Των Αλέξανδρου Καπανιάρη* & Νίκου Τσούκα (*).
Ένα βιβλίο που ασχολείται με την ναυτιλία και το εμπόριο στην περιοχή του Ανατολικού Πηλίου από το 1600 έως το 1960. Μέσα από προφορικές μαρτυρίες, βιβλιογραφικές αναφορές, πρωτογενή έρευνα, εικαστικές αποτυπώσεις, φωτογραφίες και άλλα πολύτιμα τεκμήρια σκιαγραφείται η ναυτική και εμπορική ιστορία της περιοχής που εκτείνεται από το Κεραμίδι (Καμάρι), την Π. Μιτζέλα, το Πουρί, τη Ζαγορά (Χορευτό) έως την Νταμούχαρη και τον Αη Γιάννη. Η έκδοση εκτός από τα ζητήματα της ναυτικής παράδοσης και του εμπορίου ανιχνεύει ψηφίδες της ορθόδοξης παράδοσης, της τοπικής ιστορίας, της λαϊκής ζωγραφικής, της χαρτογραφίας και των δημοτικών τραγουδιών αναδεικνύοντας την διαθεματική διάσταση του ζητήματος και τις διασυνδέσεις που υπάρχουν με το ιστορικό, πολιτιστικό, οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής.
****
Τα «Ζαγοριανά Καράβια» αρχικά ήταν ένας εμπορικός στόλος ποντοπόρων πλοίων, που στη συνέχεια εξελίχθηκε σε μηχανοκίνητα καΐκια στα παράλια της Ανατολικής πλευράς του Πηλίου όρους, από το Κεραμίδι (Καμάρι) έως τον Αη Γιάννη. Οι δραστηριότητες των κατοίκων από το Κεραμίδι, την Π. Μιτζέλα, το Πουρί, τη Ζαγορά, τις Μηλιές, τον Κισσό, την Τσαγκαράδα, εκτός από τα κοινά προβλήματα παρουσίαζαν και ομοιότητες στην οικονομία τους, εφ’ όσον, είχαν αναπτύξει τις ίδιες περίπου αγροτικές καλλιέργειες και συνεπώς ίδιες ανάγκες για μεταφορές και εξαγωγές σε εγχώριες και ξένες αγορές. Οι θαλάσσιες μεταφορές έως το 1960 εξασφάλιζαν μια ικανοποιητική διέξοδο, ιδιαίτερα για τα ευπαθή αγροτικά προϊόντα. Οι χερσαίες μεταφορές, μέσω καραβανιών, ήταν δαπανηρές, χρονοβόρες και περιορισμένης ασφάλειας εξαιτίας των ληστειών και άλλων περιπετειών.
Ορθόδοξη μαρτυρία και ναυτική παράδοση
Στη Ζαγορά, η οποία αποτελεί τον κύριο πυρήνα της δραστηριότητας, η ενασχόληση με τη θάλασσα ξεκινάει από το 1600 περίπου, σύμφωνα με μαρτυρίες που σώζονται σε εντοιχισμένες επιγραφές σε εξωκκλήσια της περιοχής, όπου ναυτικοί προσφέρουν τάματα και προσφορές για την ανέγερσή τους. Ειδικότερα ο ναός του Αγίου Αθανασίου βρίσκεται στη θέση «Παληόκαστρο» Ζαγοράς και αποτελούσε καθολικό της Ιεράς Μονής του Αγίου Αθανασίου, ανεγέρθηκε σε διάστημα δώδεκα ετών με έναρξη των εργασιών το 1639 με την οικονομική στήριξη των Ζαγοριανών καπεταναίων της εποχής Γιάννη και Σταμάτη Ρεηζή.
