του Σπύρου Κακουριώτη
Πανδημία και βιοπολιτική, κλιματική κρίση, εθνικισμοί, γεωπολιτικοί συσχετισμοί και μετατοπίσεις ισχύος, προσωπικές αντιστάσεις και ατομικές ευθύνες… Ένα κατακερματισμένο τοπίο, που σημαδεύεται από τάσεις που θα αφήσουν βαθύ το αποτύπωμά τους στο παρόν και στο μέλλον, μας καλεί να αναρωτηθούμε πού είμαστε και πού πάμε – το ίδιο και οι στοχαστές τα έργα των οποίων παρουσιάζονται στη συνέχεια…
Edgar Morin, Ας αλλάξουμε δρόμο, μτφρ. Θ.Παπαδέλης, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου
Γεννημένος πριν από 100 ακριβώς χρόνια, ο γάλλος φιλόσοφος Εντγκάρ Μορέν παραμένει ένας εξαιρετικά διαυγής και εύστοχος αναλυτής των σύγχρονων κοινωνιών. Διαθέτει μια ζηλευτή διανοητική εγρήγορση, που του επιτρέπει, ακόμη και σε αυτή την προχωρημένη ηλικία, να συνεχίζει να μαθαίνει, να αντλεί διδάγματα από την πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Έτσι, σε αυτό το σύντομο δοκίμιο, καταγράφει, σε συνεργασία με την Sabah Abouessalam, δεκαπέντε «μαθήματα του κορωνοϊού», μια σειρά από θεματικές τις οποίες η γιγαντιαία κρίση που προκάλεσε ο ιός μάς καλεί να αναστοχαστούμε. Για τον Εντγκάρ Μορέν, η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά σε ένα παθολογικό σύμπτωμα της γενικότερης κρίσης του μεγάλου δυτικού παραδείγματος της νεωτερικότητας. Η αλλαγή του είναι μια μακρά και χαοτική διαδικασία, με αβέβαιη κατάληξη, όμως «το απρόβλεπτο μέλλον κυοφορείται σήμερα». Καταγράφοντας τα μαθήματα που καλείται να αντλήσει ο καθένας μας από την πανδημία, ο συγγραφέας επισημαίνει παράλληλα τις προκλήσεις με τις οποίες θα βρεθεί αντιμέτωπη η μετά τον κορωνοϊό εποχή, από την κρίση της παγκοσμιοποίησης, της πολιτικής ή της δημοκρατίας, μέχρι την οικονομική ή την οικολογική κρίση και την ψηφιακή μετάβαση – χωρίς να παραβλέπει τους κινδύνους μιας μεγάλης οπισθοχώρησης για τη δημοκρατία ή την παγκόσμια ειρήνη. Τέλος, επισημαίνει τους τομείς εκείνους στους οποίους απαιτείται να αλλάξουμε δρόμο, όπως είναι η εθνική πολιτική, ο πολιτισμός, τα καθολικά ανθρώπινα δικαιώματα, η οικολογική διαχείριση και ένας αναγεννημένος ουμανισμός. Ο γάλλος φιλόσοφος, σε αυτό το μικρό δοκίμιο προτάσσει ένα προοίμιο που αποτελεί μια συμπυκνωμένη διανοητική βιογραφία, μια περιδιάβαση στον αιώνα που έζησε και τις μεγάλες μεταπτώσεις που βίωσε: από την «ισπανική γρίπη» και το μεγάλο κραχ, μέχρι τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο και τον Μάη του ’68 ή την οικολογική κρίση…
Robert Boyer, Οι καπιταλισμοί στη δίνη της πανδημίας, μτφρ. Άγγελος Μουταφίδης, Πόλις
Δεν είναι λίγοι όσοι θεωρούν ότι ο κόσμος μετά την πανδημία του Covid-19 δεν μπορεί –και δεν πρέπει– να είναι ξανά ίδιος· ότι η απάντηση σε αυτήν την κρίση δεν μπορεί να είναι το «business as usual»… Ο συγγραφέας, οικονομολόγος και μέλος της γαλλικής «σχολής της ρύθμισης», αντιμετωπίζει με λιγότερη αισιοδοξία το ζήτημα στην ανά χείρας μελέτη του, όπου επιχειρεί να διακρίνει «εν θερμώ» τις τάσεις του συστήματος, εξετάζοντάς τις στο ιστορικό τους βάθος. Για τον Μπουαγιέ, η πανδημία αποτελεί μια βίαιη μεταβολή που διαπέρασε όλη τη σφαίρα της οικονομίας, ανατρέποντας τις ιεραρχήσεις που είχαν επιβάλει δεκαετίες φιλελευθεροποίησης. Από αυτήν την άποψη, αποτελεί μια καινοφανή κατάσταση, που λίγα κοινά έχει με την κρίση του 2008. Αφού εξετάσει ιστορικά τις πανδημίες, καταδεικνύει τον μακροπρόθεσμο αντίκτυπό τους στην οικονομία, αλλά και τον ρόλο τους στην εμφάνιση καινοτομιών που οδήγησαν σε νέα κοινωνικο-οικονομικά καθεστώτα. Επισημαίνοντας τις συνθήκες ριζικής αβεβαιότητας μέσα στις οποίες δρουν και λαμβάνουν αποφάσεις οι κυβερνήσεις, όπου οι μεν φορείς της οικονομίας πιέζουν για την επανεκκίνησή της οι δε πολίτες φοβούνται για τον περιορισμό των ατομικών ελευθεριών τους από τους νόμους έκτακτης υγειονομικής ανάγκης, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η συναισθηματική δυναμική που έχει αποδεσμεύσει η πανδημία θα μπορούσε να αποτελέσει την αρχή για τη συνειδητοποίηση της ανάγκης για σύγχρονες προσεγγίσεις της ανάπτυξης, βασισμένες στους τομείς της υγείας, του πολιτισμού, της παιδείας. Όμως η αισιοδοξία αυτής της παρατήρησης μετριάζεται από τις μη αναστρέψιμες μεταβολές που επέφερε η πανδημία (όπως η τηλεργασία) και από τις εμφανείς από την προηγούμενη δεκαετία τάσεις που επιτάχυνε: τον υπερεθνικό καπιταλισμο της πλατφόρμας και τους καπιταλισμούς με έντονα στοιχεία κρατικής παρέμβασης, που επιχειρούν να υπερασπίσουν τα δικαιώματα του έθνους κράτους και στο οικονομικό πεδίο. Η σύγκρουση των δύο αυτών αντιμαχόμενων καθεστώτων δημιουργεί αστάθεια στο διεθνές σύστημα και ενισχύει τις διαλυτικές τάσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε. Για τον συγγραφέα, η πανδημία του Covid-19 συνιστά μια διπλή πρόκληση, που αφορά τόσο την εξέλιξη των διεθνών σχέσεων όσο και τη δυνατότητα ανοικοδόμησης οικονομικών συστημάτων ανθεκτικών στην επανεμφάνιση πανδημιών.
