επιμέλεια: Χρύσα Σπυροπούλου
Μέρος Β: Αναστασία Λαμπρία, Γιώργος Βέης, Άννα Πατάκη,Σταύρος Περεντίδης
Του Γιώργου Βέη για τον Νίκο Καταπόδη ή Γ. Νίκα
Είχε πάντα μαζί του ένα βιβλίο τσέπης. Κατά κανόνα μυθιστόρημα. Μου έλεγε συχνά ότι προτιμούσε την απόλυτη ευκρίνεια της σύγχρονης αγγλοσαξονικής πρόζας από τις εξυπνάδες των απανταχού δήθεν μεταμοντέρνων και των όποιων μιμητών τους στη χώρα μας. Τον χειμώνα κυκλοφορούσε πάντα χωρίς παλτό. Ήθελε τα παράθυρα ανοικτά στο γραφείο του, όταν προήδρευε σε συσκέψεις υπηρεσιακών παραγόντων, ως λίαν έμπειρος Α΄ Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εξωτερικών. Κι ας ήταν Ιανουάριος ή Φεβρουάριος. Ευθυτενής, κομψός, καταδεκτικός, ευδιάθετος, μειλίχιος. Στους αντίποδες της οποιασδήποτε έπαρσης. Υπήρξε αυθεντικός γνώστης της ανθρώπινης επιπολαιότητας, των εγγενών ψευδαισθήσεων και των σαδομαζοχιστικών εμμονών της ύπαρξης σε αθεράπευτες αυταπάτες. Προτιμούσε να διασχίζει την Αττική με τα μέσα μαζικής κυκλοφορίας. Του άρεσε να παρατηρεί πρόσωπα, να εξακριβώνει συνήθειες, να συγκρατεί κινήσεις και νεύματα των συνεπιβατών του. Όντας οξυδερκής παρατηρητής των φαινομένων του βίου, πίστευε ότι το κάθε τι είναι χρήσιμο για τον αυθεντικό συγγραφέα. Άλλωστε, συνθέτοντας κείμενα, μεταξύ άλλων, αμιγώς ανιχνευτικού περιεχομένου, χρειαζόταν αφειδώς τύπους εξ αντικειμένου ζωής. Από το εξωτερικό περίβλημα του αφηγηματικού υποκειμένου, ως το εσωτερικό κραδασμό του εγώ, την καθοδήγηση των συναφών αποτυπώσεων την αναλάμβανε στη συνέχεια η δημιουργική του επινόηση. Ήξερε εν ολίγοις πώς να προβάλλει με συνέπεια διηγητικό ήθος.
Η προσφυγή του πρέσβη Νίκου Καταπόδη (1925-2018) στο συγγραφικό του ετερώνυμο Γ. Νίκας συνιστούσε ασφαλώς πράξη απελευθέρωσης από την εθιμοτυπία μιας κάστας. Το διάβημα αυτό ωφέλησε πολλαχώς, ως γνωστόν, τα Γράμματά μας. Συνέθεσε με λεκτική σύνεση και με ασκημένη ευκρίνεια διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα, τα οποία τα διακρίνει μια σφιχτοδεμένη πάντα πλοκή. Οι ανατροπές τους, οι ευθύβολοι διάλογοι, η σαφήνεια των ανελίξεων της δράσης, η πληρότητα των χαρακτήρων, η όλη σκηνική αρτιότητα συνεχίζουν την παράδοση του είδους στον τόπο μας. Συγκρατώντας τα κύρια αυτά γνωρίσματα, παρουσίασα κατά καιρούς έργα του στο περιοδικό “Διαβάζω”. Επεσήμανα, επίσης, τότε την ικανότητά του να αφομοιώνει λειτουργικά τα διδάγματα των μεγάλων δασκάλων του χώρου στη δυτικοευρωπαϊκή γραμματολογία. Συνομήλικος του λεγόμενου Ντίκενς του Ντιτρόιτ, δηλαδή του ρηξικέλευθου, εξαιρετικά παραγωγικού και ταυτοχρόνως ποιοτικού Έλμορ Λέοναρντ (1925-2013), παρακολουθούσε, κατ’ αρχάς στο πρωτότυπο, τις όποιες εξελίξεις και εν γένει προοπτικές, τις οποίες σημείωνε διεθνώς η αστυνομική διηγητική απόκλιση. Αντιλαμβανόταν εύκολα αποχρώσεις, επιδράσεις, υφολογικές συγγένειες. Ανήκε στη “σχολή” του Ρέιμοντ Τσάντλερ (1888-1959) και του Ντάσιελ Χάμετ (1894-1961). Χωρίς να παραθεωρεί το έργο του επίσης σημαίνοντος δασκάλου του είδους Τσαρλς Ουίλφορντ (1919-1988), μου τόνιζε ότι έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για τα ευπώλυτα μυθιστορήματα των νεώτερων ταλαντούχων, πολυβραβευμένων, Μάικλ Κόνελι (1956 – ), Τζον Σάντφορντ ( 1944 – ) και Ντιν Κουντζ (1945 – ). Ίσως με τον τελευταίο να είχε ιδιοσυγκρασιακά περισσότερες ομοιότητες παρά με τον Tζόναθαν Κέλερμαν (1949 – ). Εύχομαι να μου επιτρέψουν οι συγκυρίες να προβώ στο προσεχές μέλλον σε μιαν εκτενέστερη ανάλυση των διαλαμβανομένων σε περίληψη εδώ.
