της Όλγας Σελλά
Οι θνητοί έχουν αδυναμίες: φοβούνται, συμβιβάζονται, υποτάσσονται, υπακούουν, υπομένουν… Όχι όμως όσοι από τους θνητούς έχουν την τρέλα της τόλμης και της αφοβιάς. Εκείνοι, οι λίγοι, οι ήρωες, οι τρελοί, οι «ημίθεοι» κάποιων άλλων καιρών, δεν διστάζουν, δεν δειλιάζουν, δεν αμφιβάλλουν. Και οι υπόλοιποι τους θαυμάζουν, τους πιστεύουν, τους αγαπούν. Γιατί βλέπουν σ’ εκείνους όσα θα ήθελαν να μπορούν να κάνουν. Γι’ αυτό θαυμάζουν τον Ηρακλή, τον ημίθεο, που κρέμεται «ανάμεσα σε ουρανό και γη, ανάμεσα σ’ έναν κόσμο παραδείσιας ελευθερίας και σ’ έναν κόσμο σκλαβιάς» (όπως έγραψε ο Καναδός κριτικός και θεωρητικός λογοτεχνίας Northrop Frye). Με τον ίδιο τρόπο που θαύμαζαν κι έναν άλλο ατρόμητο και ανυπότακτο: τον Προμηθέα.
Ίσως γι’ αυτό ο μύθος του Ηρακλή εξακολουθεί να παραμένει δημοφιλής. Γιατί ήταν εκείνος ο ατρόμητος που με τους άθλους του προστάτευσε, απελευθέρωσε τους ανθρώπους από τη σκληρότητα και τη βία των ισχυρών και τρομακτικών. Αλλά θα τιμωρηθεί γι ‘αυτό. Θα τιμωρηθεί επειδή διέφερε από τους υπόλοιπους. Επειδή πλησίασε το μπόι των θεών. Επειδή, «αν ετούτος δεν πληρώσει, τότε οι θνητοί θα είναι πάνω απ’ τους θεούς». Επειδή έβαλε σε κίνδυνο την εξουσία των θεών. Και ο Ευριπίδης αυτό το θέμα αγγίζει με την τραγωδία «Ηρακλής μαινόμενος», που πρωτοπαρουσιάστηκε το 416 π.Χ. Μια τραγωδία πικρή, μαύρη, πένθιμη, σκληρή. Γιατί ο Ηρακλής, επιστρέφοντας από τον Άδη και έχοντας ολοκληρώσει τον τελευταίο άθλο του (να φέρει τον Κέρβερο στον Πάνω Κόσμο) φτάνει στη Θήβα όπου βρίσκεται μπροστά σε μια καινούργια και επικίνδυνη κατάσταση: Ο Λύκος (Αινείας Τσαμάτης) «εκμεταλλεύτηκε τις ταραχές στη Θήβα, δάμασε τον όχλο, στηρίχτηκε στους κατεστραμμένους αριστοκράτες, δολοφόνησε τον Κρέοντα και αυτοανακηρύχτηκε βασιλιάς» (Jan Kott «Θεοφαγία»). Και σαν να μην έφταναν αυτά, πρόκειται να θανατώσει τη γυναίκα του Ηρακλή (Πυγμαλίων Δαδακαρίδης) και κόρη του Κρέοντα, τη Μεγάρα (Στεφανία Γουλιώτη), τα παιδιά τους και τον γέροντα πατέρα του, τον Αμφιτρύωνα (Γιώργος Γάλλος). Και τότε φτάνει ο Ηρακλής από τον Άδη, κάτι που όλοι εύχονταν και κανείς δεν πίστευε, και προς στιγμήν φαίνεται να καθαρίζει και πάλι το τοπίο, αφού σκοτώνει τον Λύκο. Αλλά η ηρεμία κράτησε ελάχιστα. Γιατί η Ήρα, η θεά με τα ποταπά ανθρώπινα αισθήματα της ζήλιας και του φθόνου, θέλει να εκδικηθεί στο πρόσωπό του τον Δία για την απιστία του και μέσω των απεσταλμένων της, την Ίριδα (Ηρώ Μπέζου) και τη Λύσσα (Άννα Καλαϊτζίδου) προκαλεί μανία στον Ηρακλή, ο οποίος δολοφονεί τα παιδιά του και τη Μεγάρα, χωρίς να έχει συνείδηση για την πράξη του. «…φωνή θα βγάλει η γη να μας αποδιώξει…», λέει ο Ευριπίδης, περιγράφοντας την ανείπωτη φρίκη, που δεν χωράει ανθρώπου νους. Όταν συνέρχεται, ο Ηρακλής έχει ν’ αντιμετωπίσει τον μεγαλύτερο άθλο του: να κοιτάξει τον εαυτό του και τη διαδρομή του κατάματα.
