Ιχνηλατώντας τις παιδικές αναμνήσεις

0
1729

Σωτηρία Καλασαρίδου.

Η παιδική ηλικία και οι αναμνήσεις που χαράσσει ανεξίτηλα στη Μνήμη συγκροτούν τον κεντρικό ιδεολογικό άξονα του βιβλίου της Eva Runefelt που έχει πρόσφατα κυκλοφορήσει (Απρίλιος 2015) σε μετάφραση και επίμετρο του Βασίλη Παπαγεωργίου με τίτλο Στα χέρια της Μνήμης από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν. Η αντίθεση ανάμεσα στο εφήμερο του σώματος και την απεραντοσύνη του νου και της συνείδησης αλλά και η κυριαρχία της Μνήμης, η οποία επικαθορίζει την ύλη και το πνεύμα, λειτουργούν ως συνδετικοί αρμοί μεταξύ των τριών μερών του βιβλίου. Ειδικότερα, θα έλεγα πως η Ρούνεφελτ επιτυγχάνει μέσω της Μνήμης την εμφιλοχώρηση στο παρελθόν, αναδεικνύοντας τη ρευστότητα του χώρου και κυρίως του χρόνου μέσα από την κατάργηση των χρονικών συμβάσεων και των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα σε παρελθόν, παρόν και μέλλον. Διαβάζουμε: Εκεί που ήμασταν / είναι εκεί που είμαστε / Μια δοξαριά, μια πινελιά / διαπερνά από πάνω ως κάτω,/ ξανά και ξανά/ Πινέλο και δοξάρι / μας διαπερνούν / εκεί που ήμασταν και αδιάλειπτα είμαστε/ Τα χρόνια δεν είναι σε επιφυλακή,/ είναι όλα πρωτίστως / στο Τώρα / (…).

Η Μνήμη στο έργο της Ρούνεφελτ έχει μια σωματική διάσταση, στον βαθμό που οι αισθήσεις διαδραματίζουν νευραλγικό ρόλο στην ανάδυση των βιωμάτων. Πρόκειται δηλαδή για ένα έργο στο οποίο κυριαρχεί σε μεγάλες δόσεις η αισθησιοκρατία, ο σενσουαλισμός, καθώς οι αναμνήσεις της έχουν την έδρα τους στις πέντε αισθήσεις: τα έντονα χρώματα λουλουδιών, παιχνιδιών, ρούχων, αντικειμένων του σπιτιού, οι ήχοι της φύσης, μουσικών οργάνων, οι μυρωδιές και οι γεύσεις από αγαπημένα παιδικά φαγητά, και η αφή που αφήνουν στο άγγιγμά τους τα μάλλινα ρούχα, τα χαλιά, οι ταπετσαρίες, όλα όσα μπορούν να ερεθίσουν τις παιδικές αισθήσεις και να προκαλέσουν τα παιδιά σε ένα παιχνίδι γνωριμίας με τον κόσμο, διεμβολίζουν τη Μνήμη της ενήλικης πλέον δημιουργού και προκαλούν ένα γαϊτανάκι ξετυλίγματος των αναμνήσεων. Χαρούμενες στιγμές αλλά και τραυματικά γεγονότα, όπως η απώλεια και ο θάνατος αγαπημένων οικογενειακών προσώπων, ζυμώνονται μαζί με θύμησες χρωμάτων, ήχων, μυρωδιών και γεύσεων που έχουν εντυπωθεί ανεξίτηλα και ταυτιστεί με εικόνες και περιστάσεις της καθημερινότητας της παιδικής ηλικίας. Διαβάζουμε: Στέκω μισάνοιχτη ―/ το φως πέφτει και βρίσκει το μικρό πόδι,/ το καρουσέλ της κάλτσας γύρω απ’ τον αστράγαλο/ τραντάζει όλο το δωμάτιο, τέτοια ισχνή / στενότητα εκεί! / Η σκιά της κούκλας πορεύεται στα χέρια μου, / μια μυρωδιά που μπορώ ν’ αποκόψω και να σβήσω, ν’ ανάψω / Το σώμα τόσο εφήμερο, ο νους τόσο μεγάλος / Ξέχνα τα, άμμος είναι/.

Είναι σημαντικό θεωρώ να ειπωθεί ότι στο έργο της Ρούνεφελτ οι αναμνήσεις της μοιάζουν κάθε φορά με ένα όνειρο στο οποίο μικρές σκηνές συνενωμένες αταίριαστα και αντικείμενα σχεδόν σουρεαλιστικά τοποθετημένα στο ίδιο κάδρο, συνθέτουν μια εικόνα που καλείται να ερμηνεύσει ένα βίωμα του παρελθόντος. Η γραφή της είναι σε μεγάλο βαθμό συνειρμική, και με όχημα μια γλώσσα ιδιότυπα ακουστική, «κελαρυστή», που κιλά αβίαστα, σκαλίζει το παρελθόν, το ιχνηλατεί και το σκιαγραφεί, φτιάχνοντας εικόνες που ερεθίζουν το μυαλό του αναγνώστη, κρατώντας το σε εγρήγορση. Βέβαια, εν προκειμένω θέλω να υπογραμμίσω ότι σε αυτήν τη μορφή ανάγνωσης και πρόσληψης του λογοτεχνικού έργου της Ρούνεφελτ συντελεί και το έργο του μεταφραστή, οι γλωσσικές του επιλογές, οι νεολογισμοί που εφευρίσκει για να αποδώσει με πιστότητα τη μουσικότητα της γλώσσας της ποιήτριας: Μήνας κελαηδισμάτων, χαριτωμένα ράμφη /Μια ανησυχία αιωρείται στο φως/ ένα πελέκημα /Φλυαροκλειδωνάδες, και διαβολοτσίχλες / Θαμβοσπίνοι και αλμυροκαλημάνες /(…).

