Του Θανάση Μήνα.
Η «αυτόματη πρόζα» του Τζακ Κέρουακ βρήκε αρχικά έκφραση στα ημερολόγιά του. Ο νεαρός Κέρουακ κατέγραφε ασταμάτητα ό,τι περνούσε από το μυαλό του. Οι περισσότερες από τις ιδέες τις οποίες επεξεργάστηκε στα πρώτα του ιδίως μυθιστορήματα, περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένα, βασίστηκαν σ’ αυτές τις αυθόρμητες καταγραφές. Τα ημερολόγιά του, που συγκεντρώθηκαν στον τόμο Windblown World. The Journals of Jack Kerouac 1947-1954 (Penguin, 2004), αποτελούν πολύτιμα βοηθήματα στην κατανόηση της εξέλιξης της γραφής του. Σε συνδυασμό με τη συστηματική επιστολογραφία του, που με τη σειρά της συγκεντρώθηκε στο δίτομο Selected Letters. 1940-1956, 1956-1967, σε επιμέλεια της βιογράφου του, Ann Charters, συνθέτουν, μέρα με την ημέρα, το πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία.
Η θάλασσα τ’ αδέρφι μου, το πρώτο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα του Κέρουακ, που παρέμεινε ανέκδοτο ως το 2011, προοικονομείται στα ημερολόγιά του. Το καλοκαίρι του 1942 ο Κέρουακ κατατάχθηκε στο Εμπορικό Ναυτικό και σάλπαρε με το S.S Dorchester για την Ευρώπη, τόσο για βιοποριστικούς λόγους όσο και για να γνωρίσει τον κόσμο (περίπου δεκαπέντε χρόνια μετά θα έκανε το ίδιο για ένα σύντομο διάστημα και ο Thomas Pynchon). Στη διάρκεια του ταξιδιού ο Κέρουακ κατέγραφε λεπτομερώς τη ρουτίνα του ταξιδιού σε καθημερινή βάση. Σε επιστολή του προς τον παιδικό του φίλο και λάτρη της λογοτεχνίας Σεμπάστιαν Σάμπας, ο Κέρουακ αποκαλύπτει μια –αρχικά αμφίθυμη- πρόθεση να εισάγει χαρακτήρες στις καθημερινές ιστορίες που περιλαμβάνονται στα ημερολόγιά του. Στην πρώτη ημερολογιακή εγγραφή, με ημερομηνία 18 Ιουλίου του 1942, σημειώνει: «Έως τώρα απέφυγα να εισάγω χαρακτήρες σε τούτο το ημερολόγιο, από φόβο μη με πλανέψει κάποια σύντομη γνωριμία με τους εν λόγω και αναγκαστώ να ανακαλέσω γνώμες και κρίσεις που έχω ήδη κάνει […] ίσως μια μέρα να γράψω ένα μυθιστόρημα για το ταξίδι». Παρακάτω τονίζει: «ένας αληθινός συγγραφέας ποτέ δεν ξεχνάει μελέτες χαρακτήρων, και ποτέ δεν θα τις ξεχάσει». Όπως προκύπτει από τις παραπάνω εγγραφές, το πρώτο ολοκληρωμένο έργο του Κέρουακ είναι συγχρόνως ένα μυθιστόρημα περιπλάνησης αλλά και μια σπουδή χαρακτήρων.
Στον πυρήνα του μυθιστορήματος αναπτύσσεται η σχέση ανάμεσα στους δύο βασικούς ήρωες, τον Γουέσλι Μάρτιν και τον Μπιλ Έβερχαρτ, οι οποίοι γνωρίζονται τυχαία σ’ ένα νυχτερινό σουλάτσο στο Μανχάταν: πιο συγκεκριμένα στην McDougal Street του Village, η οποία εξελίχτηκε μεταπολεμικά σε στέκι για τους beat, τους τραγουδοποιούς της neo-folk και τους θιασώτες της Νέας Αριστεράς∙ απαθανατίστηκε στο “Bleeker & McDougal” (1965) του Fred Neil, ενώ εκεί βρισκόταν το Café Wha?, στο οποίο έκανε την πρώτη του ζωντανή εμφάνιση στη Νέα Υόρκη τον Ιανουάριο του 1961 ο Bob Dylan.
