του Ηλία Καφάογλου
Ο σχεδόν άγνωστος στα καθ΄ημάς Λιονέλ Ντυρουά, γεννημένος το 1949 στην Μπιζέρτα της Τυνησίας, μας συστήνεται με ένα μυθιστόρημα υβριδικό, όπου η ιστορία διαπιστεύεται ως σύγχρονη, υψηλόφρων λογοτεχνία, για να θυμηθούμε τον Ιβάν Ζαμπλονκά. Η ιστορία, της Ρουμανίας κατά τη δεκαετία του 1930, εν προκειμένω, είναι λογοτεχνία όταν δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνον ο εαυτός της, αφού ο Ντυρουά δεν εντάσσει απλώς τα γεγονότα σε μία αφήγηση, αλλά μάλλον ενεργοποιεί μυθοπλασίες μέσα στους συλλογισμούς του, τους οποίους το κείμενο ενεργοποιεί και ξετυλίγει. Λογοτεχνική γραφή καλουπωμένη σε ερωτήματα που απασχολούν τους ιστορικούς ή πολιτισμική ιστορία που φοράει το κοστούμι της λογοτεχνίας;», στην κατεύθυνση που, άλλωστε, υποδεικνύει ο Ένζο Τραβέρσο στο Ιδιότυπα παρελθόντα του, είναι η Ευγενία του Ντυρουά;
Δείχνει γοητευτικά, σχεδόν ηδονικά, ο Τραβέρσο πως η ιστορία γράφεται όλο και πιο συχνά σε πρώτο πρόσωπο και ότι οι ιστορικοί δεν αρκούνται σε εξεικόνιση, ανασύσταση και ερμηνεία του παρελθόντος, αλλά προκρίνουν συχνά πυκνά να μιλήσουν για την ίδια τους την υποκειμενικότητα. Έτσι, ένα νεοπαγές είδος διαμορφώνεται, της ιστορίας ή (και) της λογοτεχνίας, με τα σύνορα ιδιαιτέρως πορώδη. Πρόκειται για είδος υβριδικό, στο πλαίσιο του οποίου στην κειμενική επιφάνεια οι συγγραφείς, ιστορικοί και όχι μόνον, αφηγούνται, σε πρώτο πρόσωπο ή δίνοντας τον λόγο στους κατά περίπτωσιν ήρωές τους, τις καταδικές τους συγκινήσεις, τα πάθη ή και τους πόθους τους, λόγου χάριν, ο Ιβάν Ζαμπλονκά. Ο Ζαμπλονκά, για να επανέλθουμε λιγάκι σε αυτόν, πειστικά μάς συστήνει να μη σκεφτόμαστε ας πούμε μανιχαΐστικά τον μυθοπλαστικό ή επιστημονικό χαρακτήρα της ιστορίας. Αναλόγως, συγγραφείς λογοτέχνες, ο Μοντιανό, ο Θέρκας, ο Ζέμπαλντ, με τον οποίο, άλλωστε, ο δικός μας Αστερίου ρητά συνομιλεί, μετακενώνουν τη μυθιστορηματική «αλήθεια» και την ιστορική «αλήθεια» τη μία στην άλλη, συστήνοντας και συγκροτώντας μια σύγχρονη ποιητική του μυθιστορήματος, την οποία θα μπορούσαμε να να ονοματίσουμε «ποιητική του μη μυθοπλαστικού μυθιστορήματος». Εκβάλλει, κάπως έτσι, η λογοτεχνία στην ιστορία και τη διαστίζει, αυτό που συνέβη εν τοις πράγμασι με αυτό που συνέβη για αυτόν ή για αυτήν, η μικροΐστορία των ανθρώπων, τα ατομικά πάθη, οι ατομικοί λόγοι, οι λαλέουσες σιωπές, το παρελθόν, το παρόν, η βαθύτερη αλληλεπίδρασή τους, πάει να πει η πολιτισμική μνήμη, μετακενώνεται τρόπον τινά σε μνήμη συλλογική, και η οπλή της Ιστορίας ξύνει τη μνημονική σκευή, εκτεφρώνει το μέλλον. Η ιστορία ανοίγεται, έτσι, στην υποκειμενικότητα, τη μικροϊστορία και το βίωμα, τη βιωμένη «από τα κάτω» ιστορία, η ιστορία εγκιβωτίζεται στη λογοτεχνία, η τελευταία αξιοποιεί την έννοια του «αρχείου», αφήνεται στη γοητεία του, γητεύεται από όσα αποκαλύπτει και κυρίως όσα συχνά αγωνιωδώς αδιάγνωστα στα αρχεία παραμένουν, το αρχειακό υλικό εντάσσεται στην πλοκή, στη σκηνοθεσία στην αφηγηματική επιφάνεια, που, έτσι, είναι και σκηνοθεσία της έρευνας.
