Χομ σίνεμα
Βγήκε από το μπαρ τραβώντας το καπέλο του μέχρι τ’ αφτιά μη το πάρει ο δυνατός άνεμος. Ευχαριστημένος. Καλά πήγε κι αυτή η μπάζα. Λίγο ακόμα και θα καταφέρει να συγκεντρώσει το ποσό για το πολυσυζητημένο χομ σίνεμα, που καρφώθηκε στη Βασούλα και το περιμένει σα μωρό παιδί. Χωρίς να βάλει χέρι στα έτοιμα. Πάντα ήταν συντηρητικός κι αποταμίευε κρυφά της για τις κούφιες μέρες. Δεν κάθονται συχνά ευκαιρίες σαν την τελευταία και τώρα ψυχανεμίζεται πως τέτοιες μέρες πλησιάζουν. Κούφιες. Η δουλειά του δεν είναι καθόλου απλή. Ευτυχώς η Βασούλα τον εμπιστεύεται, δεν τον κοντράρει, ούτε ζητάει λεπτομέρειες για τους αόρατους συνεργάτες του.
Περπατάει καμπουριάζοντας με τα χέρια στις τσέπες. Το κρύο του τρυπάει το πρόσωπο, το ‘χει στρώσει για τα καλά όπως κάθε παραμονή. Τέτοιες μέρες θυμάται πάντα τη μάνα του. Τα μάτια του τσούζουν από την παγωνιά. Σφίγγει στη τσέπη του παντελονιού του το πακέτο με τα πεντακοσαδόλαρα. Πλησιάζει στο σπίτι του, βλέπει την φαρδιά πλάτη της Βασούλας ακουμπισμένη στο παράθυρο· χαζεύει το στολισμένο τους δέντρο και κάνει όπως κάθε χρόνο τις χριστουγεννιάτικες ευχές της. Ποιος ξέρει τί εύχεται πάλι. Το παιδί που δεν γέννησε ξεπετάγεται κάθε τόσο αναπάντεχα μέσ’ απ΄ το στόμα της. Θέλω αυτό, θέλω εκείνο, γκρινιάζει με παράπονο. Οι δίπλες του πλαδαρού της αυχένα λιγδιάζουν το τζάμι. Αναθυμάται το δέρμα της άγριο, τριχωτό σαν νεαρού χοίρου· απ’ όταν τη γνώρισε την ίδια αίσθηση του ’δινε το άγγιγμα πάνω της. Ας όψεται η ξένη χώρα κι η ανάγκη. Αυτές που του γυάλιζαν ούτε να τον φτύσουν. Τί να ‘κανε, να μαγείρευε μονάχος του; Προσπερνάει. Αισθάνεται κουρασμένος. Κοντά σαράντα χρόνια στην Αμερική στόμωσε μοναξιά. Ξένος. Πιο ξένος από ποτέ, η πόλη άλλαξε, η βόρια πλευρά της έγινε απλησίαστη, δεν ξέρει πως να φερθεί εκεί.
Και στην Αθήνα ξένος ήταν όταν κατέβηκε για να βρει δουλειά. Ο Βρασίδας ήταν βουνίσιος, την φοβότανε την πόλη και ταυτόχρονα την λάτρευε με δέος πρωτόγονο σαν να είχε φυλάξει στον αέρα της κάτι από την τελευταία πνοή της μάνας του, που μια μέρα κατέρρευσε ξαφνικά σ’ ένα παράδρομο της Αιόλου και πέθανε ολομόναχη με τα ψώνια στα χέρια. Δεν την άντεξε την ορφάνια του. Έφυγε, να μοιάζει πως έφταιγε αυτός κι όχι εκείνη για τον αποχωρισμό. Έμεινε ο πατέρας στο χωριό, μοναξιασμένο σημείο αναφοράς να περιμένει.
Κάθεται σε μια άδεια στάση, ανάβει τσιγάρο.
Έπειτα στο Σικάγο βρήκε τη Βάσω, στέρφα μάνα να τον νοιάζεται. Αφέθηκε. Μέχρι τώρα στάθηκε τυχερός, κάνει τις δουλειές του όμορφα κι αθόρυβα, έχει καλούς συνεργάτες, δεν έσπασε ποτέ η αλυσίδα, τόσα χρόνια δεν έπιασαν κανέναν. Όλα γίνονται συντονισμένα, ο εντοπισμός του στόχου, οι διαρρήξεις, η προώθηση των κλοπιμαίων και το βασικότερο κανείς δεν έχει δει το πρόσωπο των υπολοίπων. Σχεδόν τέλειο. Λιώνει το αποτσίγαρο με το τακούνι του. Μέχρι πότε, όμως;
Ίσως ήρθε η ώρα τα λεφτά της τελευταίας δουλειάς να αξιοποιηθούν αλλιώς. Χαϊδεύει σκεπτικός το διαβατήριο πάνω απ’ το παντελόνι. Φουντώνει πάλι μέσα του η σφοδρή επιθυμία των τελευταίων μηνών, η ανομολόγητη απόφαση. Αύριο κιόλας θα της πει να πακετάρουν. Παιδιά, σκυλιά δεν έχουν, δυο κορμιά με λίγα ρούχα, κανονικά σε δυο ώρες τα μαζεύουν όλα. Βέβαια εκείνη θα θέλει να πάρει κι αυτό κι εκείνο και τ΄ άλλο, όλες τις μικροαηδίες που στοίβαξε τόσα χρόνια για να κουκουλώνει τις ανημπόριες της. Κι άντε πείσ’ την να κάνει αλλιώς.
