Του Βασίλη Κουνέλη.
Σκυμμένη από παλιά στο ίδιο υλικό, της μυλόπετρας υπομονετική εργάτρια, αφοσιωμένη στη συγκομιδή, μαθήτρια του Στρατή Χαβιαρά και μεταφράστρια η ίδια των δικών του «Ηρωικών χρόνων». Ώριμη συγγραφέας πια η ίδια, σε τούτο το πέμπτο μυθιστόρημα της ιχνηλατεί και την παραμικρή σκιά. Και σε τούτο το βιβλίο της έχει σειρά η πιο σημαντική σκιά, εκείνη του πατέρα, που μια άλλη σκιά, στον πνεύμονα του αυτή, δεν μοιάζει ικανή να ανακόψει την φρενήρη πορεία της ζωής του.
Ανεβοκατέβασμα ιλίγγου η ζωή του Ευάγγελου Αβέρωφ. Ψηλά και επιβλητικά αρχοντικά, ψηλά βουνά της Ελβετίας, των Απεννίνων και του Μετσόβου. Κονταραχτυπιούνται οι κορφές στην ομορφιά, ποια θα κερδίσει το βασιλόπουλο, που με την αποκοτιά του θ’ αντικρύσει πρόωρα του δράκου τη φωτιά και τα σιδερένια δεσμά που περνιούνται αίφνης στα σαν κλαριά χέρια του…
Γιγάντια η μορφή του Αβέρωφ, σε καιρούς γιγάντων, ηρώων μα και τάφων. Μεγάλες ιδέες, μεγάλοι ηγέτες, πλάι σε άλλους μικρούς κι ανάξιους κι η Ελλάς που ασφυκτιά, σα γίνεται επ’ ολίγον των πέντε θαλασσών… Σκληραγωγημένοι οι πολίτες της, αναγραμματίζονται στο λεπτό και γίνονται οπλίτες στη μια ή στην άλλη ή και στην τρίτη πλευρά του λόφου, στο ένα και στο άλλο μέτωπο που αιμορραγούν εν σειρά.
Βαριά η ιστορία, η ελευθερία ζητούμενο όχι προϋπόθεση, διάσπαρτη χώρα, χωρίς σύνορα φυσικά, με γύρω θάλασσες, κενά, διόδους κι εχθρούς γύρωθε της. Φτώχεια κι ανέχεια που βράζουν, διαφορές κι αποστάσεις που προκαλούν ίλιγγο, κολλήγοι κι αφέντες να ματαιοπονούν χαράζοντας αυλακιές σε λωρίδες φτενής γης, ανασαίνοντας μοναχά σε ευφρόσυνους έρωτες σαν της Φροσούλας, όταν οι γυναίκες ανθούν από έρωτα και δεν αποδεκατίζονται από προκατάληψη, σαν την Πούγιω.
Παράδοση άγια, ν’ απομένει αγιασμός που λερώνει τα βαριά έπιπλα του Σαρίδη(σελ. 416)…
Τρεχαλητό οι ζωές, ανοίγουν τα πνεμόνια, πνίγεται η ανάσα από τον κόμπο, μια της συγκίνησης που ρέει ασυγκράτητη και μια του τρόμου που σε πλημμυρίζει αδυσώπητος…
Πλατύς κάμπος, της Λάρισας οι επιθυμίες. Στο πλάι του Πάδου της εξορίας και στου Συντάγματος τις μεγάλες συγκεντρώσεις των ρητόρων, Βενιζέλου, Παπαναστασίου, Παπανδρέου. Ψηλά βουνά οι μεγαλόπνοοι στόχοι, κοσμηματοπωλεία δυσπρόσιτα της Via Condoti, τοίχοι του Βατικανού απροσπέλαστοι, ανοίγουν αίφνης μπρος στο ορμητικό διάβα του ήρωα. Ομοίως ανοίγουν της Αγγλικής πρεσβείας και του Τοσίτσα τα σφιχτά πουγκιά, μετά από πολυετή πολιορκία.
Είχε την τόλμη να γυρίσει πίσω στην Αγγλική κυβέρνηση και να «τρίψει στων Βρετανών τη μούρη» το μετάλλιο τιμής που του απένειμαν για την αντιστασιακή του δράση μπρος στη θέα των πτωμάτων των Καραολή και Δημητρίου…
Απομόνωση, η άξια τιμωρία στο βροντερό του όχι να υψώσει το χέρι του στον φασιστικό χαιρετισμό σαν του ζητήθηκε επιτακτικά, κρατούμενος καθώς ήταν στο Φερεμόντι (σελ. 372 επ.). Να ντρέπονται μερικοί της παράταξης του, γοητευμένοι προσφάτως από τα μαύρα ρούχα σα θα διαβάζουν τα έργα αυτού που τον αποκαλούν και μέντορα. ..
