, οι συγγραφείς του τόμου, πολιτικοί επιστήμονες και καθηγητές διεθνών σχέσεων, προσφέρουν μια συγκριτική οπτική για τα Βαλκάνια, εντάσσοντας τις περιφερειακές σχέσεις και συγκρούσεις στο ευρύτερο διεθνοπολιτικό τους πλαίσιο.
Βίκτωρ Ρουδομέτωφ, Το Μακεδονικό ζήτημα, Επίκεντρο
Η Συμφωνία των Πρεσπών και η επαναφορά του Μακεδονικού στην επικαιρότητα αποτέλεσε το έναυσμα για τον συγγραφέα, καθηγητή Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, για τη μετάφραση στα ελληνικά κειμένων του δημοσιευμένων στα αγγλικά, σε βιβλία και περιοδικά, όπου αναλύει το Μακεδονικό ζήτημα, «νέο» και «παλιό», υπό το φως της «ονοματολογικής» διαμάχης της δεκαετίας του ’90. Στην ανάλυσή του γι’ αυτό το «έπος χωρίς προοπτική επίλυσης», όπως το ονομάζει, ο συγγραφέας εντάσσει το Μακεδονικό στο ευρύτερο πλαίσιο των ιστορικών και κοινωνικών διεργασιών στη Νότια Βαλκανική, συνδέοντάς το καταγωγικά με τις εκατέρωθεν εθνικές αφηγήσεις (ελληνική, βουλγαρική, σερβική, μακεδονική), οι οποίες, εντέλει, αποτελούν και το διακύβευμα της διαμάχης περί το όνομα. Αναλύοντας, συγκρίνοντας και αποδομώντας τόσο την ελληνική όσο και τη μακεδονική εθνική αφήγηση, εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους η μία λειτουργεί αποσταθεροποιητικά για την άλλη, γεγονός το οποίο κάνει τόσο δύσκολη την ανεύρεση αμοιβαία αποδεκτών συμβιβασμών. Θεωρώντας ότι οι μεταπολεμικές διαδικασίες εθνογένεσης στη σημερινή Βόρεια Μακεδονία (στην οποία, σημειωτέον, αναφέρεται ως πΓΔΜ… «για λόγους πιστής αποτύπωσης της ορολογίας της αγγλικής έκδοσης») είχαν εξαρχής διεθνικό χαρακτήρα, προκειμένου να ενσωματώσουν τη μακεδονική διασπορά, ο συγγραφέας πιστεύει ότι αυτή η εθνική αφήγηση διατηρεί ακόμη εν δυνάμει αλυτρωτικά χαρακτηριστικά, φορέα των οποίων αποτελεί η «μακεδονική» εθνική ταυτότητα –την αναγνώριση της οποίας θεωρεί πραγματικό πυρήνα της ελληνο-μακεδονικής διαμάχης και όχι τόσο το όνομα του κράτους. Απαισιόδοξος για το μέλλον των διμερών σχέσεων, παρά τη Συμφωνία των Πρεσπών, αναγνωρίζει, παρά ταύτα, ότι ενδεχομένως να δημιουργήσει το υπόβαθρο για αλληλοκατανόηση, στο βαθμό που οι ηγεσίες των δύο κρατών ακολουθήσουν πολιτικές που θα εναρμονίζουν τη λαϊκή βούληση με το περιεχόμενο της συμφωνίας.