Ένα ακόμη στοιχείο που προικοδοτεί το έργο της με μια ιδιοτυπία είναι πως οι αφηγημένες αναμνήσεις της μοιάζουν με διήγηση μικρών παιδιών. Τα μικρά παιδιά βλέπουν και αντιλαμβάνονται τον περιβάλλοντα κόσμο και τα υλικά πράγματα με μια παραδοξότητα. Εκεί δηλαδή όπου η όραση των ενηλίκων προσλαμβάνει την πραγματικότητα ρεαλιστικά, τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να τη βλέπουν διευρυμένα και τεταμένα μέσα από την οξυμμένη φαντασία τους. Η μεγαλύτερη ιδιοσυστασία και η μοναδικότητα του έργου της εδράζεται στον τρόπο με τον οποίο η δημιουργός ως ενήλικη πλέον αναπλάθει άλλοτε ποιητικά και άλλοτε αφηγηματικά αυτές τις αναμνήσεις. Είναι δηλαδή η ικανότητά της να ανακαλεί τις παιδικές μνήμες και να τις μεταγράφει με την ίδια «παιδικότητα» που τις βίωσε, αλλά ταυτόχρονα και το ταλέντο της να «ζωγραφίζει», να εικονοποιεί τις παρελθούσες αναμνήσεις με παιδική ζωντάνια και αθωότητα.

Στο έργο της αφιερώνει χώρο στις έννοιες του θανάτου και της απώλειας. Εντούτοις, όλες οι τραυματικές εμπειρίες δεν έχουν αρνητικό ιδεολογικό πρόσημο. Συγκλίνουν περισσότερο προς τη ζωή, στη δυνατότητα της ανθρώπινης Μνήμης να ξαναζωντανεύει τους αγαπημένους εκλιπόντες και να τους τοποθετεί στο κάδρο του παρόντος. Γι’ αυτό και η πένθιμη διάσταση του έργου της Ρούνεφελτ, δεν είναι πεισιθάνατη, αφού αναβαπτίζεται μέσα από την κατάφαση και μια γαλήνη που αναδύεται μέσα από τις γραμμές της ποιητικής της πρόζας και της ποίησης σε ελεύθερο στίχο. Ακόμη και ο θάνατος παύει να προκαλεί τον θρήνο, γιατί οι αγαπημένοι νεκροί μπορούν και κάθονται στον ίδιο χώρο μαζί της, μαζί μας. Αυτή την αποφόρτιση αρνητικών εννοιών και τη μετατροπή τους σε μια κατάφαση την είχαμε δει και στο άλλο βιβλίο της Σουηδής ποιήτριας στο Απαλό Σκοτάδι που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά και εκδόθηκε το 1998 από τις εκδόσεις Υπερίων, επίσης σε μετάφραση του Βασίλη Παπαγεωργίου.

Καταληκτικά, θα ήθελα να υπογραμμίσω πως το παρόν βιβλίο συντίθεται σε τρία μέρη και ειδολογικά είναι μικτό, καθώς αποτελείται από ποιήματα, πεζά και poèmes en prose. Όμως η Ρούνεφελτ καταστρατηγεί τα όρια που διαχωρίζουν την ποίηση από την πρόζα στον βαθμό που τα πεζά της κείμενα ― κάποια πολύ σύντομα και άλλα αρκετά εκτεταμένα σε σημείο που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μικρές ιστορίες (short stories) ή μικρά αφηγήματα ― είναι γραμμένα με την ίδια ποιητική και λυρική γλώσσα που ξεχειλίζει από εικόνες, οι οποίες προκαλούν μικρές, ευχάριστες εκρήξεις στη δική μας συνείδηση. Αλλά και ο μινιμαλισμός επίσης των ποιητικών της κειμένων προϋποθέτει μια γλώσσα στην οποία κυριαρχεί η ακραία μορφή της αφαίρεσης με την ταυτόχρονη πάντα ύπαρξη του γνήσιου λυρικού στοιχείου που κυριαρχεί στην ποιητική της.

ΙNFO: Eva Runefelt, Στα χέρια της Μνήμης, μετ: Βασίλης Παπαγεωργίου, Σαιξπηρικόν

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ επικίνδυνη αγνότητα της Θράκας
Επόμενο άρθροΓιάννηςΤσίρμπας: στριμωγμένοι ήρωες..

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