Ο ναός του Αγίου Νικολάου στο Χορευτό είναι από τα παλαιότερα εκκλησιαστικά μνημεία της Ζαγοράς. Βρίσκεται στο κέντρο του Χορευτού και η ανακαίνιση ή μάλλον η εκ βάθρων ανέγερσή του χρονολογείται από το 1651 μ.Χ χάρη στη συνδρομή Ζαγοριανών πλοιοκτητών και ναυτικών.
Η προσφορά των Ζαγοριανών καραβοκύρηδων αποτυπώνεται και στον Άγιο Νικόλαο που υπήρξε παρεκκλήσι της Ιεράς Μονής Ταξιαρχών στη Ζαγορά. Σ’ αυτό το παρεκκλήσι που δεν υπάρχει σήμερα πλεόναζαν τα καράβια που βρίσκονται στο βορεινό τοίχο. Τέσσερα όλα – όλα στην επιφάνεια του τοίχου. Το τέταρτο έχει ανοίξει πανιά κι ο θαλασσινός Άγιος φαίνεται να σηκώνει ένα κοιμισμένο θνητό, ίσως τον καπετάνιο.
Χαρτογραφία και ναυτική παράδοση
Τις οδηγίες προς τους ναυτιλλόμενους του 16ου και 17ου αιώνα δίνουν οι πορτολάνοι της εποχής. Σήμερα στη Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη Ζαγοράς υπάρχουν και οι τρείς τύποι των παραπάνω πορτολάνων. Ειδικότερα, υπάρχει ο χειρόγραφος πορτολάνος της Ζαγοράς, ο έντυπος πορτολάνος του Τάγια με έτος έκδοσης 1729 και ο χάρτης πορτολάνος του Louis Renard που εκδόθηκε στο Άμστερνταμ το 1715 και υπήρξε δωρεά του Ιωάννη Πρίγκου. Ο Αγαμέμνων Τσελίκας με βεβαιότητα μας πληροφορεί ότι ο πορτολάνος της Ζαγοράς χρονολογείται μέσα στη δεκαετία του 1530. Αντίστοιχα ο έντυπος πορτολάνος του Δημήτριου Τάγια, που βρίσκεται επίσης στη Δημόσια Ιστορική Βιβλιοθήκη Ζαγοράς, είναι η πέμπτη έκδοσή του με έτος έκδοσης το 1729. Ο χάρτης πορτολάνος του Louis Renard είναι ένας ναυτικός άτλαντας – πορτολάνος, ο οποίος περιέχει όλες τις θάλασσες και τα παράλια της υδρογείου σε 30 χάρτες.
Το Κεραμίδι
Το Κεραμίδι αποτελεί το ένα άκρο της ενότητας των περιοχών του Ανατολικού Πηλίου που ανέπτυξαν ναυτιλία. Στο επίνειο της περιοχής, το Καμάρι, ξεκίνησαν οι φορτοεκφορτώσεις προϊόντων με τα καΐκια της περιοχής. Τα προϊόντα τα οποία μεταφέρονταν ήταν κυρίως ξυλεία και κρασιά από τα Κεραμιδιώτικα αμπέλια που είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται συστηματικά και φημίζονταν για την καλή γεύση τους. Άλλο εξαγώγιμο προϊόν που μετέφεραν τα πλοία του Κεραμιδίου ήταν τα σύκα που επίσης φημίζονταν για την ποιότητά τους.
Έτσι, αρχικά το Κεραμίδι αναπτύσσει τη ναυτιλία για να στηρίξει το εξαγωγικό εμπόριο που αναπτύσσεται σταδιακά και το οποίο είναι βασισμένο στα προϊόντα που παράγει.. Έπειτα παρουσιάζεται μια μαζική στροφή προς την αλιεία και μάλιστα δημιουργείται μια παράδοση ετών που συνεχίζεται έως σήμερα.
