Έμπαινα στο κατάμεστο μαρμάρινο παλάτι στο Κεφαλάρι όπου μία από τις μεγάλες συστημικές πια τράπεζες είχε καλέσει τον Ουμπέρτο Έκο να μιλήσει. Είχα εφοδιαστεί με μαγνητόφωνο, μπλοκ και όρεξη να ακούσω τον διάσημο πολιτισμιολόγο και λογοτέχνη . Κοίταξα γύρω μου, τραπεζικά στελέχη με λαπτοπ, γραβάτες και πανάκριβες mont blanc. Αναρωτιόμουν αν αυτό ήταν κατάλληλο ακροατήριο για τον Έκο.
Ο ίδιος θα έλεγε ότι δεν τον πειράζει: «εγώ δημιουργώ αναγνώστες».
Θυμάμαι ότι είχε μιλήσει για τον εμπειρικό αναγνώστη λέγοντας ότι αυτός μπορεί να διαβάζει με πολλούς τρόπους —και δεν υπάρχει κανένας νόμος που να του υπαγορεύει πώς να διαβάζει— γιατί, συχνά, χρησιμοποιεί το κείμενο ως δοχείο για τα δικά του πάθη, που μπορεί να μην προέρχονται μέσα από το κείμενο ή που το κείμενο μπορεί τυχαία να ενεργοποιεί.
Κι αυτός ήταν ο Έκο, ένας εραστής του βιβλίου και της ανάγνωσης για όλους. Απλός ,κατανοητός, με άποψη. Πρώτα διάβασε μετά έγραψε. Μεσαιωνολόγος, φιλόσοφος, ερευνητής, πολιτισμιολόγος, λογοτέχνης, καθηγητής. Πολύγλωσσος, έχοντας στο οπλοστάσιο του δύο νεκρές γλώσσες, αρχαία ελληνικά και λατινικά, διαβιούσε με τις λέξεις και με την κουλτούρα των λέξεων. Διαβάζοντας τα γραπτά του νομίζεις ότι οι λέξεις για τον Έκο εφευρέθηκαν για να υπάρχουν μέσα στα βιβλία.
Είχε γράψει αρκετά βιβλία για την αγάπη των βιβλίων. Ζούσε με αυτά ακόμα κι όταν «τα ακούμπαγε με τις ρώγες των δακτύλων χωρίς να τα διαβάζει». Ακόμα κι όταν είχε τύψεις γιατί δεν θα προλάβαινε στη ζωή του να διαβάσει κάποια από αυτά. Το δαιδαλώδες σπίτι του, όπως λένε, είχε 30.000 τόμους.
Δεν είναι τυχαίο που πολλά από τα μυθιστορήματα του στηρίζονται στα βιβλία, στη γοητεία που ασκούν και τα μυστικά που κρύβουν. Δεκάδες προσπάθησαν να μιμηθούν την παγκόσμια επιτυχία που είχε το πρώτο του μυθιστόρημα το «Όνομα του Ρόδου». Να δημιουργήσουν μια αφήγηση με σασπένς στη βάση ενός χαμένου βιβλίου. Ο ποιο γνωστός από τους μιμητές του ίσως ήταν ο Νταν Μπράουν, που δεν κατάφερε όμως να κάνει λογοτεχνία, μόνον απανωτά μπεστ σέλερ. Όχι γιατί του έλειπαν οι γνώσεις αλλά του έλειπε το αισθητήριο, η άλλη κουλτούρα, αυτή που διέθετε ως τεράστιο όπλο ο Έκο.
Μεγάλωσε με τα κόμικ του Σαλγκάρι, στα κόμικ αυτά έχει αφιερώσει και το μυθιστόρημά του «Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα» όπου ο ήρωας , ο ίδιος ο Έκο, βυθίζεται σε σ’ ένα δαιμονικό στρόβιλο μνήμης από αγαπημένα μυθιστορήματα, ποιήματα, κινηματογραφικές ταινίες και κόμικς. Τον επηρέασε όπως έλεγε στον Ανταίο Χρυσοστομίδη ο κλασικός Μαντσόνι με τους Λογοδοσμένους, ένα βιβλίο αντιπαθητικό στους περισσότερους ιταλούς γιατί το περιείχε η σχολική ύλη. Και μετά οι μεγάλοι του αιώνα του: ο Τζόις, ο Μποντλέρ, ο Έλιοτ κ.ά . Δημιούργησε με άλλους την Ομάδα 63, ένα πρωτοποριακό κίνημα για τη γραφή και τη λογοτεχνία.
Ο ίδιος παρουσίαζε τον εαυτό του με ποδηλάτη που παίρνει μέρος και σε ράλι αυτοκινήτων. Πρώτα μελέτησε την αισθητική του μεσαίωνα, μετά την ποιητική του Τζόις, ακολούθησαν οι πειραματισμοί στη λογοτεχνική φόρμα, η μελέτη της μαζικής επικοινωνίας και η σημειολογία. Κάποια στιγμή στη μέση της ζωής του αποφάσισε να γράψει μυθιστόρημα. Είχε ήδη την απαραίτητη σκευή γι αυτό. Έλεγε χαριτολογώντας
«Τι να κάνω; ήθελα να αλλάξω κάτι στη ζωή μου. Να φύγω με μια κουβανέζα χορεύτρια στο Ακαπούλκο; Όχι, αποφάσισα να γράψω μυθιστόρημα».
