Της Έλενας Χατζηγιωργάκη.
Ο Γιώργος Παμπούκης* στο βιβλίο του με τίτλο «Τύχη» και τον ιδιαίτερα προσεγμένο υπότιτλο «Η ανεξιχνίαστη, αντιφατική «οντότητα» που διαφεντεύει την ανθρώπινη διαδρομή…», πραγματεύεται μία έννοια αντιληπτή σε όλους μας, η οποία όμως είναι δύσκολο να ορισθεί και ακόμα δυσκολότερο, αν όχι αδύνατο, να κατανοηθεί.
Πως αντιλαμβανόμαστε την τύχη; Η αντίδρασή μας σε ένα τυχαίο συμβάν μπορεί να είναι: «ήταν τυχερό να συμβεί», κάτι που αποδίδει το συμβάν στην παντοδύναμη τύχη, ή «ήταν γραφτό», κάτι που αποδίδει το συμβάν σε κάποιον προρρυθμιστή των πάντων (είτε αυτό είναι το πεπρωμένο είτε είναι κάποια ανώτερη δύναμη) ή «κάποτε αυτό θα γινόταν», που ισοδυναμεί με τη φράση «οι πιθανότητες να συμβεί το γεγονός αυτό ήταν πολύ μεγάλες και άρα αυτό κάποτε θα συνέβαινε». Πολλές λέξεις συγγενεύουν στενά με την τύχη, όπως η μοίρα, το πεπρωμένο, το αναπόφευκτο, το απρόβλεπτο, η σύμπτωση, η ειμαρμένη, η θεία βούληση, το θέλημα Θεού, το γραφτό, το ριζικό και κάμποσες άλλες που κατά κάποιον τρόπο αποδεικνύουν την εννοιολογική ασάφεια του όρου.
Από την αρχαιότητα πολλοί αποπειράθηκαν να δώσουν έναν ορισμό στην τύχη προσεγγίζοντάς την μέσα από ένα εννοιολογικό πλαίσιο όπως η φιλοσοφία, η θεολογία, τα μαθηματικά και ιδιαίτερα η στατιστική, η ψυχολογία και ακόμα και πιο πρόσφατα η κβαντική θεωρία. Εκκινώντας από την αμφιβολία αν ορισμένα φαινόμενα είναι επιδεκτικά ερμηνείας, αναρωτιόμαστε αν το τυχαίο έχει μια σαφή φυσική ή επιστημονολογική «υπόσταση», ή μήπως αποτελεί μια φαντασιακή σύλληψη του ανθρώπου; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα αποφασιστικό ρόλο πάντα έπαιζε η γνώση και ιδιαίτερα η επιστήμη ώστε από την θεοποίηση της τύχης (απόδοση στο τυχαίο αυτού που δεν μπορούσε διαφορετικά να εξηγηθεί) να φτάσουμε σε πιο σύγχρονες θεωρίες που εξηγούν πλέον αρκετά «φαινομενικά» τυχαία γεγονότα.
Χρονολογικά η φιλοσοφική προσέγγιση ξεκινά από τους μεγάλους στοχαστές του αρχαίου ελληνικού κόσμου όπως ο Λεύκιππος (περίπου 480-400 π.Χ.), έπειτα ο Δημόκριτος (460-370 π.Χ.) και στη συνέχεια ο μεγάλος αιτιοκρατικός φιλόσοφος Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) καθώς και ο Επίκουρος (341-270 π.Χ.). Κύριος άξονας της φιλοσοφικής προσέγγισης είναι η αναζήτηση αιτίων για τα «τυχαία» συμβάντα. Ο Αριστοτέλης μάλιστα ταξινόμησε όλα τα ενδεχόμενα να συμβούν σε τρεις κατηγορίες: α) τα βέβαια να συμβούν και τα οποία θα συμβούν οπωσδηποτε, β) τα πιθανά να συμβούν, τα οποία όμως συμβαίνουν τις περισσότερες φορές και γ) τα μη προβλέψιμα, τα οποία συμβαίνουν από καθαρή τύχη και στα οποία συμπεριέλαβε και τα τυχερά παιχνίδια. Εδώ όμως προκύπτει ένα παράδοξο: η αιτιοκρατία (ή αλλιώς ντετερμινισμός) υποστηρίζει ότι «άνευ αιτίου ουδέν εστιν», δηλαδή τίποτα δεν γίνεται χωρίς αιτία, όμως τα μη προβλέψιμα συμβάντα αποδίδονται στην τύχη αφήνοντας έτσι πολλά ερωτηματικά για τη φιλοσοφική προσέγγιση της τύχης.
