του Λάκη Δόλγερα
Περιπατητές, σ’ ένα ειδυλλιακό τόπο, συγκεκριμένα δίπλα σε μια σπηλιά του Υμηττού, βρίσκουν έναν κρεμασμένο σ’ ένα αναιμικό πεύκο. Η ταυτότητα του νεκρού και η φύση του γεγονότος είναι άγνωστη. Καλείται η αστυνομία. Μ’ αυτόν τον κλασσικό για αστυνομικό μυθιστόρημα τρόπο ξεκινά το βιβλίο του Νικόλα Σεβαστάκη, Άνθρωπος στη Σκιά. Το φλερτ του συγγραφέα με το αστυνομικό δεν τελειώνει εκεί. Μια σχολή αστυνομικών συγγραφέων δηλώνει τον δολοφόνο ευθύς εξ αρχής για να επικεντρωθεί στο γιατί. Εδώ, ο συγγραφέας σύντομα δηλώνει ότι δεν υπήρχε φόνος αλλά αυτοκτονία, όχι για να περάσει στο γιατί, αλλά για να μας δώσει σ’ ένα πολιτικό μυθιστόρημα το πορτραίτο και τον βίο του αυτόχειρα Φάνη Αυγερινού.
Στήνεται ένα συνεχές φλας μπακ αφηγήσεων, μη γραμμικών χρονολογικά. Αφηγήσεις φίλων, συγγενών, συντρόφων λειτουργούν ως καθρέφτες για να αναδυθεί στον αναγνώστη το πορτραίτο του Αυγερινού, ενώ ο ίδιος παρουσιάζεται αχνά σε δύο περιπτώσεις, μία στην παρανομία της τρομοκρατίας, ενδεδυμένος το ψευδώνυμο Μαύρος, και την άλλη μέσα από ένα όνειρό του. Ο τρόπος αυτός μου θύμισε εκείνον του Φραντσέσκο Ρόσι στην ταινία Σαλβατόρε Τζουλιάνο, του ληστή και ακτιβιστή της αυτονομίας της Σικελίας, καθώς σε όλη την ταινία βιογραφείται δίχως ποτέ να βλέπουμε τον ίδιο. Νομίζω, όμως, ότι η παρόμοια τεχνική επελέγη για διαφορετικούς λόγους. Ο μεν Σεβαστάκης μ’ αυτό τον τρόπο δηλώνει ότι ο άνθρωπος είναι οι σχέσεις του και μάλιστα οι εκάστοτε σχέσεις του, ενώ ο Ρόσι ότι δεν είναι δυνατόν να σας δείξω τον Τζουλιάνο αλλά μόνο τον μύθο του.
Το μυθιστόρημα επικεντρωμένο στον χαρακτήρα του ακτιβιστή τρομοκράτη ήρωα, θα μπορούσε να έχει τον ομώνυμο τίτλο Φάνης Αυγερινός. Ο τίτλος Άνθρωπος στη Σκιά, έχει κάτι πιο ειδικό, παραπέμπει στο φαινόμενο της τρομοκρατίας, το οποίο πάντοτε τελείται και επιδιώκεται να παραμείνει στην σκιά. Ή, ακόμη παραπέρα, ότι η τρομοκρατία της μεταπολίτευσης παρέμεινε κρυμμένη στο συλλογικό ασυνείδητο της ελληνικής κοινωνίας. Μ’ αυτό τον τρόπο το μυθιστόρημα του Σεβαστάκη θέτει το θέμα της κάθαρσης και της απαλλαγής απ’ τα φαντάσματα του καιρού μας.
Είκοσι εννέα αφηγήσεις με ιδιαίτερους τίτλους συγκροτούν τα δύο μέρη και τον επίλογο του βιβλίου, ενώ κάθε μία αφήγηση θα μπορούσε να διαβαστεί ως αυτόνομο διήγημα. Στο πρώτο μέρος, με τίτλο Μύηση και Χωρισμοί, εκτός από την σκηνή της εύρεσης του νεκρού, οι άνθρωποι του κύκλου του Φάνη παρουσιάζουν τον ήρωα στα παιδικά, εφηβικά και νεανικά του χρόνια καθώς και τον κόσμο που τον περιέβαλε. Εμφανίζεται ως ένας νεαρός που ξεχωρίζει, ρηξικέλευθος, εριστικός, ανήσυχος, πρότυπο μίμησης για την παρέα του. Παρόλα αυτά είναι ένα συνηθισμένο παιδί εκείνων των χρόνων, που ζει την κοινή ζωή των νέων της Αθήνας, έτοιμος, όπως και αρκετοί άλλοι, να μπει στα μυστήρια και την ιεροτελεστία της αριστεράς για να μετάσχει στον αντιχουντικό αγώνα.