«Τον έχω συναντήσει». Είδα με τα μάτια μου τη φωνή και την αποκοτιά του Μίλτου, του ανιψιού του Αβέρωφ, δικηγόρου της πολιτικής αγωγής στη δίκη της 17 Νοέμβρη πριν λίγα χρόνια. Λόγος οξύς, που δε μασιέται. Ευθύς, στενή λιγνή κορμοστασιά να αναμετρηθεί έτοιμη, μαθημένη σε μάχη. Μου διηγήθηκε κάποια στιγμή όταν πήγαν να παραλάβουν το υπουργείο Άμυνας με την πτώση της χούντας, στο πλάι του ξακουστού θείου του, αυτός ο ανεψιός, με δυο πιστόλια ο καθένας τους ζωσμένοι, σμίθ εντ γουέσον, διότι που ξέρανε τι θα συναντούσαν…
Και πίσω απ’ τα μεγάλα και ηρωικά έργα ασφυκτιούν οι ζωές στις τρανές οικογένειες: Χατζηγάκηδες, Σινιόσογλου, Παπαστράτου(…άφιλτρο, η μάρκα του τάφου μου!, σελ. 255), Καρλάϊλ, Τοσίτσα. Γιομάτες με τους Κενταύρους τους και τους Κρόνους τους κονταροχτυπούν, όταν δεν καταβροχθίζουν αμάσητους τους όποιους επίδοξους διεκδικητές της οικογενειακής πρωτοκαθεδρίας…
Γιατί η πρώτη μάχη εκεί θα δοθεί! Στους τέσσερις τοίχους του πατρικού, στον αχό του πατέρα, στη βουβή μα διαπεραστική προσδοκία της μητέρας… Και δεν πρέπει να χαθεί. Ένα τρεχαλητό με τα άλογα ως τα κυπαρίσσια! Ξεσέλωσε το και συ αν σου βαστάει. Θ’ αντικρίσεις τη σκόνη του ίδιου του πατέρα σου σα τόλμησες να αντιρρηθείς. Η μοναξιά της ήττας και της νίκης μοιάζει να ‘χουν την ίδια πικρή γεύση!
Κορίτσια σε αναμονή παντρειάς, πληρωμένη μοίρα, φεύγουν και τα κουκλίστικα δωμάτια τους γίνονται αποθήκες, διότι δεν προβλέπεται επάνοδος επ’ ουδενί, παύουν να κουρνιάζουν, καθώς λες(σελ. 297) στο γενεαλογικό δέντρο της πατρικής οικογένειας, και μεταπηδούν σ’ αλλουνού το κλαρί. Ξούτ και καλούς απογόνους.
«Η Ελλάς είναι δημιούργημα του πνεύματος, των μόχθων και των αγώνων των τέκνων της», είχα μεταφέρει κι εγώ (Νοματαίος, 2011, σελ. 23) εκστασιασμένος την αποστροφή του Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Το ίδιο απόσπασμα, πόσο σημαντικό, μεταφέρει η Τ.Α. στην σελ. 102. Πολιτική σκέψη και η μακρά μαθητεία του Αβέρωφ κοντά στον μεγάλο στοχαστή.
Οι πηγές, αιώνια η καταφυγή στις πηγές, στους μεγάλους κριτές, στους γεννήτορες της πόλης και της πολιτικής…
Παιδικά χρόνια των μύθων, με τον παπά- ληστή, Τζατζά -μπαμπούλα και τον τρόμο που τρέφουν τ’ άγρια σκοτεινά βουνά, καταφύγια και λημέρια κάθε παράνομου ίσαμε σήμερα…
Εφηβεία άγουρη και σκληρή, ανασφαλές κουκούλι, περιπαιχτική, κινδυνώσα και περίβλεπτος λιτανεία, απ’ το μουλάρι, δεμένος πισωκάπουλα πολύ ψηλά αίφνης προσγειωμένος-η στο πίσω κάθισμα αυτοκινήτου σε ταξίδι μακρινό, πνιγμένοι έφηβοι στην μακρά αναμονή και στ’ αναποδογύρισμα του στομαχιού, στο περιθώριο των μεγάλων ζωών, σε κλειστά δωμάτια, που μαζεύουν απόηχους, ακατάληπτους πατρικούς καυγάδες, άτυπες συμφωνίες μεταχείρισης και μόνιμες διαφωνίες διαχείρισης.