Η Παλιά Μιτζέλα
Σύμφωνα με τον Γιώργο Τσολάκη η Παλιά Μιτζέλα αποτελούσε μέχρι την καταστροφή και εγκατάλειψή της από τους κατοίκους της το έτος 1828, αν όχι το σημαντικότερο, ένα από τα μεγαλύτερα ναυτικά κέντρα του χερσαίου τμήματος της Μαγνησιώτικης περιφέρειας
Σύμφωνα λοιπόν με τη μαρτυρία του Αργ. Φιλιππίδη, οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού ήταν ναυτικοί και διέθεταν μεγάλες «μαΐστρες», με τις οποίες ταξίδευαν στα λιμάνια της Ανατολής (Μικρά Ασία, Εύξεινο Πόντο. Τα πλοία επομένως τα οποία χρησιμοποιούσαν οι Μιτζελιώτες ήταν ήδη τέτοιου μεγέθους, ώστε να μπορούν να διαπλέουν το Αιγαίο και να φτάνουν ακόμη πιο μακριά από τις ακτές της Μ. Ασίας
Ο Ζαγοριανός δικηγόρος και πολιτικός Ρήγας Πάντος στην πολύτιμη καταγραφή του για το χρονικό της καταστροφής της Παλιάς Μιτζέλας προσθέτει κάποια επιπλέον ενδιαφέροντα στοιχεία. Αναφέρεται λοιπόν στον μιτζελιώτικο στόλο, τη δύναμη του οποίου ανεβάζει σε ογδόντα καράβια την εποχή της καταστροφής του χωριού, προσδιορίζοντάς τα μάλιστα ως μπρίκια και γολέτες, δηλαδή πλοία ποντοπόρα
ΤοΠουρί
Η συμμετοχή των κατοίκων του Πουρίου στη ναυτιλία της περιοχής υπήρξε σημαντική και εκτεταμένη. Πολλοί καραβοκύρηδες και ναυτικοί κατάγονταν από το Πουρί. Κάποιοι είχαν δικά τους καράβια ενταγμένα στον επονομαζόμενο στόλο των εμπορικών Ζαγοριανών καραβιών. Αρκετοί ήταν καπετάνιοι και πλήρωμα σε καράβια των Ζαγοριανών. Αρκετοί Πουριανοί πούλησαν δικά τους καράβια σε Ζαγοριανούς και αντίστοιχα αγόρασαν άλλα μεγαλύτερα ή εργάστηκαν σε άλλα καράβια Ζαγοριανών. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση του Πουριανού αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού της Ρωσίας Νικόλαου Κρήτσκη, μετέπειτα ευεργέτη της Ζαγοράς.
Η ναυτιλίατηςΖαγοράς
Η ναυτιλία της Ζαγοράς, η οποία συνδεόταν άρρηκτα με τη φήμη των «Ζαγοριανών Καραβιών», ξεπέρασε τα στενά όρια της Ζαγοράς και ειδικότερα της σκάλας του Χορευτού, γιατί συνδέθηκε με μια εποχή όπου οι παραγωγικές σχέσεις ανατράπηκαν. Έτσι η Ζαγορά κατάφερε μέσα από μια κλειστή και εσωστρεφή οικονομία να αναπτύξει το εμπόριο, να ανθίσουν οι βιοτεχνίες και να στραφεί στις αγορές της Ευρώπης και της Ανατολής μέσω της ναυτιλίας. Η ναυπήγηση ποντοπόρων πλοίων, τα οποία πραγματοποιούσαν ταξίδια στη Μαύρη θάλασσα, στα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης καθώς και στην Πόλη, τη Θεσσαλονίκη και τη Σμύρνη, είχε ως συνέπεια να αναπτυχθούν νέες παραγωγικές δυνάμεις, οι οποίες έφεραν αλλαγές μέσα στη Ζαγορά και αντίστοιχα κοινωνική διαφοροποίηση.