Τόπος δράσης του μυθιστορήματος του Ντυρουά, τρόπον τινά φόντο, η Ρουμανία κατά τη δεκαετία του 1930, το είδαμε κιόλας, ειδικότερα το Ιάσιο, πλούσια και κοσμοπολίτικη πόλη, το πολιτιστικό κέντρο της χώρας. Ιδού και ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ο Ρουμανοεβραίος συγγραφέας Μιχαήλ Σεμπαστιάν, πρόσωπο υπαρκτό, ο οποίος αισθάνεται πρώτα Ρουμάνος και στη συνέχεια Εβραίος. Προσκαλείται στο Πανεπιστήμιο του Ιασίου να δώσει μια διάλεξη, όπου δέχεται επίθεση από αντισημίτες, φασίστες φοιτητές. Μόνο μία νεαρή γυναίκα τον υπερασπίζεται, παίρνει το μέρος του, η Ευγενία Ραντουλέσκου. Η καθηγήτριά της της είναι εκείνη που έχει προσκαλέσει τον Σεμπαστιάν , τον Ιωσήφ Χέκτερ, δηλαδή, αφού αυτός άλλαξε το όνομά του, αφού διώκετο επειδή ήταν Εβραίος. Η Ευγενία, φοιτήτρια λαμπρή, γοητεύεται από τον Σεμαστιάν, γοητευτικός και ευαίσθητος, για τον οποίο πάνω από όλα η καλλιτεχνική δημιουργία προέχει, άλλοτε εγωκεντρικός, άλλοτε σεβαστικός απέναντι στις κεντρευρωπαïκές αξίες, κάτοπτρο, ας πούμε, ενός λαού που άγεται και φέρεται και βιαιοπραγεί, χωρίς συναίσθηση των συνεπειών των πράξεών του – ο εφασισμός της κοινωνίας επελαύνει. Η Ευγενία εγκαθίσταται μαζί με τον Σεμπαστιάν στο Βουκουρέστι και, ως δημοσιογράφος, γίνεται μάρτυρας του αντισημιτικού κύματος που σαρώνει τη χώρα, πρωτοστατούντων και ορισμένων διανοουμένων, όπως ο Εμίλ Σιοράν και ο Μίτσεα Ελιάντε. Σύντομα η Ευγενία επιστρέφει στο Ιάσιο και προσπαθεί να κινητοποιήσει τους συμπολίτες της για τον κίνδυνο που καραδοκεί, προσπαθεί να πείσει και τις Αρχές. Οι προσπάθειές της αποδεικνύονται μάταιες, σχεδόν το σύνολο του κοινωνικού σώματος έχει διολισθήσει στην ηθική γάγγραινα του εκφασισμού, γητευετεί από τη σαγήνη της βαρβαρότητας, και η οικογένειά της η ίδια ακόμα. Το καλοκαίρι του 1941 το κύμα αντισημιτισμού κορυφώνεται , με το μεγάλο πογκρόμ στο Ιάσιο, από τις 29 Ιουνίου έως τις 6 Ιουλίου, κατά το οποίο 13.660 άνθρωποι θανατώνονται επιτόπου ή ταξιδεύουν προς τη θανή με τα τρένα του θανάτου – ο Ντυρουά αξιοποιεί εδώ το ημερολόγιο του ίδιου του Σεμπαστιάν, αλλά το επί του θέματος ρεπορτάζ του αντιφατικού, αλλά κυνικού Κούρτσιο Μαλαπάρτε.
