Η βοή του βάθους (του Χρίστου Κυθρεώτη)

0
514
Η πρώτη Πρωτοχρονιά της Μεταπολίτευσης στην ΕΡΤ από την εκπομπή Ρεπόρτερς

του Χρίστου Κυθρεώτη[1]

Στο τελευταίο μυθιστόρημα του Νικόλα Σεβαστάκη Καταγωγή ή Οι ιστορίες των άλλων, η στιλπνή, ρέουσα γλώσσα βυθίζει τον αναγνώστη στην αφήγηση και του εμπνέει ένα καθησυχαστικό συναίσθημα που σύντομα διαψεύδεται από όσα συμβαίνουν στο βιβλίο. Είτε πρόκειται για την ακραία βία που έχει υποστεί και έχει αποσιωπήσει η Δέσποινα Μπουζιάνη, είτε πρόκειται για το σκοτεινό παρελθόν του Αγαθάγγελου –ενός χαρακτήρα που συστήνεται αρχικά σε καλοπροαίρετο τόνο–, είτε πρόκειται απλώς για τις προσωπικές ματαιώσεις του κεντρικού χαρακτήρα Άρη Χειμωνίτη, στο μυθιστόρημα διαχέεται έντεχνα από τον συγγραφέα η ανησυχητική υποψία ότι τα πράγματα δεν είναι ποτέ όσο ήρεμα δείχνουν – ότι κάτω από φαινομενικά ακύμαντες επιφάνειες υπάρχει πάντα κάτι που βράζει. Η στιγμή κατά την οποία αυτά τα βαθύτερα ρευστά έρχονται στην επιφάνεια, ή έστω υπαινίσσονται την παρουσία τους, φαίνεται να αποτελεί το επίκεντρο γύρω από το οποίο κινείται ο αστερισμός των χαρακτήρων που ο συγγραφέας μας παρουσιάζει πολυπρισματικά μέσα από μια τριτοπρόσωπη αφήγηση με εναλλασσόμενες οπτικές γωνίες.

Ο ίδιος ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο νεαρός συγγραφέας Άρης Χειμωνίτης, προβάλλει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα φαινομενικά χλιαρού χαρακτήρα που στην πορεία φανερώνει ένα πλούσιο δυναμικό αντιφάσεων και συγκρούσεων. Χτίζεται ως ένας αναγνωρίσιμος τύπος της γενιάς του –της πρώτης μεταπολιτευτικής γενιάς–, αποστασιοποιημένος από το αγοραίο κλίμα της δεκαετίας του ενενήντα, εμποτισμένος με μια αίσθηση απόκλισης από τις «εύκολες» επιλογές του μέσου όρου, ταγμένος σε ένα ιδανικό «αυθεντικότητας», τόσο γοητευτικής όσο και ασαφούς. Κυνηγώντας αυτό το ιδανικό, ο Χειμωνίτης οδηγείται σε μεσοβέζικες λύσεις στα επαγγελματικά του, αποφεύγοντας επιμελώς οποιαδήποτε «καριέρα» και αρκούμενος σε έναν στοιχειώδη βιοπορισμό που του επιτρέπει να αφιερωθεί σε δημιουργικότερες κλίσεις και διαθέσεις. Στη βάση της αντίθεσης που διέπει τον χαρακτήρα του, όπως τον παρουσιάζει ο Σεβαστάκης, βρίσκεται η υπεροπτική απόρριψη όλων των πραγμάτων που έχουν κάνει διαθέσιμες τις δικές του επιλογές. Εν μέρει σνομπάροντας και εν μέρει αγνοώντας κάθε πρακτική πλευρά της δουλειάς του πατέρα του, όπως επίσης και την υλική ευημερία της κοινωνίας στην οποία ζει, ο Χειμωνίτης δείχνει κατά κάποιο τρόπο να περιφρονεί όσα αποτελούν τη βάση του τρόπου ζωής που έχει επιλέξει.

