Γεωργία Συλλαίου.
Τα δύο ξαδέρφια μεγάλωσαν μαζί. Ήταν μοναχοπαίδια και έκαναν παρέα από μικρά. Ο Παρμενίων και ο Αριστόβουλος. Ο παππούς τους ήταν καθηγητής και θεώρησε σωστό να δοθούν στους εγγονούς του ονόματα που παρέπεμπαν στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Τα παιδιά, όταν τελείωσαν το δημοτικό σχολείο έκαναν την αναπόφευκτη σύντμηση των ονομάτων τους. Έγιναν ο Πάρις και ο Άρις.
Ο Πάρις χαμηλώνει τον ήχο του πικάπ και ανάβει τσιγάρο. Φυσάει ψηλά τον καπνό, δημιουργώντας μια τέλεια γαλαζωπή στήλη και αμέσως απευθύνεται στην κοπέλα που ακούει τη μουσική εδώ και δέκα λεπτά με κάποια απορία. “πώς σου φάνηκε μικρή;” Η ατάκα πιάνει πάντα, τα κορίτσια γελούν αμήχανα και διαβεβαιώνουν ότι έχουν εντυπωσιαστεί. Η Αλεξάνδρα όμως κοιτά απλανώς το πικάπ και αμέσως το βλέμμα της μετατοπίζεται –σαφώς πιο ζωηρό- στην επίπλωση του δωματίου, στα κάδρα και τις αφίσες. Στην κουζίνα ο Άρις φτιάχνει τα ποτά, τζιν με τόνικ. Η κοπέλα βγάζει τα παπούτσια και μαζεύει τα πόδια της στον καναπέ. Σηκώνει τα μαλλιά της ψηλά και τα στερεώνει με ένα μολύβι. Η διατριβή της αφορά τον Χούλιο Κορτάσαρ και μιλάει τώρα γι αυτόν.
Ο Πάρις βαριέται. Η ώρα περνάει και έχουν συνεννοηθεί με τον εξάδερφό του να πάνε βόλτα με τη βάρκα. Η βάρκα είναι το καινούργιο τους απόκτημα και καμαρώνουν γιαυτό. Την έχουν ονομάσει “Σούλα”, σε πείσμα των δικών τους βαρύγδουπων ονομάτων.
H Αλεξάνδρα ρωτά τώρα γιατί άλλαξαν τα ονόματά τους. Είναι ωραία ονόματα, λέει, διότι δεν είναι συνηθισμένα.
Μετά βγαίνει ξυπόλητη στο μπαλκόνι του σπιτιού και κοιτά αφηρημένα τη θέα. Το σπίτι βλέπει σε ένα σχολείο περιφραγμένο με σιδερένια κάγκελα. “μισώ τις περιφράξεις, μισώ τους περιορισμούς, μισώ τα όρια γενικώς”, δηλώνει και μετά αλλάζει θέμα. Χαίρεται που μεγάλωσε ουσιαστικά μονάχη της, οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν τεσσάρων. Ξεσπάει σε δυνατά γέλια. “Τη γλίτωσα! Ούτε γονείς, ούτε πατρίς, ούτε θρησκεία, ούτε οικογένεια, α, αυτό το είπα κιόλας, το είπα πρώτο..” και πάλι γελάει δυνατά, κινείται σαν να βρίσκεται στο σπίτι της. Μετά πάει στην κουζίνα να πάρει το ποτό που της ετοίμασε ο Άρις.
Ο Αλέκος είχε κάνει πάλι τα δικά του. Η γυναίκα του κατέφυγε στο σπίτι της αδερφής της, αποφασισμένη για πολλοστή φορά να εγκαταλείψει τον σύζυγό της. Ο θείος Αλέκος ήταν ένας ωραίος άνδρας στα πενήντα. Όταν τελείωνε τη βάρδια του – ήταν ταξιτζής – επέστρεφε στο σπίτι του, καθόταν στο σαλόνι και έκανε ένα σιωπηλό νεύμα στη γυναίκα του. Εκείνη του σερβίριζε το ούζο στο ασημένιο δισκάκι και έκλεινε την πόρτα του σαλονιού.