Θα’ λεγε κανείς ότι φαινομενικά πρόκειται για δύο αταίριαστους χαρακτήρες. Ο ναύτης Γουέσλι είναι ο αιώνιος μποέμ, ο πλάνης που απεχθάνεται την αδράνεια και την ακινησία, που δεν κάνει σχέδια για το αύριο, που ζει παθιασμένα το Τώρα. Ο Μπιλ, λέκτορας αγγλικής λογοτεχνίας στο Κολούμπια ασφυκτιά στη χωροταξία της μητρόπολης. Μαγνητίζεται από την ανέμελη προσωπικότητα του Γουέσλι. Οι πηγαίες αφηγήσεις του τελευταίου από τα ταξίδια του τον γοητεύουν και τον αφυπνίζουν. Αποφασίζει, παρόλους τους δισταγμούς του και τις δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλει τον εαυτό του, να μπαρκάρει μαζί του. Έτσι λοιπόν ταξιδεύουν (με οτοστόπ φυσικά) για τη Βοστώνη με σκοπό να επιβιβαστούν στο S.S Dorchester και να σαλπάρουν στον Ατλαντικό (το πρώτο από τα ημερολόγια καταστρώματος του Κέρουακ έχει ακριβώς τον τίτλο Ταξίδι στη Γροιλανδία).
Η γνωριμία των δύο ηρώων και η έλξη που ασκεί ο Γουέσλι στον Μπιλ προοιωνίζεται τη γνωριμία του ίδιου του Κέρουακ με τον Νιλ Κάσαντι (τον μυθιστορηματικό Ντιν Μόριαρτι Στο δρόμο) και την καταλυτική επίδραση που είχε στη ζωή του συγγραφέα (γνωρίστηκαν στη διάρκεια του πρώτου ταξιδιού του Κάσαντι στη Νέα Υόρκη το 1946). Αξιοσημείωτες είναι επίσης οι εκλεκτικές συγγένειες που εντοπίζονται ανάμεσα στον Γουέσλι και στον πιο αγαπημένο χαρακτήρα του Thomas Pynchon: τον looser ναύτη Πιγκ Μποντίν, κεντρικό χαρακτήρα στο πρώτο μυθιστόρημα του Pynchon, το V (1963), και τακτικό περαστικό σε επόμενα έργα του. Ο Pynchon εξάλλου χαιρετίζει την απόπειρα των λογοτεχνών της beat γενιάς να αμφισβητήσουν στο επίπεδο της γλώσσας τον κατεστημένο καθωσπρεπισμό στην προσπάθειά τους να αμφισβητήσουν συνολικά τον καθωσπρεπισμό του Αμερικάνικου Ονείρου. Γράφει: «Σε πρώτο επίπεδο (αυτή η σύγκρουση) αφορούσε τη γλώσσα. Ενθαρρυντικά σήματα παίρναμε από πολλές κατευθύνσεις –από τον Κέρουακ και από τους Μπιτ συγγραφείς, από τη γραφή του Σολ Μπέλοου στις Περιπέτειες του Όγκι Μαρτς, από πρωτοεμφανιζόμενες φωνές όπως του Χέρμπερτ Γκολντ και του Φίλιπ Ροθ– που μας έδιναν να καταλάβουμε ότι στη μυθιστοριογραφία επιτρεπόταν πια η συνύπαρξη δυο εντελώς διαφορετικών τρόπων αγγλικής γλώσσας […] στη λογοτεχνική της εκδοχή μορφοποιήθηκε σαν διαμάχη παραδοσιακής εναντίον Μπιτ μυθιστοριογραφίας» (Thomas Pynchon – Βραδείας καύσεως, εκδ. Χατζηνικολή, 2000, μτφ. Βίκυ Χατζοπούλου, Προκόπης Προκοπίδης).