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Το πολιτικό στη σκιά της πανδημίας, Καστανιώτης
Το ευσύνοπτο αυτό δοκίμιο, που γεννήθηκε στη διάρκεια ενός παρατεταμένου εγκλεισμού, επιδιώκει να συμβάλει στην παραγωγή νέων σκέψεων, επιφυλάξεων και αμφισβητήσεων του «κοινού νου», όπως ακριβώς επιβάλλει η νέα συνθήκη που δημιούργησε η πανδημία και όπου, ακόμη, τίποτε δεν μπορεί να θεωρείται δεδομένο. Το πολιτικό βρίσκεται διαρκώς στο επίκεντρο των προβληματισμών του Κωνσταντίνου Τσουκαλά, καθώς είμαστε αναγκασμένοι να αναθεωρούμε ακόμα και τις πιο εμπεδωμένες απόψεις μας για τα «εγγενή όρια» του πολιτικού. Ακόμη περισσότερο, όπως επισημαίνει, «καλούμαστε να σκεφθούμε από την αρχή τις θεμελιώδεις κατηγορίες με τις οποίες έχουμε συνηθίσει να αποκωδικοποιούμε έναν ολοένα και πιο περίπλοκο κόσμο». Με την πρόοδο των εμβολιασμών η πανδημία θα υποχωρήσει, όμως το κυριότερο κοινωνικό διακύβευμα που αφήνει πίσω της αφορά τη διαμόρφωση, από εδώ και πέρα, των κοινωνικών παραστάσεων για το τι «είναι», τι «μπορεί» να είναι και τι θα «έπρεπε», εφεξής, να είναι η πολιτική. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η προπανδημική «κανονικότητα» χαρακτηριζόταν από την όλο και οξύτερη αντίθεση μεταξύ ατομοκεντρικού φιλελευθερισμού και δημοκρατίας, όπου ο δικαιοκρατικός δημοκρατικός φιλελευθερισμός εξωθούνταν προς ένα μεταδημοκρατικό, μετα-πολιτικό σύστημα εξουσιών. Με την αναγκαστική επιστροφή του πολιτικού που επέβαλε η πανδημία, τονίζει ο συγγραφέας, οι ισορροπίες που είχαν επιτρέψει την αγαστή συμβίωση ανάμεσα στα ιδιωτικά και τα δημόσια συμφέροντα φάνηκαν να ανατρέπονται ή τουλάχιστον να μετατοπίζονται ριζικά. Σε αυτό το νέο τοπίο, οι εθνικές εξουσίες φαίνεται να εξελίσσονται σχετικά αυτόνομα σε σχέση με τις όλο και πιο επιφυλακτικές, αλλά πάντα ανυποχώρητες, παγκοσμιοποιημένες οικονομικές εξουσίες. «Ο “τελικός” ανταγωνισμός ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία δεν είναι πίσω μας, είναι μπροστά μας», τονίζει ο Τσουκαλάς, και κλείνει το δοκίμιό του με μια ευχή: η έκρηξη της πανδημίας να σηματοδοτήσει «την έλευση μιας νέας γενιάς που θα επιχειρήσει να πάρει τη ζωή της και μαζί με αυτήν, τη μοίρα της οικουμένης στα χέρια της».
Γιώργος Κόκκινος, «Άξια» και «ανάξια» ζωή, Ταξιδευτής
Γραμμένη μέσα στις δυστοπικές συνθήκες που επέβαλλε η αντιμετώπιση της πανδημίας, η ανά χείρας μελέτη-ποταμός του ιστορικού Γιώργου Κόκκινου θέτει στο επίκεντρό της τον γιατρό στον ρόλο του κοινωνικού θεραπευτή και του εθνικού αναμορφωτή, έτσι όπως αναδύεται μέσα από τη χρήση εννοιών όπως η «ευγονική», ο «εκφυλισμός», η «βιοπολιτική», οι οποίες αποτελούν και τον εννοιολογικό σκελετό του βιβλίου του. Στην έρευνά του, η διανοητική ιστορία, αυτή η οποία ασχολείται με τη συγκρότηση των ιατρικών αντιλήψεων για το «αξιοβίωτο» ή μη, συναντάται με τα επιστημολογικά παραδείγματα που κυριάρχησαν στις βιοϊατρικές επιστήμες, από τα μέσα του 19ου έως τον ύστερο 20ό αιώνα. Το πρώτο μέρος του έργου εξετάζει την ευγονική, αυτή την επικίνδυνη ιδέα που μετατράπηκε σε εργαλείο κοινωνικής μηχανικής, την οποία είναι λάθος να ταυτίζουμε μόνο με τους ναζί ή τα διάφορα φασιστικά καθεστώτα του Μεσοπολέμου, καθώς λιγότερο ως αρνητική και περισσότερο ως θετική ευγονική είναι παρούσα μέχρι τις μέρες μας στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Οι χρήσεις της αυτές, τόσο κατά το παρελθόν όσο και σήμερα, εξετάζονται στο δεύτερο μέρος, που μελετά τις διαχρονικές και συγχρονικές διαστάσεις της ευγονικής. Τέλος, στο τρίτο μέρος της μελέτης, που καταλαμβάνει και τις περισσότερες από τις 890 σελίδες του βιβλίου, ο συγγραφέας, επιχειρώντας να θέσει τις βάσεις για τη συγκρότηση μιας κοινωνικής και διανοητικής ιστορίας των βιοπολιτικών χρήσεων και των αναπαραστάσεων της ευγονίας, της πορνείας και της σύφιλης, προχωρά σε μια ιστορική ανάλυση των ευγονικών λόγων και πρακτικών στην Ελλάδα, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις δεκαετίες 1960-1970. «Πρωταγωνιστές» σε αυτή την εξαιρετικά πλούσια, και άγνωστη, ιστορία μια μακρά σειρά ιατρών, που ενεδύθησαν με διάφορες μορφές τον ρόλο του βιολογικού αλλά και κοινωνικού αναμορφωτή: υγιεινολόγοι, ψυχίατροι, σεξολόγοι, γυναικολόγοι, παιδίατροι, δερματολόγοι, αφροδισιολόγοι, επιδημιολόγοι, και μαζί με αυτούς εγκληματολόγοι, ιατροδικαστές, πολιτικοί, φιλόσοφοι, τεχνικοί εμπειρογνώμονες για την υγεία, παιδαγωγοί, συγγραφείς, καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες. Είναι αυτοί που ταυτίστηκαν με τις λογοθετικές πρακτικές της καταγγελίας και της ελεγκτικής κυριαρχίας, συγκροτώντας το «πρόβλημα» και εδραιώνοντας την κυρίαρχη οπτική γωνία υπό την οποία αντιμετωπίστηκε ιστορικά στις κοινωνίες μας…
