Συνέντευξη στον Θανάση Μήνα
Πώς το παρελθόν εισβάλει στο παρόν; Πώς η αναθύμηση του τότε διαθλάται στο σήμερα; Πώς συγκροτείται ο μνημονικός τόπος της παιδικής-εφηβικής ηλικίας; Αυτά είναι μόνο μερικά από τα ερωτήματα που θέτει ο Αλεχάντρο Σάμπρα στο τελευταίο του μυθιστόρημα με τον τίτλο Τρόποι να γυρίζεις σπίτι, που κυκλοφορεί από τις εκδ. Ίκαρος σε θαυμάσια μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη. Χωρισμένο σε δύο μέρη, με ήρωες, στο πρώτο, ένα εννιάχρονο αγόρι που ζει σε ένα μεσοαστικό συγκρότημα κατοικιών στο Maipu και, στο δεύτερο, τον συγγραφέα του πρώτου μέρους του μυθιστορήματος, το βιβλίο του Σάμπρα επιχειρεί ένα flashback στα χρόνια της δικτατορίας του Πινοσέτ και στη στάση που κράτησαν απέναντί της οι πολίτες της χώρας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο πατέρας του συγγραφέα-ήρωα, ο οποίος, αν και ισχυριζόταν ότι δεν τον ενδιέφερε η πολιτική, σιωπηλά υποστήριζε το χουντικό καθεστώς. Επίσης απόρρητα εξετάζεται η περίοδος της μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία.
Ο Σάμπρα γεννήθηκε στο Σαντιάγο το 1975. Εργάζεται ως κριτικός λογοτεχνίας στο χιλιανό Τύπο, ενώ διδάσκει λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Ντιέγο Πορτάλες. Έχει δημοσιεύσει μέχρι σήμερα δύο ποιητικές συλλογές, μία συλλογή διηγημάτων και μία δοκιμίων, καθώς και τρία μυθιστορήματα: τα Μπονσάι (2006, Πατάκης 2008, μτφ. Εύη Γιαννοπούλου), La vida privada de los árboles (2007, αμετάφραστο στα ελληνικά) και το πρόσφατο Τρόποι να γυρίζεις σπίτι. Στην πατρίδα του αρκετοί τον θεωρούν ως τον διάδοχο του ανυπέρβλητου Ρομπέρτο Μπολάνιο.
Ο Χιλιανός συγγραφέας μιλάει στον Αναγνώστη:
Οι ιστορίες σας τοποθετούνται στη Χιλή και τα θέματά σας αφορούν τη χιλιανή πραγματικότητα, όμως, συγχρόνως, διαθέτουν μια πιο οικουμενική διάσταση. Πώς τα καταφέρνετε;
Ειλικρινά, δεν ξέρω αν τα καταφέρνω…Νομίζω ότι τα βιβλία μου αφορούν σε πολύ-πολύ μεγάλο βαθμό τη Χιλή. Είναι κάτι που έχω πάντα στο μυαλό μου. Η αίσθησή μου είναι ότι γράφω ιστορίες που εκτυλίσσονται στη γειτονιά μου.
Είναι πολύ όμορφο αυτό που συμβαίνει με τις μεταφράσεις. Είναι δύσκολο για μένα να φανταστώ ποιο βιβλίο διαβάζετε στα ελληνικά, για παράδειγμα. Αν το πάμε πιο βαθειά, αυτό συμβαίνει με όλους τους αναγνώστες…Εμείς οι συγγραφείς μιλάμε πολύ για τα βιβλία μας, όμως προσωπικά είμαι πολύ συνδεδεμένος μαζί τους ώστε να είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος που θα έπρεπε να μιλήσει γι’ αυτά.