Ο θείος Αλέκος το έπινε αργά μέχρι το ξημέρωμα. Κατόπιν, πήγαινε στην αποθήκη, έπαιρνε το καλάθι με τα άπλυτα και πετούσε τα βρώμικα ρούχα ένα ένα από το μπαλκόνι. Μετά γέμιζε έναν κουβά νερό και τον άδειαζε στο ίδιο σημείο. Τότε άρχιζαν τα παράπονα των γειτόνων. Τα ρούχα δεν τους ενοχλούσαν, ήξεραν ότι η θεία Βάσω θα τα μάζευε αργότερα. Τους ενοχλούσε το νερό, ακόμη κι αν αυτό δεν έφτανε στα μπαλκόνια τους.
Μετά τη θεία, χτύπησε ξανά το κουδούνι. Ήταν ο Αλέκος. Αμέσως μετά ήρθε και ο Παρμενίων. Ο θείος Αλέκος έκλαιγε και παρακαλούσε να τον συγχωρήσουν. Ο Αριστόβουλος παρακολουθούσε τον εξάδερφό του: στεκόταν μπροστά στα κλειστά παντζούρια, μέσα από τις γρίλιες έμπαινε λερωμένο το πρωινό φως. Οι ώμοι του Πάρι ανεβοκατέβαιναν ταυτοχρόνως με ένα ανεπαίσθητο ρόγχο της μύτης του.
Ο θείος Θανάσης ήταν ανάπηρος. Κατάφερε να τον πάρουν στο κυλικείο των Δικαστηρίων. Ήταν υπερήφανος για τη δουλειά του. Κάθε μέρα έβλεπε να σουλατσάρουν μέσα και έξω από το κυλικείο οι γραβατωμένοι δικηγόροι και οι κομψές κυρίες με τα ταγιέρ και τα απλά χτενίσματα. Αφουγκραζόταν τα μυστικά του επαγγέλματος, τα κοφτά γελάκια και τα υπονοούμενα. Είχε τον Αριστόβουλο βοηθό στους καφέδες και δεν παρέλειπε να του υποδεικνύει και να του υπενθυμίζει ταυτοχρόνως κάθε μέρα το μέλλον του: κοστούμι, σιδερωμένο πουκάμισο, χαρτοφύλακας και γεμάτη τσέπη. Το τετράπτυχο της επιτυχίας, του επεσήμαινε, ρίχνοντας του και καμιά σφαλιάρα όταν τον τσάκωνε να σκαλίζει τη μύτη του ή να χαζεύει σα χάνος τις όμορφες κοπέλες που απαιτούσαν χαμογελώντας ανυπόμονα«γρήγορα, ένα καφεδάκι!»
Κάποιες φορές ερχόταν και ο Παρμενίων να βοηθήσει, κυρίως να κάνει χάζι το πηγαινέλα του νομικού σιναφιού.
Κάθε δεκαπέντε μέρες οι δύο αδερφές είχαν συμφωνήσει να βγαίνουν με τους συζύγους και τα παιδιά τους έξω. Πήγαιναν σινεμά ή σε κάποια ταβέρνα, μερικές φορές τα προλάβαιναν και τα δύο. Ήταν μια ευκαιρία να φορέσουν τα καλά τους φορέματα και να πάνε στο κομμωτήριο. Επίσης, βρίσκονταν από νωρίς, μαγείρευαν κάτι εύκολο και μιλούσαν. H Βάσω και η Χαρίκλεια ήταν επίσης συνδικαλίστριες. Απαιτούσαν μισθό για τις νοικοκυρές. Το κυριότερο θέμα συζήτησης, ήταν το μέλλον των αγοριών τους. Όμορφα παιδιά, έξυπνα, αλλά χωρίς προσανατολισμό. Η λέξη «προσανατολισμός» ακουγόταν πολλές φορές στις συζητήσεις τους. Τα αγόρια αποκαλούσαν συνθηματικά τις μητέρες τους “οι προσανατολισμοί”. Μερικές φορές κάθονταν μαζί τους στο ντιβάνι της κουζίνας και μιλούσαν δήθεν τυχαία για πυξίδες, χάρτες και για τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Χειροκρότησαν το τέλος της ταινίας: ο κακός αδερφός θα περνούσε το υπόλοιπο της ζωής του στη φυλακή και ο καλός παντρεύτηκε την παραπλανημένη τέως αρραβωνιαστικιά του, αφού πρώτα άνοιξε συνεργείο αυτοκινήτων με τα χρήματα που κληρονόμησε από κάποιο μακρινό συγγενή. Ο Αλέκος τους οδήγησε στην οικογενειακή ταβέρνα «Μενεμένη» και κάθισε δίπλα στον Θανάση. Κανείς δεν κατάλαβε πώς ξεκίνησε ο καβγάς.