Christiana Figueres – Tom Rivett-Carnac, Το μέλλον που επιλέγουμε, μτφρ. Ν. Ρούσσος, Ίκαρος
Πώς θα επιβιώσουμε από την κλιματική κρίση: Αυτό το μείζον διακύβευμα αποτελεί ταυτόχρονα και το θεμελιώδες ερώτημα, απαντήσεις στο οποίο επιχειρούν να σκιαγραφήσουν οι δύο συγγραφείς του ανά χείρας τόμου. Οι θέσεις τις οποίες αναπτύσσουν στις σελίδες του διατυπώνονται μετά λόγου γνώσεως, καθώς η Κριστιάνα Φιγκέρες υπήρξε εκτελεστική γραμματέας της Σύμβασης-Πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών για τις Κλιματικές Μεταβολές (UNFCCC), στο διάστημα 2010-2016, και το πρόσωπο-κλειδί πίσω από τη σημαντικότερη συμφωνία για το κλίμα τις τελευταίες δεκαετίες, της Συμφωνίας του Παρισιού για την Κλιματική Αλλαγή, του 2015. Ανώτατα στελέχη του διεθνούς οργανισμού οι δύο συγγραφείς, με πρόσβαση σε μια διαρκώς ογκούμενη επιστημονική βιβλιογραφία και, κυρίως, σε επικαιροποιημένα κρίσιμα επιστημονικά δεδομένα, παρουσιάζουν δύο πιθανά σενάρια για το μέλλον του πλανήτη. Στο ένα περιγράφουν πώς θα είναι η ζωή στη Γη το 2050 αν δεν πετύχουμε τους κλιματικούς στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού. Στο άλλο εξηγούν πώς θα είναι να ζούμε σε έναν βιώσιμο κόσμο με ουδέτερο ισοζύγιο διοξειδίου του άνθρακα. Σε όλους τους τόνους προειδοποιούν ότι η κλιματική κρίση πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, με αποφασιστικότητα και αισιοδοξία. Στο βιβλίο τους παρουσιάζουν τις εναλλακτικές λύσεις που η ανθρωπότητα έχει στη διάθεσή της και σκιαγραφούν πρακτικές λύσεις που μπορούν, και πρέπει, να υιοθετήσουν οι κυβερνήσεις, οι εταιρείες, αλλά και ο καθένας από εμάς, για να αποτραπεί η καταστροφή. Γραμμένο σαν προειδοποίηση, το βιβλίο επιχειρεί ταυτόχρονα να δώσει και μια αισιόδοξη προοπτική σε ό,τι αφορά την κλιματική αλλαγή και το μέλλον της ανθρωπότητας· επιχειρεί να συμβάλει στη διατύπωση ενός νέου αφηγήματος που μπορεί να αναζωογονήσει τις προσπάθειές μας. Γιατί, όπως πιστεύουν οι δύο συγγραφείς, «όταν αλλάξει το αφήγημα, αλλάζουν τα πάντα»…
Κatie Mack, Το τέλος των πάντων, μτφρ. Ανδρέας Μιχαηλίδης, Μεταίχμιο
Για τον Τ. Σ. Έλιοτ, «ο τρόπος που τελειώνει ο κόσμος» δεν είναι «μ’ ένα πάταγο αλλά μ’ ένα λυγμό». Για τους κοσμολόγους όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά –και περισσότερο αμφίβολα. Όχι για τον δικό μας κόσμο, το πλανητικό μας σύστημα. Αυτός θα τελειώσει με φωτιά, όταν ο ήλιος μας μετατραπεί σε έναν «ερυθρό γίγαντα», σε περίπου πέντε δισεκατομμύρια χρόνια. Όμως το ερώτημα για το οποίο επιδιώκει να σκιαγραφήσει ενδεχόμενες απαντήσεις η αστροφυσικός Κέιτι Μακ είναι ο τρόπος με τον οποίο θα έρθει το τέλος του σύμπαντός. Γιατί θα έρθει, αυτό είναι βέβαιο. Το σύμπαν μας βρίσκεται ακόμη στη νεανική του ηλικία, όμως κάποτε το υδρογόνο θα εξαντληθεί, και θα σταματήσει η γέννηση νέων άστρων. Σύμφωνα με το σενάριο που θεωρούν επικρατέστερο οι σύγχρονοι αστροφυσικοί, όταν πλέον δεν θα υπάρχει άλλη ενέργεια για να μετατραπεί σε θερμότητα, η εντροπία θα φτάσει στη μέγιστη τιμή της και θα επέλθει ο θερμικός θάνατος του σύμπαντος, καθώς η θερμοκρασία του θα φτάσει σχεδόν το απόλυτο μηδέν. Η Κέιτι Μακ περιγράφει με ενάργεια αλλά και χιούμορ άλλες τέσσερις πιθανές εκδοχές του τέλους του σύμπαντος: τη Μεγάλη Σύνθλιψη, τη Μεγάλη Θραύση, την Αποσύνθεση Κενού και την Αναπήδηση. Αν η ορολογία αυτή της εσχατολογικής κοσμολογίας ακούγεται εξωτική και, κυρίως, δυσνόητη, η αφήγησή της διαθέτει επαρκές χιούμορ και εικονοκλαστικές περιγραφές ώστε να κάνει τις δύσκολες αυτές έννοιες εύκολα κατανοητές. Πέρα από τα σενάρια καταστροφής, που βασίζονται σε μαθηματικά μοντέλα, θεμελιωμένα στη θεωρία της σχετικότητας, την κβαντομηχανική και τη θεωρία των υπερχορδών, το βιβλίο της προσφέρει μια σύντομη αλλά συνεκτική περιγραφή των σύγχρονων αντιλήψεων για το χωροχρονικό μας σύμπαν, που βοηθά τον αναγνώστη να κατανοήσει πώς φτάσαμε έως εδώ. Σε μια εποχή που η ανθρώπινη παρέμβαση οδηγεί τον πλανήτη σε μια άμεσα καταστροφική κλιματική αλλαγή, ίσως φαίνεται παράλογη η ενασχόληση με ένα τέλος που απέχει τρισεκατομμύρια χρόνια από το σήμερα· η σκιαγράφηση αυτού του μέλλοντος, όμως, προσφέρει ίσως απαντήσεις σε ερωτήματα σχετικά με την προέλευση και τη μελλοντική υπόσταση του ανθρώπου.