Τον πνίγει η νοσταλγία, σκέφτεται μήπως η επιστροφή στην πατρίδα τον λυτρώσει από τη μαύρη τρύπα που τον τραβά με δύναμη στο βαθύ πηγάδι κάτω στο κέντρο της κοιλιάς του σα ρούφουλας θανατερός. Και θα δει τι θα κάνει. Στο κάτω-κάτω την ξέρει καλά την δουλειά, θα βρει ανθρώπους, θα μάθει τα πόστα, έχει χρήματα για το ξεκίνημα.
Κάνει να σηκωθεί μα ξαναπέφτει βαρύς. Το παγκάκι τρίζει, «άει, σαράβαλο, σαν να ΄ναι φτιαγμένο στην Ελλάδα», ψιθυρίζει. Αναλογίζεται πάλι την Βασούλα, την υπόξινη μυρωδιά της που του θυμίζει το ζυμωμένο ψωμί της μάνας, το βάρος της που πολλαπλασίασε το δικό του τόσα χρόνια και πώς να κάνει νέο ξεκίνημα βλέποντάς την διαρκώς πλάι του. Προσπαθεί να την φανταστεί στην Αθήνα. Σφίγγει το διαβατήριο στο χέρι του. Αναμετρά τις δυνάμεις του, για ώρα πολλή. Θυμάται πως έφυγε τότε από κάτω για να γλιτώσει από μια σκιά… Ξέρει τον τρόπο.
Σηκώνεται με φούρια, τα μάτια του λάμπουν. Χώνεται στο πρώτο ταξί της πιάτσας, αεροδρόμιο διατάζει, φεύγουν καρφί. Όπως είναι, με τα ρούχα που φοράει και την νοσταλγία που αντί να τον απομυζά ξαφνικά του δίνει δύναμη. Θα φύγει. Μόνος. Ξέρει τα δρομολόγια απ’ έξω κι ανακατωτά, είναι βέβαιος πως προλαβαίνει τη βραδινή πτήση για Αθήνα. Ίσως και τον πατέρα ζωντανό.
Βολεύεται στο κάθισμα κι αρχίζει την ονειροπόληση. Αφήνεται στο καθησυχαστικό νανούρισμα του δρόμου. Όλα θα πάνε καλά. Χάνει την αίσθηση του χρόνου. Η ώρα περνά. Κάποια στιγμή αναρωτιέται πού βρίσκονται, ανοίγει τα μάτια και το βλέμμα του πέφτει στην φαρδιά πλάτη του οδηγού, το φθαρμένο πουλόβερ στο μισοσκόταδο μοιάζει δεύτερο δέρμα τσιτωμένο πάνω στο βαρύ σώμα. Ευτυχώς δεν είναι από τους φλύαρους, οδηγεί σιωπηλός τραβώντας κάθε τόσο βαθιές ρουφηξιές απ’ το τσιγάρο του με αργή τελετουργική κίνηση. Έξω σκοτάδι πηχτό. Ερημιά. Απροσδιόριστα αντικείμενα στροβιλίζονται με βουητό πάνω στην άσφαλτο. Από μακριά ακούγονται σειρήνες κι ουρλιαχτά. Μέσα ησυχία.
Τα μάτια του καρφώνονται πάλι στην φαρδιά πλάτη του οδηγού, ο σβέρκος του έχει τις ίδιες δίπλες με της Βασούλας και γυαλίζει φευγαλέα από τα φώτα των περαστικών αυτοκινήτων. Βουλιάζει πιο βαθιά στο πίσω κάθισμα, ανασηκώνει τα πέτα του παλτού, ξαναχώνει τα χέρια του στις τσέπες. Το διαβατήριο είναι εκεί λείο και δροσερό. Αρχίζει να τσακίζει κάποιες σελίδες του, τις τρίβει, τις μαδάει, τις μαλάζει, στα ιδρωμένα του δάχτυλα, τις λιώνει, πλάθει μικρές σφαίρες από ιλουστρασιόν επιθυμίες. Μέχρι να φτάσουν στο αεροδρόμιο η τσέπη του έχει γεμίσει άμορφες μπαλίτσες. Έχει μουσκέψει στον ιδρώτα. Κοντανασαίνει. Κάνει να βγει στο σκοτάδι μονάχος. Ο αέρας σφυρίζει γύρω του μανιασμένος. Η φωτεινή ένδειξη Departures είναι σβηστή. Η πύλη είναι κλειστή. Ξανακλείνει την πόρτα του αυτοκινήτου. Δίνει διπλό κόμιστρο στον οδηγό και ζητά να γυρίσει στο ίδιο σημείο απ’ όπου τον πήρε.
Αισθάνεται εξουθενωμένος. Είναι αργά. Έχει αργήσει.
Χομ σίνεμα πάντως δεν θα της πάρει.
Ποτέ.