Κατίνα Λατίφη, Τα απόπαιδα, Αλεξάνδρεια
Γραμμένη 50 χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, το 1999, η αφήγηση της Κατίνας Λατίφη για την κρίσιμη δεκαετία του 1940 αποτελεί ένα κείμενο χαρακτηριστικό για το είδος των μαρτυριών που άρχισαν να βλέπουν το φως εκείνη την περίοδο. Η νεαρή αντάρτισσα του ΔΣΕ που μετά την ήττα βρέθηκε στην υπερορία, δεν γράφει για να αναζητήσει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως «γιατί χάσαμε;» ή «ποιος έφταιξε;», όπως οι περισσότεροι αριστεροί αγωνιστές που κατέθεσαν τη μαρτυρία τους μετά τη Μεταπολίτευση. Για τη συγγραφέα, αυτό που προέχει είναι η ανασύσταση της βιωμένης εμπειρίας της μικρής ΕΠΟΝίτισσας από τον Αλμυρό· η αίσθηση ελευθερίας, αλλά και δύναμης, που κατακλύζει σταδιακά τους αριστερούς νέους της κωμόπολης όσο οι Γερμανοί υποχωρούν· ο φόβος και η στέρηση της αξιοπρέπειας (για πολλές και πολλούς, και της ζωής της ίδιας) μετά την κυριαρχία των παρακρατικών συμμοριών της δεξιάς, ιδίως στη Θεσσαλία, όπου βασίλευε η βία του δυσώνυμου Σούρλα· τέλος, η καταφυγή στον ΔΣΕ και η εκ νέου ενδυνάμωση της νέας κοπέλας, όπως και των συνομηλίκων της γυναικών, που νιώθει πως με την ένταξή της αυτή σε ένα στρατιωτικό μηχανισμό, και με το όπλο στο χέρι ενίοτε, παίρνει τη ζωή της στα χέρια της. Είκοσι χρόνια μετά, έχοντας στη διάθεσή μας πληθώρα μαρτυριών παρόμοιας εστίασης, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε σε πολλά σημεία «ωραιοποιημένο» τον τρόπο με τον οποίο η Κατίνα Λατίφη αναστοχάζεται το παρελθόν. Όμως κάτι τέτοιο, αφενός, θα σήμαινε την απόσπαση του κειμένου από το ιστορικό του πλαίσιο, αφετέρου, την παραγνώριση της γνήσιας πραγμάτευσης της βιωμένης εμπειρίας, του φόβου, του πόνου, της χαράς που εγγράφονται πάνω στο σώμα της και μεταφέρονται στο χαρτί με αναντίρρητο συγγραφικό ταλέντο. Στην ανά χείρας επανέκδοση προτάσσεται πρόλογος του Μίκη Θεοδωράκη, γραμμένος για την παρουσίαση της γαλλικής μετάφρασης του βιβλίου, το οποίο αποτελεί μία από τις ελάχιστες (αν όχι τη μοναδική) μαρτυρίες που έχουν μεταφραστεί σε άλλη γλώσσα.
Άννα Μαρία Δρουμπούκη, Μια ατέλειωτη διαπραγμάτευση. Η ανασυγκρότηση των ελληνικών εβραϊκών κοινοτήτων και οι γερμανικές αποζημιώσεις, 1945-1961, Ποταμός
Η μοίρα των ελληνικών εβραϊκών κοινοτήτων μετά το Ολοκαύτωμα, οι τραγικές συνθήκες που αντιμετώπισαν οι λίγοι έλληνες εβραίοι που επέστρεψαν –απειροελάχιστο ποσοστό, καθώς η Ελλάδα έχασε άνω του 90% του προπολεμικού εβραϊκού πληθυσμού της– έχει βρεθεί τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο του προβληματισμού πολλών ιστορικών που μελετούν είτε το Ολοκαύτωμα είτε τον ελληνικό εβραϊσμό (Ρίκα Μπενβενίστε, Καρίνα Λάμψα – Ιακώβ Σιμπή, Λέων Ναρ, μεταξύ άλλων). Όσοι επέστρεψαν βρέθηκαν αντιμέτωποι όχι μονάχα με τη διαχείριση της τραυματικής εμπειρίας που έζησαν, με τον άφατο πόνο της απώλειας, καθώς συνήθως ήταν οι μοναδικοί επιζώντες από άλλοτε πολυμελείς οικογένειες, αλλά και με την απόλυτη ένδεια, αφού και το παραμικρό περιουσιακό τους στοιχείο είχε μεταβιβαστεί από τους ναζί στους έλληνες συνεργάτες τους, και την