Ιδιωτικές κατοικήσεις του δημοσίου χώρου: η περίπτωση της πλατείας Εξαρχείων (της Έφης Κατσουρού)

0
849

της Έφης Κατσουρού(*)

 

          «Στις μεγάλες ζέστες, αλλά και κατά τη διάρκεια όλου του καλοκαιριού, η πλατεία Εξαρχείων με τις πανύψηλες λεύκες της ήταν μέρα και βράδυ καταφύγιο δροσιάς, χώρος αναψυχής της γειτονιάς, όσων αποζητούσαν να βγουν από τους τέσσερις τοίχους και να ξεσκάσουν λίγο μ’  ένα καφέ, ένα αναψυκτικό, κατά προτίμηση μια μαστίχα» [Νίκος Θέμελης, Η αναλαμπή]

Όσοι έχουμε υπάρξει φοιτητές, εραστές, πλανόδιοι περιπατητές, νοσταλγοί, ονειροπόλοι, ποιητές, αμετανόητοι ερωτευμένοι του παλμού των πόλεων, έχουμε αδιαμφισβήτητα ξοδέψει ώρες ανίας, έχουμε αλιεύσει σπαράγματα χρόνου στιγμές, φιλιά και όνειρα, συναντήσεις τυχαίες και εκρήξεις αναπόφευκτες στη τριγωνική κι ακλόνητη υπόστασή της, στα παγκάκια και στη σκιά των δέντρων της. Έχουμε ορίσει την οικειότητα στην αφή ανθρώπων που δεν γνωρίσαμε ποτέ το όνομά τους αλλά μετείχαμε ηθελημένα ή αθέλητα μια νύχτα στο δάκρυ τους, έχουμε γνωρίσει μιαν άλλη εκδοχή του ουρανού στο γαλάζιο της πολυκατοικίας της, την ρακένδυτη εκφορά της ανθόσπαρτης νύχτας στις μέρες που γινόντουσαν νύχτες κι ύστερα πάλι μέρες ανεκβίαστα στα τραπεζάκια του Φλοραλ της. Έχουμε συνυπάρξει σε ένα χωρικό συνεχές άλμα του χρόνου με τον Νίκο Καρούζο, την Κατερίνα Γώγου και τον Νικόλα Άσιμο στα μπαράκια και στα πεζοδρόμια της κραυγής τους. Έχουμε πιστέψει πως τα Εξάρχεια με τη μικρή πλατεία τους, παρ’ όλο το σκοτάδι, που χάνεται στα στενά τους, σπιθίζουν μέσα στην τόση νύχτα της πόλης, και σπαράζουν όπως το πρώτο κλάμα ενός παιδιού που μόλις γεννιέται και είναι η μόνη καθαρή ελπίδα για τη μέρα που ξημερώνει.

Κι αν κάτι πρέπει να αφαιρέσουμε από τα Εξάρχεια δεν είναι ο σφυγμός τους αλλά η πρόωρη παύση του, οι πιο σκοτεινές, οι πιο λερωμένες αποχρώσεις του λευκού τους που σίγουρα δεν κρύβονται

Και σίγουρα για αυτή την πλατεία, μπορούν να ειπωθούν πολλά και ο κάθε κάτοικος αυτής της πόλης, να δώσει τη δική του ερμηνεία για τη φύση και τη θέση της μέσα στην κοινωνική αναπαράσταση της πόλης, αυτό όμως που δύσκολα κανείς θα μπορέσει να αμφισβητήσει είναι ότι είναι η τελευταία πυρηνική πλατεία του κέντρου της Αθήνας, που διατηρεί το σφυγμό της, ζει και πάλλεται μαζί με τους ανθρώπους της, γελά, χορεύει, παίζει μαζί με τα παιδιά της, θρηνεί στη θλιμμένη της ώρα τα ματαιωμένα παιδιά μιας ύστερης εφηβείας, μα ζει, και ζει δυνατά και ακραία σαν γυναίκα ερωτευμένη και ελεύθερη. Σαν γυναίκα απόκοσμη που λατρεύτηκε και μισήθηκε πολύ, και πάει καιρός που ακονίζει την παρακμή της μέσ’ στα πολλά ξοδέματα του πόθου της, σκιά που σαλεύει στα ακούσματα της μνήμης. Τα δέντρα της ως χθες ήταν οι βόστρυχοι που αμβλύναν τις γωνίες του προσώπου της κρύβοντας στη σκιά τους τη θωπεία του πιστού εραστή της. Η νέα τάξη πραγμάτων, όμως, με την άνωθεν επιβολή μίας απόφασης με τρόπο που επιβεβαιώνει αναντίρρητα την πατριαρχική λειτουργία των πολιτειακών θεσμών (ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω γίνεται αναπόφευκτα συμπεριφορικός δείκτης για τις κοινωνικές εκφράσεις) ήρθε να ξεριζώσει την κόμη της, να ξεγυμνώσει τους ώμους της με μια βιαιότητα που επιτάσσει η υπακοή στην επίσπευση της ζωής, στην μετατροπή κάθε στάσης μέσα στην πόλη σε κίνηση, την μεταποίηση της τελευταίας ερωμένης του πλάνητα των Αθηνών σε πόρνη που το κορμί της θα διελαύνουν χιλιάδες ανθρώπων καθημερινά και κανένας εξ αυτών δεν θα νοιάζεται για το γέλιο ή το δάκρυ της, δεν θα αναζητά το φιλί της, δεν θα σκύβει να παρηγορήσει τη μοναξιά του κάτω από τη σκιά των μαλλιών της.