Και ο χορός των γερόντων, όσων επέζησαν από τον εμφύλιο της Θήβας, ο καθένας «στο ραβδί του γερμένος για στήριγμα», εκφράζουν την εγκαρτέρηση, την ενσυναίσθηση, την πίκρα, τη θλίψη, την απελπισία τους που βρέθηκαν «σε τούτου εδώ την άγνοια» (του Λύκου) και προσπαθούν να τον συνετίσουν: «Βία μην ασκήσεις, γιατί στη βία θα υποταχθείς αν ο θεός θελήσει αλλιώς». Και χορεύουν χορό κυκλικό, αυτόν που απαιτεί τη συμπόρευση, τη συμμετοχή, την παρουσία του άλλου για τη στήριξη και τη συνέχεια. Τα συναισθήματα εναλλάσσονται διαρκώς. Αγωνία, θλίψη, ελπίδα, χαρά, ανακούφιση, ξανά αγωνία, πόνος, απελπισία… Όπως η ζωή…
Ο Δημήτρης Καραντζάς προσέγγισε αυτή την πλευρά της τραγωδίας, της καθημερινής πάλης των ανθρώπων με όσα δεν ελέγχουν, με όσα τους επιβάλλονται, με όσα άδικα καλούνται να διαχειριστούν. Και το έκανε με ευαισθησία και τρυφερότητα, συνεχίζοντας το νήμα που έπιασε στον περσινό του «Γλάρο». Ακόμα και με όσα θέλουν να πιστεύουν για τον εαυτό τους κάποιοι , όπως ο Ηρακλής, που στο τέλος, μετά από τη φρικτή πράξη που οδηγήθηκε να κάνει «με τα χέρια του, όχι με το μυαλό του», επιλέγει την ανθρώπινη πλευρά του, επιλέγει τον Αμφιτρύωνα για πατέρα, όχι τον Δία. «Δεν έχουμε τίποτα άλλο, μόνο να συνεχίσουμε τη μοίρα των ανθρώπων». Με συνοδοιπόρους κάποιους που θα τους στηρίξουν, θα τους κατανοήσουν, θα τους συγχωρήσουν, θα τους δώσουν νέα ευκαιρία. Όπως ο Θησέας (Νίκος Μήλιας), ο ευσπλαχνικός (αυτή είναι η λέξη, όπως ακριβώς τη λέει η Σόνια στον «Θείο Βάνια»), που παίρνει υπό την προστασία του στο τέλος τον ρημαγμένο Ηρακλή και του δίνει έναν λόγο να συνεχίσει να ζει… Και μένει μόνος πίσω ο πατέρας του, ο Αμφιτρύωνας, έχοντας να παλέψει με τον πιο μεγάλο εχθρό: τη μοναξιά των γηρατειών. Και καθώς απομακρύνεται ο γιος του, επαναλαμβάνει τη φράση: «Κι εμένα ποιος θα με θάψει;…»
Οι ηθοποιοί του χορού (Γιάννης Κλίνης, Γκαλ Ρομπίσα, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Θανάσης Ραφτόπουλος, Αντώνης Αντωνόπουλος) μετέφεραν και με τα λόγια τους και με τη γλώσσα του σώματος την οδύνη, τη συμπαράσταση, την απελπισία για όσα γίνονταν μπροστά στα μάτια τους. Ο Θησέας του Νίκου Μήλια είχε την πραότητα και την καλοσύνη, αλλά δεν είχε τη στιβαρότητα της προσωπικότητας του Θησέα. Η Άννα Καλαϊτζίδου και η Ηρώ Μπέζου μετέδωσαν την αγριότητα του απόλυτου κακού, που απλώς υπακούει σε εντολές, χωρίς λογική, χωρίς κρίση. Ιδιαίτερος ο ρόλος της Άννας Καλαϊτζίδου, που δεν θέλει να μετέχει στο κακό, αλλά ομολογεί ότι θα υπακούσει σ’ εκείνην που το διέταξε. Και γίνεται σκληρότερη κι από τη σκληρή και αδυσώπητη Ίριδα, σε μια στιγμή τρομακτική, που νιώθεις αδύναμος από την παράνοια της βίας και της άδικης τιμωρίας. Ο Αινείας Τσαμάτης απέδωσε αρκετά ρεαλιστικά τη θρασύτητα, την έπαρση, την αυθάδεια και την ειρωνεία ενός αριβίστα που ξαφνικά καλείται να διοικήσει μια πόλη. Η Στεφανία Γουλιώτη, με κάθε φθόγγο των λέξεων που είπε, μετέφερε την αρχοντιά της θέσης και της καταγωγής της, είτε στον σπαραγμό της (συγκλονιστική η σκηνή που πηγαίνει να νεκροστολίσει τα παιδιά της πριν τα θανατώσει ο Λύκος), είτε στη χαρά της (όταν έρχεται ο Ηρακλής). Ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης φτάνει αμήχανος στην πόλη και την οικογένειά του, έχοντας ίσως ακόμα το σοκ όσων έζησε στον Κάτω Κόσμο. Είναι παρορμητικός, σκληροτράχηλος (ακόμα και στις εκδηλώσεις της χαράς του) και συντρίβεται μόλις συνειδητοποιεί αυτό που έκανε. Είναι ένας άλλος άνθρωπος πια, όταν φεύγει στηριγμένος στον ώμο του Θησέα. Ανταποκρίθηκε σε κάθε διαφορετική στιγμή και συμπεριφορά αυτού του περίεργου ημίθεου, ήταν πολύ καλός στη συντριβή του. Και ο Αμφιτρύων του Γιώργου Γάλλου, διαρκώς επάνω στη σκηνή, ήταν η προσωποποίηση της στωικότητας, της κατανόησης, της σοφίας, του θρήνου χωρίς κραυγές, που είναι πιο σπαρακτικός. Εξέφρασε πίκρα και οργή («δίκαιος δεν ήσουνα ποτέ» λέει προς τον Δία), αλλά είχε πάντα, κάθε στιγμή, χώρο ν’ αγκαλιάσει, να συγχωρέσει, να προστατεύσει. Χωρίς να ωραιοποιεί τα πράγματα. Ήξερε κάθε στιγμή τι συνέβαινε, έβλεπε τι θα συμβεί, είχε τη σπάνια συναισθηματική ευφυΐα της επικοινωνίας με τους άλλους. Ήταν αναμφίβολα από τις καλύτερες ερμηνείες του Γιώργου Γάλλου και μία από τις καλύτερες το φετινό καλοκαίρι.
Ο «Ηρακλής Μαινόμενος» του Ευριπίδη και του Δημήτρη Καραντζά είναι μια παράσταση που άφησε το κείμενο να κυλήσει και να «μιλήσει» με καθαρότητα, είχε αισθητική και άξονα. Δεν είχε ευθεία σύνδεση με το σήμερα, όπως ίσως θα περίμενε κανείς. Ανέδειξε όμως αυτό που κυρίως έχουμε ανάγκη σήμερα: ότι ακόμα κι αν περισσεύει ο ζόφος, υπάρχει πάντα το νοιάξιμο, η αλληλεγγύη, το απλωμένο χέρι που κάπου θα βρει να κρατηθεί.
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Μαίρη Γιόση, Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς, Δραματουργική επεξεργασία: Αντώνης Αντωνόπουλος, Δημήτρης Καραντζάς, Μουσική: Φώτης Σιώτας, Σκηνικό: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος, Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης, Artwork, Φωτογραφίες & Video: Γκέλυ Καλαμπάκα, Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτης Γκιζώτης
Παραγωγή: Θεατρικές Επιχειρήσεις Τάγαρη & ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κρήτης
Διανομή
Πυγμαλίων Δαδακαρίδης – Ηρακλής
Γιώργος Γάλλος – Αμφιτρύων
Στεφανία Γουλιώτη – Μεγάρα
Ηρώ Μπέζου – Ίρις
Άννα Καλαϊτζίδου – Λύσσα
Αινείας Τσαμάτης – Λύκος
Νίκος Μήλιας – Θησέας
Φώτης Σιώτας / Δημήτρης Χατζηζήσης – Χορός | Live Μουσική
Γιάννης Κλίνης – Χορός
Θανάσης Ραφτόπουλος – Χορός
Μπάμπης Γαλιατσάτος – Χορός
Αντώνης Αντωνόπουλος – Χορός
Γκαλ Ρομπίσα – Χορός
Επόμενοι σταθμοί περιοδείας
Τρίτη, 3 Σεπτεμβρίου, Χαλκίδα
Τετάρτη 4 και Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου, Θέατρο Βράχων
Σάββατο, 7 Σεπτεμβρίου, Αιγάλεω
Κυριακή, 8 Σεπτεμβρίου, Θήβα
Δευτέρα, 9 Σεπτεμβρίου, Κηποθέατρο Παπάγου