Το άνοιγμα της κλειστής οικονομίας της Ζαγοράς και η μετέπειτα ανάπτυξη των μεταφορών και του εμπορίου συνδυάστηκε με το άνοιγμα των κλειστών αγορών και σε άλλα μέρη του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας. Η ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων προϋπέθετε άνεση στις κινήσεις των ναυτικών, η οποία εξασφαλίστηκε με τη συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή που υπογράφτηκε το 1774.
Η ανάπτυξη της σηροτροφίας με την παραγωγή του μεταξιού της Ζαγοράς θα συμβάλει στην περαιτέρω ενίσχυση του εμπορίου, δίνοντας αντίστοιχη ώθηση στην ναυτιλία. Επίσης η επεξεργασία των νημάτων και των πρώτων υλών θα αποτελέσει τη βάση για την παραγωγή χνουδωτών σκουτιών. Παράγωγο των σκουτιών ήταν οι περίφημες Ζαγοριανές καπότες που φημίζονταν σε Σμύρνη, Θεσσαλονίκη και Κωνσταντινούπολη. Η παραγωγή σύντομα επεκτάθηκε και σε καρπέτες, βελέντζες, κιλίμια, φλοκάτες, νήματα και άλλα είδη σε μεγάλες ποσότητες, που στη συνέχεια ξένοι και ντόπιοι πραματευτάδες τα αγόραζαν και τα πουλούσαν στο εξωτερικό.
ΟΑηΓιάννηςΠηλίου
Ο Αη Γιάννης Πηλίου έως το 1937 αποτελούσε έναν μικρό οικισμό (μαχαλά) που εντασσόταν στο τότε διοικητικό κέντρο της περιοχής που ήταν ο Κισσός. Η θέση του Αη Γιάννη κοντά στη θάλασσα βοήθησε, ώστε ο οικισμός να μετατραπεί σε διακομιστικό και εμπορικό κέντρο, όπου συγκεντρώνονταν προϊόντα και εμπορεύματα του Ξουριχτίου, του Μουρεσίου, της Τσαγκαράδας, του Αγίου Δημητρίου, του Ανηλίου, του Κισσού και της Μακρυρράχης. Στην προσπάθεια μεταφοράς των προϊόντων της περιοχής διά της θαλάσσης, συμπληρωματικά έχουμε παράλληλη δραστηριότητα, βέβαια μικρότερης κλίμακας, στη σκάλα της Νταμούχαρης.
Η σκάλα του Αη Γιάννη σύντομα συγκεντρώνει ισχυρό εμπορικό «στόλο» καραβιών που ασχολούνται με τις μεταφορές και το εμπόριο. Τα καράβια φορτώνουν φρούτα και την ονομαστή ξυλεία του Πηλίου από αγριοκαστανιά (κερεστές), ενώ στην παραλία του Αη Γιάννη αναπτύσσονται αποθήκες – καταστήματα που συγκεντρώνουν τα προϊόντα. Στις αποθήκες αυτές επίσης ξεφορτώνονται βαρέλια με κρασί και άλλα αποικιακά προϊόντα προς πώληση. Οι προορισμοί των καραβιών του Αη Γιάννη ήταν η Θεσσαλονίκη, οι Βόρειες Σποράδες, η Καβάλα, η Αλεξανδρούπολη, ο Άγιος Ευστράτιος, όπου οι παραγγελίες των εξόριστων ήταν μαζικές, η Μυτιλήνη, η Χίος, τα Γιάλτρα (Λουτρά Γιαλτρών), η Κάρυστος, η Ρόδος, η Κρήτη, η Σαντορίνη και το Άγιο Όρος.