Ο φίλος του Κωστής Μάντακας περιγράφει με την ματιά του εξωτερικού παρατηρητή την πρώτη επαφή του, με τον θείο της φίλης του Φάνη, Κατερίνας, Άρη Πάικο, παλιό μαχητή της δεκαετίας του 40 που μετά από την περιπέτειά του στην Ανατολική Ευρώπη, έχει καταφύγει στις Βρυξέλλες ως επιτυχημένος επιχειρηματίας, bon viveur, ενταγμένος σε κύκλους της διεθνούς αριστεράς. Συγχρόνως γνωρίζει μια πλειάδα από διαφορετικές περσόνες της Αριστεράς, την Βελγίδα ακτιβίστρια σύντροφο του Πάικου, Δάφνη Λαμέρις, τον Στέφανο Παπατζίμα, πρόσωπο προσκολλημένο στον Εμφύλιο που ζει τώρα ως φάντασμα εκείνης της εποχής κ. α.
Γοητεύεται από αυτές τις επαφές και. προχωρά στον ακτιβισμό. Παίρνει το «βάπτισμα του πυρός» στα γεγονότα του πολυτεχνείου του 1973, όπως δίνονται στο πέμπτο αφήγημα πάλι από τον Κωστή Μάντακα. Ο τελευταίος δεν συμμετέχει και γίνεται έτσι ο πρώτος χωρισμός. Από εκεί και πέρα οι Χωρισμοί είναι συνεχείς – απαραίτητοι για την επικείμενη τρομοκρατική δράση. Με την Κατερίνα – όταν αυτή αντιλαμβάνεται ότι ποτέ αυτός ο άντρας δεν θα γίνει ο δικός της άντρας – «χάνεται», απ’ τον Πάικο, τις παρέες, τους συντρόφους το σπίτι του, απ’ όλους.
Για όλες τις αφηγήσεις του πρώτου μέρους χρησιμοποιείται το πρώτο πρόσωπο.. Το εξομολογητικό ύφος δίνει αυθεντικότητα, οικειότητα και στέρεη γνώση για τον Φάνη και το περιβάλλον του.
Στο δεύτερο μέρος με τίτλο Κληρονομιές και Αποκληρώσεις περιγράφεται το βάρος της κληρονομιάς της Αριστεράς – της τραυματισμένης από την ήττα στον Εμφύλιο – στους νέους, φυσικούς ή ιδεολογικούς γόνους. Ο αναγνώστης απ’ τις αφηγήσεις εικάζει ότι ο Φάνης, που έχει μετατραπεί στο εκτελεστικό χέρι μιας οργάνωσης – παρέας, θέλει αφενός να ξεπλύνει την ντροπή απ’ τον φυσικό του πατέρα (για τον οποίο οι «γέροντες» της τρομοκρατίας, που τον χειρίζονται, του δίνουν την ψευδή πληροφορία ότι πρόδωσε και πέρασε στο στρατόπεδο της καταστολής), και αφετέρου να υπερκεράσει τον ιδεολογικό του πατέρα Άρη Πάικο (και την γενιά που δεν τα κατάφερε στον Εμφύλιο), προσχωρώντας στην θεωρία των εστιών ανάφλεξης και την βία της κλειστής τρομοκρατικής εστίας. Πρόκειται μάλλον για μια διπλή πατροκτονία και όχι για Αποκληρώσεις.
Η διήγηση στο δεύτερο μέρος φεύγει από την περιγραφή μια εποχής και εισέρχεται στην περιγραφή μιας κάστας που θα μπορούσαμε σχηματικά να την ονομάσουμε εξωκοινοβουλευτική αριστερά, η οποία ζωντανεύει καθώς παρουσιάζονται με ενάργεια οι αντιφάσεις, οι δολιχοδρομίες και τα ντε σου της.