Ωστόσο, κάτω από την αδιαφορία, την άγνοια και την απάθειά του, σιγοβράζει η εσωτερική σύγκρουση. Μπορεί να αγνοεί αλλά δεν είναι ανυποψίαστος: γνωρίζει πως υπάρχουν πράγματα που αγνοεί – η ρηχότητά του τον ενοχλεί, άρα δεν είναι πραγματικά ρηχός. Έτσι, όταν έρχεται το εξωτερικό έναυσμα, με τη μορφή του Οδυσσέα Αγαθάγγελου και των αποκαλύψεων για τη μητέρα του Άρη, αυτό στην πραγματικότητα κινητοποιεί έναν ήδη παρόντα εσωτερικό μηχανισμό που φέρνει τον Χειμωνίτη πρώτα αντιμέτωπο με το παρελθόν της οικογένειάς του, κι έπειτα με τον ίδιο του τον εαυτό.  Ήδη πριν μάθει την αλήθεια για τη μητέρα του, ο Άρης διακατέχεται από τη θεμελιώδη αμφιβολία που δίνει βάθος στους λογοτεχνικούς χαρακτήρες: αμφιβολία για τον εαυτό του. Αυτή η εσωτερική ένταση εκδηλώνεται πρώιμα σε διάφορα σημεία του βιβλίου, και κατεξοχήν ξεδιπλώνεται στην απόρριψη από μέρους του του πρώτου του βιβλίου: αυτή η πρώτη συλλογή διηγημάτων του, που ανήκει στη λογοτεχνία του φανταστικού, γίνεται ο καθρέφτης μέσα στον οποίο ο Χειμωνίτης έρχεται ενώπιος ενωπίω με την ίδια του τη ρηχότητα. Αργότερα, κι αφού με προσωπικό κόστος έχει μάθει την αλήθεια για τη μητέρα του, επιλέγει να επιστρατεύσει για το δεύτερο βιβλίο του μια φαντασία ισχυρότερη από την επιστημονική: φαντάζεται πώς είναι οι άνθρωποι, άνθρωποι σαν κι αυτούς που τον περιβάλλουν, και πώς είναι οι ιστορίες τους.

Ο αποδραματοποιημένος τόνος με τον οποίο παρουσιάζονται οι εσωτερικές και οι εξωτερικές ρήξεις στον χαρακτήρα του Χειμωνίτη συνομιλεί με το μοτίβο που περιγράφηκε πιο πάνω: τη συνύπαρξη της ήρεμης επιφάνειας και του ανήσυχου βάθους. Ο Σεβαστάκης επιλέγει να παρουσιάσει τόσο το σοκ που διέρχεται ο Άρης Χειμωνίτης όσο και τη διαδικασία ωρίμασής του σε σχετικά ήπιους τόνους, μέσα από την αλληλεπίδρασή του με τους άλλους χαρακτήρες. Και πάλι το γεγονός ότι η επιφάνεια παραμένει σχετικά ήρεμη δεν πρέπει να μας ξεγελά, αφού οι συγκρούσεις μαίνονται στο παρασκήνιο και ο Χειμωνίτης δεν στρέφει την κριτική του μόνο απέναντι στον εαυτό του αλλά και απέναντι στους γονείς του, που ποτέ τους δεν του μίλησαν για το παρελθόν τους και τον άφησαν να ζει με ελλιπείς πληροφορίες. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται το εν λόγω ζήτημα ο Σεβαστάκης, ο τρόπος με τον οποίο υπερασπίζονται τη σιωπή τους οι γονείς του Χειμωνίτη, μας οδηγεί σε ένα από ισχυρά ηθικά διλήμματα που βρίσκονται στον πυρήνα του βιβλίου: έχει το δικαίωμα η προηγούμενη γενιά να αποκρύψει από την επόμενη βασικές πληροφορίες από την ιστορία της;

Οι απαντήσεις δεν είναι εύκολες. Η άγνοια των νεότερων δεν είναι πάντα αθώα, ούτε έχει συνέπειες που περιορίζονται στο προσωπικό πεδίο. Ακόμα και η ίδια η Δέσποινα αναγνωρίζει κάποια στιγμή πως η γενιά του γιου της, μεγαλωμένη σε ένα κουκούλι προστασίας και ασφάλειας εν μέρει πλασματικής, είναι πολύ λιγότερο εξοπλισμένη από τη δική της γενιά απέναντι σε κάθε είδους κακόβουλες πολιτικές δυνάμεις: απλούστατα, οι νεότεροι δεν ξέρουν πώς να αναγνωρίσουν έναν φασίστα. Από την άλλη, πειστικό ηχεί και το ερώτημα που θέτει ο πατέρας του στον Άρη: και τι ακριβώς επρόκειτο να κάνει με αυτή την αλήθεια αν την ήξερε; Πώς θα τον ωφελούσαν οι φρικτές εικόνες του βασανισμού της μητέρας του; Και ακόμα βαθύτερο είναι το ερώτημα που υπονοείται στις σελίδες του μυθιστορήματος: αν η κατοχή της αλήθειας είναι προϋπόθεση για την αυτονομία της δράσης του ατόμου, μήπως η γνώση της συγκεκριμένης αλήθειας θα είχε ακόμα πιο δυσμενείς συνέπειες για την αυτονομία του Άρη, προσδένοντάς τον δουλικά σε μια αφήγηση ηρωισμού της μητέρας του;

