Ιρένε Βαγιέχο: Η Οδύσσεια είναι για μένα το Βιβλίο των Βιβλίων (συνέντευξη στον Κώστα Καλφόπουλο)

0
685

 

Η Ιρένε Βαγιέχο, συγγραφέας του Πάπυρου, μιλάει στον Αναγνώστη για την περιπέτεια του βιβλίου. Προσκεκλημένη των εκδόσεων Μεταίχμιο και του Literatura en Atenas (LEA), η Ισπανίδα συγγραφέας βρέθηκε στην Αθήνα για να παρουσιάσει το βιβλίο της, με θέμα την περιπέτεια της γραφής και της ανάγνωσης. Πρόκειται για ένα συναρπαστικό αφήγημα, που υπερβαίνει μια «φυσική ιστορία των Μέσων», όπως την γνωρίζουμε από τις πολιτισμικές σπουδές, ως προς την εξελικτική ιστορία του βιβλίου και της τυπογραφίας, καθώς μάς ταξιδεύει με ποιητικό τρόπο στον «θαυμαστό κόσμο» των Βιβλιοθηκών, των συγγραφέων και των έργων τους, αρχής γενομένης από τον πάπυρο, ως την «πρώτη ύλη» της γραπτής αναπαραγωγής της γλώσσας, και μάς καθηλώνει σαν μία σύγχρονη Βίβλο γύρω από την κουλτούρα της ανάγνωσης.

 

συνέντευξη στον Κώστα Καλφόπουλο

 

Κυρία Βαγιέχο, γεννηθήκατε στη Σαραγόσα, πόλη που συνδέεται με τα περίφημα Χειρόγραφα της Σαραγόσα, του Γιαν Ποτότσκι, ένα θρυλικό μυθιστόρημα και βιβλίο. Τώρα, διαβάζουμε τα δικά σας Χειρόγραφα, την περιπέτεια του βιβλίου και την ανάγνωση ως περιπέτεια. Μπορείτε να θυμηθείτε το πρώτο βιβλίο που έπεσε στα χέρια σας;

Πρώτα απ’ όλα, χαίρομαι που αναφέρεστε στα Χειρόγραφα της Σαραγόσα, διότι πιστεύω πως είναι ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία στη ζωή μου. Η ίδια η λογοτεχνική-συγγραφική ιδέα σχετίζεται με αυτό το βιβλίο, ίσως να ήταν και μοιραίο, προσπαθώντας να κάνω κάτι ανάλογο, δλδ ιστορίες μέσα στις ιστορίες και μια τοιχογραφία χαρακτήρων, που κινούνται, όπως κι εγώ, από το πάθος για τα βιβλία, από την περιέργεια και το πάθος.

Το πρώτο βιβλίο στα χέρια μου; Ερωτεύτηκα τη λογοτεχνία μέσα από προφορικές ιστορίες, κυρίως από τη μυθολογία. Ο πατέρας μου αγαπούσε την Ελληνική Μυθολογία και άρχισε να μοιράζεται το πάθος μου μ’ εμένα, όλοι μού χάριζαν τέτοια βιβλία κι έτσι έγινα η «ειδικός» στη μυθολογία στο σπίτι μας. Αγαπάω αυτές τις αφηγήσεις, που μού αφηγούνταν οι δικοί μου κάθε μέρα, κι έτσι άρχισε αυτή η σχέση με τις ιστορίες και τα βιβλία, μη γνωρίζοντας ακόμα πως υπήρχαν βιβλία πίσω από αυτές τις ιστορίες. Για πολλά χρόνια πίστευα πως η Οδύσσεια είναι μια «επινόηση» του πατέρα μου. Όταν ήμουν μικρή θαύμαζα τον συγγραφέα, όχι τον ήρωα, κι αυτή ήταν η επιθυμία μου, να γίνω κι εγώ συγγραφέας, το άτομο που δημιουργεί κόσμους με λέξεις.

Όμως, το πρώτο βιβλίο που θυμάμαι να πιάνω στα χέρια μου ήταν Ο κόμης Μοντεχρίστο, ένα ογκώδες βιβλίο, αλλά σε μικρό σχήμα, που το βιβλίο γλιστρούσε από τα χέρια μου, έχανα σελίδες κι ήταν σαν το βιβλίο να ήθελε να αποδράσει από μένα.