Tim Marshall, Η δύναμη της γεωγραφίας, μτφρ. Σπ. Κατσούλας, Διόπτρα
Η γεωγραφία αποτελεί την αναπότρεπτη μοίρα των κρατών, καθώς δημιουργεί ένα πλαίσιο το οποίο περιορίζει αυτά που οι άνθρωποι μπορούν και αυτά που δεν μπορούν να κάνουν. Δίνοντας έμφαση σε οροσειρές, ποταμούς, θάλασσες και υποδομές, ο συγγραφέας, διπλωματικός συντάκτης αλλά και πολεμικός ανταποκριτής αμερικανικών μέσων ενημέρωσης, έχει δείξει ήδη, με το έργο του Αιχμάλωτοι της γεωγραφίας (Διόπτρα, 2019), τους παράγοντες εκείνους που προσδίδουν γεωπολιτική ισχύ, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους η γεωγραφία και η πολιτική καθιστούν σχεδόν αναπόφευκτες μια σειρά από εξελίξεις στη διεθνή σκηνή. Όπως τονίζει και ο ίδιος, η γεωγραφία δεν είναι πεπρωμένο, αλλά έχει τη σημασία της, καθώς, σε αντίθεση με μια ελίτ «νομάδων» για την οποία ο διασυνδεδεμένος κόσμος μας είναι «επίπεδος», η μεγάλη πλειονότητα της ανθρωπότητας είναι εξαρτημένη από τη γεωγραφία. Εκτιμώντας ότι η παγκόσμια τάξη βρίσκεται επί του παρόντος σε ρευστή κατάσταση, στο νέο του βιβλίο ασχολείται με τις εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας (την πορεία της παγκοσμιοποίησης, την πανδημία, την κλιματική αλλαγή κ.λπ.) που διαθέτουν τη δυναμική να προκαλέσουν ευρύτερες συγκρούσεις σε ένα πολυπολικό κόσμο, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί στις αρχές του 21ου αιώνα. Ο συγγραφέας εντοπίζει δέκα περιοχές στον πλανήτη στις οποίες διαμορφώνονται τα νέα γεωπολιτικά επίδικα, που θα επηρεάσουν τη σταθερότητα, την ειρήνη και την ευημερία όλων στα επόμενα χρόνια. Η Αυστραλία είναι η πρώτη που παίρνει θέση κάτω από τον φακό του δημοσιογράφου, διόλου άδικα, όπως έδειξε η διεθνής αναταραχή που προκάλεσε η αμυντική συμφωνία της με τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, η οποία έχει στόχο την Κίνα. Το Ηνωμένο Βασίλειο μετά το Brexit, οι τεταμένες σχέσεις Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, αλλά και Ελλάδας – Τουρκίας, με αφορμή τα κοιτάσματα αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο, το Σαχέλ και η ισλαμιστική εξάπλωση σε αυτή την τεράστια έκταση, η Αιθιοπία με τον κομβικό ρόλο στον έλεγχο των υδάτινων ροών, η Ισπανία και οι αποσχιστικές τάσεις που την κλονίζουν απασχολούν τις σελίδες του, που ολοκληρώνονται με ένα κεφάλαιο αφιερωμένο σε ένα νέο πεδίο γεωπολιτικής αντιπαράθεσης: το Διάστημα.
