γράφουν οι Θάνος Γώγος, Marija Dejanovic
(μετάφραση από τα αγγλικά: Δημήτρης Γκιούλος)
Η θέση της ελληνικής λογοτεχνίας στην παγκόσμια λογοτεχνία αντανακλά τη θέση της Ελλάδας στον κόσμο. Αν προσπαθήσουμε να μπούμε στη θέση ενός μέσου αναγνώστη σε κάποια από τις χώρες των οποίων οι εθνικές λογοτεχνίες κατέχουν μεγαλύτερο κομμάτι από την ελληνική λογοτεχνία σε αυτό που θα ονομάζαμε πίτα της μεταφρασμένης λογοτεχνίας, φανταζόμαστε πως η οπτική του θα ήταν κάπως έτσι: Όλοι ξέρουμε ότι κάτι υπάρχει εκεί, στο νότο, μερικές φορές μάλιστα παίρνουμε νέα από εκεί, ειδικά όταν αυτά τα νέα μας αφορούν με κάποια τρόπο. Αυτά τα νέα που και που εξελίσσονται ακόμη και σε βραχυπρόθεσμες τάσεις, αν περιέχουν μια υπόσχεση ή μια απειλή διάχυσης στον υπόλοιπο κόσμο. Πρόκειται, βέβαια, για μια κυνική προσέγγιση, αλλά τρία ήταν τα γεγονότα που παγίωσαν αυτή την εντύπωση μέσα μας: τα βραβεία Νόμπελ του Οδυσσέα Ελύτη και του Γιώργου Σεφέρη με τα επακόλουθά τους, και τέλος, το κύριο θέμα αυτού του άρθρου, η ελληνική οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010.
Ελληνική Ποίηση –Είναι όλα μόνο στο μυαλό μας;
Για τους Έλληνες ποιητές και αναγνώστες, ο Ελύτης και ο Σεφέρης είναι σημαντικοί επειδή τα έργα τους θεματοδότησαν ζητήματα που μας αφορούσαν, και το έκαναν με πολύ ουσιαστικό τρόπο. Τα έργα τους είναι, ακόμα, ενταγμένα στα πλαίσιά τους – σύνθετα ποιητικά συστήματα που περιείχαν τους προκατόχους τους, τους διαδόχους τους, τον χρόνο και τον τόπο τους. Στο εξωτερικό, δεν μπορούμε παρά να αισθανθούμε ότι αυτοί οι δύο ποιητές είναι σημαντικοί επειδή, σε αντίθεση με πολλούς εξίσου καλούς Έλληνες ποιητές της γενιάς τους, κέρδισαν ένα μεγάλο διεθνές βραβείο. Είναι λοιπόν σπουδαίο να έχουμε δύο Έλληνες νομπελίστες, ωστόσο τίθεται το ερώτημα – « και τι μ’ αυτό»;. Μήπως αυτά τα γεγονότα προκάλεσαν μακροπρόθεσμο ενδιαφέρον και συνέβαλαν στην αναγνώριση της ελληνικής λογοτεχνίας; Βοήθησαν στην επανασύνδεση του ελληνικού πολιτισμού με τα κέντρα της ευρωπαϊκής πολιτιστικής παραγωγής, καθιστώντας τον ισότιμο συμμέτοχο και όχι μια εξωτική αλλά οικεία, μοδάτη προσθήκη στην βασική συνεισφορά του ευρωπαϊκού κανόνα; Δεν νομίζουμε.
Αν τα δύο βραβεία Νόμπελ δεν ήταν αρκετά για να αλλάξουν την αντίληψη για την ελληνική ποίηση στο εξωτερικό, δεν θα το έκανε ούτε η οικονομική κρίση, αν και στο ξέσπασμά της, προκάλεσε κάποιο ενδιαφέρον από ξένους εκδότες. Ξάφνου φάνηκε έμοιαζε πως σχεδόν όλοι ενδιαφέρονταν για το λυπητερό τραγούδι αυτών των εξωτικών πουλιών. Δεν το είχαν ακούσει ακόμη, βέβαια, αλλά πίστευαν πως θα έπρεπε να υφίσταται. Η κρίση αποτέλεσε μεγάλη ευκαιρία για πολλά πράγματα: μετά από χρόνια στην αφάνεια, το ταξικό, ως θεματολογία της τέχνης, θα ξαναέμπαινε και πάλι στο επίκεντρο της πολιτιστικής συζήτησης. Τέθηκαν ερωτήματα σχετικά με το πού πήγαινε ο παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός. Επίσης, χύθηκαν πολλά δάκρυα. Πολλά, πολλά δάκρυα των φτωχοποιημένων πλέον Ελλήνων για να αγγίξουν τις καρδιές των ευαίσθητων Ευρωπαίων αναγνωστών. Υπήρχε όμως ένα μικρό πρόβλημα που πέρασε σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητο εκτός Ελλάδας, αλλά προκάλεσε μια μεγάλη αντιπαράθεση στην ελληνική διανόηση. Διαπιστώθηκε πως οι Έλληνες ποιητές, ιδίως οι νεότεροι, δεν ήταν και τόσο πρόθυμοι να συμμετάσχουν σε αυτές τις ειδικές εκδοτικές σειρές Ελληνικής φτώχειας . Για να το κατανοήσουμε αυτό, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε την πρόσφατη ιστορία και την κυκλοφορία των μεταφρασμένων έργων Ελλήνων συγγραφέων.