Το μυθιστόρημα υπήρχε πάντα μέσα του, ακόμα κι όταν έγραφε τη διατριβή του για τον Θωμά Ακινάτη κάποιος μέλος της Επιτροπής τον επέκρινε γιατί το θέμα δεν το διερευνούσε αλλά το αφηγείτο.
Αν στο Όνομα του Ρόδου υπάρχει η αναζήτηση του ανύπαρκτου Περί Κωμωδίας βιβλίου του Αριστοτέλη, στο Κοιμητήριο της Πράγας υπάρχει το διαβόητο «Τα πρωτόκολλα της Σιών» και στο Εκκρεμές του Φουκώ ο ήρωας του συναντά έναν επιμελητή εκδόσεων σε έναν ιδιόρρυθμο εκδοτικό οίκο που ασχολείται κυρίως με τον αποκρυφισμό, ο οποίος του προτείνει να συνεργαστούν σε μια καινούρια σειρά βιβλίων με ανάλογο θέμα. Έχει γράψει ότι δεν θα μπορούσε να γράψει το ‘Όνομα του Ρόδου χωρίς τους Λαβυρίνθους του Μπόρχες και το Εκκρεμές χωρίς το Μπουβάρ και Πεκυσέ του Φλωμπέρ. Στο Μπαουντολίνο πρωταγωνιστεί ένας «χαρούμενος πλαστογράφος». Κάθε μυθιστόρημα του αναφέρεται σε ένα βιβλίο. Τα βιβλία μέσα στα βιβλία είναι το άλας της ζωής του.
Εραστής του βιβλίου ο Έκο το πλησίασε από δεκάδες μεριές, μελέτησε κάθε του πτυχή και χρήση. Ο βιβλιόφιλος κατά τον Έκο αγαπά το βιβλίο και ως αντικείμενο. Υποστήριζε πώς το βιβλίο ανήκει σε εκείνα τα θαύματα της τεχνολογίας της οποίας μέρος αποτελούν ο τροχός, το μαχαίρι, το κουτάλι, το σφυρί, το τσουκάλι, το ποδήλατο. ¨Όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει αυτά δεν αντικαταστάθηκαν ποτέ. Υπάρχει αυτή ωραία παράγραφος, ένα ύμνος για το βιβλίο : «Τι όμορφο που είναι ένα βιβλίο, που επινοήθηκε για να πιάνεται στο χέρι, ακόμη και στο κρεβάτι, ακόμη και μέσα σε μία βάρκα, ακόμη και εκεί όπου δεν υπάρχουν ηλεκτρικές πρίζες, ακόμη κι αν έχει αποφορτιστεί κάθε μπαταρία και αντέχει τα σημάδια και τα τσαλακώματα, μπορεί να αφεθεί να πέσει καταγής ή να παρατηθεί ανοιγμένο στο στήθος ή στα γόνατα όταν μας παίρνει ο ύπνος, μπαίνει στην τσέπη, φθείρεται, καταγράφει την ένταση, την επιμονή ή τον ρυθμό των αναγνώσεών μας, μας υπενθυμίζει (αν φαίνεται πολύ καινούργιο ή άκοπο) ότι δεν το διαβάσαμε ακόμη…» . Για τον Έκο το βιβλίο ήταν «μια επιβεβαίωση της ζωής, μια μικρή γεύση αθανασίας- αλίμονο προς τα πίσω.»
Ξεχώριζε τη βιβλιοφιλία από τη βιβλιομανία. Η πρώτη είναι η αγάπη για το βιβλίο, η δεύτερη είναι η αγάπη για αποκλειστική κατοχή του βιβλίου. Ο ίδιος ήταν μάλλον λίγο από όλα. Διάβαζε υπογραμμίζοντας με άπειρες σημειώσεις, θεωρούσε το υπογραμμισμένο βιβλίο ντοκουμέντο της ζωής του. Ανοίγω στην τύχη το Ουμπέρτο Έκο «Αναμνήσεις επί χάρτου» και διαβάζω τις δικές μου υπογραμμίσεις: «Το πρόβλημα που ισχύει για τα βιβλία είναι αυτό της πληθώρας , δηλαδή της δυσκολίας στην επιλογή, του κινδύνου να μην μπορείς να διακρίνεις ποιο βιβλίο είναι καλό». Αν το βιβλίο είναι για πέταμα το αφήνεις. Αν το διαβάσεις και δεν θες να το ξαναδιαβάσεις ήταν μια σεξουαλική σχέση της μιας βραδιάς. Το ζητούμενο κατά τον Έκο είναι να βρούμε τα βιβλία που θα αποτελούν για μας μόνιμη ερωτική σχέση, θα θέλουμε να πάμε και να ξαναπάμε μαζί του.
Αυτόν τον έρωτα των βιβλίων κυνήγησε στη ζωή του, την ουτοπία που αυτά προσφέρουν. Είναι η ουτοπία του «ανεύρετου νησιού» που όταν το πλησιάζεις εξαφανίζεται. Αλλά αυτό δεν πτοεί τους ονειροπόλους.