John McHugo, Σουνίτες και σιίτες, μτφρ. Αλ. Μανωλάτος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Η διάκριση μεταξύ σουνιτών και σιιτών ήταν πρακτικά άγνωστη στον δυτικό κόσμο, μέχρι τη δυναμική εμφάνιση του σιιτικού Ισλάμ στη διεθνή σκηνή εξαιτίας της Ιρανικής Επανάστασης, το 1979. Θα ταυτιστεί για αρκετά χρόνια με το ριζοσπαστικό Ισλάμ, έως ότου, στην αρχή του 21ου αιώνα, θα υπερκεραστεί σε ριζοσπαστισμό από άλλες ισλαμιστικές τάσεις, όπως η Αλ Κάιντα ή το Ισλαμικό Κράτος, που αναφέρονται σε φονταμενταλιστικές σέχτες του σουνιτικού Ισλάμ. Αποτελώντας το 10% έως 15% του παγκόσμιου μουσουλμανικού πληθυσμού, οι σιιίτες αποτελούν μια μειονότητα, συχνά καταπιεσμένη από τη σουνιτική πλειονότητα, καθώς μόνο στο Ιράν, το Ιράκ, το Αζερμπαϊτζάν και το Μπαχρέιν ο τοπικός πληθυσμός είναι πλειοψηφικά σιιτικός. Το γεγονός αυτό, όμως, χρησιμοποιείται συχνά, από τους δυτικούς ιθύνοντες, σαν μια πολύ βολική δικαιολογία για τις συγκρούσεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, που ερμηνεύονται έτσι ως αποτέλεσμα της «ενδημικής» βίας και της «προαιώνιας έριδας» των δύο αντίπαλων δογμάτων. Πρόκειται για μια απλουστευτική ανάλυση, που παραβλέπει το πολιτικό πλαίσιο των συγκρούσεων, π.χ., ανάμεσα στο σιιτικό Ιράν και τη σουνιτική Σαουδική Αραβία ή των εμφύλιων διαμαχών στο Ιράκ και τη Συρία. Επιπλέον, μια τέτοια προσέγγιση αγνοεί το ιστορικό βάθος της διάκρισης των μουσουλμανικών πληθυσμών σε σουνίτες και σιίτες, η οποία δεν αφορά τη διαμόρφωση μιας χριστιανικού τύπου «αίρεσης» αλλά τη συγκρότηση δύο διακριτών αντιλήψεων για το ποιος δικαιούται να ασκεί τη θρησκευτική εξουσία στη μουσουλμανική κοινότητα. Στη μελέτη του, ο αραβολόγος Τζον Μακ Χιούγκο εστιάζει ακριβώς σε αυτό το ιστορικό βάθος, εξετάζοντας το θεολογικό και νομοκανονικό υπόβαθρο της ενδομουσουλμανικής διαίρεσης, που από μία θρησκεία δημιούργησε δύο χωριστούς κόσμους, αλλά και αναδεικνύοντας όλες τις όψεις της διαίρεσης, θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές. Παράλληλα, μελετά τα χαλιφάτα των Ομμεϋαδών και των Αββασιδών, καθώς και τη σιιτική αυτοκρατορία των Φατιμιδών, τον μακραίωνο ανταγωνισμό ανάμεσα στη σουνιτική Οθωμανική Αυτοκρατορία και το σιιτικό Ιράν, τα πανισλαμικά οράματα των Οθωμανών κατά τον 19ο αιώνα, φτάνοντας μέχρι τη σύγχρονη εποχή, με την εμφάνιση του πολιτικού Ισλάμ, τη χειραγώγηση της θρησκείας από τα μεσανατολικά καθεστώτα και την κυριαρχική δυτική παρουσία στην περιοχή.
Giovanni Arrighi, Ο Άνταμ Σμιθ στο Πεκίνο, μτφρ. Αλεξάνδρα Λυμπεροπούλου, Σπ. Κακουριώτης, Κουκκίδα
Επιφανής θεωρητικός της σχολής των «παγκόσμιων συστημάτων», μαζί με τον Ιμμάνουελ Βαλερστάιν και, πριν από αυτόν, τον Φερνάν Μπρωντέλ, ο Τζιοβάνι Αρίγκι (1937-2009) σε αυτή τη μελέτη του εξετάζει δύο παράλληλες και αλληλοσυμπληρούμενες ιστορικές διαδικασίες, οι οποίες, παρά τη δεκαπενταετία που διέρρευσε από την αρχική κυκλοφορία του βιβλίου, συνεχίζουν να εξελίσσονται: αφενός, την κρίση της αμερικανικής ηγεμονίας (που επανεπιβεβαιώθηκε πρόσφατα, με την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν) και, αφετέρου, την ανάδυση ενός νέου παγκόσμιου πόλου οικονομικής ισχύος, με επίκεντρο την Κίνα. Ο συγγραφέας μελετά τον παγκόσμιο αυτό μετασχηματισμό υπό το φως της ανάλυσής του για τη μετατόπιση του κέντρου ισχύος του διεθνούς καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος, από τις ιταλικές πόλεις στις Κάτω Χώρες, κι από εκεί στη βρετανική και κατόπιν στην αμερικανική αυτοκρατορία. Παράλληλα, υπό το φως αυτής της μετατόπισης, εξετάζει τη θεωρία του Άνταμ Σμιθ (τον οποίο δεν ταυτίζει με ένα θεωρητικό του καπιταλισμού) για την οικονομική ανάπτυξη και τον βαθμό στον οποίο η ανάδυση της Κίνας εμπεριέχει τη δυνατότητα επανεμφάνισης μιας ισχυρής μη καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς. Στο δεύτερο μέρος, ο Αρίγκι εξετάζει την παγκόσμια οικονομική αστάθεια των τελευταίων πενήντα χρόνων, που οδήγησε σε βαθιά κρίση ηγεμονίας τις ΗΠΑ, η οποία άνοιξε τον δρόμο τόσο για την άνοδο της Κίνας όσο και για την επιθετική αμερικάνικη πολιτική στις αρχές του 21ου αιώνα. Η αποτυχία αυτής της πολιτικής για τον «Νέο Αμερικανικό Αιώνα», που θάφτηκε στην άμμο του Ιράκ και του Αφγανιστάν, εξετάζεται στο τρίτο μέρος, με τον συγγραφέα να παρουσιάζει ως πραγματικό νικητή του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» την Κίνα. Τέλος, στο τέταρτο μέρος της μελέτης του, ασχολείται με τη δυναμική της κινεζικής ανόδου και τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ προσπαθώντας να την περιορίσουν. Σύμφωνα με τον Αρίγκι, αν υπάρξει μια νέα ασιατική εποχή, αυτή θα έχει έναν θεμελιωδώς υβριδικό χαρακτήρα.