Γιατί δεν βλέπει κανείς αυτά τα βιβλία που βλέπουμε εμείς;
Από τους πρώτους διανοούμενους που έγραψαν για το πρόβλημα της μετάφρασης ελληνικών έργων στο εξωτερικό ήταν ο Βασίλης Λαμπρόπουλος. Είναι ομότιμος καθηγητής της έδρας Κ. Π. Καβάφη στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και επί δεκαετίες προσπαθεί να ταξινομήσει, να αναλύσει και να προωθήσει την ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό. Είναι επίσης ο μόνος μελετητής που έγραψε εκτενώς για την ποιητική γενιά του 2000 στην Ελλάδα. Σε ένα άρθρο με τίτλο Η θέση της ελληνικής λογοτεχνίας στην Παγκόσμια Δημοκρατία των Γραμμάτων, που δημοσιεύτηκε στο ιστολόγιό του Piano Poetry Pantelis Politics, ο Βασίλης Λαμπρόπουλος γράφει:
Οι Έλληνες συγγραφείς που ζουν στην Ελλάδα δεν διαδραματίζουν κανένα ρόλο σε αυτό που η Pascale Casanova αποκάλεσε παγκόσμια δημοκρατία των γραμμάτων (1999). Η αναγνώριση σε αυτή τη φημισμένη δημοκρατία τους διαφεύγει. Δεν είναι άγνωστοι, η παρουσία τους καταγράφεται ενίοτε, αλλά δεν έχουν επιτύχει τη διάκριση που δημιουργεί το ευρύ και διαρκές ενδιαφέρον για έργα, σχολές ή είδη.
Ο Λαμπρόπουλος θεωρεί ότι η εμφάνιση ενός μικρού αριθμού Ελλήνων συγγραφέων στις διεθνείς αγορές είναι αποτέλεσμα «συμβολισμού, «ίσων ευκαιριών», των σημερινών πρωτοσέλιδων για την «ελληνική κρίση» και της «δικτύωσης» (ό.π.) και πιστεύει, ότι ως εκ τούτου, τα βιβλία αυτά «δεν γίνονται πρωτογενείς πηγές αξιών, γνώσης, δύναμης, κρίσης, μάθησης, αυτογνωσίας και συμπεριφοράς και αργά ή γρήγορα υποβιβάζονται στην εσωστρεφή αναγνωστική και διδακτική σφαίρα των Ελλήνων και των φιλελλήνων» (ό.π.).
