Ιστορία και λογοτεχνία, μια αρρηκτη σχέση (της Ζιζής Σαλίμπα)

0
555

 

 

της Ζιζής Σαλίμπα (*) 

 

Σαν την αράχνη, είναι η ιστορία· πλέκει, διαπλέκει, παγιδεύει στον ιστό της τους ανθρώπους κι αυτοί ανήμποροι να ξεφύγουν, υποτάσσουν την καθημερινότητά τους, τα όνειρα και τις επιθυμίες τους στις προσταγές της.

Αυτή ήταν η κυρίαρχη σκέψη που έκανα διαβάζοντας τα 18 διηγήματα της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου, στο βιβλίο με τίτλο «Διάψαλμα», από τις εκδόσεις Εντευκτήριο.

Μ’ ένα λόγο πυκνό, ελλειπτικό, που απεικάζει τη σχέση του χρόνου με τον χώρο, η συγγραφέας ανοίγει ένα διάλογο με την μικροϊστορία,  καθώς πλάθει τους ήρωές της και αφηγείται «όχι τι συνέβη πραγματικά, αντικειμενικά» αλλά «τι συνέβη γι’ αυτόν ή γι’ αυτήν ή γι’ αυτούς, αποκλειστικά». Ένας ολόκληρος κόσμος ηθικός και φανταστικός, με τους ανθρώπους της καθημερινότητας, που στέκουν σιωπηλοί στη Μεγάλη, επίσημη ιστορία αναδύεται από τη λογοτεχνική της αφήγηση.

Ο χώρος και ο χρόνος: πεδία που επικαλύπτονται από την ιστορία και τη λογοτεχνία.

Ο αγροτικός χώρος, τα βουνά, τα ποτάμια, τα μονοπάτια, τα χωριά και οι κωμοπόλεις, οι κατοικίες, τα χειμαδιά και οι στάνες.

Θα ήθελα να αναφερθώ επίσης σε τρία διηγήματα από το βιβλίο που περιγράφουν τη ζωή στα αστικά κέντρα σήμερα, και τα οποία θεωρώ ότι θα αποτελέσουν πηγή στοιχείων για τους ιστορικούς που θα ασχοληθούν με τις εκφάνσεις της ελληνικής κοινωνίας στο μέλλον.

Η Ελλάδα της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφύλιου, μια Ελλάδα διαποτισμένη από την αγροτική κουλτούρα,  ξεχασμένη και αφημένη στη μοίρα της από τις επίσημες αρχές. Οι μνήμες και τα τραύματα, είναι ο μίτος της διήγησής της. Εξάλλου, μέχρι και πριν από λίγα χρόνια στα καλοκαιρινά νυχτέρια, στο κατώφλι τους σπιτιού τους, τότε που ήταν ακόμη ζωντανοί, οι άνθρωποι διηγούνταν ιστορίες και κατορθώματα από αυτούς τους ταραγμένους καιρούς. Στο διήγημα «Ο κώδικας» αποτυπώνεται η νέα πραγματικότητα, η εξορία. «Στο νησί των εξορισμένων ο Αντώνης χάραζε τους μήνες με κάρβουνο στα χαλίκια που σήκωναν το βάρος της κουρελούς και το δικό του. Έσφιγγε τη λιωμένη κουβέρτα –κληρονομιά από έναν σύντροφο που δεν άντεξε– μπας και γλιτώσει λίγο από τον χιονιά, που πέρναγε τα μπαλώματα του αντίσκηνου, και υπολόγιζε πόσες αιωνιότοτητες θα του έκλεβε ο καιρός για να καλοσυνέψει»

Η ακινησία του αγροτικού τοπίου, η ρουτίνα των αγροτικών εργασιών, το ετήσιο πήγαιν’ έλα των κοπαδιών, ο αγροτικός χρόνος που καθορίζεται από τις εποχές και όχι από το ρολόι, διακόπτεται ξαφνικά από τον Πόλεμο ή διαταράσσεται από γεγονότα που προκαλούν τριγμούς και αθεράπευτα τραύματα στον πυρήνα της κοινωνικής ζωής, στην οικογένεια.

Η οικογένεια ως βασικό κύτταρο και οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις από τα μέλη δεσπόζουν στα διηγήματα της Παναγιωτοπούλου. Η σκηνοθεσία της κατασκευής των ηρώων της είναι εμβληματική. Οι ήρωες υπακούουν στους ρόλους τους, η μητέρα, το αγέννητο παιδί στην κοιλιά της, ο αδερφός, ο πατέρας, ο σύζυγος· πρόσωπα που δρουν στους ταραγμένους καιρούς. Ο παπάς είναι μια εμβληματική φυσιογνωμία, η οποία επηρεάζει είτε θετικά είτε αρνητικά την οικογένεια. Η συγγραφέας αποκαλύπτει τις αρχετυπικές συμπεριφορές, και τις νοοτροπίες στους ταραγμένους καιρούς του Πολέμου και του κλίματος στην Μετεμφυλιακή Ελλάδα. Στο διήγημά της ο «Ο Γάμος» δυο νέοι διαφορετικής κοινωνικής προέλευσης ανταμώνουν, ερωτεύονται στο αντάρτικο. Η κοπέλα μένει έγκυος. Βρίσκουν παπά για να τους παντρέψει σ’ ένα ξωκλήσι μια ασέληνη νύχτα. Και, το ζευγάρι εκτελείται στον περίβολο, την ημέρα του γάμου, από τις σφαίρες όχι της εθνοφυλακής, αλλά των οικογενειών τους, που δεν αποδέχονταν τη γεφύρωση του κοινωνικού και πολιτικού χάσματος. Ο παπάς κρεμάστηκε «δια παραδειγματισμόν».