Η θεολογική προσέγγιση ξεκινά από την αρχαία Ελλάδα και την θεοποίηση της Τύχης (αυτόνομη θεότητα) και συνεχίζεται και στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία όπου η τύχη έχει πλέον το όνομα Fortuna. Όμως κατά τον πρώτο αιώνα της εμφάνισης του χριστιανισμού ο Απόστολος Παύλος αρχίζει να «αποδομεί» την τύχη, με την έννοια ότι, όπως πιστεύει, όλα όσα εμφανίζονται ως τυχαία έχουν ήδη προβλεφθεί από τη Θεία Πρόνοια. Τον 13ο αιώνα ο Θωμάς Ακινάτης στο περίφημο σύγγραμμά του Summa Theologica, αμέσως ή εμμέσως ασχολείται με την έννοια της τύχης καθώς και με τη σχέση της τύχης με τη θεότητα και αναρωτιέται: Υπάρχει η τύχη; Εάν υπάρχει, πού βρίσκεται; Υπάρχει ο Θεός; Απαντά λοιπόν με βεβαιότητα ότι ο Θεός υπάρχει και είναι Παντοδύναμος. Στην Καθολική Εκκλησία η έννοια του «praedestinatio», με πρωταγωνιστή τον Ιερό Αυγουστίνο, έγινε επί αιώνες το πρωταρχικό μέσον για την απόλυτη και κυριαρχική επιβολή της θρησκείας στους πιστούς. Η «Αυγουστίνεια» εκδοχή του «praedestinatio», ξεκινάει από την αντίληψη ότι ο Θεός, ως παντογνώστης και παντοδύναμος δημιουργός του σύμπαντος, όχι μόνο γνωρίζει από πριν τι πρόκειται να συμβεί, τόσο στον άνθρωπο όσο και στο σύνολο των στοιχείων ης φύσης, αλλά επιπλέον είναι Αυτός που προσχεδιάζει και προαποφασίζει για το κάθε πράγμα που πρόκειται να συμβεί. Είναι λοιπόν προφανές ότι αυτή η εκδοχή δεν αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο ούτε στην ανθρώπινη πρωτοβουλία (προδιαγεγραμμένη μοίρα) αλλά ούτε βέβαια και στην τύχη.
Η μαθηματική προσέγγιση ήρθε πολύ αργότερα, και δεχόμενοι ότι η πιο αντιπροσωπευτική κατηγορία νοητικών αληθειών είναι οι μαθηματικές αλήθειες, έχουμε πλέον αποδείξιμες αλήθειες πέραν των αξιωμάτων. Ο Κουρνό (Γάλλος μαθηματικός Antoine Cournot, 1801-1877) όρισε την τύχη και τα τυχαία συμβάντα ως την τομή δύο ανεξάρτητων αιτιατών σειρών γεγονότων. Θεώρησε δηλαδή ότι ανάμεσα στα φυσικά φαινόμενα υπάρχουν πολλά τα οποία καθορίζονται από μια ανεξάρτητη γραμμική αιτιατή σχέση και όταν δύο τέτοια φαινόμενα τέμνονται γεννάται αυτό που εμείς ονομάζουμε τυχαίο. Το 1930 η θεωρία πιθανοτήτων έγινε «αξιωματική» και αυτόνομος κλάδος των μαθηματικών. Στη θεωρία πιθανοτήτων βασίζεται η στατιστική καθώς και η «θεωρία σφαλμάτων» όπως και ο κλάδος «διαχείρισης κινδύνου» (risk management). Η θεωρία πιθανοτήτων μελετά παίγνια τύχης όπως το τάβλι, τα ζάρια, το πόκερ, ο ιππόδρομος, η ρώσικη ρουλέτα καθώς και το χρηματιστήριο. Οι αποφάσεις πλέον των ανθρώπων που ασχολούνται με τέτοια παίγνια βασίζονται κατά κύριο λόγο στις πιθανότητες προς όφελός τους και όχι στην «τύχη».
