Συνέντευξη στην Αγγελική Δημοπούλου
Ένα μυθιστόρημα, που αναμειγνύει την αστυνομική δράση με την κοινωνική παρατήρηση, με εξαιρετικά ζωηρούς χαρακτήρες, από αυτούς που γίνονται αμέσως φίλοι μας, λαμβάνει χώρα σε μόλις δεκατρείς ημέρες: από την Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου έως το τέλος του έτους. Η ατμόσφαιρα του κόσμου του Βουκουρεστίου γύρω στο 1900 αναδημιουργείται όπως σε μια ταινία. Ο λόγος για το μυθιστόρημα της Ρουμάνας συγγραφέα Ιωάννας Παρβουλέσκου “Η ζωή ξεκινάει την Παρασκευή” -βραβευμένο με Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2013 (EUPL 2013)- που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Βακχικόν. Η συγγραφέας με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματός της μιλά γι’ αυτό και αποκαλύπτει τον τρόπο που βλέπει η ίδια την λογοτεχνία.
Το μυθιστόρημά σας “Η ζωή ξεκινάει την Παρασκευή” είναι πλέον διαθέσιμο στα ελληνικά . Πώς νιώθετε που μπορείτε να επικοινωνήσετε αυτό το κομμάτι του έργου σας με το ελληνικό αναγνωστικό κοινό;
Αγαπώ την Ελλάδα. Όχι μόνο την Ελλάδα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Ομήρου και των αρχαίων θεών και ηρώων, αλλά και την Ελλάδα του σήμερα, των ανθρώπων σαν εσένα και εμένα. Όχι μόνο τη φωτεινή, τουριστική Ελλάδα των καλοκαιρινών μηνών, αλλά και τη χειμερινή, αθέατη από τους τουρίστες. Αυτό που μου αρέσει στους Έλληνες, από τη δική μου οπτική γωνία, είναι ότι εργάζονται σκληρά, αλλά δεν ξεχνούν και τις χαρές του ελεύθερου χρόνου. Ελπίζω ότι το βιβλίο μου θα τους ενθουσιάσει επίσης. Δεν ξεχνώ ούτε στιγμή ότι η λογοτεχνία έχει το ρόλο της απόλαυσης, εκτός από άλλες ιδιότητες. Αυτό δεν σημαίνει εύπεπτα και ροζ βιβλία αλλά απλά σημαίνει ότι δεν βαριέσαι, ότι δίνεις τον καλύτερό σου εαυτό. Εξάλλου, οι Έλληνες δεν είναι τόσο μακριά από τη Ρουμανία ώστε να μην την καταλαβαίνουν. Και, για να μην το ξεχάσω: μου αρέσει ο τρόπος που φαίνεται το όνομά μου στο εξώφυλλο, γραμμένο με ελληνικά γράμματα και λίγο μακρύτερο από ό,τι στα ρουμανικά.
Ποια ήταν η έμπνευση για το “Η ζωή ξεκινάει την Παρασκευή”;
Η έμπνευση σπάνια μπορεί να εξηγηθεί. Το μόνο που γνωρίζουμε από τα έπη είναι ότι είναι εμπνευσμένα από τις “μούσες”, θεές που είναι κόρες της μνήμης, της Μνημοσύνης. Υπάρχει λοιπόν και μια ανάμνηση πραγμάτων που δεν έχετε βιώσει. Από αυτό γεννήθηκε αυτό το μυθιστόρημα για μια εποχή που η Ρουμανία ήταν μια κοσμοπολίτικη χώρα, η οποία κάθε χρόνο γινόταν όλο και πιο πολιτισμένη, και κατά την οποία η πόλη του Βουκουρεστίου ονομαζόταν “Μικρό Παρίσι”.
Γιατί επιλέξατε να “αναστήσετε” αυτή την εποχή, λίγο πριν το 1900, για να τοποθετήσετε την ιστορία σας;
Είναι μια εποχή που γνωρίζω πολύ καλά, σχεδόν καλύτερα από αυτή στην οποία ζω. Έγραψα ένα δοκίμιο πριν από λίγο καιρό για την καθημερινή ζωή εκείνη την περίοδο. Έχω διαβάσει πιθανότατα χιλιάδες επιστολές (δεν υπερβάλλω!), εφημερίδες, ημερολόγια, μυθιστορήματα που γράφτηκαν εκείνη την περίοδο. Σε σύγκριση με τον 20ό αιώνα, τον αιώνα των μεγάλων ιστορικών φρικαλεοτήτων, και ακόμη και με τον 21ο αιώνα, που είναι ο αιώνας της μοναξιάς, όπως έγραψε ένας μελετητής, μου έγινε σαφές ότι η εποχή γύρω στο 1900 ήταν μια εποχή που οι άνθρωποι ένιωθαν καλά, ήταν γεμάτοι ενέργεια και εμπιστοσύνη στο μέλλον, θυσιάζονταν για τους άλλους, απολάμβαναν τις καινοτομίες σαν παιδιά και είχαν τολμηρές σκέψεις. Ήταν πολύ πιο ευγενικοί από τους σημερινούς ανθρώπους και αγαπούσαν όμορφα.