Συνοψίζω: χωρίς να υποκύπτει στον πειρασμό της επανάληψης των όσων ανήκουν στην παρακαταθήκη των ινδαλμάτων του, ο Γ. Νίκας απέδωσε εικόνες και καταστάσεις του αστυνομικού πεδίου με αμείωτη φρόνηση, καλώς συγκερασμένη διηγητική πρόταση και υφολογική αδρότητα. Ο ουσιαστικός έλεγχος των εκφραστικών του μέσων συνέβαλε αποφασιστικά στην ομαλή προώθηση του πρωταρχικού κειμενικού σχεδίου. Η αναζήτηση του ενόχου αποτελούσε υπόθεση ψύχραιμης, εντατικής εκτίμησης των εκάστοτε δεδομένων κι όχι εκτόνωση των όποιων σαδιστικών καταλοίπων, εμφανών ή μη, της άλλης πλευράς. H ορθή, ήτοι η λογική εκτίμηση όλων των παραμέτρων προοικονομούσε την αποτελεσματική στρατηγική αποκάλυψης αιτίων και αιτιατών του Κακού. Η συνεπαγόμενη αποκατάσταση του δικαίου συνιστούσε απόδειξη της συνέχειας του κόσμου σ΄ ένα ασφαλώς ορθότερο αξιακό πλαίσιο. Παρά τις ρήξεις, το συγκεκριμένο κοσμοείδωλο αντέχει να επιβιώσει, φρονούν εμμέσως πλην σαφώς οι φορείς του Νόμου, όπως ήθελε να τους βλέπει και να τους αποδελτιώνει η δημιουργική φαντασία του Γ. Νίκα. Το δε διάχυτο χιούμορ και οι εμφανείς τόνοι της ειρωνείας του εκκινούν περισσότερο από αισθήματα μιας καθόλα γνήσιας αλληλεγγύης και ενός πηγαίου, έκδηλου ανθρωπισμού, παρά ως κειμενικές επιδείξεις του αφ’ υψηλού πνεύματος ενός αρχετυπικού, αποφασιστικού καθόλα, ανελέητου τιμωρού.
Μετέφρασε διεξοδικά τόσο δικά του διηγήματα, γραμμένα, κατ’ αρχάς στα αγγλικά, όσο και εμβληματικά έργα αλλοδαπών. Ως εξειδικευμένος χειριστής πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών μάς πλούτισε πολλαχώς. Μεταξύ πολλών διακρίνω, για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής, μόνο τα εξής τρία: τους Τιμπώ του Γάλλου νομπελίστα συγγραφέα Ροζέ Μαρτέν Ντυ Γκάρ, σε δύο τόμους, στις εκδόσεις της Εστίας, τους Ξένους λυρικούς από τον Ποταμό και τα Ποιήματα του T.S. Eliot, επίσης από την Εστία. Σεβάστηκε πλήρως το πρωτότυπο, ενώ ταυτοχρόνως επεδίωξε οι μεταφράσεις του να ηχούν φυσιολογικά στη γλώσσα μας.
Διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών τέσσερα χρόνια προτού γεννηθώ, το 1951, κι αφυπηρέτησε έξι χρόνια μετά τον δικό μου διορισμό στο ίδιο Υπουργείο, το 1987. Μας συνέδεε μακρά, αδιατάρακτη φιλία. Βίωσε σε πλείστες πόλεις κρίσιμες στιγμές της μεταψυχροπολεμικής περιόδου. Ήταν επόμενο να συναντήσει και να συναναστραφεί σημαίνουσες προσωπικότητες της πολιτικής, των γραμμάτων και της τέχνης. Κράτησε συνειδητά χαμηλούς τόνους. Κοντολογίς, υπήρξε ευπατρίδης, λόγιος αναστοχαζόμενος, πολυσχιδής, ως προσωπικότητα. Ευθύς ως συνάδελφος. Ας το τονίσω αυτό. Ένας εξαιρετικά έμπειρος, νηφάλιος, οξυδερκής εκπρόσωπός μας σε πλείστες απαιτητικές θέσεις και κρίσιμα για τη χώρα μας διεθνή fora- ας καταγράψω απλώς, χωρίς να αξιολογήσω εδώ περαιτέρω: Αλεξάνδρεια, Τρίπολη Λιβύης, Παρίσι, Κάιρο, Βρυξέλλες, Μεξικό, Νέα Υόρκη. Σημειώνω ότι αυτός άνοιξε την Πρεσβεία μας στην αχανή Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας το 1972. Όταν τερματίστηκε η τριακονταπενταετής διπλωματική του σταδιοδρομία στη Βόννη, δεν επεχείρησε να αποδομήσει, εκ του ασφαλούς ως συνταξιούχος, τους κατά καιρούς προϊσταμένους του. Τηρούσε συστηματικά στην πράξη το δικό του πρωτόκολλο ηθικής στάσης.
Υπήρξε φανατικός ποδοσφαιρόφιλος. Παρακολουθούσε, μεταξύ άλλων, επί τόπου και τις σχετικές διεθνείς συναντήσεις. Μη διστάζοντας να ταξιδέψει κυριολεκτικά στην άλλη άκρη της Γης, συμμετείχε πλήρως στους παλμούς των γηπέδων. Οι διεξαγωγές του Παγκόσμιου Κυπέλλου στάθηκαν πιθανότατα γι΄ αυτόν κεφάλαια ενός σύγχρονου συμβολοποιημένου έπους. Μπορούσε να αξιολογήσει σε βάθος την αποδοτική τεχνική των επιφανών γκολτζήδων ή, αντιστοίχως, των τερματοφυλάκων, με σπάνια λεπτότητα κι επαγγελματική γνώση του αθλήματος. Δεδηλωμένος οπαδός του “Ολυμπιακού”. Μάλλον επιεικής με τα λάθη της ομάδας του. Παρακολουθούσε συνεπώς τις αναμετρήσεις αυτές περισσότερο ως αναλυτής της ανθρώπινης παιδιάς, παρά ως εμμανής θεατής των όποιων επιδόσεων.
Η Αναστασία Λαμπρία θυμάται
Ήταν κομψός, περιποιημένος και δεν θυμούμαι ούτε μία φορά που να τον είδα χωρίς γραβάτα: κοστούμι πρενς ντε γκαλ, λευκά υποκάμισο, καλοδεμένη μονόχρωμη ή ριγέ γραβάτα. Λεπτά χαρακτηριστικά, μαλλιά με λίγες σκάλες. Ευθυτενής, με ιδαίτερη φωνή ένρινη που έτρωγε κάπως το ρο. Έδειχνε ότι ήταν πρέσβυς, δεν ήταν μόνο πρέσβυς, είχε δύο ζωές ή μήπως περισσότερες; Την καριέρα στο υπέξ, τη μετάφραση, έργο πλουσιότατο του οποίου η αφετηρία ήταν μόνο το προσωπικό ενδιάφερον, η περιέργεια της γνωριμίας και της αναμέτρησης με τα κείμενα, η μουσική, ΤΟ ΣΙΝΕΜΆ, ο Ολυμπιακός, τα ολυμπιακά αθλήματα, τα αστυνομικά.