Κι απέξω τα σχολεία, πάντα ετοιμοπόλεμα να αποβάλουν τη διάκριση, να τιμωρήσουν τη διαφωνία, να κοντύνουν τις υπάρξεις, τον κάθε νοματαίο.
Και δάσκαλοι που μικραίνουν τόσο πολύ μπροστά στην εξουσία κι όταν δεν συμβαίνει –σπάνιο πολύ πια αυτό -γίνονται ήρωες…
Αμφιθυμική και αγχώδης η συνέχεια, σαν ο ήρωας μοιάζει να βαδίζει νωρίς προς την έξοδο. Ματώνει λες το δικό της το πνευμόνι, της κόρης και συγγραφέως συνάμα, σαν περιγράφει τη φυματική αγωνία του πατέρα, που γεμάτος ορμή νεότητας τσαλαβουτά αμαθής στον αυλόγυρο της αποβολής, για να βυθιστεί κατόπιν αιφνίδια σε βαθύ τέλμα, στο γκρι βουνίσιο φόντο. Σε τόπο –άτοπο, άχρωμο, με μόνη συντροφιά ουρανό κι εγκλεισμό!
Ο εγκλεισμός, ως άλλος πολυτελής κοσμοπολιτισμός με γαλλική εσάνς, θωπείες –εξορκισμούς ημιθανών σωμάτων, μουσική και τρούφα, στοιχειωμένο αντίβαρο, κρατά γερά τον τοίχο της καθεστηκυίας άρχουσας τάξης. Στην άλλη μεριά του τοίχου σπρώχνουν αδύναμα να δραπετεύσουν οι απόκληροι, ένα εκατομμύριο νεκροί, που ψοφολογούν σχεδόν αβοήθητοι στις εσχατιές της χώρας και στις παράγκες της Σωτηρίας… Το ένα πέμπτο του πληθυσμού του τόπου νεκρό(σελ. 142) σ’ ένα τέταρτο του αιώνα…
Μα, γεννήθηκε τυχερός ο παιδικός ήρωας Λόλης (που στην συνέχεια θα αναβαπτιστεί –κατακτώντας οριστικά κι επάξια το πλήρες όνομα Ευάγγελος). Κάποιοι γεννιούνται πιο τυχεροί από άλλους. Τόσο απλά! (σελ. 222). Αλλά… συνεχίζει η συγγραφέας και προφανώς ο Αβέρωφ: «Γι αυτό καθήκον του να προσφέρει στο σύνολο, όχι να μηρυκάζει τις μικρές του ατομικές δυστυχίες…»
«Η ψυχανάλυση είναι καλή σαν όργανο της προόδου και του πολιτισμού, καλή εφ’ όσον γκρεμίζει ανόητες πεποιθήσεις, διαλύει προλήψεις και υπονομεύει την εξουσία. Ωραία. Με άλλα λόγια, όταν απελευθερώνει, εξευγενίζει, εξανθρωπίζει και προετοιμάζει τους σκλάβους για την ελευθερία. Είναι κακή, πολύ κακή εφ’ όσον εμποδίζει την πράξη, προσβάλλει τις ρίζες της ζωής και αδυνατεί να της δώσει μορφή. Η Ψυχανάλυση μπορεί να’ ναι κάτι τόσο ελάχιστα ορεκτικό, όσο ελάχιστα ορεκτικός είναι ο θάνατος, στον οποίο και θέλει να ανήκει πραγματικά, -συγγενής του τάφου και της βρωμερής ανατομίας καθώς είναι», λέει ο Τόμας Μαν(σελ. 312, Μαγικό βουνό, τ. Α΄, μτφ Άρη Δικταίου, εκδ. Ζαχαρόπουλου), συν-θεραπευόμενος του Λόλη Αβέρωφ στο μαγικό βουνό (–θεραπευτήριο Schatzalp, σελ. 136).
Αλλάξτε τη λέξη ψυχανάλυση με τη λέξη λογοτεχνία και κρατήστε το πρώτο μέρος του αποφθέγματος για τούτο το σημαντικό βιβλίο της συγγραφέως και ψυχολόγου Τατιάνας Αβέρωφ.
ΙΝFO: Τατιάνας Αβέρωφ, «Δέκα ζωές σε μια», εκδ. Μεταίχμιο, 2014