απροθυμία, αν όχι την εχθρική στάση, του ελληνικού κράτους απέναντι στο αίτημα της απόδοσης των περιουσιών στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους. Σε αυτές τις συνθήκες, τρεις ήταν οι πηγές προς τις οποίες στράφηκαν οι επιζώντες: οι προπολεμικές κοινότητές τους, που ανασυγκροτήθηκαν γρήγορα αλλά μέσα σε αντίξοες συνθήκες, η ανθρωπιστική βοήθεια από διεθνείς οργανώσεις, όπως η Joint Distribution Committee ή η Jewish Material Claims Against Germany, και η διεκδίκηση των γερμανικών αποζημιώσεων. Αυτό το σύνθετο τοπίο της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης διερευνά η ιστορικός Άννα Μαρία Δρουμπούκη στη μελέτη της, δίνοντας έμφαση στο ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων και στο πολυετές «μπρα ντε φερ» των ελληνικών εβραϊκών κοινοτήτων, για τις οποίες η γερμανική οικονομική βοήθεια δεν γινόταν αντιληπτή ως «ελεημοσύνη» αλλά ως υποχρέωση του γερμανικού κράτους απέναντι στα θύματα του ναζισμού, στην οποία έπρεπε να ανταποκριθεί, όπως έκανε απέναντι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μέσα από την πραγμάτευση της ιστορικού, αναδεικνύεται ανάγλυφα ο αγώνας και η αγωνία του ελληνικού εβραϊσμού να χτίσει τη ζωή του σε νέες βάσεις, μέσα σε αντίξοες συνθήκες και με αβέβαια αποτελέσματα.
Παναγιώτα Παπανικολάου, Η πολιτιστική πολιτική και οι πολιτιστικοί θεσμοί στην Ελλάδα, Επίκεντρο
Τις τελευταίες δεκαετίες, εξαιτίας τόσο των διεργασιών που συντελούνται ενδογενώς στο πεδίο της καλλιτεχνικής δημιουργίας όσο και των μετατοπίσεων που παρατηρούνται στο ίδιο το ακαδημαϊκό πεδίο, η μελέτη της ιστορίας της τέχνης διευρύνεται, προκειμένου να συμπεριλάβει ως αντικείμενο, με ολοένα μεγαλύτερη βαρύτητα, τους ίδιους τους θεσμούς που πλαισιώνουν την καλλιτεχνική δημιουργία, τη δημόσια πολιτιστική πολιτική, αλλά και την αντίστοιχη δράση του ιδιωτικού τομέα. Παράλληλα, όλο και περισσότερο η καλλιτεχνική δημιουργία συνδέεται με τη σύγχρονη «πολιτιστική βιομηχανία», μετατρέπεται σε συντελεστή της (καπιταλιστικής) παραγωγής, ενώ συχνά ο ίδιος ο καλλιτέχνης παραγκωνίζεται από τον «πολιτιστικό μάνατζερ», απόφοιτο κάποιου από τα πολλά προγράμματα «πολιτιστικής διαχείρισης». Στην ιστορία των πολιτισμικών θεσμών, με εστίαση σε εκείνους που αφορούν τις εικαστικές τέχνες στην Ελλάδα, αναφέρεται η ανά χείρας μελέτη, που φιλοδοξεί να αποτελέσει μια ευσύνοπτη επισκόπηση της πολιτιστικής πολιτικής του ελληνικού κράτους κατά τους δύο αιώνες της ύπαρξης του. Χρησιμοποιώντας ως αναλυτικά εργαλεία τη θεωρία της πρόσληψης, αλλά και κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, στη μελέτη παρουσιάζονται οι πολιτιστικοί θεσμοί, η συμβολή του κράτους στην προώθηση των τεχνών, η θέση του καλλιτέχνη στην κοινωνία, ενώ εξετάζονται οι παράγοντες που συνέβαλαν στην προώθηση συγκεκριμένων καλλιτεχνικών μορφών και ο βαθμός στον οποίο αυτή υπήρξε αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών. Η πραγμάτευση ξεκινά από την διακυβέρνηση του Καποδίστρια και την ίδρυση Εθνικού Μουσείου στην Αίγινα και ολοκληρώνεται με την διεξαγωγή της documenta 14 στην Αθήνα.
