του Δημοσθένη Κούρτοβικ (*)
Το 1968 ο Ρολάν Μπαρτ, σε ένα δοκίμιό του, ανάγγειλε τον θάνατο του συγγραφέα. Εννοούσε ότι ένα λογοτεχνικό κείμενο δεν είναι ποτέ αληθινά προϊόν ατομικής έμπνευσης αλλά προκύπτει από την αναχώνευση υλικών του corpus της παγκόσμιας γραμματείας (αυτό που η Τζούλια Κρίστεβα, λίγα χρόνια αργότερα, ονόμασε διακειμενικότητα)· επιπλέον, η γλώσσα έχει μια δική της εσωτερική λειτουργία, το συγγραφικό υποκείμενο μάλλον κατευθύνεται από αυτή παρά την κατευθύνει, και τα σημαίνοντά της αντιστέκονται σε ένα οριστικό νόημα. Έτσι, στοιχεία όπως η βιογραφία του συγγραφέα ή κοινωνιολογικές, πολιτισμικές και άλλες αναλύσεις της εποχής του δεν μπορούν να γίνουν ερμηνευτικά κλειδιά για ένα κείμενο· το κείμενο, ως γλωσσική δομή, είναι κάτι αυτόνομο (δεν υπάρχει τίποτα εκτός κειμένου, κατά τη γνωστή ρήση του Ντεριντά).
Η θεωρία αυτή έμοιαζε απελευθερωτικά ριζοσπαστική, γιατί άνοιγε το λογοτεχνικό κείμενο σε ένα άπειρο πλήθος δυνατών ερμηνειών και αναβάθμιζε γενναιόδωρα τον ρόλο του αναγνώστη, νομιμοποιώντας τον να σηματοδοτεί ένα λογοτεχνικό έργο σύμφωνα με τη δική του ερμηνεία των σημείων του, σύμφωνα με τις δικές του ευαισθησίες.
Από τότε έχει περάσει πάνω από μισός αιώνας, διάστημα υπεραρκετό για να δούμε αν επαληθεύτηκε ο Μπαρτ, αν δηλαδή οι συγγραφείς, οι εκδότες και προπαντός οι αναγνώστες έχουν επιβεβαιώσει ότι στη συνείδησή τους ο συγγραφέας, ως ατομικός δημιουργός, έχει πεθάνει. Εδώ, μια γρήγορη σημειολογική επισκόπηση θα αρκούσε για να δείξει ότι κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει. Για παράδειγμα, η πρακτική αγγλοσαξονικών, ιδίως, εκδοτικών οίκων να δηλώνουν το όνομα ενός αναγνωρισμένου συγγραφέα στο εξώφυλλο με πολύ μεγαλύτερα γράμματα από ό, τι τον τίτλο του βιβλίου υποδηλώνει ότι για τους αναγνώστες του, όπως φυσικά και για τον ίδιο τον εκδότη, ο συγγραφέας δεν είναι καθόλου πεθαμένος με την έννοια του Μπαρτ και ότι στα μάτια τους το κείμενο του βιβλίου του δεν είναι κάτι αυτονομημένο από τον ίδιο, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα το αντιμετώπιζαν όπως ένα οποιοδήποτε λογοτεχνικό κείμενο.
Βλέπουμε εξάλλου ότι και οι συγγραφείς – συγγραφείς μάλιστα που οι δημιουργίες τους πιστοποιούν ότι κάθε άλλο παρά είναι άμοιροι αποδομιστικής σοφίας – δεν είναι καθόλου πρόθυμοι να δεχτούν ότι πέθαναν. Μερικοί μάλιστα αυτοσκηνοθετούνται με μεγάλη επικοινωνιακή επιτυχία ως σταρ, ακόμα και σε ρόλο «καταραμένου» σταρ, παίζοντας και σε άλλα ταμπλό πέρα από τη λογοτεχνία. Ένα ηχηρό παράδειγμα είναι ο Μισέλ Ουελμπέκ.
Παρατηρούμε επίσης, και αυτό έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ότι όλο και περισσότεροι συγγραφείς αυτοβιογραφούνται με μάλλον διαφανή τρόπο, συνήθως μέσω αυτού που αποκαλείται autofiction, αλλά όχι μόνο. Στην Ελλάδα, το πιο πρόσφατο δείγμα είναι Η παγίδα του Αντρέα Μήτσου, ενός κατεξοχήν μοντερνιστή συγγραφέα, που και βραβεύτηκε γι’ αυτό το βιβλίο. Η σειρά μάλιστα τομιδίων μεγάλου εκδοτικού οίκου μας με γενικό τίτλο «Η κουζίνα του συγγραφέα» και υπογραφές γνωστών ονομάτων, δηλώνει με τον ίδιο τον τίτλο της ένα ενδιαφέρον για το πώς τοποθετείται ένας συγγραφέας απέναντι στο έργο του, το πώς περιγράφει τη διαμόρφωση της συγγραφικής προσωπικότητάς του και τη γένεση του ενός ή του άλλου βιβλίου του. Αυτό σημαίνει ότι η βιογραφία του συγγραφέα (και εννοείται ότι δεν μιλάω εδώ για τα απλώς εξωτερικά βιογραφικά στοιχεία της) ξαναγίνεται ένα από τα ερμηνευτικά κλειδιά για το έργο του. Κάτι που αποτυπώνεται άλλωστε και σε νεότερες θεωρητικές τάσεις.