Κλειδωμένες πόρτες, αίσθημα ασφυξίας, θάνατος, μόνον θάνατος επικρατούν στην πόλη, η Ευγενία βλέπει νεκρούς έξω από το παράθυρό της, πετάγεται έξω, αντιστέκεται στη βία της Σιδηράε Φρουράς, πρόταγμά της η καθαρότητα του αίματος, αντιδρά χάρη στη σχέση της με την καθηγήτριά της, που λειτουργεί ως μέντορά της. Αντίδοτο, ο έρωτάς της για τον Σεμπαστιάν, το κρύβει, πιστεύει σε αυτόν και στο έργο του. Ο τελευταίος, ωστόσο, παραμένει γοητευμένος από μία άλλη γυναίκα, λαμπρή ηθοποιό, η Ευγενία, ωστόσο, δεν τον αποδιώχνει, πιστεύουν ο ένας τον άλλο, στηρίζουν ο ένας τον άλλο. Τον Σεμπαστιάν ενδιαφέρει αποκλειστικά η συγγραφή, αλλά δεν μπορεί να δημοσιεύσει με το όνομά του, δεν έχει πόρους ζωής, οι πόρτες του εκδοτικού χώρου είναι ερμητικά κλειστές και προσπαθεί να καταλάβει γιατί κάποιοι άνθρωποι που δεν τον γνωρίζουν και τους οποίους δεν έχει βλάψει «θέλουν να τον δουν πεθαμένο». Η Ευγενία σπαράσσεται, επίσης, όταν διαπιστώνει ότι η οικογένειά της συναινεί στην εξόντωση των Εβραίων και πως ο αδελφός της έχει αναδειχθεί σε στέλεχος της Σιδηράς Φρουράς – ο Ντυρουά προφανώς έχει ασχοληθεί εξονυχιστικά με την περίοδο κα τη χώρα τις οποίες εξεικονίζει, αξιοποιώντας πληθώρα ιστορικών και γενικότερα πραγματολογικών στοιχείων, ενσωματώνοντάς τα στη ροή της ψιλοδουλεμένης αφήγησής του, έτσι ώστε να αδικείται το μυθιστόρημά του από τον χαρακτηρισμό «ιστορικό μυθιστόρημα», πόσο μάλλον που η αφήγηση δεν ακολουθεί μια γραμμική χρονική ακολουθία, και τα γεγονότα, τα συμβάντα, οι μαρτυρίες εκβάλλουν στη μυθιστορηματική πλοκή.
Η Ευγενία και ο Σεμπαστιάν σπαράσσονται γιατί είναι, πράγματι, αποκαρδιωτικό να βλέπεις τη χώρα σου, τους ανθρώπους γύρω σου, να παρασύρονται από ανάξιες ηγεσίες και να συναινούν πλησίστιοι στον ολοκληρωτισμό. Μέσα σε όλο αυτόν τον κυκεώνα η Ευγενία προτάσσει το σθένος της, αποδέχεται τη ματαίωση του έρωτά της, και όταν ο πεφιλημένος θα πεθάνει άδοξα –ως Εβραίος, ένας ακόμα «επισκέπτης της ζωής», για να θυμηθούμε τον Τζορτζ Στάινερ–, θα καταγράψει, στα χρόνια του πολέμου, τη ζωή της. Θα την καταγράψει διά χειρός Ντυρουά, σπαρακτικά και σπαρασσόμενη, με γραφή μεγάλης έντασης, αλλά τρυφερή, παρά τις ανατριχιαστικές περιγραφές, γραφή που μάς προσφέρεται, χάρη και στη σε γλώσσα κρουστή μετάφραση της Εύας Γεωργακοπούλου, για να στοχαστούμε, απολαμβάνοντας την αφήγηση, για τις αιτίες του «απόλυτου κακού», με φόντο την άνοδο του ευρωπαïκού φασισμού,, τότε και σήμερα. Η Ευγενία, ένα κείμενο υβριδικό, μάς συν(εγείρει).
Lionel Duroy, Ευγενία, μτφρ. Εύα Γεωργουτσοπούλου, Πόλις, 2022