Στο Μεξικό το 1978 πρωτογνώρισα τον Νίκο Καταπόδη , προτού πιστεύω να είχε αποκτήσει το λογοτεχνικό Γ. Νίκας. Συνόδευα τον πατέρα μου, τότε γενικο γραμματέα του Τουρισμού, σε επαγγελματικό ταξίδι-από το Μεξικό μέχρι τον Καναδά- και η θέση της φοιτήτριας θυγατέρας ήταν μάλλον άχαρη και σίγουρα σιωπηλή. Σ’ αυτό το δεκαήμερο ταξίδι όμως με ένα τρόπο απρόβλεπτο αλλά εντελώς καθοριστικό, ξεκίνησαν δύο γνωριμίες που αναδύθηκαν μετά από δεκαετίες και έγιναν καλές φιλίες και συνεργασίες. Η μία, με τον Νίκο Καταπόδη, η άλλη (με αφετηρία το Μόντρεαλ) με τον Δημήτρη Ποταμιάνο.
Οφείλω λοιπόν στον μετέπειτα συγγραφέα και μεταφραστή του Ποταμού (που τότε δεν υπήρχε ούτε καν ως κόκκος) ότι πρωτάκουσα κάποιον να μου μιλά, χωρίς στόμφο αλλά με θέρμη νεανική παρά το σφικτό του κολλάρο και την επίσημη θέση του οικοδεσπότη και εκπροσώπου της χώρας για μία ποιήτρια που ο Καταπόδης πολύ αγάπησε, την Ντόροθυ Πάρκερ. (Εκείνος μου την έμαθε και τον ευγνωμονώ.) Αντί άλλης τυπικής ευγένειας που να αφορά τον καιρό ή τα αξιοθέατα, διάλεξε εκείνη τη βραδιά στην επίσημη πρεσβευτική οικία, να απευθυνθεί στο μειράκιο της ομήγυρης με κάτι που δεν ήταν small talk. Και να μιλά απλά και χαριτωμένα και κάπως μελωδικά, χωρίς κανένα διδακτισμό, ούτε βέβαια στόμφο.
Ξένοι Λυρικοί, Σκόρπια φύλλα της διπλωματικής μου ζωής και η μετάφραση της κωμικής αφήγησης Η φύση του πρίγκηπα του Περφίτ είναι τα τρία βιβλία για τα οποία συνεργαστήκαμε στον Ποταμό. Τα σκόρπια φίλα του τα ζητήσαμε εμείς τα άλλα δύο ήταν δικές του ιδέες, και πάντα ξεκινούσαν μ΄ένα τηλεφώνημα: «Κοίτα χρυσό μου, σκέφτομαι αυτό κι αυτό … θα σας ενδιέφερε;» Σ’ αυτό το χρυσό μου χώραγε μια απροσποίητη γλύκα που για λίγα δευτερόλεπτα έλαμπε…
Τώρα τον αναλογίζομαι ελαφρά σκυφτό με το μπλέιζερ και τη γραβάτα του, ένα βιβλίο να φουσκώνει στην τσέπη του σακκακιού να ανεβαίνει στο τρόλει για την Φωκίωνος Νέγεη και να ψιθυρίζει γελαστά «Αν στη δουλειά στρωθώ πρωί και βράδυ/ μ’’ αφοσίωση, ακούραστα, σκληρά, στον κόσμο αυτό θ’ αφήσω ένα σημάδι./ Κι αν όχι, ποια ‘ναναι τάχα η διαφορά;».