Το χωρίο με τον έκδηλο φετιχισμό γυναικείων εσωρούχων στις τελευταίες σελίδες του Οδυσσέα δεν χάνει ασφαλώς τίποτε από τη λογοτεχνική αξία του, προβάλλει όμως σε κάπως διαφορετικό φως όταν μαθαίνουμε ότι ο Τζόις είχε φετιχιστική-μαζοχιστική σχέση με τη Νόρα, τη γυναίκα της ζωής του· γίνεται ένα κλειδί για την ερμηνεία περισσότερων πλευρών του έργου του Ιρλανδού.
Όλα αυτά μάς υπενθυμίζουν ότι υπάρχουν, και στην πραγματικότητα υπήρχαν πάντα, πολλά «εκτός κειμένου» πράγματα που επηρεάζουν ή και καθορίζουν την αναγνωστική ανταπόκριση. Παρά το αγγελτήριο θανάτου που έβγαλε ο Μπαρτ, ο συγγραφέας ζει ακόμα και χαίρει άκρας υγείας. Το κύρος του είναι μάλιστα ενισχυμένο, τουλάχιστον σε σύγκριση με την εποχή όπου έγραφε ο Μπαρτ.
Είναι όμως αυτό καλό για τη λογοτεχνία; Είναι άραγε καλό ότι ο συγγραφέας, τουλάχιστον ο καταξιωμένος συγγραφέας, ξαναγίνεται, όπως φαίνεται, αυθεντία;
Στην ερώτηση αυτή δεν μπορεί να υπάρξει μονοσήμαντη και πολύ περισσότερο μονολεκτική απάντηση, τουλάχιστον για την ώρα. Το ότι το όνομα του συγγραφέα, η φήμη του, παίζει πιο καθοριστικό ρόλο από ό, τι πριν για πώς διαβάζεται ένα βιβλίο είναι ασφαλώς ένας λόγος να ανησυχούμε. Στην περίπτωση αυτή, η ελευθερία που παραχώρησε ο Μπαρτ στον αναγνώστη μπορεί να γίνει, και πολύ συχνά γίνεται, όπως βλέπουμε, πηγή καινούργιας υποταγής σε μια αυθεντία, μια υπόθαλψη της ακρισίας. Αν μάλιστα αναλογιστούμε το φαινόμενο, υπαρκτό πλέον και στην Ελλάδα, ορισμένων infuencers που, αφού απέκτησαν ένα ευρύ κοινό στο Ίντερνετ χάρη στην έξυπνη αυτοσκηνοθεσία και τα επικοινωνιακά τους τρικ, γίνονται τώρα συγγραφείς οι ίδιες/οι ίδιοι, με βέβαιη την ακέραιη μεταβίβαση της διαδικτυακής απήχησής τους στο έντυπο βιβλίο, στον πεζογραφικό λόγο, τότε θα πρέπει να θεωρούμε ορατό τον κίνδυνο μιας περαιτέρω πτώσης της ποιότητας όχι μόνο αυτών που θα γράφονται αλλά κυρίως του πώς, με ποιες διανοητικές προεγγραφές θα διαβάζονται.
Από την άλλη, η επιστροφή στον συγγραφέα μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα. Ο συγγραφέας (και αναφέρομαι προφανώς στον άξιο συγγραφέα) θα μπορεί να μιλάει ελεύθερα και με αυτοπεποίθηση για πράγματα που του ήταν περίπου απαγορευμένα από τη στιγμή που η θέση του Μπαρτ και συναφή θεωρητικά σχήματα έγιναν δόγματα. Στην πράξη, αυτό σημαίνει μια προσγείωση της λογοτεχνίας στον πραγματικό κόσμο, μια απόρριψη του απρόσωπου χαρακτήρα της και των ακροβασιών μιας φαινομενικά παιγνιώδους, αλλά ουσιαστικά προγραμματισμένης και άψυχης φαντασίας, γνωρίσματα στα οποία είχε καταδικαστεί από αυτά τα δόγματα. Είναι άλλωστε μια εξέλιξη που παρατηρείται ήδη, και μάλιστα μαζικά.
Σημαίνει επίσης ότι το λογοτεχνικό έργο αντιπροσωπεύει ξανά μια ενότητα ανάμεσα στον συγγραφέα και τον κόσμο του. Η πολυσημία του λογοτεχνικού κειμένου ασφαλώς θα παραμείνει, αλλά δεν θα είναι πια πανσημία· δεν θα νομιμοποιείται κάποιος να του επιβάλει μια ερμηνεία σύμφωνη με τις ιδεολογικές προδιαθέσεις ή προκαταλήψεις του (που σημαίνει, μεταξύ πολλών άλλων, ότι η cancel culture των ημερών μας οδεύει προς το τέλος της).
Συνοψίζοντας, ο συγγραφέας όχι μόνο δεν έχει πεθάνει αλλά είναι πιο ζωντανός από ποτέ στη δημόσια σκηνή (αν και, ομολογουμένως, όχι πια ως παρεμβατικός διανοούμενος). Το αν αυτό σημαίνει ότι θα μείνει ζωντανή και η λογοτεχνία ή θα θυσιαστεί στον βωμό της μιντιακής περσόνας του και του marketing θα εξαρτηθεί από τον ίδιο, προπαντός όμως από τη συμπεριφορά του κοινού ή μάλλον των πολλών, πλέον, αναγνωστικών κοινών.
(*) Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ είναι κριτικός λογοτεχνίας, συγγραφέας