Της Ιωάννας Μπατσή
Τo καράβι άφηνε πίσω του το συννεφιασμένο τοπίο του λιμανιού Angra dos Reis. H πρωινή τροπική βροχόπτωση είχε καλύψει την ατμόσφαιρα με ένα γρι, αδιαπέραστο πέπλο που έσβηνε μέσα στη θάλασσα. Το Μεγάλο Νησί, η ατλαντική Εδέμ που αποτέλεσε όρμο πειρατών, νοσοκομείο λεπρών και σωφρονιστική αποικία ξεπρόβαλε μέσα από την ομίχλη. Φτάνοντας στη Villa do Abrao, οι καρποί μοσχομυρίζουν μαζί με το ιώδιο της θάλασσας. O ήλιος μεστώνει υπέροχα τα φρούτα στην κορυφή των δέντρων και το βουνό, βουτηγμένο σε υγρή βλάστηση, σκεπάζεται από σύννεφα σαν αρχέγονος Θεός. Περπατήσαμε σε χρυσόμαυρες παραλίες και δροσερά μονοπάτια μέχρι που βρήκαμε τον ξύλινο ξενώνα μας, χορταριασμένο με εξωτική βλάστηση.
Το Ilha Grande αποτελεί μία από τις πιο αγνές εναπομένουσες προστατευόμενες περιοχές του Ατλαντικού δάσους, που είναι το πιο πλούσιο οικοσύστημα στον πλανήτη. Το Ατλαντικό Δάσος, ένα τροπικό υγρό δάσος που καλύπτει όλο το παράκτιο τμήμα της Βραζιλίας, πρόκειται να εξαφανιστεί στα επόμενα 40 χρόνια εάν η καταστροφή του συνεχιστεί με τους σημερινούς ρυθμούς.
Το μεσημέρι καθίσαμε να φάμε δίπλα στην εκκλησία. Η καμπάνα σήμανε έναν μελωδικό σκοπό. Όπως συνήθως, επιλέξαμε να δοκιμάσουμε τις συνταγές που μας ήταν εντελώς άγνωστες. Ψάρι με σως από φρούτα του πάθους. Μoqueca, ένα παραδοσιακό πιάτο με βραστό ψάρι σε γάλα καρύδας. Τέλος, ένα μπουκάλι Bohemia, την παλαιότερη βραζιλιάνικη μπύρα. Στο απέναντι χωράφι, ξέγνοιαστα αγόρια παίζουν με τους χαρταετούς τους. Δύο κομμάτια ξύλο, λίγο χαρτί, σπάγκος και λίγο αεράκι και αρκεί για να φουσκώσει η καρδιά τους. Ένας ράθυμος πλανόδιος γλυκών με το καροτσάκι εδεσμάτων του στάθηκε, δήθεν τυχαία δίπλα μας, περιμένοντας στωικά να τελειώσουμε το γεύμα μας.
Το νησί διαθέτει 150 χλμ. μονοπατιών για πεζοπορία τα οποία ενώνουν τα παραθαλάσσια χωριά. Το επόμενο πρωί αποφασίσαμε με τον σύντροφό μου να περπατήσουμε 15 χιλιόμετρα δρόμου, από το βόρειο τμήμα του νησιού μέχρι το νότιο. 6 συνολικές ώρες πεζοπορίας μέσα στο Ατλαντικό δάσος. Το περπάτημα στην οργιάζουσα φύση ελάφρυνε την ψυχή μας. Περπατάς και ξεχνιέσαι, ακούγοντας τους θορύβους της φύσης: τα πρόσχαρα πουλιά, τους πιθήκους με το χαρακτηριστικό βρυχηθμό τους, το μουρμουρητό του ποταμού, τους γρύλους. Μια όμορφη συνάντηση έδωσε άλλη γεύση στην εκδρομή μας. Ένα ζευγάρι Αργεντινών, η Belén και Federico μας συντρόφευσαν ολόκληρη τη μέρα. Λίγο Αγγλικά, λίγο Ισπανικά, λίγο Πορτογαλικά και πολλή φαντασία, καταφέραμε να συνεννοηθούμε. Τραγουδήσαμε σε σπαστά πορτογαλικά το τραγούδι « Τα νερά του Μάρτη», για να κρατήσουμε τον ρυθμό του περπατήματος. Το βραζιλιάνικο καλοκαίρι, όπως λέει και το γνωστό άσμα είναι η στιγμή που αντικρύζεις το τέλος του μονοπατιού, είναι τα πληθωρικά φυτά, το αγκίστρι και το δόλωμα, η ψησταριά στην παραλία το βράδυ, τα χάρτινα φαναράκια, η θαλασσινή αύρα. Τα γυμνά πέλματα στην άμμο, τα ιδρωμένα φύλλα, ο πυρετός της γης, η νεροποντή που γκρεμίζει έντομα από τα δέντρα, τα καβουράκια που σκάβουν τρύπες στην παραλία.