Ο Αλέκος παρήγγειλε ρετσίνα και έριχνε μέσα φέτες μανταρινιού. Ο Θανάσης δυσφορούσε. Οι γυναίκες έτρωγαν ανόρεχτα και έριχναν πλάγιες ματιές στους γιούς τους οι οποίοι παρακολουθούσαν σιωπηλοί. Όταν ο Αλέκος αγκάλιασε τον Θανάση και άρχισε να κλαίει, η Χαρίκλεια κλότσησε τον Αριστόβουλο κάτω από το τραπέζι. “γκρίνιαζε, γκρίνιαζε, πρέπει να φύγουμε” του ψιθύρισε. Ο Άρις δεν αντέδρασε, αγαπούσε τον θείο του. Θα ήθελε κι αυτός να κλάψει, δεν ήξερε ακριβώς την αιτία, αλλά του άρεσε που ο θείος Αλέκος έριξε τα πιάτα, τα ποτήρια, τα φαγητά, τα πάντα στο πάτωμα. Δοκίμασε και τη ρετσίνα με τα μανταρίνια, του άρεσε. Ο θείος του άφησε τον Θανάση και αγκάλιασε συγκινημένος τον ανιψιό . Σ’ αυτό το σημείο ο Θανάσης άρχισε να φωνάζει. Χαρακτήρισε τον Αλέκο μέθυσο, ελεεινό, αποτυχημένο και άλλα παρόμοια. “Δεν σου επιτρέπω να αγγίζεις το παιδί μου”, κατέληξε και σηκώθηκε να φορέσει το παλτό του.
Η Χαρίκλεια τον ακολούθησε. Ο Αριστόβουλος που δεν έλεγε να κουνηθεί, έφαγε ένα γερό χαστούκι και σηκώθηκε κι αυτός. Καληνύχτισε τους θείους και τον εξάδερφό του σαν να μην είχε συμβεί κάτι περίεργο. Έφυγαν.
Η Αλεξάνδρα κάθεται στο θέση του συνοδηγού, στο ταξί του Πάρι. Πίσω κάθεται ο Άρις. Έχουν συμφωνήσει να πάνε βόλτα με τη “Σούλα”. Η Αλεξάνδρα αγνοεί ότι ο Πάρις είναι ταξιτζής, δεν την ενδιαφέρει άλλωστε. Επίσης, μία από τις αγαπημένες της ταινίες είναι «Ο Ταξιτζής» με τον Robert De Niro και τους το λέει κι αυτό. Προτιμά να μιλάει για τη σχολή της και το περιοδικό στο οποίο είναι αρχισυντάκτρια. Τα δύο ξαδέρφια την ακούνε με μισό αυτί, τους απασχολεί η σκέψη πώς θα την καταφέρουν να πάει και με τους δυό τους. Η Αλεξάνδρα είναι μία κοσμοπολίτισσα, μόλις επέστρεψε από την Βαρκελώνη. Αναφέρει ονόματα συγγραφέων και εκδοτών τα οποία είναι παντελώς άγνωστα στους δύο νεαρούς. Το μόνο που μοιράζονται οι τρεις τους είναι ένα πρόχειρα στριμμένο τσιγάρο. Η Αλεξάνδρα έχει πυρόξανθα μακριά μαλλιά και φωτεινά μάτια. Είναι η ωραιότερη κοπέλα που έχει βγει ποτέ μαζί τους. O Άρις είναι έξαλλος με τον εαυτό του, διότι αντί να ακούει τις εξωτικές ιστορίες της Αλεξάνδρας, το μυαλό του γυρίζει και ξαναγυρίζει στον πατέρα του. Σκέφτεται το σώμα του πατέρα του, τα κόκαλα που μέρα με τη μέρα