
της Βαρβάρας Ρούσσου
Ο Ρινόκερως, το τέταρτο ποιητικό βιβλίο του Παναγιώτη Ιωαννίδη και ακολουθεί την Πολωνία (2016), τη συλλογή που σηματοδοτεί την ωριμότητά του. Κοινό σημείο των δύο συλλογών είναι η εκμετάλλευση της πραγματικότητας -εκεί η πραγματική Πολωνία εδώ ο ρινόκερως ως εξωτικό ζώο και η είσοδός του στην Ευρώπη- προκειμένου το ρεαλιστικό στοιχείο, -χώρα, ζώο/επεισόδιο- να αποτελέσει την αφορμή για να τεθούν μείζονα ερωτήματα.
Στον Ρινόκερω η ζωή και ο θάνατος, η μνήμη ως ατομική ανάμνηση, η τέχνη και η αναπαράσταση, η συνομιλία των τεχνών, η στάση του καλλιτέχνη μπρος στην τέχνη του αποτελούν τις βάσεις του ποιητικού οικοδομήματος. Καθένας από αυτούς τους άξονες υποστηρίζει μια ομάδα ποιημάτων που διαπλέκονται χωρίς να αποτελούν ξεκάθαρες ενότητες.
Θεματικό πεδίο της συλλογής αποτελεί ο προβληματισμός γύρω από το βαθμό αναπαραστατικότητας. Ο «Ρινόκερως», εκτενές πεζόμορφο ποίημα, καταγράφει, εν είδει χρονικού και με αφηγητή το ζώο, τις περιπέτειες του ρινόκερου που από εξωτικό ζώο κατέληξε ξυλογραφία του Ντύρερ και η πραγματική εικόνα του ταυτίστηκε με την φανταστική αναπαράστασή του, υποκατάσταση της αλήθειας μέσω του ψεύδους της τέχνης: «Με χάραξε στο ξύλο ο Ιερώνυμος Αντρέι, τεχνίτης στην υπηρεσία του Δασκάλου Άλμπρεχτ Ντύρερ, στα 1515 -1ο 1513 είναι λάθος. Κανείς από τους δύο δεν με είχε δει, ούτε κι άλλον κανέναν σαν εμένα. Μόνο δυο επιστολές και δύο σκαριφήματα φτάσαν στην Νυρεμβέργη[…] Κι όμως, με τούτη τη μορφή θριάμβευσα για αιώνες.[…] Τριακόσια χρόνια εγώ, ο Ρινόκερως του Ντύρερ, ήμουνα ο ρινόκερως.». Ποια είναι η αλήθεια του ζώου που επιβάλλεται παρά η εικόνα που παράγει ο τεχνίτης, όπως ο ρινόκερως εξομολογείται: «Μα εγώ δεν μοιάζω» υποβάλλοντας το ζήτημα σχέσης σύγκλισης εικόνας και πραγματικότητας;
Η σχέση λόγου εικόνας/φωτογραφίας συνδυαστικά με την ιδέα του θανάτου διατρέχει το ποίημα «Δυό αγόρια στον πόλεμο»: «Αυτό το τουρκόπουλο δεν είναι κορίτσι/Έχει κοτσίδες για να θυμάται/τις δυο αδερφές του που πέθαναν/[…]Δεκαεξάχρονος κουράστηκε/πλάγιασε κι έκλεισε τα μάτια//Όρθιος πάνω του/πάτησε το κλικ/ο αξιωματικός/κι έστειλε την φωτογραφία μετά τον πόλεμο». Η διαρκής υπόμνηση της απώλειας (κοτσίδες), η φωτογραφία που διαιωνίζει το αναπαριστώμενο πρόσωπο και γίνεται άναρθρος λόγος επαναλαμβάνουν το ερώτημα ως ένα ακόμη άξονα της συλλογής: «Τι μένει μετά το θάνατο;» Το βαλσάμωμα, όπως στο νεκρό ρινόκερω, μια συρρικνωμένη μορφή άλλοτε ζωής, μια κούφια αναπαράσταση του αληθινού; Η φωτογραφία; Ποια σχέση έχει η αναπαράσταση αυτή με την πραγματικότητα; Στο «Δέκα και τέσσερα θέματα για φωτογραφία» ο λόγος επικαλείται και αναζητά την απεικόνιση ή αλλιώς ο λόγος, και μάλιστα υπό την ειδολογική σύμβαση του πεζόμορφου ποιήματος, «αφηγείται» την εικόνα˙ παράδειγμα: «Δύο γυναίκες: η πρώτη χτύπησε πάλι το μικρό δάχτυλο του δεξιού ποδιού και δυσκολεύεται να περπατήσει˙ η δεύτερη δυσκολεύεται να μιλήσει».