Γ. Ράπτη – Θ. Συμεωνίδης, Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και τα νέα μέσα, Νεφέλη
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν υπήρξε ένας από τους πρώτους στοχαστές του 20ού αιώνα που διείδε τη μετατροπή της τέχνης σε πολιτιστική βιομηχανία, κυρίως χάρη στις δυνατότητες που προσέφεραν τα τότε νέα μέσα (φωτογραφία, κινηματογράφος, ραδιόφωνο κ.λπ.) στην καπιταλιστική εκμετάλλευσή της. Η σκέψη του γονιμοποίησε τις αναλύσεις πολλών κατοπινών διανοητών, ιδιαίτερα τις αναλύσεις της Σχολής της Φραγκφούρτης. Στα μελετήματα που συγκεντρώνονται στον ανά χείρας τόμο, οι δύο συγγραφείς επιχειρούν μια αποτίμηση των θέσεων του Μπένγιαμιν για την τέχνη και την τεχνολογία, διερευνώντας τη σύνδεσή τους με τις σημερινές θεωρήσεις για τη σύγχρονη κουλτούρα, σε συνθήκες μάλιστα που οι ψηφιακές δυνατότητες αναπαραγωγής αλλά και δημιουργίας είναι, πρακτικά, άπειρες. Οι συγγραφείς διερευνούν τον βαθμό στον οποίο, σε αυτή τη νέα συνθήκη εξελιγμένης αναπαραγωγής, είναι δυνατή η διατήρηση της πολιτικής διάστασης του έργου τέχνης. Παράλληλα, εξετάζεται η συνάντηση της σκέψης του Μπένγιαμιν και ο διάλογός της με το έργο τριών κομβικών διανοητών του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, των Τέοντορ Αντόρνο, Ζιλ Ντελέζ και Ζακ Ντερριντά.
Σάρα Γκίλινχαμ, Κοιτάζοντας τα αστέρια, μτφρ: Ηλίας Μαγκλίνης, Πρόλογος: Διονύσης Σιμόπουλος, Καπόν
Γιατί ονομάστηκαν έτσι οι αστερισμοί που κατά καιρούς χαζεύουμε στον ουρανό; Γιατί επτά αστέρια ενωμένα με μια «τυχαία» γραμμή ονομάστηκαν «Μικρή Άρκτος» ενώ πέντε άλλα ονομάστηκαν «Κασσιόπη»; Πολλές φορές η ονομασία τους νομίζουμε ότι είναι τυχαία και σκεπτόμαστε ότι κάποιος ευφάνταστος ονοματοδότης φρόντισε γι αυτό. Και όμως οι ονομασίες των διαφόρων αστερισμών δεν ανήκει μόνον στη φαντασία αλλά και στις καθημερινές ανάγκες της επίγειας ζωής. Όπως γράφει στον πρόλογό του ο αστροφυσικός Διονύσης Σιμόπουλος στο βιβλίο της Σάρας Γκίλινχαμ «Κοιτάζοντας τα αστέρια» η μοίρα των αρχαίων λαών ήταν δεμένη στενά με τη φύση. Οι πιο ειρηνικές ιδιωτικές ασχολίες τους και οι πιο παράτολμες ομαδικές τους ενέργειες είχαν ανάγκη των ουρανό. Οι ναυτικοί χρειάζονταν τον ουρανό για να ταξιδέψουν και οι γεωργοί , όσο και οι βοσκοί για να διαφεντεύουν αγρούς και κοπάδια. Οι αρχαίοι της κλασικής περιόδου έδωσαν πρώτοι τους 48 επώνυμους αστερισμούς για να ακολουθήσουν άλλοι 40 από τους θαλασσοπόρους της Αναγέννησης. Μια εισαγωγή λοιπόν στις ονομασίες των αστερισμών και ένας βοηθός για να αναγνωρίζετε και να εντοπίζετε τους 88 επίσημους αστερισμούς στον ουρανό αποτελεί αυτό το βιβλίο. Παράλληλα είναι και μια εισαγωγή στη μυθολογία των παλιότερων λαών που σήμερα μας εκπλήσσει με την λαμπρότητα της σκέψης και φαντασίας τους. Το σχήμα, οι εικόνες, η γραμματοσειρά, η τυπογραφία καθιστά το βιβλία αυτό προσβάσιμο σε κάθε ηλικία από 8- 88 ετών.