Στους δυο βασικούς χαρακτήρες του μυθιστορήματος ο Κέρουακ επιμερίζει προσεκτικά, ισόποσα θα έλεγα, τα στοιχεία της δικής του προσωπικότητας. Η εσωτερική σύγκρουση του Κέρουακ, που επιθυμούσε να είναι ένας αξιοσέβαστος διανοούμενος αλλά ταυτόχρονα αισθανόταν πιο άνετα ανάμεσα στους πλάνητες και στους αλήτες, θα συνέχιζε να ταλανίζει τον συγγραφέα ως τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Η πρόθεση του συγγραφέα να σπάσει στα δύο την προσωπικότητά του αντικατοπτρίζεται και στην τεχνική της αφήγησης, που είναι τριτοπρόσωπη και όχι εκείνη η εμφατικά πρωτοπρόσωπη που θα αποτελέσει σημείο αναφοράς της λογοτεχνίας του. Στο πρώτο του μυθιστόρημα απουσιάζει ο αφηγητής alter egoτου συγγραφέα, ο οποίος σκανάρει την οπτική του βιβλίου.
Γύρω από τον Μπιλ και τον Γουέσλι στροβιλίζεται ένα πλήθος από δευτερεύοντες χαρακτήρες. Σους πυρετώδεις διαλόγους τους ο Κέρουακ διατυπώνει τα ερωτήματα που τον απασχολούν εκείνη την εποχή. Ανάμεσα τους το κύριο είναι η επιλογή ανάμεσα στον ατομισμό ή στη συλλογικότητα, στην πολιτική στράτευση ή στην ιδιώτευση. Αρκετοί από τους χαρακτήρες του βιβλίου είναι στρατευμένοι στον κομουνισμό ή είναι φιλικά διακείμενοι. Με συμπάθεια βλέπει τον κομουνισμό αρχικά και ο Μπιλ, αν και τελικά επιλέγει να ακολουθήσει ένα πιο μοναχικό μονοπάτι στην αναζήτησή του. Η αλληλογραφία του με τον παιδικό του φίλο Σεμπάστιαν Σάμπας μας βοηθά και πάλι να κατανοήσουμε τα διλήμματα που θέτει ο Κέρουακ στους ήρωές του (και συγχρόνως στον εαυτό του). Όταν η Αμερική μπήκε στον πόλεμο, ο Σάμπας αισθάνθηκε χρέος του να στρατευτεί στον παγκόσμιο αγώνα κατά του ναζισμού και ενθάρρυνε τον Κέρουακ να κάνει το ίδιο, κάτι που δεν έγινε. Ο Σάμπας τελικά καθώς σκοτώθηκε στη μάχη του Άντζιο το 1944. Στα ίδια γράμματα, ο Σάμπας παροτρύνει τον Κέρουακ «να βρει τη δική του φωνή» ως συγγραφέας και να αποτινάξει τη σκιά του Γουίλιαμ Σάρογιαν και του Τόμας Γουλφ (το Γύρνα πίσω άγγελέ μου του δεύτερου ήταν το αγαπημένο μυθιστόρημα του Κέρουακ. Σημειωτέον ότι και ο Φώκνερ θεωρούσε τον Γουλφ ως τον κορυφαίο Αμερικανό συγγραφέα της εποχής του).
Είναι ξεκάθαρο πάντως το γεγονός ότι από το πρώτο του κιόλας μυθιστόρημα ο Κέρουακ θέλει να μιλήσει μόνο γι’ αυτούς που τον ενδιαφέρουν. Μερικά χρόνια μετά θα γράψει: «Αλλά τότε πήγαιναν χορεύοντας μέσα στους δρόμους σαν τρελοί, και σερνόμουν από πίσω τους όπως κάνω σ’ όλη μου τη ζωή για ανθρώπους που μ’ ενδιαφέρουν, γιατί οι μόνοι άνθρωποι που υπάρχουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που είναι τρελοί για ζωή, τρελοί για κουβέντα, τρελοί να σωθούν, που θέλουν να τα χαρούν όλα μέσα σε μία και μόνη στιγμή, αυτοί που ποτέ δεν χασμουριούνται, ή λένε ένα κοινότοπο πράγμα, αλλά που καίγονται, καίγονται, όμοιοι με τις κίτρινες μυθικές φωτιές των ρωμαϊκών πυρσών, εκπυρσοκροτώντας σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στ’ άστρα …» (Τζακ Κέρουακ, Στο δρόμο, εκδ. Πλέθρον, 1996, μτφ. Δήμητρα Νικολοπούλου)
