Είναι και κάτι, κάτι ακόμα που το κρατάει κρυφό η σιγή

0
1666

Ανθολόγηση: Θανάσης Χατζόπουλος (Αλέξανδρος Μπάρας, Άθως Δημουλάς, Μάριος Μαρκίδης, Γ.Τζανετάκης).

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΠΑΡΑΣ

(1906-1990)

 

ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΥ ΛΥΠΕΣ

 

Παμπάλαιο κι ερείπιο ένα πλοίο

είδα άθλια γερμένο σ’ ένα πλάι

με τα πλευρά του που η σκουριά πια τα έχει φάει

με το τιμόνι του έξω απ’ τα νερά

σπασμένο,

δαγκωμένο

απ’ άγνωστο της θάλασσας θηρίο.

 

Τέτοιο τρισάθλιο κι ερείπιο ένα πλοίο…

Κι όμως – ποιος θα το πίστευε; –

απ’ το γυρτό φουγάρο του φαινόταν

μια υποψία καπνού ν’ αργανεβαίνει

αδύναμη ψηλά και να σκορπιέται…

(Είχε το ερείπιο μες στα σπλάχνα του κρυμμένη

μια τελευταία σπίθα, κι ίσως ίσως

μελλοντικά ταξίδια ονειρευόταν,

ίσως με τέτοια ελπίδα αποκοιμόταν

τα βράδια μες στην πλήξη του ναυστάθμου…)

 

Το κοίταζα. Κι ο νους μου άθελα πήγε

σε κάτι ομοιοκατάντητους ανθρώπους

που έτσι η ζωή σιγά σιγά τους τρώει…

 

Κι οι παραλληλισμοί μου ήρθαν αθρόοι.

(ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ, ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ, 1938)

 

ΚΡΙΣΗ

 

Μελέτες κι αναγνώσεις

με φέρανε αντιμέτωπο

με τόσες απογνώσεις.

 

Σπόγγος ο εγκέφαλος, πολλή

που τον επότισε χολή.

 

Τη νύχτα εβγήκα στους αγρούς

κι ύπτιος έπεσα στο χώμα:

Είναι και κάτι, κάτι ακόμα

που το κρατάει κρυφό η σιγή

κι όλη των άστρων η πορεία.

 

Μεγάλη, διασταλτική

γέμιζε ο αιθέρας απορία…

 

 

ΑΝΑΤΕΛΛΩ ΤΗΝ «ΠΡΩΤΗ» ΣΕΛΗΝΗ

 

Ανατέλλω όπως τη θέλω

μια σελήνη υπερμεγέθη

σαν ασπίδα χάλκινη

που ένα χέρι

– ο πιο δυσειδής κι ο πιο μεγάλος

ανθρωποειδής της οικουμένης –

την υψώνει

μες στα προϊστορικά ζοφώδη δάση

την υψώνει για να την κρεμάσει

στα γιγάντια τα κλαδιά

και χτυπώντας την με λίθους

– γκογκ συναγερμού κοσμοπορίας –

να ξυπνήσει του χάους και του βύθους

την κοιμώμενη ζωη

και τους πρώτους ρυθμούς της Ιστορίας…

 

ΜΕΤΑΘΕΣΗ

 

Κίτρινο καίει το φεγγάρι,

σαν λάμπα πετρελαίου,

στον καπνισμένο κακορίζικο ουρανό.

 

Όλα τα καθυστερημένα

εκεί στον ουρανό μετατοπίστηκαν,

κι η αλματώδης πρόοδος

απόμεινε στη γη να μας ρημάζει.

 

Μας ρήμαξεν η πρόοδος.

 

ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ

 

Μουντή, λιγνή πράσινη φλόγα

ποια κρύα φωτιά να σ’ αναδίνει;

Τι λύσσα να ’χει η καταιγίδα

που όλο φυσά και δε σε σβήνει!

 

ΩΔΕΙΟΝ ΗΡΩΔΟΥ ΤΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ

 

Κύπελλο παλιό λησμονημένο

στα κράσπεδα της Ακροπόλεως,

συντηρημένη υπομονή

της αττικής καμίνου,

καταφυγή της γλαύκας,

κρύπτη για το χλομόλιθο της πανσελήνου,

 

λάλον ερείπιο, γήρας μουσικό!

(ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ, ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ, 1953)

 

 

ΑΘΩΣ ΔΗΜΟΥΛΑΣ

(1921-1985)

 

ΑΝΘΡΩΠΟΣ

 

Πεθαίνοντας, δε μεταβαίνεις βέβαια σ’ ένα

κόσμον άλλο. Η ανυπαρξία σε περιμένει,

απ’ όπου άγνωστος και ανυπεράσπιστος

ξεκίνησες, για ν’ αποθέσεις την ψυχή σου,

μόνο κτήμα σου, έπαθλο στα χέρια της. υπάρχει

 

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

 

Οι αισθήσεις μας σχίζουν τον κόσμο

σε κομμάτια. Συνδυάζοντάς τα, άλλους

πολλούς μ’ αυτά συνθέτουμε κόσμους

επάλληλους. Κι αυτά, διαρκώς

απ’ τον ένα στον άλλο μεταφέρονται

και κυκλοφορούν με μία ροή που,

«επέκεινα των αισθητών», ίσως

τον πράγματι κόσμο ν’ αντιπροσωπεύει.

 

ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΤΕΡΑ

 

Ο τοίχος του παλιού ναού, με τις υδατογραφίες,

εγέμισε με τον καιρό, απ’ τους αιώνες,

πολλά μικρά ραγίσματα. Που πληθαίνουν,

στον εικονιζόμενο γέρο Άγιο, τις πτυχές

του χιτώνα του και του προσώπου του τη λύπη.

Γιατί λύπη ήταν ζωγραφισμένη εκεί. Λύπη

των αισθήσεων δαπανημένων απ’ τα χρόνια,

όταν, εμπρός στου αυριανού τους άγνωστου

το φόβο, ικετευτικά στρέφονται

προς τη μεγάλη Μνήμη, τη Ζωή.

 

Η αγιοσύνη θα ήταν αποτυπωμένη, όπως

πάντοτε στις αγιογραφίες, με μιαν έκφραση

εγκαρτέρησης και, ίσως, μ’ έναν τόνο μεγαλείου

απόκοσμου. Μα τα πολλά ραγίσματα

του τοίχου επάλειψαν αυτή την έκφραση

αφήνοντας, αποκλειστικά σχεδόν και μεγαλωμένη,

τη λύπη, την πολλή λύπη ενός γέροντα.

(ΠΕΡΙ ΜΝΗΜΗΣ, 1964)

 

ΣΙΒΥΛΛΙΚΟ

 

Κρυμμένο στην κοιλότητα κάθε στιγμής

το νόημα του κόσμου αναδιπλώνει

επάνω του τις μεταβολές. Σαν κλώνοι

στον κορμό μαζεύονται, σε μιας γραμμής

 

το σφρίγος και το δέσιμο. Που αξιώνει

το πάθος της ενότητας, μιας πάντ’ ακμής

την προβολή, με την πειθώ της διαρκούς ορμής.

Στην πολυσήμαντη ακαμψία της η μόνη

 

είναι που προσφέρει της υπερβολής τη γεύση

χωρίς αμφιβολίες και περισπασμούς.

Ώσπου, κάποτε, μες σε περίεργους παλμούς,

 

κάποιο νόημα ετοιμάζεται να ταξιδεύσει.

Θα πάρει τη διάθεση απ’ τους ποταμούς.

Και σε μια κάποια θάλασσα θα εκπνεύσει.

 

ΚΑΠΟΙΑ ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ

Η διαίσθηση αποτελεί το Όργανον των Μεταιχμίων

Bergson

 

Άραγε τι σας φέρνει, σκυθρωποί μου στίχοι;

 

Απ’ το πραγματικό, όσο μπορούμε κάθε φορά

παίρνουμε. Ή όσο μας αρκεί. Ή όσο τύχει.

Το άλλο, έξω απ’ του συνειδητού τα κινητά,

 

τ’ ανυπεράσπιστα στην αλλαγή απ’ το χρόνο, τείχη,

στης απεραντοσύνης της ανήσυχης τα κρυφά

πεδία, κρούει συνεχώς τα σύνορα. Ήχοι

λεπτοί διαπερνούν αδιόρατα στενά

 

επικοινωνίας των δύο κόσμων. Γέφυρά τους

η διαίσθηση. Που ετοιμάζει, με τ’ ατελή

και τ’ ανεπαίσθητα, εικόνες του απολύτου.

 

Κι απ’ το πραγματικό, περαστικό ανάμεσά τους,

όσο μπορούμε κάθε φορά, ή όσο μας αρκεί,

ή όσο τύχει παίρνουμε. Κάποια μορφή του.

(ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ, 1966)

 

VANITAS VANITATUM

 

Η εξαίρεση, που το μεγάλο φόβο του θανάτου

φανερώνει, της ζωής το ενδιαφέρον είναι

το μεγάλο. Ίσως το μόνο. Μα όχι μόνο

για τον εξαιρούμενο, αλλά και για το πλήθος,

τους πολλούς ομοίους που, στην εξαίρεση,

πέρ’ από του παρόντος τη διέγερση,

και τη φυγή και τη λήθη του βρίσκουν

ασυναίσθητα, ένα όνειρο αντικείμενο,

ένα όραμα προοπτικής.

Και,

συγχέοντας τύχη και αξία, σπεύδουν

– ανάγκη τους – κάθε μέρα να προκαλέσουν

μιαν εξαίρεση, έναν εξαιρούμενο που,

τη διάκριση δικαιώνοντας, θριαμβολογεί.

(Ο ΑΓΡΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ, 1972)

 

ΟΛΑ

 

Όλα είναι εδώ, είπε:

τα προσωπεία του φόβου,

τα κάτοπτρα της αυταπάτης

για το ναρκισσισμό των ελπίδων,

η ψυχή πιο μέσα,

λεία της ανυπαρξίας.

(Η ΜΟΙΡΑ ΤΩΝ ΠΕΠΡΩΜΕΝΩΝ, 1979)

 

ΤΟ «ΟΡΓΑΝΟΝ»

 

Το γρήγορο, μόνο στον έξω υπάρχει κόσμο.

Όπου ο χρόνος είναι γυμνασμένος, τρέχοντας

βιαστικά εδώ και κει, να μετράει

τις διάρκειες. Επείγεται να επισημαίνει

έλλειψη ή υπέρβαση από κάποιο «τόσο

πρέπει», ενώ σε λίγο πάντοτε αναγνωρίζουμε

ότι αυτό το «πρέπει» έπρεπε

να ήταν η διάρκεια όση μετρήθηκε.

Πράγμα που κάνει περιττή τη μέτρηση,

άρα και τον εκπαιδευμένο τούτον χρόνο.

 

Στον μέσα όμως κόσμο μας όλα είναι αργά.

Εδώ δεν μετριούνται οι διάρκειες. Γι’ αυτό

και τίποτα δεν επείγει. Εδώ ο χρόνος

είναι ακατέργαστος. Των αισθημάτων είναι

και των ιδεών. Ο χρόνος ο πραγματικός

του καθενός μας. Με μια τεράστια αδράνεια.

Που μετατρέπει το γρήγορο του έξω κόσμου

σε αργό τού μέσα μας.

Αυτήν  ακολουθεί

η γλώσσα την αδράνεια. Κι εκφράζει

με τον βραδύ ρυθμό του μέσα κόσμου μας

εκείνον του έξω. Για να μετέχουν όλα στο σταθερό.

(ΜΙΑ ΠΡΟΘΕΣΗ ΣΤΟ ΧΑΟΣ, 1986)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΜΑΡΙΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ

(1940-2003)

 

ΑΠΟΝΕΝΟΗΜΕΝΟ ΔΙΑΒΗΜΑ

 

Όταν εγύρισε φρουρούσανε καλά τα σταυροδρόμια

σε κάθε ύπνο έτρεχε και μια περίπολος

κι ούτε μια δημόσια βρύση

ούτε ένα σφουγγάρι να περάσει στο στόμα του

– στο τέλος αφέθηκε να γλιστρήσει στο Θεό

όπως γλιστράνε οι αυτοκτόνοι στη θάλασσα κλωτσώντας

πίσω τους τα βράχια.

(Η ΛΥΡΙΚΗ ΠΛΑΝΗ, 1960-1970)

 

ΑΠΟΔΗΜΙΑ

πιάνω γραφή να γράψω και ξεγράφεται

 

Σε άφησα να πνίγεσαι στο αίμα σου

μάταιο προσκλητήριο των άστρων

τώρα σε θάβουν οι σοβάδες του χειμώνα

να μη φεύγεις μόνος στην ξενιτιά

 

Τι μπαινοβγαίνεις σα ρεύμα στο σπίτι

κι η σιωπή σου μεγάλωσε πια και τρίζει

στη ναφθαλίνη

τρέχεις λυμένος στις κάμαρες ουρλιάζοντας

μα σκούριασαν οι μεντεσέδες που σε κρατούσαν αγκαλιά

 

Πάνω στη γη δεν θα ιδωθούμε πια

 

 

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

στον Στέφανο

 

Όποιος χάσει τη ζωή του θα τη βρει.

Στο μεταξύ ψάξε για την ψυχή σου στο μαντρί

 

Λύγισε την πλάτη λάγνε γέρο

η αμαρτία δυναμώνει με τον καιρό

 

όπως δυναμώνει το τάβλι στο μπαλκόνι.