Pierre-André Taguieff, Η ρεβάνς του εθνικισμού,μτφρ. Ουρανία Καργούδη, Επίκεντρο
Στα φαντάσματα που πλανιούνται πάνω από την Ευρώπη και τον κόσμο, τον λαϊκισμό και τον εθνικισμό, επανέρχεται στο δοκίμιό του αυτό ο γάλλος φιλόσοφος και ιστορικός των πολιτικών ιδεών Πιερ Αντρέ Ταγκιέφ, μακριά από κάθε διάθεση καταγγελίας ή δαιμονοποίησης. Αντιθέτως, επιχειρεί να αποδομήσει τους κοινούς τόπους περί εθνικισμού και λαϊκισμού και να ερμηνεύσει ένα νέο φαινόμενο, πολιτισμικό ουσιαστικά, χωρίς όμως να υποτιμά την επικίνδυνη δυναμική του. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η απήχηση των εθνικολαϊκιστικών κινημάτων στην Ευρώπη δεν συνιστά κάποιου είδους «επιστροφή» στη δεκαετία του 1930. Τα ακροδεξιά κόμματα και κινήματα δεν ανήκουν στους απογόνους του κλασικού φασισμού, αλλά συνιστούν μια αναγέννηση του εθνικισμού που εν μέρει είναι ένα διαστροφικό αποτέλεσμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης: η ευρωφοβία παράγει εθνικισμό. Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε, επισημαίνει ο συγγραφέας, ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο επανεμφάνισης αλλά με την ανάδυση ενός νέου, οι πολιτικές και πολιτισμικές μορφές του οποίου παραμένουν ακαθόριστες, μολονότι μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια αυταρχική τάση που τροφοδοτείται από την εργαλειοποίηση της ιδέας μιας απειλητικής μετανάστευσης και ενός αισθήματος ανασφάλειας. Απέναντι σε αυτόν τον νέο εθνικισμό –που ελλείψει καλύτερου όρου χαρακτηρίζει «εθνικολαϊκισμό»– τόσο ο δαιμονοποιητικός αντιλαϊκισμός όσο και ο δογματικός αντιεθνικισμός είναι εξίσου μη λειτουργικοί. Αντίθετα, ο γάλλος φιλόσοφος καλεί τον αναγνώστη να κατανοήσει τα αιτήματα που μεταφράζει αυτός ο νέος εθνικισμός, που δεν είναι άλλο από την εξέγερση των αποκλεισμένων της παγκοσμιοποίησης. Ακόμη, μας καλεί να αναγνωρίσουμε το δημοκρατικό δυναμικό που εγκλείεται σε ορισμένα «λαϊκιστικά» αιτήματα (όπως π.χ. τα δημοψηφίσματα λαϊκής πρωτοβουλίας), καταλήγοντας πως «μια ισχυρή δημοκρατία, που προϋποθέτει ενεργούς πολίτες, δεν είναι καθόλου συμβατή με μια κοινωνία αποτελούμενη από άτομα χωρίς δεσμούς … ανεπίδεκτα να φανταστούν και να θελήσουν ένα κοινό πεπρωμένο».
Carolin Emcke, Εναντίον του μίσους, μτφρ. Χρ. Αστερίου, Πόλις
Το μίσος είναι ένα συναίσθημα που καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο στις κοινωνίες μας. Δεν είναι κάτι καινούργιο· η ιστορία μάς δείχνει ότι ομάδες ανθρώπων πάντοτε εξέφραζαν (και) ένα τέτοιο συναίσθημα απέναντι, συνήθως, στο διαφορετικό. Σήμερα όμως, αυτό που έχει αλλάξει, σε σχέση με την ανεκτικότητα που σταδιακά κατέκτησαν μεταπολεμικά οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, είναι ότι το μίσος μπορεί να εκφράζεται ανοιχτά και χωρίς αναστολές. Η δυσανεξία απέναντι στο διαφορετικό, που επεδείκνυαν ορισμένα κοινωνικά στρώματα, έχει μετατραπεί σε μια γενικευμένη δυσφορία απέναντι στην ανεκτικότητα· σε μια έμπρακτη διεκδίκηση κάποιου είδους «δικαιώματος» στο μίσος… Η χωρίς θεσμικούς αναστολείς ελεύθερη έκφρασή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι το πρώτο βήμα για την οργάνωση του μίσους και τη μετατροπή του, ενδεχομένως, σε πράξεις από οργανωμένες ομάδες ή κόμματα της άκρας δεξιάς. Πώς μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει αυτή τη διαδικασία που εξελίσσεται διαρκώς μπροστά στα μάτια του; Αυτό το ερώτημα θέτει, στον εαυτό της πρώτα απ’ όλα, η γερμανίδα δημοσιογράφος και διανοούμενη Κάρολιν Έμκε στο δοκίμιό της αυτό. Για την συγγραφέα, τον μεγαλύτερο κίνδυνο δεν αποτελούν τόσο τα κόμματα που εργαλειοποιούν το μίσος όσο «η δυναμική της ολοένα και ριζοσπαστικότερης απόρριψης των ανθρώπων που πιστεύουν σε άλλον θεό ή δεν πιστεύουν καθόλου, που έχουν άλλη εμφάνιση ή αγαπούν με διαφορετικό τρόπο». Αυτό το κλίμα φανατισμού θεωρεί απειλητικότερο και επιχειρεί, αφενός, να το αναλύσει και να το κατανοήσει, αφετέρου, δε να καταδείξει τις δυνατότητες και τους τρόπους αναχαίτισής του. Η αντιμετώπιση αυτού του κλίματος είναι η δική μας ευθύνη: «Δεν απαιτούνται πολλά για να συμπαρασταθείς σε όσους απειλούνται», τονίζει η συγγραφέας. Το σημαντικότερο είναι η έξοδος από την προσωπική σφαίρα και η κίνηση προς τους άλλους. Η υπεράσπιση της διαφορετικότητας, για την οποία κάνει λόγο και στο δοκίμιό της Ο δικός μας πόθος (Πόλις, 2021), αποτελεί sine qua non όρο για την επιβίωση των δημοκρατιών μας.