Ο συγγραφέας Νίκος Α. Μάντης, σε άρθρο του στο περιοδικό Ο Αναγνώστης, με τίτλο Συζήτηση: Γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό; συμμερίζεται την κριτική οπτική του Λαμπρόπουλου για τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται οι ελληνικές μεταφράσεις στο εξωτερικό και γράφει ότι «Ασφαλώς βιβλία μεταφράζονται και εκδίδονται σε ξένες γλώσσες, ωστόσο η ζωή τους στα ράφια των βιβλιοπωλείων του εξωτερικού παραμένει σύντομη – με την εξαίρεση των πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών, ενδεχομένως. Σχεδόν κανένας τίτλος δεν καταφέρνει να αποκτήσει, όχι το καθεστώς κλασικού, αλλά έστω μια μικρή αναγνωρισιμότητα μεταξύ του διεθνούς κοινού».Ο αρθρογράφος αναζητά τους λόγους αυτού του φαινομένου και επιχειρηματολογεί πως η ελληνική λογοτεχνία μπορεί να είναι αδιάφορη για τους ξένους αναγνώστες για λόγους ιστορικούς. Προσδιορίζει τρεις βασικές αιτίες γι’ αυτή την έλλειψη ενδιαφέροντος: «τον νεοελληνικό ανθρωπότυπο», τον οποίο χαρακτηρίζει ως «νοοτροπία που ευνοεί το κυνήγι της επιβίωσης». Πρόκειται, όπως υποστηρίζει, για μια νοοτροπία που είναι απόρροια των ειδικών κοινωνικοοικονομικών συνθηκών, και οι συγγραφείς που κοινωνικοποιήθηκαν κάτω από αυτές τις συνθήκες έχουν μια «σεμνή και ταπεινή» νοοτροπία, η οποία αντανακλάται στα έργα τους. Ο δεύτερος λόγος είναι η παραδοσιακά ομοιόμορφη, κυρίως ανήκουσα στην εργατική τάξη ελληνική κοινωνία, η οποία συχνά απειλείται από εξωτερικούς παράγοντες και της οποίας η αισθητική, που απορρέει από αυτές τις περιστάσεις, δεν είναι συμβατή με το μυθιστόρημα ως είδος στο οποίο παραδοσιακά η αστική τάξη αμφισβητεί τον εαυτό της. Ο τρίτος λόγος που επισημαίνει ο Μάντης είναι τα θέματα της ελληνικής λογοτεχνίας τα οποία έχουν τις ρίζες τους στην ιστορική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα της Ελλάδας. Κατά τη γνώμη του, η ελληνική ιστορία δεν είναι παρεμφερής ούτε συνδέεται με την ιστορία οποιασδήποτε άλλης ευρωπαϊκής χώρας και δεν εντάσσεται σε καμία κοινή κατηγοριοποίηση. Όσο περίτεχνη και σύνθετη και αν είναι η ανάλυσή του, πρέπει να ειπωθεί ότι τα χαρακτηριστικά της ελληνικής «νοοτροπίας» ή της κοινωνικής δομής δεν μπορεί να είναι ο βασικός λόγος. Είναι πάντοτε δυνατό να βρεθούν λειτουργικοί τρόποι παρουσίασης της λογοτεχνίας στο εξωτερικό, διαμορφώνοντας τις αντιλήψεις για τα ήδη γραμμένα έργα. Οι τρόποι αυτοί καθορίζονται από την πολιτιστική πολιτική και πρέπει να σχεδιάζονται και να εφαρμόζονται στην πράξη. «Δεν μας κατανοούν, άρα δεν ενδιαφέρονται να μας γνωρίσουν» μπορεί να είναι μια διαπίστωση που αρχίζει τη συζήτηση, αλλά τι πρέπει να κάνουμε από κει και πέρα;
Κανένα πολιτιστικό προϊόν δεν γίνεται αντιληπτό σε ένα διαφορετικό πολιτιστικό πλαίσιο. Δεν είναι δεδομένο ότι ο κάθε Έλληνας θα κατανοούσε διαισθητικά τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις μέσω μιας κάποιας ιστορικής σύνδεσης. Κάθε αισθητική ή ποιητική που έγινε ποτέ κυρίαρχη στη δυτική κουλτούρα είχε κάποια στιγμή μια καλή ομάδα marketing πίσω της. Οι αναγνώστες στο εξωτερικό μαθαίνουν ότι αυτός ο τρόπος γραφής είναι καλός, ότι αυτό το βιβλίο είναι αξιόλογο και γι’ αυτό πρέπει να προσπαθήσουν να το κατανοήσουν. Ποιος κάνει αυτή την προσπάθεια εξήγησης για την ελληνική λογοτεχνία; Ποιος είναι αυτός που θα έπρεπε να το κάνει; Όσο κι αν θα θέλαμε να πιστέψουμε ότι το πρόβλημα είναι τα ελληνικά βιβλία -κάτι που θα διευκόλυνε την επίλυση του προβλήματος με τη συγγραφή καλύτερων βιβλίων- η κατάσταση είναι, καθώς φαίνεται, πιο σύνθετη και έχει να κάνει τόσο με το πώς οι ελληνικοί θεσμοί αντιμετωπίζουν την ελληνική λογοτεχνία, όσο και με το πώς αυτή η έλλειψη συγκροτημένης πολιτιστικής πολιτικής οδηγεί σε μια συστημική έλλειψη κατανόησης και, με τη σειρά της, σε έλλειψη ενδιαφέροντος από το εξωτερικό.