 

Διαβάζοντας ένα βιβλίο, όπως αναφέρετε, «σημαίνει να ακούς μια μουσικά από λέξεις, να ταξιδεύεις χωρίς να μετακινείσαι». Γιατί ακόμα, στις μέρες μας, έχει σημασία το βιβλίο στον μεταμοντέρνο κόσμο της ραγδαίας εναλλαγής των εικόνων και ανταλλαγής μηνυμάτων;

Ο λόγος που τα βιβλία είναι ακόμα πιο σημαντικά από ποτέ σχετίζεται με την ανάγκη να ισορροπήσουμε τη δύναμη των λέξεων με τη δύναμη των εικόνων. Είμαστε καθηλωμένοι με την ασταμάτητη προβολή των εικόνων και την ανάγνωση των μηνυμάτων στα ηλεκτρονικά μας Μέσα και εκπλησσόμαστε από το «θαύμα» της άμεσης ανταλλαγής στοιχείων από μεγάλες αποστάσεις, πατώντας ένα κουμπί. Όμως, αυτές οι γρήγορες τεχνολογίες και εφαρμογές απευθύνονται σε κάτι που λειτουργεί αργά, στον εγκέφαλό μας. Γι’ αυτόν τον λόγο χρειαζόμαστε τα βιβλία, η ανάγνωση δεν είναι μια παθητική λειτουργία, διαβάζουμε «ενεργά», δημιουργικά, σα να σκηνοθετούμε εμείς το δικό μας φιλμ διαβάζοντας το βιβλίο, εμείς δημιουργούμε τους χαρακτήρες, εμείς φανταζόμαστε την ατμόσφαιρα, εμείς «εφευρίσκουμε» μικρές, ασήμαντες λεπτομέρειες, σαν να αποκωδικοποιούμε μηνύματα. Τα βιβλία μάς βοηθούν να εξασκούμε αυτές τις «τέχνες», μαζί και την κριτική μας πρόσληψη, ακόμα και ανατρέχοντας στις προηγούμενες σελίδες.

 

Θεωρούμε τις Βιβλιοθήκες, εσείς αναφέρεστε ειδικά και στην Αλεξάνδρεια, ως δεξαμενές γνώσεων, όμως, διαβάζοντας το βιβλίο σας, τις θεωρούμε επί πλέον ως «καθεδρικούς ναούς της περιπέτειας του πνεύματος». Γιατί όμως παραμένουν ταυτόχρονα και «τόποι της μοναξιάς», αν αναλογιστούμε, πλην εξαιρέσεων, όπως η Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης, η Βρετανική Βιβλιοθήκη, η Εθνική Βιβλιοθήκη στο Παρίσι ή στο Βερολίνο, στις οποίες επίσης αναφέρεστε; Οι άνθρωποι διαβάζουν ένα βιβλίο στο σπίτι ή στην παραλία, αλλά όχι στις Βιβλιοθήκες.

Οι Βιβλιοθήκες στις οποίες αναφερόμαστε είναι κάτι διαφορετικό, είναι κυρίως για την έρευνα. Υπάρχουν βέβαια και οι άλλες βιβλιοθήκες, οι σχολικές, οι δημοτικές κλπ. Αυτές οι βιβλιοθήκες στην Ισπανία είναι πολύ δραστήριες, είναι «κέντρα υποστήριξης» για το κοινό, που δεν έχει πρόσβαση πχ στους υπολογιστές ή για φοιτητές, που δεν μπορούν να μελετήσουν στο σπίτι τους την περίοδο των εξετάσεων, όπως συμβαίνει και στην πόλη μου. Στην Καταλωνία, αν χαθεί ένα πορτοφόλι, παραδίδεται σε μια βιβλιοθήκη, είναι σχεδόν σίγουρο πως θα εντοπιστεί ο ιδιοκτήτης τους. Είναι ταυτόχρονα χώροι επικοινωνίας και πολιτιστικά κέντρα, προσκαλούν συγγραφείς, κάνουν εκδηλώσεις κλπ., είναι πολύ δημιουργικές «κοινότητες». Στη Σαραγόσα, μία βιβλιοθηκονόμος, προσκάλεσε τα παιδιά να έρθουν στη βιβλιοθήκη με το αρκουδάκι τους, που θα έπρεπε όμως το βράδυ να το αφήσουν εκεί να «κοιμηθεί». Την επόμενη μέρα βρήκαν στα αρκουδάκια τους ένα γράμμα (από τη βιβλιοθηκονόμο, φυσικά) που τούς πρότεινε ένα βιβλίο που διάβασαν αυτά την προηγούμενη νύχτα.