Η τέχνη ως δεσπόζουσα στη συλλογή θεματοποιείται και ως παραμυθητική βάσανος. Παράδειγμα αποτελεί η εννεαμερής σύνθεση με τίτλο «Ζωή ξανά». Αφορμάται από το βίο και τις σημειώσεις του Ματίς, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, που τα πέρασε καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο και χάνοντας την ικανότητα να ζωγραφίσει με τις συνήθεις του τροπικές μορφές. Με την τεχνική όμως του κολάζ, της ζωγραφικής με ψαλίδια, επανεφευρίσκεται η τέχνη και η ίδια η ζωή (εξ ου και ο τίτλος): «Στο σπίτι είπε/ εδώ θα φτιάξω την πισίνα μου/Και άρχισε να κόβει αυτός/και να τους καρφιτσώνει η βοηθός του/ ψηλά στον τοίχο/ κολυμβητές/ ένα μικρό δελφίνι/αστερίες/στάλες του νερού// Όλα θαλασσιά». Η σύντηξη ζωής τέχνης αναδεικνύει ακριβώς την παραμυθητική δύναμη της δεύτερης που ζωογονεί και εννοιοδοτεί. Ποια όμως πραγματική πισίνα αναπαριστά ο Ματίς; Λειτουργεί πάντοτε ο καλλιτέχνης μπροστά στην ασθένεια και το θάνατο όπως ο Ματίς ανανεώνοντας τους τρόπους του, δημιουργώντας έναν κόσμο όπου (επανα)κατασκευάζεται η ανάμνηση του πραγματικού και ο καλλιτέχνης μορφοποιεί το θάνατο «άγγελο λευκό κολυμβητή/Σαν τελική εξημέρωση του χρώματος/»;
Στο «Ο μουσικός στον πόλεμο» η στοιχειωδώς αφηγηματική μορφή του ποιήματος όπου εντίθενται τίτλοι έργων του Ντεμπυσσύ και αποσπάσματα από τα ημερολόγιά του αποδίδεται η πάλη του μουσικού με την ένδεια της εποχής του πολέμου και την ασθένεια που θα τον οδηγήσει στο θάνατο: «Στο μέλλον αναρωτηθείτε/ για τα έργα που φαίνονται/ να αιωρούνται μεσούρανα/Συχνά τα έχουν οργώσει/ερέβη» (τα πλάγια του ποιήματος ως παράθεμα από το ημερολόγιο του μουσικού), έτσι κλείνει το ποίημα με επιλογή από τις σημειώσεις του Ντεμπυσσύ. Οι σονάτες με το «Πλουμιστό κι αλαφρύ/Τέλος όλο έξαψη» όπως και η ένταση της χρωματικής κλίμακας του Ματίς λειτουργούν αντιστικτικά με το σκότος του τέλους και ακριβώς εδώ αναδύεται ξανά η τέχνη ως Μέδουσα έναντι του θανάτου (και της ασθένειας).