Οι τρεις μικροί έρωτες στην πλατεία υπέφεραν από τους ίδιους που τους υπερασπίζονται.

Όπως συνέβη με την πλατεία Συντάγματος και την Ομόνοια (όπου κατασκευάστηκαν και οι πρώτοι σταθμοί Μετρό), αλλά και σε μικρότερη κλίμακα με την πλατεία Κολωνακίου και τις αλλεπάλληλες αναπλάσεις της, τα μεγάλα, αστικά κενά της πόλης μέσα από τον σχεδιασμό τους (μορφολογία-χρήσεις-λειτουργία) σταδιακά έχουν χάσει τη φυσιογνωμία τους και από σημεία στάσης και συνάθροισης έχουν μετατραπεί σε χώρους διέλευσης, συντονιζόμενα με την ταχύτητα της σύγχρονης αστικής συνθήκης, υποτασσόμενα στα νέα δεδομένα της αστικής, περιαστικής και τουριστικής κινητικότητας και, αν θέλουμε να δούμε το θέμα από την κοινωνιολογική του οπτική, διευκολύνοντας την χαλάρωση και τελικά την διάρρηξη των κοινωνικών δεσμών της πόλης αλλά και τη δημιουργία ή την επαύξηση των γενεαλογικών χασμάτων. Αν δεχτούμε δε ότι η λογοτεχνία αποτελεί συγκροτητικό δείκτη ταυτότητας για μία πόλη ή ένα έθνος -οι βίαιες επεμβάσεις στην ζωή της πόλης μοιάζει να αντιτάσσονται συνειδητά ή ασυνείδητα στον ρόλο της αυτό, μετατρέποντας σχεδόν σύγχρονά μας λογοτεχνικά έργα σε ιστορικά τεκμήρια και διευρύνοντας τα χάσματα μεταξύ των γενεών. Και σίγουρα τα κείμενα είναι αυθύπαρκτα και μπορούν να λειτουργήσουν μέσα ή έξω από τον χώρο και το χρόνο τους αλλά ο τρόπος μετοχής του αναγνώστη σε αυτά, ειδικά αν εστιάσουμε σε αστικοκεντρικά βιβλία ή διηγήματα, αναπόφευκτα μεταβάλλεται μαζί με την πόλη.

Το ιστορικό Φλοράλ έκλεισε κάτω από το βάρος των πιέσεων του υποκόσμου

Μιλώ, λοιπόν, συνειδητά για την κοινωνιολογική διάσταση του θέματος του αστικού σχεδιασμού, προσδίδοντας πρόσημο προθετικότητας στους ιθύνοντες, διότι οι αρχιτεκτονικές και πολεοδομικές επιλογές αναμφίβολα μπορούν να αποτελέσουν σημείο συγκρότησης ή διάλυσης της κοινωνικής συνοχής και αποτελούν μία εφαρμοσμένη πολιτική θέση, η οποία ακριβώς επειδή έχει υλική υπόσταση είναι πολύ δύσκολο να ανατραπεί. Φυσικά, και για να μην παρεξηγηθώ, δεν αντιτάσσομαι στην δημιουργία και επέκταση του δικτύου του Μετρό στην Αθήνα, το οποίο αποτέλεσε μια ουσιαστική ανάγκη και συνέβαλε ενεργά στην απάμβλυνση κυκλοφοριακών προβλημάτων, τα οποία κατά τη δεκαετία του ‘90 βρίσκονταν σε ιδιαίτερη όξυνση στο κέντρο της, ούτε βέβαια και στην ανάγκη παρακολούθησης των νέων αναγκών της αστικής ζωής και την συμβατή με αυτές αισθητική και λειτουργική αναβάθμιση των δημοσίων χώρων της. Αντιθέτως, έρχομαι να τονίσω ότι δεν είναι το μέσο αλλά ο ολιστικός σχεδιασμός που επιβάλλει τον κατακερματισμό των πνευμόνων ζωής της πόλης, με τρανό παράδειγμα την πλατεία Συντάγματος, η κλίμακα της οποίας, στον αντίποδα της, εν λόγω, επέμβασης στην πλατεία των Εξαρχείων, ενδεικνυόταν για την κατασκευή σταθμού Μετρό, ωστόσο οι σχεδιαστικές και πολιτικές επιλογές, την έχουν καταστήσει εδώ και χρόνια, αυστηρά και μόνο, έναν άξονα κίνησης κοινού αφαιρώντας της κάθε συναισθηματικό φορτίο αστικής έκφρασης. Αναπόφευκτα η δημιουργία σε έναν χώρο ενός σταθμού Μετρό, επιφέρει την ανατροπή του ρυθμού του – η διαρκής και περιοδική διέλευση μεγάλου όγκου ανθρώπων -η ταχέως εναλλασσόμενη εικόνα, καθιστά σχεδόν αδύνατη την στατική συνάθροιση στον τόπο αυτό, και ιδιαίτερα όταν μιλάμε για μικρότερης κλίμακας χώρους, γεγονός το οποίο μπορεί να επιλυθεί μόνο με έναν εξαιρετικά αυστηρό στα ζητούμενά του και πιστό στην εφαρμογή του σχεδιασμό.