 

Αναφέρεστε στο Όνομα του Ρόδου, που δεν είναι μόνο ένα υποδειγματικό «αστυνομικό μυθιστόρημα», αλλά κι ένα βιβλίο για τα «απαγορευμένα βιβλία», και στο δηλητηριώδες ξεφύλλισμα των βιβλίων, κάτι που το ξέρουμε κι από τις Χίλιες και μία νύχτες, και γράφετε για το «βιβλίο ως όπλο». Πόσο επικίνδυνα μπορεί να είναι ή να γίνουν βιβλία όπως Ο αγών μου, του Αδόλφου Χίτλερ ή οι Σατανικοί στίχοι, του Ρούσντι;

Αυτή είναι μια μεγάλη συζήτηση, ένα μεγάλο θέμα στις μέρες μας. Η δική μου θέση είναι, ότι τα βιβλία είναι εργαλεία, είναι τα οχήματα των ιδεών μας, μπορεί όμως αυτές να είναι βλαπτικές ή ωφέλιμες. Δεν μπορούμε να κατηγορούμε τα βιβλία για τις επιβλαβείς ιδέες τους κι ούτε να εξιδανικεύουμε τα βιβλία, ότι όλα είναι προς θαυμασμό. Πιστεύω όμως, ότι τα χρειαζόμαστε όλα. Η βασική ιδέα της ελευθερίας της σκέψης και του λόγου, για μένα, έγκειται στο να έχουμε πρόσβαση σε όλα τα βιβλία, όχι μόνο στα χρήσιμα ή σε αυτά που θαυμάζουμε. Οι βιβλιοθήκες περιέχουν βιβλία που έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους, κι αυτό είναι «υγιές» για τον αναγνώστη. Η ιδέα του «ενός βιβλίου», κατ’ εξοχήν θρησκευτική», που τα περιέχει όλα ή όπως στην περίπτωση της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, που σύμφωνα με τη φήμη, δεν είχε λόγο ύπαρξης, αφού, αν τα βιβλία της έλεγαν πράγματα αντίθετα με το Κοράνιο έπρεπε να καταστραφεί, αλλά κι αν έλεγαν τα ίδια ήταν περιττή. Κι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα: έχουμε ανάγκη από όλα τα βιβλία, θέλουμε όλες τις αντίθετες απόψεις, ακόμα κι αν είναι ένα βιβλίο όπως Ο αγών μου, για να γνωρίζουμε το Κακό, ώστε να είμαστε προετοιμασμένοι να το αντιμετωπίσουμε. Κατανοώ τη σημερινή διαμάχη της ακύρωσης ή της «επαναγραφής» για -και από- κάποιους, αλλά  ένα τραύμα δεν μπορείς να το επουλώσεις κρύβοντας τις ιδέες από πίσω του. Πρέπει να είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε πως προερχόμαστε μέσα από τη βαρβαρότητα και τη βία, από τη σκλαβιά και την καταπίεση, ειδικά των γυναικών. Χρειαζόμαστε μια έντιμη εικόνα του παρελθόντος μας, όπως πραγματικά ήταν.

 

Γνωρίζουμε, επίσης από τον Έκο, που ήταν ένας φανατικός συλλέκτης βιβλίων, αρχαίων χειρογράφων, πρώτων εκδόσεων κλπ., το ζήτημα της «συλλογής βιβλίων». Μια πρακτική ερώτηση: πώς μπορούμε να τιθασεύσουμε την επιθυμία μας να συλλέγουμε βιβλία, ακόμα κι όταν γνωρίζουμε ότι η ζωή είναι περιορισμένη, έστω και για να ξεφυλλίσουμε κάποια από αυτά;

Μακάρι να είχα την απάντηση γι’ αυτό, γιατί είναι ένα πρόβλημα που κι εμείς αντιμετωπίζουμε, αφού έχουμε σπίτι πάρα πολλά βιβλία, στοιβαγμένα σε κάθε σημείο. Ίσως να είναι κάτι το ανορθολογικό, και ταυτόχρονα η ελπίδα ότι κάποτε θα τα διαβάσουμε, σαν μια υπόσχεση για την αθανασία. Δεν συλλέγω πολύτιμα βιβλία. Θυμάμαι και το γνωστό ανέκδοτο γύρω από τον Έκο, όταν διέρρηξαν το σπίτι του και του έκλεψαν την τηλεόραση και άλλες συσκευές, αγνοώντας ότι τα πιο πολύτιμα πράγματα στο σπίτι ήταν τα βιβλία του! Ο ίδιος είπε, ότι τα βιβλία προστατεύονται από την άγνοια των κλεφτών. Προσωπικά, χαρίζω αρκετά βιβλία στις βιβλιοθήκες και γι’ αυτό είμαι προσεκτική στην ανάγνωση, δεν τα υπογραμμίζω στο διάβασμα. Ο Μπένγιαμιν έλεγε πως «συλλέγοντας βιβλία είναι σα να προσπαθείς να βρεις την αρμονία στο χάος της πραγματικότητας» κι είναι ο ίδιος ένα παράδειγμα αυτού του πάθους, αν και με τις διαρκείς μετακινήσεις του ήταν πολύ δύσκολο. Τελικά, πέθανε μόνος στην Ισπανία, χωρίς τα βιβλία του.