Σε αυτό το ερώτημα κρύβεται πιθανόν το κλειδί και για τη στάση της ίδιας της Δέσποινας Μπουζιάνη. Η σιωπή της είναι σχεδόν απόλυτη, δεν καλύπτει μόνο το βασικό συμβάν που στοιχειώνει το παρελθόν της, καλύπτει και τα ίδια τα κίνητρα της αποσιώπησης. Αν πίσω από τη σιωπή της κρύβεται μια ηθική στάση απόρριψης οποιασδήποτε καπηλείας της ηρωικής συμπεριφοράς της –καπηλείας από άλλους αλλά και από την ίδια–, το ξέρει μόνο εκείνη. Αν η σιωπή της παραπέμπει σε κάτι ακόμα πιο βαθύ υπαρξιακά, σε μια θεμελιώδη αποξένωση της ίδιας από ό,τι της συνέβη –επειδή αυτό που της συνέβη υπερβαίνει και την ίδια και δεν έχει σχέση με το άτομο που επιβίωσε για να το αφηγηθεί–, και πάλι το ξέρει μόνο εκείνη. Ο αναγνώστης εισπράττει από τη Δέσποινα αυτό που εισπράττει και ο ίδιος ο Άρης: βλέπει μια γυναίκα που θέλει απλώς να ζήσει τη ζωή της, εμβαθύνοντας τις σχέσεις με τους γύρω της και επιλέγοντας μια συνθήκη σχετικής αφάνειας, που τονίζεται και από την επαγγελματική της ταυτότητα. Ο ίδιος ο Άρης αναρωτιέται γιατί η μητέρα του επέλεξε τον αφανή ρόλο του επιμελητή αντί για εκείνον του συγγραφέα. Ίσως από αυτό το δίπολο, της μητέρας που επιλέγει την επιμέλεια της λογοτεχνίας και του γιου που ψάχνει τον χώρο για να γίνει συγγραφέας λογοτεχνίας, να ξεκινάει ένα μονοπάτι για την προσέγγιση της στάσης της.

Το δίπολο μητέρας-γιου πλαισιώνεται από μια σειρά χαρακτήρων άρτια σχεδιασμένων και υλοποιημένων, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει η αινιγματική φιγούρα του Αγαθάγγελου, τον οποίο ο Σεβαστάκης προσεγγίζει χωρίς απλουστεύσεις και μονομέρειες. Το σημειωματάριό του είναι ένα από τα πιο έξοχα γραμμένα μέρη του μυθιστορήματος, καθώς μας επιτρέπει μια ανατριχιαστικά ακριβή ματιά στη σκέψη και την ψυχοσύνθεση ενός χαρακτήρα που μέχρι τότε έχουμε δει κατά βάση εξωτερικά, μέσα από τα μάτια άλλων. Αντίστοιχης ακρίβειας είναι και οι υπόλοιποι χαρακτήρες, ο «άνθρωπος των δεδομένων» Μάνθος Χειμωνίτης, η ήπιων τόνων Νεφέλη, που συχνά πυκνά στρέφει έναν καθρέφτη απέναντι στον Άρη για να μπορέσει να δει εκείνος τυφλές γωνίες του εαυτού του που του διαφεύγουν, ο Κρίστο και οι υπόλοιποι, καθένας συμπληρώνοντας ψηφίδες του πολυπρισματικού παζλ που φτιάχνει ο Σεβαστάκης, παραδίδοντας ένα άρτιο μυθιστόρημα που μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους: ως μυθιστόρημα ενηλικίωσης, ως οικογενειακό δράμα, αλλά και ως τοιχογραφία μιας κοινωνίας και μιας εποχής που φαντάζουν ήδη μακρινές.

 

[1] Το παρόν κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της ομιλίας του Χρίστου Κυθρεώτη στο πλαίσιο της παρουσίασης του μυθιστορήματος στις 12 Ιουνίου 2023, στον κήπο του Νομισματικού Μουσείου.

 

 

Νικόλας Σεβαστάκης, Καταγωγή ή Οι ιστορίες των άλλων, Πατάκης

 

Προηγούμενο άρθροΟι καθημερινοί Τζεπέτο (του Κώστα Κυριακόπουλου)
Επόμενο άρθροΠρωτοπόροι Ιταλοί Ποιητές (της Ιωάννας Αβραμίδου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