Τόσο ο Μάντης όσο και ο Λαμπρόπουλος αναγνωρίζουν το γεγονός ότι ελάχιστα ελληνικά βιβλία μεταφράζονται στο εξωτερικό και στη συνέχεια δεν συμβαίνει και τίποτα με αυτά. Εκεί όμως που διαφωνούν είναι η αντίληψη για τη βασική αιτία του προβλήματος αυτού και το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί αυτό.
Στο άρθρο Πώς μπορεί μια λογοτεχνία να έχει διεθνή απήχηση; που γράφτηκε για το περιοδικό Χάρτης, ο Βασίλης Λαμπρόπουλος γράφει:
Ο λόγος είναι απλός. Οι μεταφρασμένοι λογοτέχνες μας δεν γίνονται αντικείμενο κριτικής, ανάλυσης, σύγκρισης, ανθολόγησης ή βράβευσης. Οι μεταφράσεις πέφτουν στο κενό και γρήγορα ξεχνιούνται, ακόμα κι όταν εντάσσονται σε νεοελληνικές σειρές. […] Αν το μεταφρασμένο ελληνόγλωσσο λογοτέχνημα δεν περιληφθεί στο λογοτεχνικό ένθετο της ξένης εφημερίδας, στο review of books, στο αφιέρωμα, στο συνέδριο, στο ανθολόγιο, στο διδακτικό εγχειρίδιο, η μετάφρασή του δεν σημαίνει σχεδόν τίποτε. Όσο δεν συμμετέχει σε λογοτεχνικές συζητήσεις, ανταλλαγές, δραστηριότητες και μελέτες, παραμένει βουβό και άγνωστο.
Αν υπήρχαν πόροι για διεθνή προγράμματα που θα μελετούσαν την ελληνική λογοτεχνία και ένας συστημικός τρόπος για την υλοποίηση αυτών των προγραμμάτων με συνέπεια, η κατάσταση θα ήταν πολύ διαφορετική. Άλλωστε, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας και καθηγητής νεοελληνικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ Δημήτρης Τζιόβας:
Συχνά όμως συγχέεται η προβολή και η προώθηση του ελληνικού βιβλίου στο εξωτερικό με το ενδιαφέρον των ξένων για την ελληνική λογοτεχνία. Αυτά είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Το ένα έχει να κάνει με την κρατική πολιτισμική πολιτική για το βιβλίο εν γένει και όχι μόνο της λογοτεχνίας και το άλλο αφορά το αν και κατά πόσο η ελληνική λογοτεχνία είναι ελκυστική στο ξένο κοινό. Το «γιατί δεν μας διαβάζουν στο εξωτερικό» […] είναι κάτι άλλο από το τι πρέπει να κάνουμε για να μας διαβάζουν.
Για πολύ καιρό, φαινόταν ότι οι συγγραφείς είχαν αφεθεί να επιδιώξουν ατομικά στην επιβίωση του δυνατότερου, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό σε κάθε συγκυρία, το να έχουν διασυνδέσεις, ένα εύκολα μεταφράσιμο ύφος ή να μην βασίζονται υπερβολικά στο ελληνικό πολιτισμικό πλαίσιο και την ιδιαίτερη για την ελληνική ποίηση, ποιητική, που δεν γίνεται εύκολα κατανοητή στο εξωτερικό. Ενώ φαινόταν πως δεν υπήρχε τρόπος να προωθήσουμε τα βιβλία μας στο εξωτερικό, η οικονομική κρίση στην Ελλάδα έγινε ένα παγκοσμίως γνωστό γεγονός. Ξαφνικά, αυτή η εξωτική και απομονωμένη κουλτούρα τράβηξε την προσοχή, και φάνηκε ότι οι εκδότες στο εξωτερικό έστρεφαν τα βλέμματά τους προς την ελληνική λογοτεχνία. Όμως, ούτε από αυτό βγήκαν πολλά.
Επιτέλους, είχαμε ένα αντικείμενο που θα μπορούσε να προωθήσει τα βιβλία μας διεθνώς και είχαμε την προσοχή των εκδοτών. Αλλά το πρόβλημα ήταν απλά το εξής: η κρίση δεν είναι κάτι για το οποίο γράφουμε βιβλία. Ναι, στη δεκαετία του 2010, πολλοί ποιητές έγραφαν για πολλά πράγματα, συμπεριλαμβανομένης της κρίσης. Αλλά η κρίση δεν είναι ο κοινός παρονομαστής του πιο σύγχρονου σώματος της ελληνικής ποίησης.