Ας έρθουμε στο τελευταίο σας βιβλίο, το Τρόποι να γυρίζεις σπίτι. Κατά πόσο αποτελεί μια προσωπική αναμέτρηση με το παρελθόν της Χιλής;
Ναι, νομίζω ότι είναι κατά κάποιο τρόπο μια αναμέτρηση, αλλά με τη μορφή αντανάκλασης. Όταν προσπαθείς να κατανοήσεις το παρελθόν, πρέπει να διαχειριστείς την αβεβαιότητα των αναμνήσεων. Δεν το βλέπω σαν ένα μυθιστόρημα με θέμα τον συμβολικό «φόνο του πατέρα», αλλά γι’ αυτό που αισθάνεσαι όταν δεν είσαι πια είκοσι χρονών και, ενώ έχεις σκοτώσει τον πατέρα σου πολλά χρόνια πριν, ανακαλύπτεις ότι αυτό που θα ήθελες είναι να μπορούσες να τον αναστήσεις, κάτι που δεν είναι πια εφικτό. Σαν να θέλεις να γυρίσεις σπίτι σου και να μην ξέρεις πια πού βρίσκεται το σπίτι σου.
Θέλατε ταυτόχρονα μέσα από αυτή την προσωπική ιστορία να περιγράψετε τη μετάβαση της Χιλής από την περίοδο της δικτατορίας σ’ αυτή της δημοκρατίας;
Ίσως, αν και μου είναι δύσκολο, ή αλλιώς πολύ εύκολο/ψεύτικο, να ισχυριστώ ότι «Ήθελα να κάνω αυτό ή εκείνο» επειδή άρχισα να αντιλαμβάνομαι τι ήθελα να πω γράφοντας το βιβλίο. Όταν σκέφτομαι αυτό το βιβλίο, σκέφτομαι κυρίως μιαν ατμόσφαιρα. Την αναζητούσα για πολύ καιρό.
Ξεκίνησα με την πρώτη εικόνα – το παιδί που χάνεται και νοιώθει ότι ξέρει πώς να γυρίσει σπίτι αλλά οι γονείς του δεν ξέρουν…Έγραφα σποραδικά για την παιδική μου ηλικία, τον σεισμό του 1985 και τη συνοικία όπου εμένα, και αυτή η εικόνα που περιέγραψα δημιούργησε έναν καινούριο κόσμο για μένα. Έτσι νομίζω ότι απλώς ακολούθησα ατή την εικόνα.
Μπορείς στ’ αλήθεια «να γυρίσεις σπίτι»; Ή, όπως έγραφε ο Αμερικανός συγγραφέας Τόμας Γουλφ, «Δεν μπορείς πια να επιστρέψεις σπίτι»;
Ποιος ξέρει; Θα ήθελα να σκέφτομαι ότι είναι εφικτό. Θυμάμαι εκείνη τη συγκινητική σκηνή στο «La Strada» όπου η Τζελσομίνα αγναντεύει στη θάλασσα και ρωτάει τον Ζαμπάνο που βρίσκεται το σπίτι της. Νομίζω ότι στο Τρόποι να γυρίζεις σπίτι οι χαρακτήρες έχουν αυτήν ακριβώς την επίπονη βεβαιότητα ότι δεν ξέρουν πια πού βρίσκεται το σπίτι τους.
«Τώρα ξέρω να βαδίζω· ποτέ πια δεν θα μπορέσω να ξαναμάθω». Γιατί επιλέξατε ως μότο τη συγκεκριμένη φράση του Βάλτερ Μπένγιαμιν; Σας γοητεύει η φιλοσοφία του;
Ναι, είναι ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς όλων των εποχών. Διαβάζω τα κείμενα του εδώ και πολλά χρόνια. Όταν τον πρωτοδιάβασα ως φοιτητής, ενθουσιάστηκα. Κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο επιχειρεί να κατανοήσει τον κόσμο.
Σαν να θέλεις να γυρίσεις σπίτι σου και να μην ξέρεις πια πού βρίσκεται το σπίτι σου.
Κατά πόσο είναι αυτοβιογραφικά τα βιβλία σας;
Δεν γνωρίζω. Αυτό το μυθιστόρημα και κάποια από τα διηγήματά μου είναι κοντά στις προσωπικές μου εμπειρίες, αλλά δεν νομίζω ότι αυτό είναι σημαντικό. Όμως, για παράδειγμα, βιβλία μου όπως το Μπονσάι ή το La vida privada de los árbole (Η ιδιωτική ζωή των δέντρων) τα οποία είναι γραμμένα σε τρίτο πρόσωπο, μοιάζουν λιγότερο αυτοβιογραφικά και έτσι είναι.
