Υπο-σημειώσεις για τον εγκέφαλο

0
325

 

 

Του Θανάση Καράβατου.

 

 

 

 

Ø Ένα κριτήριο του 15ου αιώνα, για τη διάκριση μεταξύ ανθρώπου και ζώων, ήταν το θρησκευτικό συναίσθημα, το οποίο ανήκε, φυσικά, μόνο στον άνθρωπο. Αποδείχτηκε πως δεν ήταν μόνο θεολογικό δόγμα· έγινε κι ένα χρήσιμο, πρακτικό «ανθρωπολογικό» εργαλείο όταν χρειάστηκε είτε να καταδικαστούν είτε να δικαιολογηθούν οι γενοκτονίες των αυτοχθόνων πληθυσμών που διέπραξαν στο Νέο Κόσμο οι Ισπανοί κονκισταντόρες: υποστηρίχθηκε, δηλαδή, αντίστοιχα, ότι οι ιθαγενείς των νέων χωρών διέθεταν ή δεν διέθεταν την προδιάθεση να προσηλυτιστούν στον χριστιανισμό. Οι μεν υποστήριζαν πως επρόκειτο για γενοκτονία, οι δε για απλό… σαφάρι. [1] Ανάλογη ήταν και η ιδέα που υποστήριξε ο Boucher de Perthes, στα μέσα του 19ουαιώνα, στο πλαίσιο της μονογενετικής του άποψης για την προέλευση των φυλών: «ο άνθρωπος δεν είναι άνθρωπος παρά μόνο επειδή έχει μέσα του την ιδέα του Θεού»· για τον Perthes, ο «πρωτόγονος άνθρωπος» αντιπροσώπευε την παιδική ηλικία της ανθρωπότητας, ενώ ο σύγχρονος «άγριος» μαρτυρούσε την έκπτωσή της.[2] Προς τα τέλη του ίδιου αιώνα, ο Bοuillaud, ένθερμος οπαδός της φρενολογίας του Franz Gall, διεκήρυσσε: η κρανιολογία δεν ενδιαφέρεται για τη φύση της ψυχής, αφήνει τη φροντίδα αυτή στη μεταφυσική· είναι άδικο να κατηγορείται για αθεϊσμό μια θεωρία που αναγνωρίζει τον Θεό, αφιερώνοντας την 26η, ειδικά ανθρώπινη, εγκεφαλική περιοχή στη θρησκευτικότητα.[3] O ίδιος ο Gall έγραφε: «το ανθρώπινο είδος είναι προικισμένο με ένα όργανο μέσω του οποίου αναγνωρίζει και λατρεύει έναν δημιουργό του κόσμου. Ποιος θα τολμούσε να σκεφτεί ότι αυτό το αίσθημα, αυτό το όργανο θα στερούνταν του αντικειμένου του στον εξωτερικό κόσμο; Όχι, η φύση δεν μπορεί να εξαπατά τον άνθρωπο σε ό,τι πιο σημαντικό έχει! Υπάρχει Θεός διότι υπάρχει ένα όργανο για να τον γνωρίσει και να τον λατρέψει».[4]

__________________

[1] P. P. Gossiaux, «Statut et fonction de la religion dans l’anthropologie de l’Age classique aux Lumières», Annales Benjamin Constant, 1992, 13, 55-85.

[2] Jean-Yves Pautrat, «L’homme primitif et l’imaginaire de la préhistoire au XIXe siècle», Revue des sciences humaines, 227, 1992-3, 11-35.

[3] Paul Delaunay, «De la Physiognomonie à la Phrénologie. Histoire et évolution des écoles et des doctrines», Extrait du Progrès Médicale, 1928, τχ. 31.

[4] Anatomie et physiologie du système nerveux en général et du cerveau en particulier, ΙV, 271, αναφέρεται στο P. Messerli, «Une approche historique de l’aphasie», στο F. Eustache, B. Lechevalier (Εκδ), Langage et aphasie, De Boeck, 1989, σ. 13-39.

 

 

 

BrainØ Ο John Marshall [1], σχολιάζοντας ένα ιδιαίτερα σημαντικό ιστορικό κείμενο της Ann Harrington [2] σχετικά με τις ημισφαιρικές διαφορές και τηνδυαδικότητα του νου, θα σταθεί στην παρατήρησή της ότι οι ανακαλύψεις του 19ου αιώνα πραγματοποιήθηκαν σε ένα ιδιαίτερο ιδεολογικό πλαίσιο και ερμηνεύτηκαν υπό το φως (ή το σκότος) των κοινωνικών συνθηκών που τότε επικρατούσαν. Προσθέτει, όμως, ότι οι κοινωνικοί περιορισμοί καθορίζουν κατά μεγάλο μέρος τη μεταφορική ερμηνεία των αποτελεσμάτων· άλλο να εντοπίζεις μια καλά προσδιορισμένη ψυχολογική λειτουργία, την αντίληψη του χρώματος για παράδειγμα, κι άλλο το yin και το yang.

________________________________

[1] Marshall JC, «The many-mind problem: neuroscience or neurotheology?», Open Peer Commentary στο Ann Harrington… The Behavioral and Brain Sciences 1985, 8, 4, 642-643.