Επιστρέφοντας όμως στην πλατεία Εξαρχείων, και περιηγούμενη με μία νοσταλγική διάθεση στις σελίδες βιβλίων που την μνημονεύουν και άλλων που γεννήθηκαν στις εκτάσεις της, γράφω αυτές τις γραμμές, γνωρίζοντας βαθιά μέσα μου ότι οι λέξεις μου δεν έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τον ρου των πραγμάτων, όπως δεν μπόρεσαν τόσους μήνες να το κάνουν οι φωνές των ανθρώπων που συγκεντρώνονται καθημερινά γύρω από το περιχαρακωμένο με λαμαρίνες αστικό αποτύπωμα της ζωής τους και αμφιβάλλοντας ακόμη για το αν η δική μου φωνή συντάσσεται με τις φωνές εκείνες ή είναι κάτι άλλο που ζητά. Γράφω απλά για να αποχαιρετήσω ένα κομμάτι της πόλης, που ξέρω, ότι ακόμη και αν σήμερα δεν επισκέπτομαι συχνά, κρατάει στις αυλακώσεις του τις στιγμές μου, στα ρείθρα του τον βηματισμό μου και στις πλάκες του την ειρημένη σκιά μου, ένα νόμισμα που κύλησε μια νύχτα από την τσέπη μου χωρίς να το καταλάβω κι έγινε τσιγάρο -για να αποχαιρετήσω κάτι που ίσως και να μην υπάρχει παρά μόνο στη συνθετική μου μνήμη και ξυπνά από θραυσματικές εικόνες και ήχους οικείους όταν την επισκέπτομαι. Γράφω για να αναρωτηθώ πόση τελικά είναι η ισχύς της κραυγής στη δημοκρατία μας και πόσο πράσινο μας περισσεύει για να θυσιάσουμε στον εκσυγχρονισμό μας. Πώς θα ανατριχιάσουμε χωρίς το άρωμα της νεραντζιάς  στην οδό Κανάρη και πώς θα ασημίσουν οι νύχτες χωρίς τις λεύκες τις λευκές της αστικής χλωρίδας μας. Πόσο οξυγόνο θα στερήσουμε από τα παιδιά, που σήμερα θα είναι έφηβοι, και παίζανε στην πλατεία, όταν οι κάτοικοι των Εξαρχείων σε μία πρωτοβουλία τους (για ανάκτησή της) το 2011 είχανε στήσει στα πλατώματά της αστικά παιχνίδια, και πόσο θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε στα αγέννητα τότε παιδιά ότι αυτός ο χώρος κάποτε υπήρξε μια καρδιά που χτυπούσε με πάθος, ένα κείμενο ανοιχτό που γραφόταν κάθε μέρα και κάθε νύχτα από τους άσημους ποιητές της γκρίζας μελαγχολίας των πόλεων, που χόρευε στον ρυθμό της ηδονής και της οδύνης και ανέδιδε τη μυρωδιά ζωής και θανάτου, τη μυρωδιά της σάρκας στις ακραίες στιγμές της. Κι αν κάτι πρέπει να αφαιρέσουμε από τα Εξάρχεια δεν είναι ο σφυγμός τους αλλά η πρόωρη παύση του, οι πιο σκοτεινές, οι πιο λερωμένες αποχρώσεις του λευκού τους που σίγουρα δεν κρύβονται στο χνούδι της λεύκας τους και σε κάθε μικρή ή μεγάλη ματαίωση της ιδιωτικής μας πόλης να κοιτάξουμε το Νίκο Καρούζο, καθισμένο στο Dada, να απευθύνεται στη μικρούλα Μαρία,  γράφοντάς και αφιερώνοντάς της τους στίχους «Εξωραΐζουμε /  τη νύχτα / χωρίς ιδεολογίες· / μονάχα πιστεύοντας / άνθηση· / θα υπάρξουμε / οπωσδήποτε / κι αύριο.»

 

(*) H Η Έφη Κατσουρού είναι αρχίτεκτων, ποιήτρια

Προηγούμενο άρθροΤα μυστικά του ελληνικού σινεμά κ.ά (της Άννα Λυδάκη)
Επόμενο άρθροΜνήμες γυναικών από την Χριστίνα Τασκασαπίδου (Μπάγκειον)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