Πώς συνδέεται η λογοτεχνία με την αλήθεια;
Η λογοτεχνία πάντα ασχολείται με μια ψευδαίσθηση της αλήθειας. Δεν νομίζω ότι η λογοτεχνία είναι το αντίθετο της αλήθειας, αλλά ένας τρόπος για να την αναζητήσεις (αν και γνωρίζεις ότι δεν θα καταφέρεις να τη βρεις).
Το Μπονσάι ήταν ένα σχετικά μικρό σε έκταση μυθιστόρημα, κάτι που ισχύει και για το Τρόποι να γυρίζεις σπίτι. Πιστεύετε ότι η «οικονομία» στο γράψιμο είναι που κάνει την καλή λογοτεχνία; Σας παίρνει πολύ χρόνο η επιμέλεια των βιβλίων σας;
Όχι, δεν πιστεύω σε τέτοιες βεβαιότητες. (Τα βιβλία μου) είναι μικρά σε έκταση επειδή έτσι προέκυψαν, αν και στο Μπονσάι ήταν από την αρχή μέρος του πλάνου – και πάλι όμως, δεν ξέρω, το πλάνο ήταν αρκετά διαφορετικό από το μικρό βιβλίο που προέκυψε.
Κάποιες φορές δίνω μεγάλη έμφαση στην επιμέλεια, κάποιες άλλες αφήνω (το κείμενο) να κυλήσει. Και αισθάνομαι ότι τα πάντα αλλάζουν συνεχώς.
Στο τελευταίο σας βιβλίο υπάρχει πολύ καλή rock μουσική: The Kinks, Bill Callahan κλπ. Τι είδους μουσική σας αρέσει και πώς επηρεάζει τη λογοτεχνίας, αν την επηρεάζει;
Αγαπώ πολύ τους Kinks και πολλές άλλες μπάντες. Μου αρέσουν πολλά διαφορετικά είδη μουσικής, γεγονός που με προβληματίζει κάποιες φορές. Μου αρέσει πολύ και η μουσική της Χιλής.
Ήθελα στην πραγματικότητα να γίνω μουσικός, αλλά δεν ήμουν τόσο ταλαντούχος. Όταν ήμουν εφτά χρονών έπαιζα κιθάρα όπως κανένας άλλος. Τώρα παίζω κιθάρα σαν εφτάχρονος.
Έχετε γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, ποίηση και δοκίμια. Τα απολαμβάνετε εξίσου;
Μου αρέσει να ξεκινάω ένα βιβλίο χωρίς πραγματικά να ξέρω αν το γράψιμό μου θα με οδηγήσει εδώ ή εκεί. Το τελευταίο μου βιβλίο (Facsimile, δηλ. Πολλαπλή επιλογή), νομίζω ότι είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί γιατί είναι πολύ περίεργο.
Ως ποιητής έχω δημοσιεύσει δύο συλλογές, από τις οποίες μου αρέσει μόνο η δεύτερη. Και έχουν περάσει χρόνια από τότε που έγραψα για τελευταία φορά ένα ποίημα για το οποίο να μην ντρέπομαι…Γι’ αυτό δεν έχω δημοσιεύσει ποίηση τα δώδεκα τελευταία χρόνια.
Ορισμένοι κριτικοί συγκρίνουν τα έργα σας με αυτά του Ρομπέρτο Μπολάνιο. Πιστεύετε ότι υπάρχουν ομοιότητες στη λογοτεχνία σας ή οι συγκρίσεις αυτές αφορούν μόνο την εντοπιότητα; Θα συμφωνούσατε στο ότι, ως συγγραφείς, και οι δύο κατορθώνετε να δημιουργήσετε πλούσιες αφηγήσεις χρησιμοποιώντας μια γλώσσα που κατά βάθος είναι απλή;
Δεν νομίζω ότι έχω απάντηση. Αγαπώ πολύ τα βιβλία του. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα όταν ανακάλυψα τα βιβλία του στην ηλικία των είκοσι, είκοσι και κάτι. Είναι είκοσι δύο χρόνια μεγαλύτερος από μένα, επομένως θα μπορούσε να είναι πατέρας μου, αν και τον αισθάνομαι περισσότερο σαν έναν μεγαλύτερο αδελφό – σας παρακαλώ μη μου πείτε ότι έχει πεθάνει γιατί δεν πρόκειται να σας πιστέψω.