Κληρονομιές όμως έχουν και οι άλλοι, οι απέναντι. Η Μιράντα Μαζαράκη, ανιψιά του θύματος της τρομοκρατικής δράσης του Αυγερινού, προσπαθεί να καταλάβει τι συνέβη. Γιατί ο αγαπημένος και γλυκός θείος της έπεσε θύμα της βίας; Τι τους έφταιξε; Κλεισμένη στο κόσμο των δικών της κληρονομιών, έρχεται σε επαφή με την Κατερίνα, τον νεανικό έρωτα του Φάνη προσπαθώντας να δει πίσω από τις κουρτίνες τής απέναντι πλευράς. Η ιδεολογική της σκευή δεν της επιτρέπει να το κάνει. Τα πράγματα γι’ αυτήν είναι απλά. Δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει τα περίεργα μονοπάτια της αριστερής σκέψης. Ούτε όμως η Κατερίνα μπορεί να την πλησιάσει. Οι δύο κόσμοι μένουν απρόσιτοι στον «άλλο».
Στο δεύτερο μέρος, όταν οι αφηγήσεις αφορούν τους παλιούς μαχητές της αριστεράς γίνονται σε τρίτο πρόσωπο. Θαρρείς και ο συγγραφέας λέει ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν μπορούν ν’ αφηγηθούν την προσωπική τους ιστορία δίχως να καταφύγουν σε θεωρίες και κλισέ. Επιπλέον παρουσιάζονται οι γνωστές τυποποιημένες νεκρολογίες των αριστερών εντύπων για τον Πάικο και την Λαμέρις.
Πλεονέκτημα του βιβλίου είναι ότι η λογοτεχνικότητα της αφήγησης του Σεβαστάκη παραμένει αυστηρά στο πλαίσιο της μυθοπλασίας αφήνοντας εκτός το πολιτικό δοκίμιο, το είδος που διακονεί με επιτυχία για χρόνια. Η μυθοπλασία είναι αληθινή καθώς δημιουργεί τον δικό της κόσμο δίχως να παραπέμπει άμεσα ή και έμμεσα σε κανένα πρόσωπο και καμία γνωστή κατάσταση. Μικρή παρέκβαση είναι ότι το 2002 κάποιοι από τους ήρωες του μυθιστορήματος βλέπουν στην τηλεόραση τους συλληφθέντες της 17 Νοέμβρη – μέχρι εκεί.
Σε όλο το κείμενο υπάρχουν πολλές παρεκβάσεις από το κεντρικό θέμα, το προφίλ κεντρικού ήρωα. Νομίζω ηθελημένα, για να δώσουν και να ορίσουν το φόντο μιας εποχής. Ο Σεβαστάκης μάς λέει μ’ αυτό τον τρόπο: ο Φάνης Αυγερινός είναι η συγκεκριμένη εποχή και ιδιαίτερα το κομμάτι της που αφορά την τρομοκρατία, τον ρεβανσισμό για τον εμφύλιο και τον επίλογό του την δικτατορία του 1967. Τρομοκρατία που έμεινε στην σκιά, δίχως να γίνει κάθαρση αυτογνωσίας. Απλώς κάποια στιγμή το φαινόμενο έληξε.
Ο Φάνης αυτοκτονεί το 2015, όταν προδιαγράφεται η ήττα της ευρύτερης αριστεράς, την οποία συμβολικά παρουσιάζει στο τελευταίο κεφάλαιο ο συγγραφέας. Στον Επίλογο ο Φάνης έχει μετατραπεί σ’ έναν ήσυχο άνθρωπο, εκτός ιδεολογικών ταυτίσεων και εμμονών, ο οποίος κάνει ξεναγήσεις στους ορνιθοπαρατηρητές του Πάρνωνα, ενώ επιστρέφει στην παιδική του ηλικία και στην σχέση με τον πατέρα του μέσα από τα όνειρά του. Κλειδί του τέλους, η «τυχαία» συνάντησή του με τον έρωτα της ζωής του, την Κατερίνα. Εκείνη αποφεύγει να του μιλήσει – εκφράζοντας την ελληνική κοινωνία – αποστρέφει το πρόσωπό της απ’ αυτόν. Ο Φάνης Αυγερινός είναι μόνος και ηττημένος. Αυτοκτονεί. Η εποχή του έχει τελειώσει.
info: Νικόλας Σεβαστάκης, Άνθρωπος στη σκια, Πόλις