του Δημήτρη Κόκορη (*)
Ο φιλολογικός ζήλος και η κριτική ευαισθησία του Γιάννη Παπακώστα, πολλαπλά επιβεβαιωμένα από το ευρύ επιστημονικό έργο του, μας βοηθούν μέσω των κειμένων του παρουσιαζομένου βιβλίου να γνωρίσουμε πληρέστερα, να αξιολογήσουμε βάσιμα και να φωτίσουμε επαρκώς την ποιητική του πένθους, του πόνου και της θλίψης, όπως αυτή παρουσιάστηκε σε ορισμένες αξιοσημείωτες πτυχές της νεοελληνικές ποιητικής παραγωγής των αρχών του 21ου αιώνα, με μόνη βασική χρονική εξαίρεση την ποιητική σύνθεση της Κικής Δημουλά Χαίρε ποτέ, η οποία εκδόθηκε στο τέλος της δεκαετίας του 1980.
Στη συγκεκριμένη συλλογή, η ποιήτρια ξεδιπλώνει ένα ήδη διαμορφωμένο χαρακτηριστικό της ποιητικής της, το «μη αναμενόμενο» ως κειμενική δυναμική (που οικοδομείται με λειτουργικές αμφισημίες και με απρόσμενες επαναλήψεις στίχων και συμβολικά φορτισμένων λέξεων), συνδυάζοντάς το με την έκφραση του πένθους από τη βιωμένη απώλεια: Για να μπορέσω έτσι θρασύτατα ισχυρή / ν’ αγοράσω πια την ανάσταση σου, // Σωστά το άκουσες, μη μελαγχολείς, / την ανάστασή σου. Οι μη αναμενόμενες συζεύξεις εννοιών και λέξεων, ενταγμένες στη ρητορική του πένθους ειδικά και της υπαρξιακής θλίψης γενικότερα, επιτελούν ρόλο δραστικό, όπως επισημαίνει ο μελετητής στα ερμηνευτικά του δοκίμια, και για ορισμένες ακόμη ποιητικές καταθέσεις της Κικής Δημουλά σαν το Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2013), την Άνω τελεία (2016) και τον Δημόσιο καιρό (2017), οι οποίες ενσωματώνουν τόσο την οδύνη του θανάτου που εδραιώθηκε στο Χαίρε ποτέ όσο και βασικά γνωρίσματα της όλης ποιητικής της: Όσο δε ζεις να μ’ αγαπάς, / ναι, ναι μου φτάνει το αδύνατον. – Μην τρελαθούμε πού ακούστηκε / Αχέροντας με δόσεις μάς εμπαίζουν.
Τα σπαρακτικά Ρήματα (2009) του Παντελή Μπουκάλα συγκεφαλαιώνουν, όπως δείχνει ο Γιάννης Παπακώστας, το τραγικό βίωμα του ξαφνικού θανάτου ως χτυπήματος της μοίρας με γόνιμα αφομοιωμένες επιρροές της ποιητικής φωνής από την αρχαία γραμματεία και από τη δημοτική ποίηση. Φωτίζεται έτσι ο δρόμος προς το αναπόδραστο τέλος από τις ποιητικές ανταύγειες που αναδίνουν το πικρό παράπονο και ο πόνος που «λεηλατεί τα σωθικά»: Κάπα. Μπορεί και κόκκινο, / όπως το θυμωμένο αίμα της αγάπης. / Μπορεί και κάρβουνο […] / Μπορεί και κόμπος. Στο λαιμό. / Και στην ψυχή. Φαρμάκι κόμπος […] // Και κλαίω. Και τρώω τη σάρκα μου […] // Πουλί πουλάκι παραπονεμένο μου. Ομόλογος δυσβάστακτος πόνος διαμορφώνει και την ποιητική γραφή της Αγγελικής Σιδηρά στο Οίμοι, λέγουσα (2020). Από τον τίτλο της ποιητικής συλλογής έως και την τελευταία εγγραφή της ψηλαφίζεται ο βαθύς καημός της μάνας για το χαμένο παιδί της, «αρχαίος όσο και ο κόσμος», όπως παρατηρεί και ο Γιάννης Παπακώστας. Θρήνος χωρίς λύτρωση, πληγή της μνήμης και θλιμμένο πέπλο που καλύπτει εξ ολοκλήρου το άνυσμα της ύπαρξης: Κλαίει το σώμα μου. / Κι όσο για την ψυχή μου; / Οι λυγμοί της σκάβουνε / τα σπλάχνα μου. Χτίζουν εντός μου / σταλακτίτες, σταλαγμίτες. // Μεταμορφώνομαι αργά αργά / σε πέτρα.
Κάτω απ’ το χώμα ο ουρανός πλάθει δικό του φως, διαπιστώνει ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου στο Έκτακτο δελτίο καιρού (2017). Ο Κρυφός κυνηγός (2010) του Γιώργου Μαρκόπουλου δεν είναι παρά ο ζοφερός θάνατος που απειλεί την ανθρώπινη ύπαρξη, τα φώτα σβήνοντας σαν καντήλια, / τα φώτα ένα ένα του αίματος. Η Μαρία Κυρτζάκη Στη μέση της ασφάλτου (2005), τη συγκεντρωτική έκδοση της ποιητικής της εργασίας της, διαπλέκει – όπως ανιχνεύει και ο Γιάννης Παπακώστας – τον έρωτα με τον θάνατο (Σαν θάνατος μ’ αγκάλιασε) και αναρωτιέται: Πόσος θάνατος με χωράει απόψε. Ευαίσθητες ποιητικές φωνές, λογοτεχνικά ενδυναμωμένες και ρυθμικά λειτουργικές, ωθούν σε καλλιτεχνική συνύπαρξη τη δραματικότητα της πυκνής εναλλαγής συναισθημάτων και εικόνων με την τραγικότητα του βιωμένου πόνου από τα χτυπήματα της ζωής και από την περιδίνηση της ύπαρξης.