Ο κεντρικός ήρωας, στο διήγημα «Ο Γωνίτσας», ένα ορφανό παιδί, χωρίς όνομα με το κοινωνικό στίγμα της διαφορετικότητας, –δεν παίρνει τα γράμματα, ζει από τις ελεημοσύνες των άλλων, τον φωνάζουν Γωνίτσα γιατί κουρνιάζει μισοκρυμένος στις γωνιές– εντάσσεται στην οικογένεια του αδερφού του, όταν αυτός παντρεύεται. Ο αδερφός του παίρνει το όπλο και φεύγει στο αντάρτικο. Οι μέρες περνούσαν χωρίς κανένα μήνυμα από τον αδελφό του, η οικογένεια βίωνε την απώλεια την αβεβαιότητα, τη λύπη όπως όλες οι οικογένειες των «αγνοουμένων». Ο Γωνίτσας σεργιανάει στα βουνά αναζητώντας τον αδερφό του. Όταν ανακάλυψε το λάκο του αδερφού του, ξάπλωσε δίπλα και πήρε την απόφαση να σφραγίσει το στόμα του «για να μην γίνει το μίσος η κληρονομιά από τον θάνατό του». « Ο αδελφός μου, μου είπαν ότι έφυγε για την Αμερική, όταν μπορέσει θα μας στείλει γράμμα» αποκρινόταν στα παιδιά και στη γυναίκα του αδικοχαμένου αδερφού του όταν αυτοί τον ρωτούσαν. Ο Γωνίτσας ανέλαβε τα καθήκοντα του άνδρα, αρχηγού της οικογένειας και γίνεται μια από τις εμβληματικές φυσιογνωμίες, για την απάλειψη του μίσους και του τραύματος που χωρίζει τους ανθρώπους και σέρνεται μέχρι και τις μέρες μας.

Η συγγραφέας εκφράζει τις κανονικότητες και τις μη κανονικότητες στην καθημερινότητά τους. Η αφήγησή της πηγάζει από τις πρακτικές της ιστορίας. Τα διηγήματά της δεν ακολουθούν τους κανόνες που διέπουν το ιστορικό μυθιστόρημα. Ούτε ακόμη αποτελούν αποτύπωση και καταγραφή προφορικών μαρτυριών. Η αφήγησή της βρίσκεται στα όρια ιστορίας, λογοτεχνίας και μυθοπλασίας, καθώς πρόσωπα και πράγματα επινοούνται μέσα σε πραγματικά γεγονότα.

Είναι προφανές ότι η συγγραφέας μελέτησε, τα γεγονότα, και  προχώρησε στην κατανόηση,  στην ανάλυση των νοοτροπιών, των στάσεων και των συμπεριφορών, της ελληνικής κοινωνίας προκειμένου να δώσει πνοή ζωής στους ήρωές της

Σε κανένα διήγημα δεν υπάρχει το στοιχείο της δραματοποίησης, ακόμη και όταν συμβαίνουν τραγικά γεγονότα και κατασπαράσσονται τα μέλη της οικογένειας, όπως ο θάνατος ενός παιδιού, ή όταν ο ένας συγγενής φοράει μαύρη κουκούλα και οδηγεί με αυτή την πράξη του τον άλλο συγγενή στην εξορία, στο ξερονήσι και τελικά στον θάνατο.

Η μη δραματοποίηση, η sotto voce λογοτεχνική γραφή απαιτεί ικανότητα, συγγραφική δεινότητα θα έλεγα, καθώς οι ήρωές βιώνουν τραγικά γεγονότα και το τραύμα δεν επουλώνεται έτσι εύκολα. Η συγγραφέας τους ακολουθεί σιωπηλά, κι αναστοχαστικά. Και ο αναγνώστης διαβάζει ενεργεί διαδραστικά, ελπίζει, αποζητώντας την κοινωνική δικαιοσύνη που αφορά τις κοινωνικές τάξεις, το εισόδημα και το φύλο.