Ο Federico, καθώς πλησιάζαμε την παραλία Dois Rios, μας εξήγησε ότι εκεί ήταν κάποτε χτισμένη η περίφημη φυλακή, ενώ σήμερα στεγάζεται στη θέση της το μουσείο της φυλακής. Το Ilha Grande, συμπλήρωσε με μεγαλύτερη ευφράδεια η Belén, κρύβει πολλά περισσότερα από όσα συναντά το μάτι. Οι Πορτογάλοι ανακάλυψαν το νησί στις αρχές του 16ου αιώνα, κατοικημένο από μια μικρή κοινότητα ινδιάνων που ζούσαν από το κυνήγι και το ψάρεμα. Ακολούθησαν ταραγμένες εποχές : Πορτογαλική, Ισπανική, Γαλλική και Ολλανδική κατοχή μέχρι να γίνει βραζιλιάνικο έδαφος. Τον 16ο αιώνα μεγάλες ποσότητες χρυσού βρέθηκαν από τους Ισπανούς κατακτητές και μεταφέρθηκαν στην Ευρώπη. Το Ilha Grande χρησιμοποιήθηκε ως σημείο ανεφοδιασμού πριν τα πλοία αναχωρήσουν για Ισπανία. Γι’ αυτό και το νησί αποτέλεσε όρμο πειρατών που έκρυβαν τα κλοπιμαία στις αμέτρητες μικρές ακτές, σπηλιές και άλλες κρυψώνες που προσφέρει απλόχερα το νησί. Όταν τα ορυχεία στέγνωσαν, τα πλοία συνέχισαν να χρησιμοποιούν το νησί ως σταθμό για το δουλεμπόριο. Τον 19ο αιώνα η πόλη του Ρίο έχτισε δύο νοσοκομεία στο νησί για τους άρρωστους μετανάστες που ήταν σε καραντίνα και τους λεπρούς. Στις αρχές του 20ου αιώνα χτίστηκε η φυλακή της ακτής Dois Rios και έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας την δεκαετία του 60, μέχρι την ολική κατεδάφισή της το 1994. « Ήταν προορισμένη για τους saltinbangos και capoeiros, δηλαδή για τους περιπλανώμενους και τους βίαιους σκλάβους. Στην πραγματικότητα όμως, φιλοξενούσε πολλούς διανοούμενους και συγγραφείς της αριστεράς, όπως ο Graciliano Ramos, ο οποίος έγραψε το βιβλίο Αναμνήσεις Εγκλεισμού στο νησί.», αναφώνησε με ενθουσιασμό ο Federico, ξεκάθαρα εντυπωσιασμένος από την πρόσφατη ιστορία του νησιού. Για πολλά χρόνια μετά την κατεδάφιση της φυλακής, το νησί παρέμεινε συνδεδεμένο με το βαρύ παρελθόν του και έτσι το πυκνό ορεινό, ατλαντικό δάσος και οι χρυσόμαυρες ακτές του παρέμειναν αγνές.
Μετά από τόσο κόπο και με την ενθάρρυνση των δεινών Αργεντινών πεζοπόρων, φτάσαμε στην παραλία Dois Rios, μια ορθάνοιχτη αγκαλιά στον ωκεανό. Κολύμπησα για πρώτη φορά στα ζεστά νερά του Ατλαντικού Ωκεανού. Το τοπίο, ίσως λόγο συννεφιάς, ίσως λόγω των διηγήσεων των συνοδοιπόρων μας, μου προκαλούσε ένα δέος. Στάθηκα μες στο νερό με το βλέμμα στραμμένο προς την ακτή, θαυμάζοντας την πυκνή βλάστηση που φτάνει μέχρι τη χρυσή αμμουδιά, τους ποταμούς που τη διασχίζουν, τους υγρούς λόφους, βουτηγμένους στα σύννεφα. Δυσκολευόμουν να φανταστώ πώς λίγα μέτρα πιο πέρα ήταν χτισμένη μια φυλακή με θέα την απεραντοσύνη του ωκεανού. Πώς αυτό το τοπίο για κάποιους υπήρξε συνώνυμο του εγκλεισμού τους.
Όταν ανεβαίνει η παλίρροια, το ρεύμα του ποταμού ρέει αντιστρόφως, από τη θάλασσα προς το ποτάμι, με αποτέλεσμα το ποτάμι να σε τραβάει προς τα μέσα. Δέος, εγκλεισμός, γοητεία. Το νησί, σαν τη χώρα των λωτοφάγων, προσπαθεί με μαγικές ιδιότητες να κρατήσει τους ταξιδιώτες στη γη. Βούτηξα μέσα στο ποτάμι και αφέθηκα να με παρασύρει το ρέμα με φόρα προς τα μέσα. Φαντάστηκα πειρατές, Ισπανούς και Πορτογάλους κατακτητές σαγηνευμένους από τον ποταμό να παρασύρονται μέχρι τα έγκατα του νησιού. Το βραζιλιάνικο καλοκαίρι είναι το μουρμουρητό της όχθης του ποταμού, το τέρμα του δρόμου για τον ταξιδευτή, το κορίτσι που τραγουδά και ονειρεύεται στην παραλία. Είναι η πράσινη θάλασσα και ο γαλανός ουρανός, τα σύννεφα που φουσκώνουν σαν πανιά, που σμίγουν, κατακερματίζονται, που λιώνουν και αδειάζουν σαν μεγάλα πιθάρια το περιεχόμενό τους στάλα-στάλα. Είναι το νησί των λωτοφάγων που μας μάγεψε. Αχ, πώς μας ξεγέλασες, Ilha Grande και χάσαμε την επιθυμία της επιστροφής στη πατρίδα!