Γιάννης Ψυχοπαίδης, Άστατος καιρός, Κέδρος
Μικρά κείμενα για την τέχνη, την πολιτική και τη ζωή, δημοσιευμένα κατά καιρούς σε εφημερίδες και περιοδικά, περιλαμβάνει ο μικρός αυτός τόμος, παρακολουθώντας, βήμα το βήμα, την πορεία του ζωγράφου, τους προβληματισμούς του, κάποτε την οδύνη του για τους άστατους καιρούς που ζούμε. Κείμενα που λειτουργούν σαν οδηγός ιδεών για τα έργα που έχει παρουσιάσει τα τελευταία χρόνια, τα χρόνια της κρίσης· χρόνια που ο Ψυχοπαίδης, τόσο στα γραπτά του όσο και στους πίνακές του, καταφεύγει σε ένα είδος αναστοχαστικής αυτοβιογραφίας, για μια «χαμένη και κερδισμένη άνοιξη». Σε αυτά τα κείμενα συνομιλεί με τα διαβάσματα και τους ήρωες της γενιάς του (τον Εμπειρίκο, τον Σεφέρη, τον Καρυωτάκη), θρηνεί τους χαμένους φίλους, καταθέτει τον συγκλονισμό του από το δράμα των προσφύγων που παίχτηκε και παίζεται καθημερινά στα νερά του Αιγαίου. Ταυτόχρονα, εκθέτει τις σκέψεις του για πτυχές της ευρωπαϊκής τέχνης, αλλά και συστήνει στους αναγνώστες νεότερους συναδέλφους του και το έργο τους, καθώς υπήρξε πάντοτε και παραμένει ακόμη ένας δοτικός δάσκαλος για τους νεότερους καλλιτέχνες. Μέσα στα δεκατέσσερα αυτά κείμενα, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης αποτυπώνει με τον δικό του, βαθύτατα ποιητικό τρόπο, την αίσθηση ευθύνης του πολίτη-καλλιτέχνη για την κοινωνία και τη δημοκρατία.
Κ. Παπαγεωργίου – Π. Σούρλας (επιμ.), Διλήμματα και συμφραζόμενα του προσφυγικού ζητήματος, Ίδρυμα της Βουλής
Η κορύφωση του εμφυλίου πολέμου στη Συρία και η συνακόλουθη έξοδος ανθρώπων που αναζητούσαν καταφύγιο στις γειτονικές χώρες, πρωτίστως στον Λίβανο και την Τουρκία, αλλά και δίοδο προς την Ευρώπη, έθεσε την Ελλάδα στην πρώτη γραμμή των χωρών που βρέθηκαν αναγκασμένες να αναμετρηθούν με αυτό το σύνθετο πρόβλημα, που γεννά πλήθος διλήμματα: ηθικά, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, δικαιικά κ.ά. Γραμμένα «εν θερμώ», τη στιγμή της κορύφωσης του προσφυγικού ζητήματος, τα κείμενα που περιλαμβάνονται στον ανά χείρας τόμο παρουσιάστηκαν στο ομώνυμο συνέδριο που διοργάνωσε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, τον Νοέμβριο του 2016. Συγκεντρώνοντας επιστήμονες από διαφορετικά πεδία, ο τόμος επιχειρεί να συζητήσει τις πολλαπλές πτυχές του ζητήματος των πληθυσμών που εξαναγκάζονται, είτε από τη βία του πολέμου είτε από την πίεση της φτώχειας, να μεταναστεύσουν, αναζητώντας ασφαλέστερες συνθήκες ζωής. Οι συμβολές που περιλαμβάνονται στον τόμο εξετάζουν το ζήτημα των προσφύγων και των μεταναστών ιστορικά (Δημήτρης Χριστόπουλος, Κωστής Καρπόζηλος, Ευτυχία Βουτυρά, Παύλος Καλλιγάς, Λίνα Βεντούρα), φιλοσοφικά και ηθικά (Σταύρος Ζουμπουλάκης, Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Stephan Gosepath), οικονομικά (Σταύρος Ζωγραφάκης) και κοινωνιολογικά (Θάλεια Δραγώνα), από άποψη διεθνούς και εσωτερικού δικαίου (Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, Αχιλλέας Σκόρδας, Γιάννης Κτιστάκις, Χρήστος Γιακουμόπουλος), ευρωπαϊκής πολιτικής (Antoine Bernard), αλλά και αποτυπώσεων του προσφυγικού στη λογοτεχνία (Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Κατερίνα Σχινά, Παντελής Μπουκάλας), ενώ για την εμπειρία των ανθρώπων που έρχονται αντιμέτωποι με το δράμα των προσφύγων γράφουν ο πρύτανης του ΕΚΠΑ Μελέτιος-Αθανάσιος Δημόπουλος και η Φλώρα Σπύρου.