Ιδιαίτερο γνώρισμα του βιβλίου αποτελεί η διαρκής επαναφορά του ζώου ως συμπύκνωση όλων των έμβιων όντων, ως περιθωριοποιημένο ον στο ανθρωποκεντρικό σύμπαν, ως αντικείμενο στα μάτια του ανθρώπινου υποκειμένου. Τόσο η θεματική της ζωής και του θανάτου όσο και η έννοια της αναπαραστατικότητας, πέρα από ό,τι είδαμε παραπάνω, υποβάλλονται με έναν ιδιάζοντα σπισισμό (ειδισμό). Σχηματίζεται μια ακόμη περιοχή της συλλογής που αποσυνδέει τις έννοιες ζωή- θάνατος από τον ανθρωποκεντρισμό μεταθέτοντας το ζήτημα και στο χώρο των ζώων. Ο θάνατος, κοινή και αναπόδραστη μοίρα των έμβιων όντων λειτουργεί καταλυτικά εξισώνοντας τις διαφορές των ειδών και ακυρώνοντας την ιδέα της ανθρώπινης ανωτερότητας μπροστά στο μέγιστο οντολογικό θέμα. Μάλιστα με το ποίημα «Οίκος» η εξοικείωση με το θάνατο από την παιδική ηλικία μέσω του ζώου (σαλιγκάρι) αναδεικνύει το ερώτημα ως αιώνιο Το σαλιγκάρι επανακάμπτει ως σχεδιαστικό πρότυπο στο «Ζωή ξανά». Η συλλογή εξάλλου ανοίγει με το «Φιλεύσπλαχνε ταχυδακτυλουργέ», ποίημα που εισάγει ήδη τη χρήση του ζώου ως αντικειμένου που μετέχει του θαύματος αλλά μετά η συνέχεια του ταχυδακτυλουργού όσο και του λαγού μένει μετέωρη και σκοτεινή.
Δημιουργείται έτσι ένα δίκτυο διαλόγου με ποιήτριες που αξιοποιούν τη μετατόπιση προς τα άλλα είδη όπως η περισσότερο λυρική Άννα Γρίβα αλλά κυρίως η Φοίβη Γιαννίση (το ποίημα «Νίκος Βένιος, κτηνοτρόφος, 34 ετών, Ίος» αποτελεί ανοιχτή συνομιλία με ποιήματα από τη Χίμαιρα της Γιαννίση). (Στο όλο θέμα θα επεκταθώ σε άλλο κείμενο).
Η διάσπαρτη στο βιβλίο παρουσία ποιημάτων με βιωματικό υπόστρωμα, όπου προβάλλεται αδιαμεσολάβητα το εγώ, εγγράφει τα προγραμματικά ερωτήματα που στηρίζουν τη συλλογή στο χώρο του ατομικού. Έτσι, η απώλεια υποβάλλεται ως καλλιτεχνική αλλά και ως ανθρώπινη συνθήκη, όπως διαφαίνεται στο «Τι να κάνεις αν δεν μπορείς να κλάψεις»: «Έσπευδε εκείνη πλάι μου// Όμως τώρα είναι πλάι μου/ «μιλώντας για σένα έκανα λάθος/και έστριψα για την Νέα Αγχίαλο/ Σωστά- από κει οδηγούσες/επί χρόνια δίπλα στη θάλασσα/ώσπου σε μια ανηφορίτσα να φανεί/ το Πήλιο/ Γι’ αυτό κι εγώ συνέχισα/να μιλώ για σένα/στις αργές στροφές/πλάι στο νερό/».
Ακόμη μια φορά παρακολουθούμε την ποίηση να αρθρώνεται πάνω σε παραδειγματικά σχήματα, βιογραφίες και ντοκουμέντα με τα οποία επιχειρεί να συναρμόσει τη δραστικότητα του πυκνωμένου ποιητικού λόγου. Η καθαρότητα των στίχων του Ιωαννίδη, η ευθύτητα με την οποίαν παρουσιάζονται τα ζητήματα που προϋποτίθενται ως ποιητικό έναυσμα (τέχνες, θάνατος, ζώο), η συντομία των ποιημάτων και η κλασική στιχική κατανομή τους σε ελευθερόστιχες στροφικές ενότητες μελετημένες ως προς τους διασκελισμούς, τις σιωπές, την αστιξία και τα σχήματα, τέλος η εύστοχη μετάβαση σε πεζόμορφες επιλογές («Ρινόκερως», «Δέκα και τέσσερα θέματα για φωτογραφία», «Μέλι») μαρτυρούν μια ποίηση που κρατά ισορροπία.
Στο πίσω μέρος του μυαλού μας ο ρινόκερως έχει ταυτιστεί με τις ακούσιες απρόοπτες μεταμορφώσεις των ανθρώπων στο δυστοπικό έργο του Ιονέσκο όπου το ζώο και ο άνθρωπος λειτουργούν ως συμβολικά άκρα επομένως αντιστικτικά. Στον Ρινόκερω του Ιωαννίδη και τα δύο δεν είναι παρά έμβια όντα με κοινή μοίρα.
Παναγιώτης Ιωαννίδης, Ρινόκερως, εκδόσεις Καστανιώτης, 2020
Βρες το εδώ