Μπορούμε να πουλήσουμε βιβλία χωρίς να ξεπουληθούμε;
Όταν εμφανίστηκε αίφνης μια πρωτοβουλία για να συγκροτηθεί η γενιά μας γύρω από την κρίση, πολλοί ποιητές αισθάνθηκαν ότι τους πατρονάρουν και τους υποχρεώνουν να παράγουν βεβιασμένα νέο υλικό για να ικανοποιήσουν αυτή τη ζήτηση για έργα πάνω σε ένα επίκαιρο θέμα. Επίσης, πολλά ποιήματα παρερμηνεύτηκαν σκόπιμα ως σχετικά με την κρίση. Ήταν ένα ζήτημα που επιβλήθηκε από το εξωτερικό, ως η φαινομενικά μοναδική ευκαιρία να γίνουμε αντιληπτοί στο εξωτερικό.
Οι ανθολογίες έργων που παράγονται σε μια χρονική στιγμή και σε έναν τόπο πρέπει να αντικατοπτρίζουν την πραγματική λογοτεχνική παραγωγή εκείνης της περιόδου και εκείνου του τόπου. Από το συγκεντρωμένο δείγμα των καλύτερων έργων από την εν λόγω εποχή και τον εν λόγω τόπο, θα πρέπει να εξαχθούν συμπεράσματα σχετικά με το εν λόγω σώμα έργων. Στην προκειμένη περίπτωση, η διαδικασία αυτή ήταν αντίστροφη – ξεκίνησε από την εικασία ποια θα μπορούσαν να είναι τα κεντρικά θέματα, και στη συνέχεια προσπάθησε να αντιπροσωπεύσει εσφαλμένα το σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής, παρουσιάζοντας μια επιλογή έργων (συχνά μέτρια, γραμμένα ως side-projects, ειδικά για αυτή την περίσταση) που ταίριαζαν σε αυτό το ζήτημα – την ελληνική κρίση.
Δεν είναι να απορεί κανείς, λοιπόν, που η συγγραφέας και θεωρητικός της τέχνης Αντζέλα Δημητρακάκη, στο δοκίμιό της Ελληνική λογοτεχνία – Crisis tourism; που έγραψε για το περιοδικό Ο Αναγνώστης, αποκάλεσε αυτό το ενδιαφέρον “crisis tourism” και εξέλαβε την ενδεχόμενη υποταγή των συγγραφέων σε αυτό το ενδιαφέρον ως έναν τρόπο αυτοαποικιοποίησης. Σε ένα προκλητικό και διορατικό κείμενο, γράφει:
[…] της αστικής ηγεμονίας που επιθυμεί, και καταφέρνει, να φέρνει τα πάντα στα μέτρα της. Εξάλλου αυτό θα πει ηγεμονία: απόσπαση συναίνεσης αντί για ωμή επιβολή. […] Το δυτικό βλέμμα θέλει θύματα, κρίσεις, καταστροφές – αυτό είναι που πουλάει γιατί το κοινό νιώθει, ψευδαισθητικά, ότι συμμετέχει σε κάποιου τύπου κριτική καθισμένο σε κάποια αίθουσα προβολής. […] Δεν υπάρχει βαθύτερη αποικιακή λογική από εκείνη που σε ωθεί να θεωρείς ότι η «κρίση σου» είναι το κεφάλαιο που διαθέτεις και μπορείς να εκμεταλλευτείς. Είναι η τελευταία βαθμίδα στην κατάβασή σου στο πηγάδι της ίδιας σου της υποτέλειας. […] Η λογοτεχνία όμως αυτοπυροβολείται στο κεφάλι όταν δέχεται την αποτύπωσή της ως crisis tourism. Ακόμη και αν θα το έκανε με κάποια ειρωνεία, η κριτική της στάση θα απαλειφόταν και το μόνο που θα παρέμενε ορατό θα ήταν το διατυπωμένο άγχος να ανήκει στον χώρο γένεσης της ίδιας της κρίσης.
Αντίστοιχα, ο Τζιόβας θεωρεί την «αντίσταση στον τουρισμό της κρίσης» και την άρνηση της ετικέτας από Έλληνες ποιητές […] ως αντίσταση στην εκμετάλλευση της κρίσης και στις δυτικές προσδοκίες για τη λογοτεχνική της αναπαράσταση, θεωρεί αυτή την αντίδραση ως θετικό γεγονός – όχι ως υποχώρηση ή εξαφάνιση, αλλά και ως έμμεση κριτική της απόπειρας της Δύσης να δράσει απο-αποικιοκρατικά. Το γεγονός ότι η νεότερη γενιά των Ελλήνων ποιητών δεν ενδιαφέρεται να ομαδοποιηθεί ως «ποιητές της κρίσης» δεν είναι, υπό αυτή την οπτική, μια χαμένη ευκαιρία, αλλά μια προσπάθεια να διορθωθεί το γεγονός ότι ακόμη και οι υποτιθέμενες δράσεις που περιλαμβάνουν, αποκεντρώνουν, αποαποικιοποιούν, αν δεν πραγματοποιηθούν προσεκτικά, δρουν αποικιοκρατικά.