Η Άννα Πατάκη θυμάται
Γνώρισα τον Γ. Νίκα, κατά κόσμον Νίκο Καταπόδη, καταρχάς μέσα από ένα βιβλίο του, το 1997. Είχα μόλις ξεκινήσει να εργάζομαι συστηματικά στις Εκδόσεις Πατάκη και υπήρχε ήδη στο πρόγραμμα το αστυνομικό του μυθιστόρημα με τίτλο Μια τουαλέτα για τα Ιμαλάια. Μου φάνηκε περίεργο το ψευδώνυμο, μάλλον δεν μου άρεσε ιδιαίτερα, αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση. Διαβάζοντας το βιβλίο σκέφτηκα πως θα είχε πολύ καλύτερη τύχη με ένα άλλο όνομα. Λίγους μήνες μετά μου τηλεφώνησε για να γνωριστούμε και να συζητήσουμε ένα επόμενο βιβλίο που είχε στο μυαλό του. Έκτοτε συνεργαστήκαμε για την έκδοση έξι ακόμη βιβλίων του και αρκετές φορές συζητήσαμε για άλλα βιβλία, που του είχαν κάνει εντύπωση, που σκεφτόταν ότι μπορεί να μας ενδιέφεραν, καθώς και για κάποια πολύ αγαπημένα του, που ήθελε να μεταφράσει. Όταν πήγαινε στο Παρίσι (αν θυμάμαι καλά, ίσως και στο Λονδίνο), μου τηλεφωνούσε για να με ρωτήσει αν χρειάζομαι κάτι, ένα βιβλίο ή έναν δίσκο. Τον επισκέφθηκα μια φορά στο υπέροχο σπίτι του, ένα ψηλοτάβανο φωτεινό διαμέρισμα, μέσα σε ωραία δέντρα, στην Φωκίωνος Νέγρη, όπου είχα τη χαρά να γνωρίσω και τη σύζυγό του. Σε αντίθεση ίσως με πολλούς συνομηλίκους μου που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην Αθήνα, δεν είχα πάει παρά μια δυο φορές στην περιοχή, σε κάποιο καφέ ή εστιατόριο. Ήταν μια άλλη Φωκίωνος Νέγρη αυτή που γνώρισα εκείνο το βράδυ. Από τότε, οποτεδήποτε τύχει να βρεθώ εκεί, ανακαλείται αυτόματα μέσα μου αυτό το αίσθημα θαυμασμού και ονειροπόλησης που μου άφησε αυτό το σπίτι που συγκέντρωσε τα αντικείμενα που ο κύριος Καταπόδης έφερε πίσω από μια ζωή γεμάτη ταξίδια και μετακινήσεις, τη ζωή του διπλωμάτη. Είχα σκεφτεί, ίσως και να του το είπα, δεν είμαι σίγουρη, πως αυτό το σπίτι θα μπορούσε να είναι η καρδιά ενός μυθιστορήματός του.
Μαθαίνοντας, πριν από λίγες βδομάδες, για τον θάνατό του, ρώτησα, για πρώτη φορά, τον πατέρα μου πώς είχε γνωρίσει τον κύριο Καταπόδη. Από τον Αρίστο Πανουτσόπουλο, μου απάντησε. Τον αγαπημένο του φίλο μιας ζωής, από τα χρόνια που μέναμε πάνω κάτω, σε ένα σπίτι πίσω από το Γηροκομείο, στο Ψυχικό, όπου γεννήθηκε ο αδερφός μου, μέχρι τον θάνατο του κυρίου Αρίστου πριν λίγα χρόνια. Αν είχατε γνωρίσει τον άνθρωπο αυτό, πολιτικό μηχανικό στο επάγγελμα κι έναν από τους κορυφαίους στατικούς στην Ελλάδα, θα καταλαβαίνατε, γιατί τίποτα δεν είναι τυχαίο. Αυτοί οι δύο άνθρωποι ενσαρκώνουν αυτό το πολύ σπάνιο και τόσο εξαιρετικό είδος ανθρώπου που λέμε “παλαιάς κοπής”.
Ο Σταύρος Περεντίδης, Ομότιμος Καθηγητής Ιστορίας των Θεσμών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, θυμάται
Με τον Νίκο Καταπόδη ήμαστε γείτονες. Βλεπόμαστε συχνά μπαινοβγαίνοντας στην πολυκατοικία ή όταν τον συναντούσα στην γειτονιά μας. Πολλές φορές περπατούσαμε παρέα, συζητώντας και σχολιάζοντας διάφορα. Χαιρόμουν την κάθε μας κουβέντα. Ο αείμνηστος Νικόλαος Καταπόδης ακτινοβολούσε ευγένεια, καλαισθησία, παιδεία. Ήταν τροφοδοτική πηγή για τον συνομιλητή του, ο οποίος απολάμβανε το εξ ίσου φίνο χιούμορ του. Και οι αντιρρήσεις του ήσαν πάντοτε διατυπωμένες με κομψότητα και σεβασμό προς την διαφορετική γνώμη. Μιλούσαμε για πολλά θέματα, από την διπλωματία –λειτούργημα το οποίο λάμπρυνε–, την Ιστορία –την οποία υπηρετώ–, τον κινηματογράφο –τις αναμνήσεις του από τις αίθουσες της Νέας Υόρκης έως τον κινηματογράφο Αελλώ της Πατησίων– την μουσική, αλλά και πολλά άλλα. Ένδιαφερόταν ιδιαίτερα για τον αθλητισμό. Ήταν ενήμερος για τα αθλήματα του στίβου και της κολύμβησης. Αλλά η αγάπη του ήταν το ποδόσφαιρο, ο Ολυμπιακός. «Των Ανδριανοπουλαίων», έλεγε κάθε φορά, με έμφαση.