Οι άνθρωποι γεννήθηκαν να φεύγουν μόνοι

 

σάρκες που παγιδεύτηκαν κι έγιναν χώμα.

Δυναμώνει η αμαρτία και στο άδειο σώμα;

 

Όσα καράβια πνίγηκαν πνιγήκαν…

Οι ουρανοί κι οι άγγελοι τα φορτωθήκαν

 

και ταξιδεύουνε πλησίστια στο πάνω κύμα

που δεν μετράει το χρόνο και το κρίμα.

 

Α! στα μάτια σου δέσανε καράβια

σκούριασε η άρμη κι ημερολόγια και χάδια.

 

Κι ολημερίς ουρλιάζει το στερνό λιμάνι.

Όποιος χάνει τη ζωή τη χάνει.

(ΕΙΣ ΗΛΙΚΙΑΝ ΜΟΛΙΣ ΤΡΙΑΝΤΑΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΩΝ, 1975)

 

ΒΕΑΤΡΙΚΗ

 

Μιαν απ’ αυτές τις μέρες σ’ ονειρεύτηκα

κι ας το ’ξερα πως είσαι εδώ και χρόνια πεθαμένη.

 

Έτσι, επειδή μπόρεσα επιτέλους να σ’ ονειρευτώ

θα καταφέρω τώρα ελπίζω να σε διαβάσω και να σε γράψω

τώρα θα έχω τη δύναμη να σε θυμηθώ

όλοι ξέρουμε πως τα όνειρα είναι η αρχή του τέλους.

 

Μιαν απ’ αυτές τις μέρες σ’ ονειρεύτηκα

και μ’ όλο που ξαφνικά κατάλαβα πως έτσι δεν πρόκειται

να σε ξαναδώ πάλι

δόξα τω Θεώ γι’ αυτό το ενύπνιο κλάμα

όλοι ξέρουμε πως τα όνειρα και τα ποιήματα είναι καλό σημάδι.

(ΒΙΒΛΙΟ ΠΑΡΑΠΟΝΩΝ, 1978)

 

ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ

 

Έλα ύπνε που παίρνεις τα παιδιά και πάρε το

έλα γριά με τα φριχτά δόντια και πάρε το

έλα Τζων Σίλβερ

έλα άσπλαχνε Ιαβέρη

έλα Φου Μαντσού, Εμπενέζερ Σκρουτζ, σερίφη του Νόττινγκχαμ

λυσσασμένοι λύκοι, στρίγγλες, τέρατα

ελάτε γαμώτο και πάρτε το

 

και μην το αφήνετε μέχρι το πρωί.

(ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΡΟΤΕΡΟΥ ΕΝΤΙΜΟΥ ΒΙΟΥ, 1989)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΖΑΝΕΤΑΚΗΣ

(1956)

 

ΚΛΕΙΔΙ ΑΠΟ ΧΙΟΝΙ

 

Άλλο ένα σήμερα φεγγάρι ξύλο

Μια θάλασσα πανί

Στα δέντρα

 

Τρέχω παντού με σκοτεινές μοτοσικλέτες

Όλα είναι δρόμος

Κι όλα είναι χώμα

 

Σε δείχνω

 

Ο ουρανός γλιστράει

Μέσα μου

Κλειδί από χιόνι

 

Όσο ακούω σε χρώμα αυτό το σκύλο

 

ΜΕ ΤΟ ΒΑΘΥ ΣΟΥ ΓΕΛΙΟ

 

Με το βαθύ σου γέλιο θ’ απλωθείς

Τα αίματα θ’ ανάψουν στο σεντόνι

 

Μια μια του δωματίου τις ψυχές

 

Θα πιάσει θάνατος

Σε λίγο η σιωπή

Θ’ ανήκει πιο αθόρυβα στο σπίτι

 

Αύριο ένα χέρι θα σκορπίσει

Το δρόμο στα πουλιά

 

 

(ΟΣΟ ΑΚΟΥΩ ΣΕ ΧΡΩΜΑ, 1985)

 

ΟΝΕΙΡΟ

 

Εχτές στον ύπνο μου έγινα πουλί

ένα πελώριο έλατο

ήταν όλο δικό μου

κουδούνιζαν Χριστούγεννα

όπως πάντα χιόνιζε

η αγάπη μου τραγούδαγε

τρυφερά σαν όρθρος

Πατούσα στο κλαδί δεν ήξερα

Αν ήμουνα παιχνίδι

 