Ο Νάσος Βαγενάς στην ποιητική βιογραφία Πανωραία (2016) ενσωματώνει στη φόρμα τής ποιητικά εκφρασμένης μαρτυρίας αυτοβιογραφικές αποτυπώσεις και συγκινησιακές εντάσεις που εκπηγάζουν από τον πυρήνα του βιώματος, από τον οποίο δεν λείπει η σκιά του θανάτου, ενίοτε και στην ιστορικά φορτισμένη εκδοχή της: Ζακέτα μαύρη, με ασημί κουμπιά, σφιχτόπλεκτη / (δώρο της Αργυρώς στον αρραβώνα της), / με τρύπα στο πλευρό από ξιφολόγχη / τη μέρα της σφαγής (Σεπτέμβριος του ’41). // Τη φόραγε αμαντάριστη κι έξω απ’ το σπίτι. Η Υπόκλιση στον αυτουργό (2012) του Στέλιου Μαφρέδα περιέχει, όπως παρατηρεί ο Γιάννης Παπακώστας, ελπίδα φιλοσοφικής υφής και θρησκευτικής προέλευσης, ωστόσο δεν εκδιώκει τη διαπίστωση, πως ο Αχέροντας πάντα διανυκτερεύει. Η συνεχής συνομιλία του Λευτέρη Πούλιου με τον θάνατο συντελείται με χώρο ποιητικής πραγμάτωσης και το Μωσαϊκό (2001), σε μία ψηφίδα του οποίου διαβάζουμε: Αληθινός ο θρήνος / και το σκοτεινό ψιθύρισμα της σιωπής / όταν ο Θεός ανοίγει τη μοναξιά. Το «Μελέτη θανάτου» ως επεξηγηματικός υπότιτλος της ποιητικής συλλογής τού Γιάννη Βαρβέρη Στα ξένα (2001), δεν υπενθυμίζει απλώς τον γνωστό πλατωνικό αφορισμό για τη φιλοσοφία. Επιπρόσθετα, υπογραμμίζει ως συμπλήρωμα του τίτλου της συλλογής την ξενότητα της χώρας τού αναπόφευκτου θανάτου και συνάδει με την ποιητική φωνή, όταν αυτή δηλώνει με συνταρακτική απλότητα και με όρους συλλογικότητας, όντας βεβαρυμμένη και από την υπαρξιακή βάσανο: Μεγαλώσαμε και είμαστε πολύ πικραμένοι.
Το βιβλίο του Γιάννη Παπακώστα δεν είναι ένα απλό άθροισμα ευκαιριακά δοσμένων κειμένων, τα οποία συντέθηκαν ως βιβλιοκρισίες. Ο συγγραφέας ενοποίησε οργανικά τα δεκατρία κείμενα του βιβλίου (τέσσερα αφορούν την ποίηση της Κικής Δημουλά και τα υπόλοιπα εννέα, ανά ένα, κρίνουν και ερμηνεύουν ποιητικά έργα των ποιητριών και των ποιητών που προαναφέρθηκαν). Ο ενοποιητικός ιστός των κειμένων του βιβλίου αποτελείται από δύο, κυρίως, υλικά, εκ των οποίων το ένα είναι ευδιάκριτο και το άλλο υποφώσκον αλλά απτό. Ευδιάκριτος είναι ο κοινός θεματικός άξονας των προσεγγιζομένων από τον συγγραφέα ποιητικών συλλογών, άλλωστε ο θάνατος και η απορρέουσα από αυτόν συναισθηματική δόνηση ανήκουν στα διαχρονικά και υπερτοπικά θέματα του ποιητικού λόγου. Υποφώσκουσα, αλλά σε όλα τα κείμενα του βιβλίου ανιχνεύσιμη, είναι η τεχνοτροπική ψηλάφηση των ποιητικών έργων ως εξέταση ποικίλων εκδοχών της νεωτερικής ποιητικής έκφρασης, στην ανάπτυξη της οποίας αξιοποιούνται η δραματικότητα, η αμφισημία, η ειρωνεία, οι υπερβάσεις τού λογικά και ρεαλιστικά αναμενόμενου, η λεκτική ευθυβολία, ο σπαρακτικά απογυμνωμένος εξομολογητικός τόνος και πολλά ακόμη στοιχεία, τα οποία, συλλειτουργώντας και με τις προσωπικές επινοήσεις των δημιουργών, διαμορφώνουν συγκινησιακά παλλόμενες ποιητικές καταθέσεις. Τα πρώτα νεοελληνικά ποιητικά δείγματα γνήσιας νεωτερικότητας εντοπίζονται, ως γνωστόν, στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Το βιβλίο του Γιάννη Παπακώστα υπό μία συγκεκριμένη θεματική οπτική φωτίζει ορισμένα πρόσφατα σημεία της πορείας της νεωτερικής μας ποίησης, μιας ποίησης που οσονούπω αισίως θα κλείσει έναν αιώνα ζωής.
(*) Ο Δημήτρης Κοκκόρης είναι αν. καθηγητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του ΑΠΘ.
info: Γιάννης Παπακώστας. Η κρήνη της οδύνης. Το πένθος, ο πόνος, η θλίψη ως πηγή λογοτεχνικής δημιουργίας, Αθήνα, Αθήνα, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 2020, σελ. 196.