συρρικνώνονται κι άλλο για να καταλήξουν – σε ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον- θαμμένα στο χώμα, καταδικασμένα να εξαφανιστούν. Ο Αριστόβουλος κλαίει με σιωπηλούς λυγμούς και ευλογεί την τύχη του που η Αλεξάνδρα δεν μπορεί να τον δει. Ο Παρμενίων σωπαίνει και η έκφρασή του στο καθρεφτάκι του παρμπρίζ δεν προδίδει τίποτε. Τώρα η Αλεξάνδρα περιγράφει με την μελωδική της φωνή την κεντρική πλατεία της Σιένα. Πώς βρέθηκε εκεί και καθώς έπεφτε το δειλινό άκουσε τη θεία μουσική του Stefano Battaglia. Μετά επικρατεί σιωπή. Σταματούν σε ένα κόκκινο φανάρι και τότε η Αλεξάνδρα γελάει. Καλόκαρδα, όχι ειρωνικά. «πώς σας ήρθε να βαφτίσετε τη βάρκα “Σούλα”; Χάθηκαν τα ονόματα;». Ο Παρμενίων παρκάρει το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού και λέει στην Αλεξάνδρα “βγες έξω”. Το λέει και το ξαναλέει όλο και πιο δυνατά, ανακουφισμένος που θα ξεφορτωθεί το ωραιότερο κορίτσι το οποίο έχει βγει ποτέ μαζί του. Ο Αριστόβουλος μένει άναυδος και μετά διαμαρτύρεται. Ο εξάδελφός του τού λέει να σκάσει και σπρώχνει έξω την κοπέλα που πέφτει στην άσφαλτο. Ο Αριστόβουλος πετάγεται έντρομος, την σηκώνει στα πόδια της. Η Αλεξάνδρα κλαίει και τους βρίζει. Αρχίζει να τρέχει ουρλιάζοντας για ταξί.
Ανάσαιναν και οι δύο βαριά όταν μπήκαν στο σπίτι του Πάρι. Στο δρόμο της επιστροφής κόντεψαν να τρακάρουν δύο φορές. “τι σ’ έπιασε ρε;” ρώτησε μουτρωμένος ο Άρις. “τι σου έφταιξε η κοπέλα; εντάξει και γω άλλα σκεφτόμουν.. αλλά τα πράμα πήγαινε καλά, μας γούσταρε, γούσταρε τη φάση σου λέω”. Δεν πήρε απάντηση. Τα δύο ξαδέρφια άνοιγαν και έκλειναν πόρτες, έστριβαν τσιγάρα, έβαζαν και έβγαζαν CD, άνοιγαν ποτά, έπιναν λίγο και πετούσαν το υπόλοιπο στο νεροχύτη. “σκεφτόμουν τον πατέρα μου” ξανάρχισε ο Άρις και πήγε να σταθεί μπροστά στο κλειστό παράθυρο “και μετά θυμήθηκα και τον δικό σου, όταν τον βρήκαμε στο…
δεν ένιωσε τον πόνο από το πρώτο χτύπημα. Στο δεύτερο άνοιξε η μύτη του και αστραπιαία, πριν το ανταποδώσει, σκέφτηκε ότι το αίμα είναι περισσότερο μαύρο παρά κόκκινο
o Παρμενίων και ο Αριστόβουλος
ένα από τα δύο ξαδέρφια κλείδωσε την πόρτα και πέταξε μακριά το κλειδί. Δεν έχει σημασία ποιος από τους δύο το πέταξε. Η υπόθεση άλλωστε ήταν αυστηρώς προσωπική.