Τη στιγμή που νομίζει κανείς ότι αυτή η συζήτηση έχει επιλυθεί οριστικά με το δίπολο – περήφανοι Έλληνες, αδαείς Δυτικοί – η πολυπλοκότητα αυτού του θέματος αποκαλύπτεται και πάλι, και από κάθε συμπέρασμα αναδύονται τρία νέα ερωτήματα.
Για παράδειγμα, δεν ήταν μόνο «οι Δυτικοί» που προκάλεσαν αντιδράσεις κατά της ομαδοποίησης γύρω από την ποίηση της κρίσης, αλλά αυτή η αποστροφή φάνηκε να είναι μια γενικευμένη τάση. Ο Λαμπρόπουλος γράφει ότι, όταν προσπάθησε να προωθήσει την ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό, οι ποιητές δεν ήθελαν να παρουσιαστούν ως γενιά και προτιμούσαν να μην παρουσιαστούν καθόλου:
Στα μέσα της δεκαετίας του 2010 παρουσιάστηκε σε πολλές γλώσσες ένα ευρύτατο μεταφραστικό ενδιαφέρον για τη νέα ελληνική ποίηση […]. Ως Καθηγητής που κατείχε Νεοελληνική Έδρα […]. Προσπάθησα λοιπόν να αναλύσω [κάποια από αυτή την ποίηση] και να την προβάλω στα αγγλικά με βιβλιοκρισίες, μελέτες και αναρτήσεις στο ιστολόγιό μου, όπως κάνει κάθε καθηγητής για το αντικείμενό του. Όταν όμως επιζήτησα διάλογο με Έλληνες ποιητές, συνάντησα προς κατάπληξή μου μια απόλυτη άρνηση. Όλοι ήταν πρόθυμοι να συζητήσουν μαζί μου αλλά η μεγάλη πλειοψηφία μού τόνισε πως αρνούνται να ομαδοποιηθούν με οποιονδήποτε τρόπο: «Δεν είμαστε ούτε γενιά ούτε μεταμοντέρνοι ούτε αριστεροί ούτε μελαγχολικοί ούτε γυναίκες ούτε κουήρ ούτε Νότιοι ούτε αποικιοκρατικοί ούτε επιτελεστικοί ούτε καμιά άλλη μεθοδολογική κατηγορία. Δεν δεχόμαστε να μας εντάξουν η κριτική και η φιλολογία πουθενά. Είμαστε ο καθένας μοναδικός ποιητής και μοναδική ποιήτρια».
Τι ζητούσαν; Απαιτούσαν να κριθούν ατομικά και να ερμηνευτούν αποκλειστικά με αισθητικά κριτήρια. Όταν τους απαντούσα πως, αναλύοντας πολιτιστικά φαινόμενα, αναγκαστικά ομαδοποιούμε και γενικεύουμε, και πως δεν είναι δυνατόν να γραφτούν σε ξένες γλώσσες 30 βιβλία για μια δέσμη 30 ποιητών, όσο αξιόλογοι κι αν είναι αυτοί, μου έκλειναν τη συζήτηση λέγοντας πως τότε είναι καλύτερα να μη γραφτεί τίποτε γι αυτούς. Και έτσι δεν γράφτηκε τίποτε.