Λύο Καλοβυρνάς, Όταν η αγάπη τολμά να πει το όνομά της, Gutenberg
Γνωστός στο ευρύ κοινό για τη συγγραφική και μεταφραστική του δουλειά, ο Λύο Καλοβυρνάς διακρίνεται για μία επιπλέον επαγγελματική ιδιότητα, αυτήν του ψυχοθεραπευτή. Χάρη σε αυτή τη σκευή, είναι σε θέση να παρουσιάσει μια μοναδική μελέτη για την ομοφυλοφιλία και τους νέους τρόπους σεξουαλικής ύπαρξης στη σημερινή Ελλάδα, η οποία βασίζεται, αφενός, σε εκατοντάδες προσωπικές μαρτυρίες γκέι αντρών και γυναικών και, αφετέρου, σε μια πλούσια βιβλιογραφία επιστημονικών ερευνών και μελετών. Οι μαρτυρίες που ο συγγραφέας κατέγραψε μέσα από την εργασία του ως ψυχοθεραπευτής και σύμβουλος σχέσεων τα τελευταία 15 χρόνια αποτυπώνουν σε μεγάλο βαθμό τους τρόπους με τους οποίους βιώνεται η ομοφυλοφιλία στη σύγχρονη Ελλάδα, ενώ και τα δικά του βιώματα, ως γκέι άντρα, προσφέρουν μια επιπλέον βιωματική πτυχή. Ένα μέρος αυτών των μαρτυριών παρατίθενται στη μελέτη με τη μορφή πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Βασισμένος σε αυτούς τους δύο πυλώνες, ο συγγραφέας συνθέτει ένα είδος «οδηγού», που επιχειρεί να απαντήσει στα ερωτήματα που διατυπώνονται συχνότερα από ανθρώπους ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, γραμμένου σε γλώσσα προσιτή στον καθένα και την καθεμιά. Τα θέματα τα οποία πραγματεύεται στις σελίδες του ξεκινούν από στοιχειώδεις διευκρινίσεις των όρων που χρησιμοποιούμε στον καθημερινό μας λόγο (όπως τι εννοούμε λέγοντας «σεξουαλικός προσανατολισμός» και «φύλο» ή τι σημαίνει «είμαι γκέι»), διατρέχουν θέματα κρίσιμα για τις κοινωνίες μας, όπως η ομοφοβία, η ντροπή και η περηφάνεια, η θηλυπρέπεια και η αρρενωπότητα. Ταυτόχρονα, ο συγγραφέας προσπαθεί να απαντήσει και σε πιο πρακτικά ερωτήματα, που συχνά βασανίζουν ομοφυλόφιλους άντρες και γυναίκες, όπως το «κάμινγκ άουτ», οι ομόφυλες σχέσεις και η δημιουργία οικογένειας, η γκέι ύπαρξη στην επαρχία ή τα γεράματα, αλλά και σε απορίες που διατυπώνονται από «στρέιτ» που θέλουν να είναι σύμμαχοι ή από γονείς που καλούνται να διαχειριστούν την ομοφυλοφιλία του παιδιού τους. Βλέπουμε ότι το βιβλίο έχει μια έντονα «χρηστική» διάσταση, καθώς απευθύνεται σε ανθρώπους που καλούνται να αντιμετωπίσουν προβλήματα που τους δημιουργεί η (κάποτε φονική) κοινωνική πραγματικότητα γύρω τους, γι’ αυτό και στο τέλος κάθε κεφαλαίου περιλαμβάνεται μια ενότητα «Εφαρμογής στην καθημερινότητα» όσων ο αναγνώστης ή η αναγνώστρια έχει διαβάσει.
Hannah Arendt, Άνθρωποι σε χρόνους ζοφερούς, μτφρ. Δ. Ψυχογιός, Επίκεντρο
«Πάρεργα» αποκαλεί ο μεταφραστής τους Δημήτρης Ψυχογιός, τα κείμενα που συγκεντρώνονται στον ανά χείρας τόμο και, υπό μίαν έννοια, πράγματι είναι. Πρόκειται για κείμενα «ευκαιριακά», που γράφτηκαν ως βιβλιοκρισίες ή εισαγωγές σε βιβλία άλλων είτε εκφωνήθηκαν ως ομιλίες, μεταξύ 1955-1968, περίοδο κατά την οποία η Χάνα Άρεντ συνέθεσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα της. Παρά τον ευκαιριακό τους χαρακτήρα, αρκετά από αυτά συνεχίζουν, ακόμη και σήμερα, να αποτελούν κείμενα αναφοράς για τη μελέτη των στοχαστών που αφορούν. «Πάρεργα», λοιπόν, τα οποία διακρίνονται από την ίδια διεισδυτικότητα που χαρακτηρίζει και το υπόλοιπο έργο της Άρεντ, με την οποία ανατέμνει την προσωπικότητα και το έργο δέκα γνωστών διανοουμένων από τον χώρο της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και της πολιτικής. Οι «ζοφεροί χρόνοι» του τίτλου είναι αυτό που ενώνει τους «ήρωες» της Άρεντ. Είναι όλοι Ευρωπαίοι (πλην ενός, του Ράνταλ Τζάρελ) και έδρασαν κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα (και πάλι πλην ενός, του Γκότχολντ Εφραίμ Λέσινγκ). Είναι πρόσωπα με τα οποία η φιλόσοφος συνδεόταν με λιγότερο ή περισσότερο κοντινές ή μακρινές βιωματικές σχέσεις, πρόσωπα που ήρθαν αντιμέτωπα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όπως και η ίδια, με τους ολοκληρωτισμούς του καιρού τους. Με τον ζόφο… Κάποιοι, όπως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ή η Ρόζα Λούξεμπουργκ, έπεσαν θύματα του καιρού τους. Άλλοι, όπως ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, ο Χέρμαν Μπροχ, ο Καρλ Γιάσπερς, ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ’, η Κάρεν Μπλίξεν ή ο Βαλντεμάρ Γκουριάν, αντιστάθηκαν και επέζησαν, ο καθένας με τον τρόπο του, αποτελώντας παράδειγμα για το πώς η ζωή και το έργο κάποιων ανδρών και γυναικών μπορεί να αποτελέσει μια μικρή φλόγα που θα παραμερίσει τα σκοτάδια…