[2] Ann Harrington, «Nineteenth-century ideas on hemishere defferences and: duality of mid», The Behavioral and Brain Sciences 1985, 8, 4, 617-659.

 

 

 

BrainØ Οι πρώτες συστηματοποιημένες αντιλήψεις για τον «διπλό εγκέφαλο» είναι του 1844 –βρίσκονται στο βιβλίο του Wigan A new view of insanitydualityof mind [1]– και το πρώτο εγχείρημα «χειραγώγησης» των εγκεφαλικών ημισφαιρίων ανάγεται στην εποχή του Charcot και του Dumontpallιer, ιδιαίτερα μέσα από τις προτεινόμενες τεχνικές ύπνωσης του καθ’ ενός ημισφαιρίου ξεχωριστά.[2] Την εποχή εκείνη, ο Brawn-Sequard ήταν μεταξύ εκείνων που απέδιδαν την «κατωτερότητα» του δεξιού ημισφαιρίου στην ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος. Πρότεινε λοιπόν την ιδιαίτερη χρήση του αριστερού ημίσεως του σώματος, με την πεποίθηση ότι αυτό θα αρκούσε για να αναπτυχθεί το δεξιό ημισφαίριο σε μέγεθος, αλλά και σε λειτουργίες. Σε μερικά σχολεία των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας άρχισαν τότε να εφαρμόζονται πρακτικές εμπνευσμένες από τις ιδέες του, να εκπαιδεύονται π.χ. και τα δύο χέρια ταυτόχρονα (το ένα να γράφει, το άλλο να παίζει πιάνο) με σκοπό να «προφυλαχθούν», αργότερα ως ενήλικες, από τις αφασίες ή να έχουν ταχύτερη ανάρρωση έπειτα από μονόπλευρες εγκεφαλικές βλάβες. Ο Chrichton-Brown ήταν μεταξύ αυτών που αντιτάχθηκαν, υποστηρίζοντας ότι η ανάδυση του ανθρώπου και η ανάπτυξη του πολιτισμού συνδέονται με την αύξηση της δεξιοχειρίας.[3]

__________________________

[1] Clarke B, «Arthur Wigan and the duality of the mind», Psychological Medicine, Monogr Suppl 1978, 11, 1-52.

[2] Harrington A, Medicine, Mind, and the Double Brain. A study in Nineteenth-Century Thought, Princeton. N. York, Princeton University Press 1989.

[3] Finger S, Origins of neuroscinece, A history of explorations into brain function, («The emergence of the concept of cerebral dominance», 386-399), Oxford University Press 1994. Βλ και Harris LJ, «The ambidextral culture society and the “duality of mind”». Behavioral and Brain Sciences, 1985, 8, 639-640

 

 

BrainØ Το 1889 ο γιατρός Σίμων Αποστολίδης ξεσήκωνε θύελλα στην Αθήνα με το διάσημο βιβλίο του «Αι Ψυχώσεις», στο οποίο ανάγει τα πάντα στη μηχανική, επικαλούμενος τις μελέτες του Jules Soury για τον εγκέφαλο: «Η φυσική, η χημεία, η ουρανία μηχανική, η βιολογία, συμπεριλαμβανομένης και της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας, ουδέν άλλο εισίν ή περιπτώσεις κατά το μάλλον και ήττον σύνθετοι της κινήσεως και επομένως της μηχανικής (…). Eάν εγνωρίζαμεν τους νόμους της μηχανικής, τότε τα λεπτότερα και ανωτέρας τάξεως φαινόμενα της ζωής, τα εκ του νευρικού ιστού (διάνοια, αισθήσεις κτλ) θα ήτο δυνατόν να παρασταθώσι διά μαθηματικής τινός εξισώσεως διότι άπαντα τα φαινόμενα του νευρικού συστήματος, αισθήσεις ή αισθήματα και ιδέαι, υπό αντικειμενικήν άποψιν ουδέν άλλο εισίν ή συστήματα κινήσεων των μορίων της νευρικής ουσίας» [1]. Στη δεκαετία του ’60 ο αναγωγισμός του J. F. Skinnerχρησιμοποιούσε τα ίδια περίπου λόγια: «Μπορούμε να υποθέσουμε ακόμη ότι, σε τελευταία ανάλυση, τα γεγονότα και οι αρχές της ψυχολογίας μπορούν να αναχθούν όχι μόνο στη φυσιολογία αλλά, δια της βιοχημείας και της χημείας, στην υποατομική φυσική» [2].

________________________________________________

[1] Αι ψυχώσεις. Μελέται ιατρικαί, κοινωνιολογικαί και φιλοσοφικαί περί φρενοπαθειών.Υπό Σίμωνος Αποστολίδου Ιατρού. Εν Αθήναις, εκ της τυπογραφίας Ν. Ιγγλέση 1889, 94-95.

[2] Αναφέρεται από τoν Richelle, BFSkinner ou le péril behavioriste, Bruxelles, Mardaga, 1977.

 

Προηγούμενο άρθροΣτη ρωγμή του χρόνου
Επόμενο άρθροΑναζητώντας τον τρίτο άνθρωπο

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