Ήταν η απροθυμία της γενιάς μας να ομαδοποιηθεί ως ποιητές της κρίσης μια αντίσταση στο νεοαποικιακό βλέμμα ή μια αντίσταση σε κάθε είδους ονομασία και ομαδοποίηση από κάποιον εκτός του δικού της κύκλου; Και αυτή η αντίδραση είχε τις ρίζες της στην ανεξαρτησία ή στο πείσμα;
Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχουν συστηματικές προσπάθειες για τη σταθερή προώθηση της ελληνικής ποίησης. Επομένως, αν οι πρωτοβουλίες των ξένων εκδοτών απορρίφθηκαν, θα έπρεπε να σκεφτεί κανείς ότι τουλάχιστον οι μεμονωμένες προσπάθειες των ακαδημαϊκών θα υιοθετούνταν. Για παράδειγμα, ο επιφανής Έλληνας ποιητής και μεταφραστής Δημήτρης Αγγελής έγραψε «πώς λοιπόν μπορεί να προωθηθεί το ελληνικό λογοτεχνικό βιβλίο στο εξωτερικό όταν εκεί έχουν διαλυθεί οι υποδομές που άλλοτε το στήριζαν εξασφαλίζοντάς του μία ελάχιστη βάση αναγνωστικού κοινού;», θα πρέπει να αξιοποιήσουμε στο έπακρο τις εκάστοτε απρόοπτες καταστάσεις, όπως τη σπίθα του ενδιαφέροντος κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Δεν επρόκειτο, λοιπόν, για το αν θέλαμε ή όχι να παίξουμε το παιχνίδι σύμφωνα με τους κανόνες. Το ερώτημα ήταν αν θέλαμε να προσπαθήσουμε να ανατρέψουμε τους κανόνες του παιχνιδιού (να συσπειρωθούμε γύρω από την κρίση και να προσπαθήσουμε να τη χρησιμοποιήσουμε προς όφελός μας) ή να αγνοήσουμε το παιχνίδι εντελώς (να αρνηθούμε να συσπειρωθούμε γύρω από την κρίση ως παράγοντα). Ήμασταν όμως πραγματικά τόσο δυνατοί ώστε να ανατρέψουμε τους κανόνες του παιχνιδιού σε διεθνές επίπεδο, αν δεν μπορούσαμε να πετύχουμε τον σεβασμό στη δουλειά μας ούτε στη χώρα μας; Αντιστεκόμασταν, ή μήπως επρόκειτο για μια μαθημένη αβοηθησία;
Στο όνομα της ονοματοδοσίας, και πέρα από το όνομα
Στο κείμενό της στο περιοδικό Ο Αναγνώστης, Σχόλια και ερωτήματα για το θέμα “Ποίηση, κρίση”, η καθηγήτρια και κριτικός λογοτεχνίας Βαρβάρα Ρούσσου γράφει: «το ενδιαφέρον και καίριο ερώτημα που μπορούμε να εξετάσουμε είναι σε ποιο βαθμό δημιουργοί ώριμοι ηλικιακά στη δεκαετία 2010-2020 ενέταξαν στις θεματικές τους την κρίση και με ποιους όρους». Είναι, για εμάς, ένα πολύ σημαντικό ερώτημα, διότι συνοψίζει τη συζήτηση σχετικά με τις προσπάθειες να δοθεί όνομα στη γενιά μας. Για μια γενιά ποιητών δεν έχει σημασία αν ο κοινός παρονομαστής τους καθορίζεται από τους φιλολόγους, τους κριτικούς και τους μελετητές στο εσωτερικό ή από τους εκδοτικούς οίκους του εξωτερικού, δεν έχει σημασία αν η ταξινόμηση γίνεται από τους παραδοσιακούς θεσμούς της ελληνικής elite ή από τους κανόνες της παγκόσμιας ελεύθερης αγοράς. Αυτό που έχει σημασία είναι αν η ετικέτα ανταποκρίνεται σε αυτό που υπάρχει στα κείμενα – αν αντικατοπτρίζει πιστά αυτό για το οποίο γράφουμε και ποιοι είμαστε ως συγγραφείς. Ήταν αυτό μια εξέγερση των νέων Ελλήνων ποιητών ενάντια σε μια αδιόρατη αποικιοκρατική μορφής κατηγοριοποίηση, ή μια εξέγερση ενάντια στην ιδέα ότι δεν θα έπρεπε να έχουμε τη δυνατότητα να ονομάσουμε εμείς οι ίδιοι τη γενιά μας;
Οι εποχές της πρωτοπορίας, των μανιφέστων και των -ισμών τους έχουν παρέλθει και γινόμαστε μάρτυρες μιας πολυφωνίας φωνών, μορφών και θεματικών. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να συστηματοποιήσουμε αυτό το σύνολο του έργου προκειμένου να το κατανοήσουμε και να το διατηρήσουμε. Αυτό όμως δεν είναι μία εύκολη αποστολή, δεδομένου ότι η νέα γενιά ποιητών διανέμει τα έργα της μέσα από διαύλους που δεν προϋπήρχαν. Η σύγχρονη φιλολογία δεν έχει ακόμη αναπτύξει τρόπους προσέγγισης ενός corpus που υπάρχει ταυτόχρονα στα φανζίν και στο διαδίκτυο.