Józef Czapski, Ο Προυστ αντίδοτο στην κατάρρευση, μτφρ. Λίζυ Τσιριμώκου, Ποταμός
Πολωνός αξιωματικός, αιχμάλωτος των Σοβιετικών μετά τον διαμελισμό της Πολωνίας ανάμεσα στη Γερμανία του Χίτλερ και την ΕΣΣΔ του Στάλιν, τον Σεπτέμβριο του 1939, ο Γιόζεφ Τσάπσκι (1896-1993) βρέθηκε να κρατείται στο Γκριαζόβιετς, σε ένα ερειπωμένο μοναστήρι 400 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Μόσχας, όπου θα παραμείνει μέχρι το 1941 και την επίθεση της Γερμανίας κατά της ΕΣΣΔ, οπότε απελευθερώθηκε. Ήταν ένας από τους τετρακόσιους αξιωματικούς και οπλίτες που επέζησαν, από τους 15.000 Πολωνούς στρατιωτικούς που εξαφανίστηκαν χωρίς να αφήσουν ίχνη κάπου κάτω από τον αρκτικό κύκλο. Στο στρατόπεδο οι κρατούμενοι, προκειμένου να κρατηθούν όχι μόνο σωματικά αλλά και πνευματικά ζωντανοί, παρέδιδαν μαθήματα στους συγκρατουμένους τους, ο καθένας για θέματα που ήξερε καλύτερα. Έχοντας ζήσει στο Παρίσι ως ζωγράφος για δύο σχεδόν δεκαετίες, ο Τσάπσκι ανέλαβε να μιλήσει για τη γαλλική και πολωνική ζωγραφική και τη γαλλική λογοτεχνία. Η ενασχόληση με πνευματικά ζητήματα τόσο άσχετα με την πραγματικότητα που ζούσαν οι κρατούμενοι ήταν «ένα παράξενο σκασιαρχείο, όπου ξαναζούσαμε έναν κόσμο που τότε μας φαινόταν χαμένος για πάντα», σημειώνει. Το κείμενο των διαλέξεών του που διασώθηκε, το οποίο αφορά τον Μαρσέλ Προυστ και το έργο του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, υπαγορεύτηκε σε συγκρατουμένους του και εκδόθηκε το 1948 στη Γαλλία. Με αξιοσημείωτη πιστότητα ανασυστήνει ολόκληρες σκηνές από το μυθιστόρημα, παραθέτοντας από μνήμης φράσεις και χωρία με μεγάλη ακρίβεια. Η ανάγνωση του μικρού αυτού δοκιμίου δεν μπορεί, φυσικά, να αντικαταστήσει την επαφή με το αυθεντικό έργο του Προυστ, αποτελεί όμως μια μαρτυρία από πρώτο χέρι για τις αστείρευτες δημιουργικές δυνάμεις που μπορούν να ενεργοποιηθούν μέσα στον άνθρωπο ακόμη και σε συνθήκες του πλέον απελπιστικού εγκλεισμού…
Άννα Μαρία Δρουμπούκη, Ξημερώνει πάλι στην Αμερική, Μωβ Σκίουρος
Τι ήταν η δεκαετία του ’80; Στριμωγμένη ανάμεσα στα επαναστατικά 60s και 70s, από τη μια, και την εποχή του ατομισμού και της απληστίας των 90s, κινδυνεύει να αποτελέσει, για τις ιστορικές μελέτες, απλώς και μόνο μια περίοδο μετάβασης, μια σκοτεινή κηλίδα που φωτίζεται μόνο απ’ όσα προηγήθηκαν και όσα ακολούθησαν. Για όσους όμως έζησαν τη δεκαετία του ’80, όπως η συγγραφέας τού ανά χείρας δοκιμίου, τα 80s δεν αποτελούν «εποχή της κενότητας». Μπορεί να μην ήταν κοσμογονικά και ρηξικέλευθα, όπως οι δύο δεκαετίες που προηγήθηκαν –ή, μάλλον, ήταν, προς την αντίθετη όμως κατεύθυνση, αφού σημαδεύτηκαν από την εδραίωση του νεοφιλελευθερισμού– υπήρξαν ωστόσο πολύπλοκα. Η συγγραφέας, ξεκινώντας από τα προσωπικά της βιώματα, επιχειρεί να ερμηνεύσει την «πολιτισμική νοσταλγία» γύρω από τη δεκαετία του ’80 και, με τον τρόπο αυτό, εξετάζει την Αμερική με τους πολιτισμικούς πολέμους και τη μαζική κουλτούρα που σημάδεψαν την περίοδο αυτή, συγκροτώντας ένα δοκίμιο πολιτισμικής ιστορίας του παρόντος. Βεβαίως ο ρηγκανισμός αποτελεί έναν από τους πρωταγωνιστές αυτή της «επιχρυσωμένης δεκαετίας» (Gilded Age) –σε αυτόν, άλλωστε, ανήκει το προεκλογικό σλόγκαν που χρησίμευσε ως τίτλος για το βιβλίο– μαζί με τον ατομικισμό, την απληστία της Γουόλ Στριτ και του ξέφρενου καπιταλισμού, αλλά και τον νέο ανορθολογισμό των τηλευαγγελιστών και την ηθική πλειοψηφία που στήριξε τον Ρόναλντ Ρήγκαν. Όμως, την ίδια στιγμή, η δεκαετία του ’80 σημαδεύτηκε από τα δικά της κινήματα αντίστασης, είτε αυτά αφορούσαν τις διαφυλετικές σχέσεις είτε τις διαμαρτυρίες ενάντια στα πυρηνικά και τον Πόλεμο των Άστρων είτε την υπεράσπιση της Νικαράγουας από τις επιθέσεις των Κόντρας, οι οποίοι εξοπλίζονταν παρανόμως από τις ΗΠΑ. Πάνω απ’ όλα όμως, για την συγγραφέα, οι μεγάλες συγκρούσεις και οι μετασχηματισμοί των 80s εντοπίζονται στο πεδίο της κουλτούρας, και ιδιαίτερα της μουσικής και της κινηματογραφικής βιομηχανίας, εξελίξεις στις οποίες είναι αφιερωμένο το δεύτερο ήμισυ της μελέτης. Έχοντας έντονα στοιχεία «εγω-ιστορίας», η παρούσα μελέτη μάς επιτρέπει να τοποθετήσουμε τη δεκαετία του ’80 σε μια ευρύτερη ιστορική προοπτική, συνεισφέροντας έτσι στην κατανόησή της.