 

ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙΣ

στην Αμαλία Σκέπερς

 

Πάντα να φεύγεις από μένα

– να βλέπεις τα’ άστρα από μακριά –

να δοκιμάζεις άλλες στάσεις

να μάθεις τ’ άγρια κορμιά τα ξένα

Η αγάπη ξέρει το δικό της

τρόμο δεν είναι έλεος κανενός

να την πετάς και να την πιάνεις στον αέρα

Σαν φως

 

ΒΡΟΧΗ ΑΠ’ ΤΑ ΠΑΛΙΑ

 

Πώς γίνεται σκιά ο άνθρωπος προτού το καταλάβει

είπε ο πατέρας μου

και μία βροχή απ’ τα παλιά έλουζε τα τζάμια

Εγώ όμως πάντα τραγουδούσα μέσα μου

δεν ήθελα ν’ ακούω

Κι εσύ δε χαίρεσαι πια την αγάπη λέει

και κοίταζε μακριά σα να περίμενε

κάτι που θα του άλλαζε τη ζωή

Αναλογίστηκα τα λόγια του με τρόμο

ναι λέω – πάντα μέσα μου –

έχω ατονήσει πολύ τον τελευταίο καιρό

ονειρεύομαι κοιτάσματα αργύρου

σε βλέπω λέει απ’ τη φωτογραφία

κάνεις έρωτα σαν υπνωτισμένος κι ένα κορμί

θέλει κίνηση απάνω του

Προσπάθησα τρέμοντας να του πω για την ψυχή

τα μυστικά που κρύβει και τι λίγο την ξέρουμε

Αλλά ξεχνάς ότι μιλάς ακριβώς σε μια ψυχή μου κάνει

κι είδα τα μάτια του ν’ αναταράζονται

Κάτι ερχόταν σιγανά απ’ τα φύλλα

Αυτό που περίμενες σκέφτομαι

Ναι το πρωί

καλημέρα σου

(ΜΕ ΦΩΤΑ ΕΡΗΜΟΥ, 1992)

 

ΑΝΑΣΑ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ

 

Στον ύπνο ζει μονάχα η ψυχή.

Η έξω ανάσα παύει και εγείρεται

η άλλη, η μέσα.

Και πιάνει σιγανά να ιστορεί.

Είναι ωραίο να τη βλέπεις μες στο χιόνι

που είμαστε τις νύχτες όταν πέφτει

η θερμοκρασία του σώματος κι αρχίζουν

να αχνίζουν τ’ ανεπαίσθητα.

Γι’ αυτό μας επισκέπτονται με τόση

φυσικότητα οι νεκροί, το κρύο

μας φέρνει πιο κοντά, έτσι ξυπνάμε

το πρωί με άσχημο

χνώτο με τα στόματα

γεμάτα θανατίλα.

 

ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ

 

Μα όταν άνοιγε τα μάτια

ήταν πια ένας άλλος.

Όπως δεν τον φαντάστηκαν ποτέ

τα λαμπερά μαλλιά τους.

Έξω απ’ του ύπνου την ευφρόσυνη σχισμή

έπλεε παγωμένος με το αδιάκοπο

βουητό της ζούγκλας στ’ αυτιά.

(ΟΝΕΙΡΟΥ ΕΡΩΣ, 1995)

 

ΠΟΥ ΠΗΓΑΝ

 

Να με λοιπόν σαράντα

όσος της Αναλήψεως τα κύματα.

Δεν πρόσεξα και έμπασα νερά.

Α πώς κουνάει η θάλασσα χωρίς

το χέρι σου όπως τότε να με πιάνει

πώς νύχτωσε έτσι απότομα πού πήγαν

δάσκαλοι και συμμαθητές

λάμπουνε κάτω κοιμητήριο οι σταυροί

των Φώτων που χαθήκαν στο λιμάνι.

 

ΦΕΥΓΟΥΝ

 

Φεύγουν οι φιλοι μου

γίνονται πουλιά.

Σε ξύλινα κλουβιά

μπαίνουν ένας ένας.

Και κλείνει πάνω τους

η γη πυθμένας.

 

ΟΤΑΝ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ

 

Ξύπνα με σαν τελειώσουν όλα σκέφτομαι.

Όταν κοιτάξεις και είσαι εγώ μες στον καθρέφτη.

(ΒΙΟΣ ΒΑΘΥΣ, 2004)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροH περίπτωση του ποιητή Γιώργου Λίλλη
Επόμενο άρθροΒασιλεία Οικονόμου:Το υπόλοιπο της αφαίρεσης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