Επίλογος
Σύμφωνα με τον Μανώλη Γκαγκάκη (2010) από την απελευθέρωση της Νότιας Ελλάδας και μετά, άρχισε η παρακμή της πηλιορείτικης – και της ζαγοριανής φυσικά – ναυτιλίας. Οι νέες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, η εμφάνιση νέων λιμανιών ως εμπορικών κέντρων, η είσοδος του ατμού στη ναυτιλία κι άλλες αιτίες συντέλεσαν στη βαθμιαία υποχώρηση της. Σταθμός στη ναυτιλία της Ζαγοράς ήταν η εμφάνιση της βενζινομηχανής, γύρω στα 1919. Η χρήση της γενικεύτηκε μέχρι το 1940 σ’ όλα τα πλεούμενα. Τα πανιά άρχισαν να αποτελούν βοηθητικό συνδυασμό ή λύση «για ώρα ανάγκης».
Η περίοδος 1941-1949, λόγω των πολέμων, ήταν καταστροφική για τη ναυτιλία της περιοχής και την υποδομή της. Αργότερα, μια προσπάθεια αναθέρμανσής της αποτυγχάνει λόγω της οριστικής επικράτησης της ρόδας. Σβήνει οριστικά γύρω στα 1960.
Έτσι η ναυτιλία της περιοχής συρρικνώνθηκε σε εμβέλεια (π.χ. Μαύρη Θάλασσα), πύκνωσε όμως σε κοντινούς προορισμούς, σε κοντινά λιμάνια (Αιγαίο, Ν. Ελλάδα). Τα ταξίδια στα τελευταία δεν απαιτούσαν σκάφη μεγάλης χωρητικότητας. Γι’ αυτό τα πλεούμενα αυξάνονταν σε αριθμό, αλλά μίκραιναν σε μέγεθος. Έτσι περάσαμε από τα καράβια στα καΐκια. Φαίνεται ότι ο μακρύτερος προορισμός στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν η Αλεξάνδρεια.
(* )Ο Αλέξανδρος Καπανιάρης είναι Πληροφορικός, Πολιτισμολόγος, Υπ. Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αιγαίου και Οργανωτικός Γραμματέας του φορέα Μαγνήτων Κιβωτός. Ο Νίκος Τσούκας είναι Γενικός Γραμματέας του φορέα Μαγνήτων Κιβωτός, πρώην πρόεδρος της Κοινότητας Μακρινίτσας.
INFO: Αλέξανδρου Καπανιάρη* & Νίκου Τσούκα¨:Ήρθαν τα καράβια τα ζαγοριανά. Όψεις και μνήμες της ναυτιλίας και του εμπορίου στο Ανατολικό Πήλιο (1600 – 1960).
ΚΕΡΑΜΙΔΙ (ΚΑΜΑΡΙ) – Π. ΜΙΤΖΕΛΑ – ΠΟΥΡΙ – ΖΑΓΟΡΑ (ΧΟΡΕΥΤΟ) -ΑΗ ΓΙΑΝΝΗΣ – ΝΤΑΜΟΥΧΑΡΗ
προφορικές μαρτυρίες, καταγραφές, εικαστικές αποτυπώσεις, φωτογραφίες και τεκμήρια
**
Χωρίς να θέλω να προσθέσω κάτι περισσότερο σ αυτό το αξιόλογο έργο, μια μικρή υποσημείωση για την συρρικνωση της Πηλιοριτικης ναυτιλίας αλλά και της παρακτιας ελληνικής ναυτιλίας. Η κατασκευή του σιδηροδρομου με έκταση από την Αθήνα ως τη Λάρισα και ως τις Πάτρα Καλαμάτα συρρικνωσε και εξαφάνισε τελικά το παρακτιο ναυτικό εμπόριο και τις μεταφορές στην τότε Ελλάδα. Λογικό επακολουθο της μετέπειτα παρακμης των λιμανιων Βόλου κα Καλαμάτας, της ανόδου όμως των Πάτρα και Λάρισας, η πρώτη ως πύλη με την Ευρώπη η δεύτερη ως σημαντικό διακομιστικο κέντρο όλης της Ηπειρωτικης Ελλάδας. Η γρήγορη μετατόπιση του Βόλου σε βιομηχανικό κέντρο κράτησε την πόλη για αλλά 50 έτη, έως και το 2000.