Η ακόμα πιο πρόσφατη ψυχολογική προσέγγιση προσπαθεί να δώσει απαντήσεις στο μυστήριο των συμπώσεων. Ο Καρλ-Γκούσταβ Γιουνγκ (Carl-Gustav Jung, 1875-1961), μαθητής του Φρόυντ διατύπωσε την θεωρία της «συγχρονικότητας» για να δώσει απαντήσεις σε φαινομενικά ασύνδετα (τυχαία;) συμβάντα. Συγχρονικότητα λοιπόν, κατά τον Γιουνγκ, έχουμε όταν σε ένα άτομο συμβούν δύο ή περισσότερα γεγονότα που όχι μόνο δεν συνδέονται μεταξύ τους με κανένα είδος αιτιατής σχέσης, αλλά επιπλέον θα ήταν εξαιρετικά απίθανο να συμβούν στο άτομο αυτό από απλή τύχη. Εδώ λοιπόν υπεισέρχονται άλλους είδους δυνάμεις –τις οποίες ακόμα αναζητούμε- που ενεργούν στη φύση και αποδυναμώνουν την επιρροή της κλασικής τύχης. Αυτή η προσέγγιση εξηγεί φαινόμενα όπως την ώρα που σκεφτόμαστε κάποιον να δεχόμαστε από αυτόν ένα απρόσμενο τηλεφώνημα, ή το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα όταν βλέπουμε κάτι στο όνειρο μας, την επόμενη μέρα να βλέπουμε κάτι παραπλήσιο να συμβαίνει. Όμως ακόμα και αυτή η προσέγγιση αφήνει ερωτηματικά καθώς οι δυνάμεις αυτές είναι ακόμα υπό αναζήτηση!
Ο συγγραφέας αναλύει και άλλες θεωρίες και προσεγγίσεις όπως η αστρολογία, το φαινόμενο της πεταλούδας, η θεωρία του χάους, η κβαντική θεωρία οι οποίες όμως έχουν έναν κοινό παρανομαστή: δεν δίνουν μια εντελώς ξεκάθαρη εξήγηση του τι είναι η τύχη. Το βιβλίο αυτό λοιπόν αποτελεί ένα νοητικό έναυσμα για τον αναγνώστη να διερωτηθεί και εντέλει να δώσει τη δική του ερμηνεία για αυτήν την μυστηριώδη οντότητα που όλοι αντιλαμβανόμαστε αλλά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε. Ένα εξαιρετικά προσεγμένο βιβλίο-μελέτη για την τύχη, μια περιπέτεια σε έναν κόσμο μυστηριώδη, προσεγγίσιμο αλλά ακόμα ακατανόητο.
*Ο Γιώργος Παμπούκης γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Παράλληλα με την άσκηση του επαγγέλματός του ασχολήθηκε από νωρίς με τη συγγραφή δοκιμίων. Συνεργάστηκε, ως τακτικός συντάκτης επιφυλλίδων, με την εφημερίδα Το Βήμα για τέσσερα χρόνια και με τον Οικονομικό Ταχυδρόμο για δεκατέσσερα χρόνια περίπου. Είναι συγγραφέας των βιβλίων: Ο μεγάλος κόσμος του μικρού ανθρώπου, «Ερμής», 1973 (έπαινος δοκιμίου της Ακαδημίας Αθηνών για το 1975), Πλοηγός ιδεών για την Τρίτη χιλιετία, «Δόμος», 1992, Στην τροχιά ενός θεού, έκδοση του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (ΕΛΙΑ), 1999, Η μεγάλη αντιπαράθεση, «Κριτική», 2009, και Ιστορίες Ντροπής (Εκδόσεις Πατάκη, 2012).
INFO: Γιώργος Παμπούκης, Τύχη, Πατάκης.