Σταύρος Ζουμπουλάκης, Άσπονδοι αδελφοί: Εβραίοι, χριστιανοί, μουσουλμάνοι, Πατάκης
Είναι η βία εγγενής στον μονοθεϊσμό; Αυτό το ερώτημα αναδύεται, χωρίς όμως να τίθεται με τέτοιους όρους, από τα κείμενα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, τα οποία αναδεικνύουν μία από τις σκοτεινές πλευρές των τριών «θρησκειών του Βιβλίου»: τη βία και τη μισαλλοδοξία που χαρακτηρίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις, ιδιαίτερα δε εκεί όπου οι «άσπονδοι αδελφοί» συναντώνται και συνυπάρχουν, στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Τα κείμενα του Ζουμπουλάκη, δημοσιευμένα διάσπαρτα σε εφημερίδες και συλλογικούς τόμους, δεν αποτελούν ακαδημαϊκά μελετήματα, μολονότι δεν τους λείπει η τεκμηρίωση· είναι γραμμένα με πόνο και τη συντριβή ενός πιστού. Όχι μονάχα γιατί ο συγγραφέας τους είναι ένας ευαίσθητος παρατηρητής όσων συμβαίνουν στον κόσμο γύρω μας αλλά, κυρίως, γιατί αναγνωρίζει πως το σπέρμα τους μίσους προς τον Άλλο βρίσκεται μέσα στο ίδιο το κήρυγμα της αγάπης: Ο Ζουμπουλάκης δεν διστάζει να παραδεχθεί ότι ο εξοντωτικός αντισημιτισμός, το κατεξοχήν μίσος προς τον Άλλον, ενυπάρχει ως δυνατότητα στον αντιιουδαϊσμό της Καινής Διαθήκης –κάτι που αναγνωρίζεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, από την καθολική και τις προτεσταντικές Εκκλησίες, όχι όμως και από την ορθόδοξη· «η φρικτή είδηση της εξόντωσης των Εβραίων στο Άουσβιτς δεν έχει φτάσει ακόμη στα αυτιά της», παρατηρεί πικρόχολα. Η χριστιανική μισαλλοδοξία και ο αντιιουδαϊσμός απασχολεί τα περισσότερα από τα κείμενα, ο συγγραφέας όμως δεν περιορίζεται σε αυτήν. Επιχειρεί να αφυπνίσει τους αναγνώστες του για τις διώξεις και την εξόντωση των χριστιανών στις ισλαμικές χώρες, όπως συμβαίνει με τους κόπτες της Αιγύπτου ή τους ελάχιστους καθολικούς στην Αλγερία. Εκθέτει με τόλμη την ασφυξία που επιβάλλει η πολιτική του κράτους του Ισραήλ τόσο στις αντιμαχόμενες χριστιανικές κοινότητες, ιδίως της Ιερουσαλήμ, όσο και του μουσουλμανικού πληθυσμού, αγγίζοντας το κρίσιμο θέμα της διασύνδεσης θρησκείας και εθνικισμού. Σε έναν κόσμο τέτοιων θρησκευτικών συγκρούσεων, ο μόνος που μπορεί να εγγυηθεί την ειρηνική συνύπαρξη των πιστών είναι το δημοκρατικό ουδετερόθρησκο κράτος, γι’ αυτό και οι ίδιες οι θρησκείες θα έπρεπε να το υπερασπίζονται χωρίς εξαιρέσεις, καταλήγει ο συγγραφέας.