 

Ακριβώς, η επόμενη ερώτησή μου έχει σχέση με τον Μπένγιαμιν, που συχνά στα ταξίδια του «απελευθέρωνε» κάποια βιβλία από τις βιβλιοθήκες των πόλεων που επισκεπτόταν. Μήπως η συλλογή βιβλίων είναι ένας Μονόδρομος, για να αναφερθώ και στο βιβλίο του;

Πράγματι, είναι μια πρόκληση κι ίσως αδύνατο να οργανώσεις το χάος στον χώρο σου. Στο τέλος της μέρας δεν βρίσκεις καν τα βιβλία της. Είναι κάτι που συνδέεται και με την επιθυμία του να κατέχεις το βιβλίο που διάβασες, να είναι μέρος της ιδιοκτησίας σου. Είμαστε κτητικοί με τα βιβλία, είναι ένα σημαντικό κομμάτι στη ζωή μας. Ο γιος μου, όποτε πηγαίνουμε σε βιβλιοπωλείο, νομίζει πως είναι τα βιβλία της μαμάς του από το σπίτι.

 

Ποιο βιβλίο θεωρείτε ως το Βιβλίο των Βιβλίων: την Αγία Γραφή, την Οδύσσεια, το Κεφάλαιο, τον Οδυσσέα ή μήπως τον Δον Κιχώτη;

Την Οδύσσεια του Όμηρου! Χωρίς αμφιβολία. Είναι η αρχή των πάντων. Ο Οδυσσέας του Τζόυς δεν θα υπήρχε χωρίς τον Όμηρο. Κατά κάποιον τρόπο, ο Όμηρος εμπεριέχει τα πάντα. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε κάτι ανάλογο και για τον Δον Κιχώτη, κάτι σαν ένα βιβλίο για τα βιβλία, μια μεταφορά, κάπως πιο «σοφιστικέ», που γεννήθηκε πάντως σ’ έναν κόσμο όπου ήδη το βιβλίο είχε εξελιχθεί. Όμως, το συναρπαστικό στον Όμηρο είναι ότι προέκυψε όταν ακόμα δεν υπήρχε η γραφή, άρα πρέπει να «εφεύρουμε» τη γραφή για την «καταγραφή» τους, για να συντηρήσουμε την αρχική Ποίηση. Αυτές οι ιστορίες του είναι τόσο εύθραυστες, είναι «αέρας», είναι λόγια κι είναι συναρπαστική η «περιπέτεια της γραφής» για να διατηρηθούν αυτά τα «λόγια στον αέρα».

 

Μια τελευταία ερώτηση: ο Μπόρχες κάπου σημείωνε ότι «με τη λογοκρισία γράφονται καλύτερα βιβλία». Θα ήθελα το σχόλιό σας.

Νομίζω πως κατανοώ το πνεύμα του, αν λάβουμε υπ’ όψη ότι η δημιουργία είναι συνυφασμένη με περιορισμούς και τους τρόπους που μετασχηματίζουμε αυτούς τους περιορισμούς σε δημιουργικότητα, ας πούμε ρυθμό, δομή κλπ. Σήμερα, έχουμε πολλές ελευθερίες που έχουν ξεπεράσει αυτές τις δομές, πειραματιζόμαστε. Άρα, ο περιορισμός είναι μια πρόκληση για την έμπνευση, ειδικά σε δικτατορίες, όπως στην Αργεντινή ή σ’ εμάς, στην Ισπανία, όπως φάνηκε και στον κινηματογράφο μας, αλλά και σ’ εσάς με τον Αγγελόπουλο. Νομίζω πως υπάρχει κάποια αλήθεια στην ιδέα του Μπόρχες.

Κυρία Βαγιέχο, σάς ευχαριστούμε γι’ αυτή τη συζήτηση.

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθρο10 χρόνια “Α”: Το νησί της ανάγνωσης (του Ευριπίδη Γαραντούδη)
Επόμενο άρθροΕπιστροφή στο μέλλον (της Ροζίτας Σπινάσα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