Θα θέλατε να μοιραστείτε κάτι για τον πρωταγωνιστή σας, ο οποίος, προφανώς ακούσια, γίνεται το επίκεντρο γύρω από το οποίο όλη η ιστορία ξεδιπλώνεται;
Δεν είναι τόσο απλό, δεν είναι ένας χρονοταξιδιώτης σε ένα μυθιστόρημα φαντασίας. Υπάρχει και ένα ρεαλιστικό κλειδί, και το κρατάω. Ο πρωταγωνιστής μου θεωρεί ότι προέρχεται από το μέλλον. Αλλά είναι πιθανό να πρόκειται απλώς για ένα τέχνασμα για να ξεφύγει από κάτι κακό ή για μια ψυχική ασθένεια ή, όπως υποδηλώνει το βιβλίο, για μια επινόηση του Τύπου. Ναι, οι εφημερίδες εφευρίσκουν από τότε τρελά, εντυπωσιακά πράγματα (“εντυπωσιακό” είναι η λέξη που εμφανίζεται συχνότερα στον Τύπο από την αρχή του μέχρι σήμερα). Όμως ο αναγνώστης ταυτίζει τον Dan Cretu με τον άνθρωπο του σήμερα, και αυτό δημιουργεί μια συνεχή σύγκριση μεταξύ των εποχών, η οποία δίνει ένταση στην ιστορία.
Το βιβλίο σας έχει τιμηθεί με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πώς νιώθετε γι’ αυτό;
Κάθε βραβείο είναι για μένα χαρά, ευκαιρία και μεγάλη υποχρέωση. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να εξηγήσω τη χαρά. Αλλά κάθε βραβείο είναι επίσης μια καλή τύχη, διότι πολλοί είναι οι κλητοί, λίγοι οι εκλεκτοί, όπως λέει η Βίβλος. Ή αν θέλετε μια πιο τετριμμένη σύγκριση, δεν κερδίζουν όλοι το λαχείο. Άλλωστε, κάθε βραβείο είναι υποχρέωση, σας αναγκάζει να γράφετε όλο και καλύτερα, για να δείξετε ότι, παρ’ όλα αυτά, η τύχη για την οποία μιλούσα σας επέλεξε δικαίως, με βάση την αξία σας. Το EUPL ήταν ακριβώς αυτό: χαρά, τύχη, υποχρέωση. Άνοιξε το δρόμο για τη μετάφραση, η οποία δεν είναι εύκολη.
Τι άλλα μυθιστορήματα έχετε γράψει και σε ποιες άλλες γλώσσες έχουν μεταφραστεί βιβλία σας;
Έχω γράψει μέχρι στιγμής τέσσερα μυθιστορήματα, εκτός από το “Η ζωή ξεκινάει την Παρασκευή”, το μυθιστόρημα “Το μέλλον ξεκινάει τη Δευτέρα”, στη συνέχεια ένα μυθιστόρημα για την παιδική μου ηλικία με τίτλο “Οι αθώοι” και πρόσφατα ένα βιβλικό μυθιστόρημα βασισμένο στον προφήτη Ιωνά με τίτλο “Το προμήνυμα”. Οι γλώσσες στις οποίες τα βιβλία μου έχουν μεταφραστεί είναι, με τυχαία σειρά, η σουηδική, η γαλλική, η βουλγαρική, η σερβική, η σλοβενική, η ιταλική, η κροατική, η μακεδονική, η αλβανική, η ουγγρική, η πολωνική, η γερμανική, η αγγλική. Ελπίζω να μην έχω ξεχάσει καμία. Είμαι πολύ ευχαριστημένη με την ελληνική μετάφραση και ευχαριστώ πολύ την Άντζελα Μπράτσου, τη μεταφράστριά μου. Ανυπομονώ να το δώσω στους οικοδεσπότες μου στην Αντίπαρο, τους οποίους θεωρώ εδώ και καιρό φίλους.
Όλος ο δρόμος σας έχει να κάνει με τη λογοτεχνία. Τι θα λέγατε ότι σας καθόρισε σαν συγγραφέα;
Ήθελα πραγματικά να κάνω πιο περιπετειώδη πράγματα στη ζωή μου. Ήθελα να γίνω αρχαιολόγος, γιατί μου αρέσει να συναρμολογώ το παρελθόν από μερικά θραύσματα, ή ακόμα και πιλότος αεροπλάνου, γιατί μου αρέσει να πετάω. Αλλά η ζωή το ήθελε διαφορετικά και συνειδητοποίησα ότι, τελικά, το πιο περιπετειώδες και επικίνδυνο πράγμα εξακολουθεί να είναι η λογοτεχνία. Κάποτε διάβασα σε ένα βιβλίο του Paul Johnson για τους δημιουργούς ότι το μόνο χαρακτηριστικό γνώρισμα του δημιουργού είναι το θάρρος. Δεν ξέρω αν το έχω αποδείξει, αλλά προσπαθώ να είμαι γενναία σε ό,τι γράφω: να μην καταπιάνομαι με “μοντέρνα” θέματα, να μην ακολουθώ τα μονοπάτια που έχουν βαδίσει άλλοι, παρόλο που έχω μάθει τόσα πολλά από μεγάλους συγγραφείς, να λέω κάτι που νιώθω ότι κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να πει ή να το πει με τον τρόπο που το κάνω εγώ. Αν έχω πετύχει και αν είναι προς όφελός μου να έχω αυτό το θάρρος, δεν είμαι εγώ αυτή που καλείται να το κρίνει, αλλά οι αναγνώστες.