Δ. Βασιλειάδου, Γ. Γιαννιτσιώτης, Α. Διαλέτη, Γ. Πλακωτός (επιμ.), Ανδρισμοί: Αναπαραστάσεις, υποκείμενα και πρακτικές, Gutenberg
Η έννοια του «ανδρισμού» ή μάλλον των ανδρισμών, υπήρξε ταυτισμένη, στον χώρο των κοινωνικών επιστημών, με την κοινωνική ανθρωπολογία, ενώ η ιστορική μελέτη τους, ως διακριτό πεδίο, θα αρχίσει μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1990, παράλληλα με τη μετάβαση από την «ιστορία των γυναικών» στην «ιστορία του φύλου». Ο ανά χείρας συλλογικός τόμος αποτελεί την πρώτη προσέγγιση ελλήνων και ελληνίδων ιστορικών που χρησιμοποιούν τους ανδρισμούς ως βασικό αναλυτικό εργαλείο στις μελέτες τους. Στην πολυσέλιδη εισαγωγή τους οι επιμελήτριες και οι επιμελητές παρουσιάζουν μια χαρτογράφηση της χρήσης της έννοιας των ανδρισμών στις κοινωνικές επιστήμες, ιδιαίτερα στην ιστορία, ενώ παράλληλα επισκοπούν μια εκτεταμένη βιβλιογραφική παραγωγή σχετικά με τη μελέτη τόσο των προνεωτερικών όσο και των νεωτερικών εκδοχών του ανδρισμού. Στα δεκαπέντε κεφάλαια που συγκροτούν τον τόμο, οι συγγραφείς, ιστορικοί και κοινωνικοί ανθρωπολόγοι, μελετούν τους ανδρισμούς στις διαπροσωπικές σχέσεις, τις σεξουαλικές πρακτικές και την οικογένεια, τις όψεις των ανδρισμών στον κόσμο των ελίτ, αλλά και στις συλλογικότητες και τα ομοκοινωνικά περιβάλλοντα, ενώ, τέλος, μελετώνται οι επαπειλούμενοι και οριακοί ανδρισμοί. Μέσα από τα επιμέρους αυτά κεφάλαια αποτυπώνεται η πολλαπλότητα της ανδρικής εμπειρίας σε μια σειρά από πεδία, όπως η πολιτική, ο πόλεμος ή η αυτοκρατορία, αλλά και οι αποτυπώσεις της στη λογοτεχνία ή στον κινηματογράφο. Στις συμβολές τους, οι συγγραφείς χρησιμοποιούν την αναλυτική κατηγορία του φύλου, φέρνοντάς την σε γόνιμο διάλογο με μια σειρά άλλες κατηγορίες, όπως το έθνος, η κοινωνική τάξη, η ηλικία, το σώμα, η σεξουαλικότητα κ.ά. Ο τόμος Ανδρισμοί εντάσσεται στη σειρά «Ιστορία του Φύλου», που επιμελούνται οι ιστορικοί Έφη Αβδελά, Κατερίνα Δαλακούρα και Ελένη Φουρναράκη.