Και η jazz; Φυσικά και παρεισφρέει στο μυθιστόρημα, σπερματικά. Υπάρχουν στιγμιότυπα που εκτυλίσσονται στο Minton’s (σεσημασμένο στέκι της jazz στο Χάρλεμ), καθώς και σύντομοι σχολιασμοί για το παίξιμο του Roy Eldridge, του Ben Webster και του Lester Young, του αγαπημένου Prez της Lady Day. Πιστεύω ωστόσο ότι, σε αντίθεση με μεταγενέστερα έργα του Κέρουακ, οι αναφορές στην jazz αποτελούν μάλλον δήλωση προθέσεων και διεισδύουν πολύ διακριτικά στην εσωτερική δομή του κειμένου και στις τεχνικές της αφήγησης. Μια εξήγηση γι’ αυτό θα μπορούσε να είναι ότι ο νεαρός Κέρουακ δεν έχει ακόμη τη συγγραφική ωριμότητα για να το κάνει, δεν έχει δηλαδή κατακτήσει το προσωπικό του ύφος. Πάντως το 1942 που γράφεται το μυθιστόρημα, ο Κέρουακ έχει ήδη διαισθανθεί τα προανακρούσματα της μουσικής επανάστασης που φέρνει στην jazz o Charlie Parker. Στο μυθοποιημένο, αλλά συγχρόνως αυτοβιογραφικό του κείμενο The History of Be Bop, ο Κέρουακ σημειώνει: «ένα απόγευμα κάπου σ’ ένα στενό, θα’ ταν ίσως το ’39 ήτο ’40, ο Dizzy Gillespie ή ο Charlie Parker ή ο Thelonious Monk περπατούσε μπροστά από ένα κατάστημα με αντρικά ρούχα κάπου στην 42η οδό όταν από ένα ηχείο ακούστηκε ένας άγριος ήχος, μια jazz παιγμένη ίσως λάθος, την οποία όμως μπορούσε να ακούσει μόνο στο δικό του μυαλό. Ήταν μια νέα τέχνη». Σπερματικά έστω, στο πρώτο μυθιστόρημα του Κέρουακ εμφανίζονται οι επιρροές του από το πληθωρικό, ασυγκράτητο παίξιμο του Bird. Αμφότεροι είναι δημιουργοί που προτιμούν τον μακροπερίοδο λόγο και δείχνουν να απεχθάνονται τις τελείες – «όχι άλλες αναθεματισμένες τελείες» παραληρούσε ο Kerouac, που θα φτάσει στα άκρα αυτή την τεχνική το 1958 στους Υποχθόνιους. Και οι δύο ηδονίζονται με τις ατελείωτες παρεκβάσεις και εγκιβωτίζουν στη βασική αφήγηση χίλιες δυο δευτερεύουσες αφηγήσεις. Όμοια με τον σαξοφωνίστα που αναζητά τις αναπνοές του αυτοσχεδιάζοντας, ο Κέρουακ θέλγεται από τις απότομες εναλλαγές στις κλίμακες και από τον ακαταπόνητα συγκοπτόμενο ρυθμό της αφήγησης, που επέβαλε στην jazz με το παίξιμό του ο Parker. Ας έχουμε γενικά υπόψη ότι, όταν μιλάμε για την επιρροή της jazz στο στιλ της γραφής του Κέρουακ, αναφερόμαστε στο be bop και όχι σε κάποια jazz δωματίου.
Το Η θάλασα τ’ αδέρφι μου σταθμίζει την έναρξη της διαρκούς αναζήτησης, που αποτέλεσε το αίτημα που έθεσε ο Κέρουακ με τη ζωή και το έργο του, κατ’ αντιστοιχία με το Μεγάλο Θέμα, το ζητούμενο στη λογοτεχνία σύμφωνα με τον Χέρμαν Μέλβιλ. Η αναζήτηση αυτή για τον Κέρουακ ήταν διττή: από τη μία, η αναζήτηση μιας άλλης Αμερικής, από την άλλη, η αναζήτηση του Μεγάλου Αμερικανικού Μυθιστορήματος.
Ιδιαίτερα κατατοπιστική η εισαγωγή της Dawn M. Ward και καλοδουλεμένη η μετάφραση από τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη.
INFO: Τζακ Κέρουακ, Η θάλασσα τ’ αδέρφι μου, Το χαμένο μυθιστόρημα
Επιμέλεια Dawn M. Ward, μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Εκδόσεις Πατάκη, 2015
558 σελ.