Είναι πλέον φανερό ότι δεν επρόκειτο μόνο για την απροθυμία των Ελλήνων ποιητών να συμμετάσχουν σε αυτο-αποικιακές πρακτικές, αλλά και για μια σύγκρουση μεταξύ του παραδοσιακού φιλολογικού τρόπου κατηγοριοποίησης της νέας ποίησης κάτω από μια κοινή ονομασία και του τρόπου που εφαρμόζει η ελεύθερη αγορά για τη συγκρότηση του πολιτιστικού προϊόντος σε εμπορεύσιμο προϊόν. Παρ’ όλα αυτά, οι νέοι Έλληνες ποιητές, σε αντίθεση με τους παλαιότερους συναδέλφους μας, δεν είχαμε ποτέ μια αντιπαράθεση για το θέμα αυτό με τη μορφή δημόσιων συζήτησεων ή μιας παραδοσιακής ανταλλαγής δοκιμίων σε περιοδικά και διαδικτυακές πύλες αφιερωμένες στον πολιτισμό. Κάποια μεμονωμένα κείμενα εμφανίστηκαν μεν (υποστηρίζοντας ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρξε κάποια άξια λόγου γενιά), αλλά μια ολοκληρωμένη συζήτηση δεν έγινε ποτέ. Ίσως αυτό οφείλεται στη μετα-μεταμοντέρνα απώλεια της πίστης στις μεγάλες αφηγήσεις και στα παγκόσμια κινήματα, ή στο γεγονός ότι η γενιά μας συζητά κυρίως σε chat rooms, στο Facebook και μέσω άλλων καναλιών που παραδοσιακά δεν αναγνωρίζονται ως «πραγματικά» μέσα επικοινωνίας. Οι περισσότεροι από εμάς απλώς συνεχίσαμε να γράφουμε, σαν να μην μας αφορούσε καθόλου η εύρεση ενός ονόματος για τη γενιά μας. Αυτό είναι απολύτως κατανοητό, επειδή η συζήτηση για το όνομά μας ήταν μια διαμάχη για το σύμβολο μεταξύ δύο συστημάτων εξουσίας: των παλαιών θεσμών και της νέας παγκόσμιας αγοράς. Ο δικός μας αγώνας ήταν άλλου είδους – επικεντρώθηκε στην επιβίωση σε ένα λογοτεχνικό πεδίο όπου πολλοί εκδότες χρεώνουν χιλιάδες ευρώ για να εκδώσουν το βιβλίο σου, όπου πολλοί διοργανωτές φεστιβάλ σου ζητούν να καλύψεις τα έξοδα ταξιδιού και διαμονής σου αν θέλεις να συμμετάσχεις στο πρόγραμμά τους, όπου το κράτος δεν χρηματοδοτεί την προβολή των Ελλήνων συγγραφέων στο εξωτερικό.
Άλλωστε, διαθέτουμε ήδη ορισμένα ονόματα – στην Ελλάδα είμαστε απλώς γνωστοί ως «η γενιά του 2000» και «η γενιά της αριστερής μελαγχολίας», σύμφωνα με τον Λαμπρόπουλο. Αυτά τα δύο ονόματα μας κάνουν μια χαρά. Όποιο κι αν θα είναι όμως το όνομά μας τελικά, αυτό για το οποίο ελπίζουμε ότι θα μας θυμούνται δεν είναι η ελληνική κρίση, αλλά οι προσπάθειές μας να αλλάξουμε την απαξίωση με την οποία αντιμετωπίζονται οι Έλληνες ποιητές από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτιστικής πολιτικής στην Ελλάδα. Και αυτή η απαξίωση δεν έγκειται σε κάποιο όνομα, αλλά στην έλλειψη κατάλληλης χρηματοδότησης και υποδομής για τη λογοτεχνία. Πρέπει πρώτα να χτίσουμε μια βάση συνδικαλιστικά μέσα από συλλογικούς αγώνες. Όταν θα έχουμε ένα λειτουργικό σύστημα μέσα στο οποίο θα μπορούμε να δραστηριοποιούμαστε και όταν θα είμαστε σε θέση να παρουσιάζουμε το έργο μας στο εξωτερικό ως ισότιμοι συμμετέχοντες στην παγκόσμια διαπραγμάτευση, ας μας αποκαλούν όπως επιθυμούν.
ΣΗΜ : Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Versopolis Review στα Αγγλικά
https://www.versopolis.com/times/essay/1234/the-place-of-new-greek-poetry-in-world-literature-today