Διονύσης Σιμόπουλος, Από τα Ψηλαλώνια στο Φεγγάρι, Μεταίχμιο
Πενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από το καλοκαίρι εκείνο του 1969, όταν πάνω στο έδαφος της Σελήνης ο Νιλ Άρμστρονγκ έκανε το βήμα που θα άφηνε το διάσημο αποτύπωμα και θα συνιστούσε «ένα τεράστιο άλμα για την ανθρωπότητα». Με την ευκαιρία αυτή, ο αστροφυσικός Διονύσης Σιμόπουλος, αυτόπτης μάρτυρας, εκείνη την εποχή, της εκτόξευσης του Απόλλων 11, ως ανταποκριτής αθηναϊκών εφημερίδων, καταγράφει την αυτοβιογραφική μαρτυρία του για τα χρόνια των σπουδών του στην Αμερική, που συμπίπτουν με την «κούρσα για τη Σελήνη» ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις και την ανάπτυξη του διαστημικού προγράμματος της NASA, που κατέληξε στην «κατάκτηση της Σελήνης». Παράλληλα, όμως, ξετυλίγει, με τον γνωστό εκλαϊκευτικό αλλά επιστημονικά έγκυρο τρόπο του, ολόκληρη την ιστορία των προσπαθειών του ανθρώπου να κατανοήσει το Σύμπαν αλλά και να πραγματοποιήσει διαστημικά ταξίδια, από την πρώτη πτήση με αερόστατο έως τον πρώτο άνθρωπο που πέταξε στο Διάστημα, τον Γιούρι Γκαγκάριν, αλλά και την προσελήνωση του «Αετού», της αμερικανικής σεληνακάτου που μετέφερε τους Άρμστρονγκ και Άλντριν στην επιφάνεια του δορυφόρου της Γης. Ο επίτιμος διευθυντής του Ευγενιδείου Πλανηταρίου, στο έργο του αυτό, που πλαισιώνεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό, συνδυάζει την αφήγηση της προσωπικής του διαδρομής (από την Πάτρα των παιδικών του χρόνων μέχρι την οργισμένη Αμερική των 60s) με την επιστημονική εκτύλιξη των σταθμών της πορείας του ανθρώπου προς τα άστρα, εντάσσοντάς την στο ψυχροπολεμικό πλαίσιο των δεκαετιών του 1950 και 1960.
Sang-Hee Lee – Shin-Young Yoon, Η εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, Ψυχογιός
Ήταν οι Νέαντερταλ κανίβαλοι; Γιατί οι μακρινοί πρόγονοι του ανθρώπου είχαν σκουρόχρωμο δέρμα; Γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν έχουν δυσανεξία στη λακτόζη, ενώ η πλειονότητα των ανθρώπων έχει; Ήταν οι πρώτοι άνθρωποι κρεατοφάγοι; Ποιοι ήταν οι πρώτοι πρόγονοι του ανθρώπου; Σε αυτά και πολλά άλλα φαινομενικά «περίεργα» ερωτήματα απαντά, με τη βοήθεια της παλαιοανθρωπολογίας, η κορεατικής καταγωγής καθηγήτρια Ανθρωπολογίας Σανγκ-Χι Λι, σκιαγραφώντας, μέσα από κάθε άλλο παρά ευθείες ατραπούς, μια εκλαϊκευμενη αλλά έγκυρη έκθεση της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους, από τον Σαχελάνθρωπο του Τσαντ, που έζησε πριν από 7 εκατομμύρια χρόνια, μέχρι τον Homo sapiens, τον άμεσο πρόγονό μας, που εμφανίστηκε πριν από μόλις 250.000 χρόνια. Η εξελικτική ατραπός που σκιαγραφεί η συγγραφέας διαθέτει, βέβαια, πολλές παρακαμπτηρίους, που αντιστοιχούν σε «αποτυχημένες» εκδοχές της εξέλιξης, όπως ήταν, για παράδειγμα, ο Homo floresiensis, που λόγω του μικρού του μεγέθους (μόλις ένα μέτρο ύψος) αποκαλείται και «χόμπιτ». Αποδίδοντας στην ενδεχομενικότητα που χαρακτηρίζει την εξέλιξη των ειδών τη θέση που της αξίζει, η συγγραφέας καταρρίπτει μια σειρά διαδεδομένων μύθων, καταδεικνύοντας τη συνεχή μεταβολή που υφίστατο το ανθρώπινο είδος και οι πρόγονοί του από τη στιγμή που βάδισε με τα δύο του πόδια μέχρι και το σχηματισμό των πρώτων κοινωνιών. Μέσα από 22 θεματικά κεφάλαια, που δεν εξελίσσονται ευθύγραμμα, η Σανγκ-Χι Λι, μαζί με τον δημοσιογράφο επιστημονικών θεμάτων Σινγκ-Γιανγκ Γιουν, προσφέρουν στον αναγνώστη, με τρόπο προσιτό και συχνά εύχαρι, βασικές γνώσεις σχετικά με την ανθρώπινη εξέλιξη.