Ο αναγνώστης συμπάσχει με τους ήρωες, καθώς η συγγραφέας υπερβαίνει τα κοινωνικά στερεότυπα, αναφέρω για παράδειγμα το διήγημα «Το ροζ πιάνο» που διαδραματίζεται σε ελληνικό νησί· η Ρένα, όπως και η μάνα της δεν γνωρίζει ποιος από τους δυο γερμανούς τουρίστες άλλοτε φίλοι, μετά τη γέννησή της έγιναν εχθροί, είναι ο πατέρας της. Και, αποφασίζει χωρίς να σκαλίσει το παρελθόν, να ζήσει και με τους δύο πατεράδες της.

Στα διηγήματα η εργασία, το επάγγελμα,  χαρακτηρίζει την προσωπικότητα των ηρώων. Και σ’ αυτή την περίπτωση η συγγραφέας φαίνεται ότι έχει μελετήσει τον τρόπο που τα επαγγέλματα ρυθμίζουν και τις ζωές των ανθρώπων στον καιρό του Πολέμου και στον καιρό της Ειρήνης. Για παράδειγμα στο διήγημα «Ο ράφτης», ο ήρωας, ράφτης, για τις ανάγκες διατήρησης της πελατείας του γίνεται ευχάριστος και συγκαταβατικός. Ως χαμαιλέοντας, αλλάζει χρώμα με τους δεξιούς γίνεται δεξιός, με τους αριστερούς, αριστερός. Στο διήγημα «Η διόρθωση» η πλύστρα, είναι χήρα, πλένει τα ρούχα των κατακτητών για να ζήσει, τα παιδιά της τα παίρνουν οι αντάρτες στο βουνό. Αυτή παρακολουθεί τα αφεντικά της και δίνει πληροφορίες για τις κινήσεις του εχθρού στους αντάρτες. Μια μέρα η πλύστρα βρέθηκε κρεμασμένη στη βρύση της «Χορευταριάς», κι ο κόσμος δεν ήξερε ποιοι ήταν οι θύτες, γιατί κανένας δεν φανέρωνε τις σκέψεις του, γιατί ο ένας φοβόταν τον άλλον. Αργότερα κανείς δεν αναφέρθηκε στο γεγονός, καθώς έπρεπε να θυσιαστεί η «αποκατάσταση της αλήθειας» για την «επικράτηση της ηρεμίας». Το διήγημα αυτό έχει πολλές αναγνώσεις. Η συγγραφέας αποδίδει με θαυμαστό τρόπο την έννοια της ηθελημένης λήθης σε μια κοινωνία που δεν αναζητά ευθύνες, για τους ανθρώπους που οδηγήθηκαν στο θάνατο. Για τους ιστορικούς το διήγημα, εκτός από τις νοοτροπίες που καταγράφει, δίνει πληροφορίες για τις πολύτιμες υπηρεσίες, που παρέχουν στους αντάρτες, κάποιες υπηρέτριες, που δουλεύουν στα σπίτια των κατακτητών. Ρίχνει φως  στο «παιδοφύλαγμα» των ανταρτών και στην μετέπειτα εγκατάσταση πολλών από αυτά τα παιδιά στην Τασκένδη.

Στα διηγήματα υπάρχουν και τα αντικείμενα-σύμβολα. ΟΙ φωτογραφίες του πλανόδιου φωτογράφου, κλέβουν τις ψυχές των φωτογραφιζομένων, καθώς απαθανατίζουν το στιγμιαίο στο βίο τους, μέσα στην ακινησία της κοινωνίας της υπαίθρου. Η μουσική. Ο ήχος του πιάνου, κυρίαρχου συμβόλου της αστικοποίησης, δείγμα κοινωνικής υπεροχής. Ο ήχος του κλαρίνου, που παίζεται στα βουνά από τα βοσκόπουλα και συνοδεύει τα αντάρτικα τραγούδια, σύμβολο της εθνικής Αντίστασης.

Η μουσική συμβολίζει τη συμφιλίωση, απαλύνει τις έχθρες που η ιστορία θρέφει, γαληνεύει τις ψυχές. «Χωρίς τη μουσική ο κόσμος θα καταντούσε ένας λάκκος με ηρωϊκά πτώματα» σκεφτόταν ο δάσκαλος του ωδείου, στην τελευταία σελίδα, του βιβλίου «Διάψαλμα» της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου.

Ο Γιώργος Κορδομενίδης, ο φίλος, εκδότης δημιούργησε με το σχεδιασμό, την επιμέλεια ένα βιβλίο υποδειγματικής τυπογραφίας, η ζωγραφική του εξωφύλλου της Σόφης Σενόγλου, εκφράζει τα συγκείμενα του βιβλίου χωρίς να είναι φλύαρη και περιγραφική και ο Άρις Γεωργίου μαγνητίζει τους μελλοντικούς αναγνώστες με το  εξώφυλλο.

 

(*) H Ζιζή Σαλίμπα είναι Ιστορικός – Οικονομολόγος

 

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου, Διάψαλμα, Εκδόσεις Εντευκτηρίου, Αθήνα 2021

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροAnnie Ernaux , το Nobel Λογοτεχνίας 2022
Επόμενο άρθροΑνί Ερνό: Το γεγονός στη ζωή μιας γυναίκας (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