Ανταλλάξαμε βιβλία μας. Ως αντίδωρο στο δικό μου για τους Ζυγομαλάδες του δέκατου έκτου αιώνα, μού προσέφερε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα του Γ. Νίκα, με αφιέρωση. Τον ρώτησα εάν γνώριζε προσωπικά τον συγγραφέα. Και μού είπε, με σεμνότητα:«είναι το ψευδώνυμό μου». Έτσι έμαθα και για το άλλο μεράκι του,την συγγραφή λογοτεχνικών έργων. Αργότερα, έμαθα πως είχε μεταφράσει τους Thibault, το πολύτομο μυθιστόρημα του Roger Martin du Gard,ο οποίος είχε τιμηθεί με το Νόμπελ λογοτεχνίας. Αλλά ο Γ. Νίκας έχει μεταφράσει και την μελέτη της Claude Mossé, για την Δικαιοσύνη στην Αρχαία Αθήνα, επιστημονικό έργο που χρησιμοποιούσα στην πρωτότυπη έκδοση, μη γνωρίζοντας πως η ελληνική απόδοση είχε γίνει από αυτόν τον πολυτάλαντο χειριστή της γλώσσας μας και εξαίρετο γαλλομαθή.
Ως διπλωμάτης υπηρέτησε με ιδιαίτερη επιτυχία τα συμφέροντα της χώρας σε καίριες θέσεις. Τοποθετήθηκε στην Κίνα, ακριβώς όταν εγκαινιάσθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις των Αθηνών με το Πεκίνο. Υπηρέτησε στην Βορειοατλαντική συμμαχία. Ηγήθηκε της αντιπροσωπείας μας στα Ηνωμένα Έθνη, και σε πολλές χώρες. Αφυπηρέτησε ως επικεφαλής της πρεσβείας μας στην Βόννη.Τιμήθηκε για την προσφορά του στην διπλωματία με τον μεγαλόσταυρο του Φοίνικος. Επίσης, παρασημοφορήθηκε και από την Αγία Έδρα, την Αίγυπτο, την Αυστρία, την τότε Ομοσπονδιακή Γερμανία, την Ισπανία, Ιταλία, Μεξικό, Πορτογαλία. Λέγεται πως στην Νέα Υόρκη ήταν κάθε μέρα ο πρώτος που άνοιγε τα γραφεία της αποστολής και ο τελευταίος που έφευγε. Αλλά όταν η πολυάσχολη ημέρα του τελείωνε, απολάμβανε κάθε βράδυ μια παράσταση θεάτρου, πήγαινε στον κινηματογράφο, σε συναυλίες… Και την επομένη μετέφερε τις εντυπώσεις του στους υφισταμένους του.
Αναφερόμενος, με αυτά τα λίγα λόγια, στον Νικόλαο Καταπόδη, γνωρίζω ότι παρουσιάζω μια αντικειμενικά όμορφη, αλλά οπωσδήποτε ελλιπή εικόνα του, που έτσι τον αδικεί. Ακριβώς επειδή ήταν μια πολυσχιδής και πολυδιάστατη προσωπικότητα, όχι μόνο ως διπλωμάτης και ως λόγιος με ευρύτατη παιδεία, αλλά και ως σύζυγος και πατέρας. Η κόρη του θυμάται πως, όταν ήταν μικρούλα, ο μπαμπάς της διάβαζε τον Μικρό Πρίγκιπα του Saint-Exupéry.
Φεύγοντας πλήρης ημερών, ο Νικόλαος Καταπόδης μάς άφησε ένα λαμπρό παράδειγμα σεμνού ευπατρίδη.