του Σπύρου Κακουριώτη
Στην καρδιά του ορεινού όγκου του Γράμμου, στα αλπικά λιβάδια που απλώνονται ανάμεσα στην κορυφογραμμή των Αρένων και το απόκρημνο ύψωμα Σπανούρα, που οι ντόπιοι τού έχουν αποδώσει το τρομακτικό όνομα «Χάρος», λειτουργεί από το 2012 ένας χώρος αφιερωμένος στην καλλιέργεια της ιστορικής μνήμης, αλλά και στη διατήρηση της μοναδικής χλωρίδας και πανίδας της περιοχής, το Πάρκο Εθνικής Συμφιλίωσης (ΠΕΣ).
Το ΠΕΣ δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του πρώην προέδρου της Βουλής (και βουλευτή Καστοριάς) Φίλιππου Πετσάλνικου, ενώ τη διαχείρισή του έχει αναλάβει, από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας του, το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.
Στο κτιριακό συγκρότημα του ΠΕΣ στεγάζονται δύο μόνιμες εκθέσεις φωτογραφίας (μία για την ιστορία και μία για τη χλωρίδα και την πανίδα του Γράμμου, ενώ φιλοξενούνται και περιοδικές εκθέσεις), αίθουσα εκδηλώσεων όπου πραγματοποιούνται ημερίδες και συνέδρια, καθώς και Βιβλιοθήκη με 1.500 τίτλους. Ακόμη, στις εγκαταστάσεις του λειτουργεί ξενώνας και εστιατόριο, με τη φροντίδα του Συνεταιρισμού Γυναικών Νεστορίου, που εξυπηρετεί τους περίπου 4.000 εκδρομείς που κάθε χρόνο επισκέπτονται το Πάρκο.
Στον πυρήνα της εκπαιδευτικής λειτουργίας του ΠΕΣ βρίσκονταν όλα αυτά τα χρόνια οι ξεναγήσεις που πραγματοποιούσε μέχρι το 2020, οπότε και έληξε η σύμβασή του, ο ιστορικός Ραϋμόνδος Αλβανός, επιστημονικός υπεύθυνος του Πάρκου. Ξεναγήσεις που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, τόσο στις εκθέσεις όσο, κυρίως, στον περιβάλλοντα χώρο, σε μια περιοχή όπου έγιναν μερικές από τις αιματηρότερες συγκρούσεις του εμφυλίου πολέμου, όπως υποδεικνύουν και τα μνημεία κοντά στο ΠΕΣ, που ανεγέρθηκαν σε διαφορετικές περιόδους, αφιερωμένα στους πεσόντες της μίας ή της άλλης πλευράς.
Με διάθεση ο συμφιλιωτική, όπως απαιτεί το όνομα του Πάρκου, χωρίς όμως να αποκρύπτει τις συγκρουόμενες ιστορικές αφηγήσεις και τις εκατέρωθεν αιχμηρές τοποθετήσεις, ο Ραϋμόνδος Αλβανός διαμόρφωσε στις ξεναγήσεις του μια συμπεριληπτική ιστορική αφήγηση, που δεν επιδίωκε να κρίνει, να δώσει δίκιο σε μία πλευρά και άδικο σε άλλη, αλλά ήθελε να κατανοήσει και να βοηθήσει τους ακροατές του να κατανοήσουν τη δύσκολη ιστορία του εμφυλίου πολέμου.
Με τη μεθοδική του προσέγγιση, κατάφερε να δημιουργήσει ένα μοτίβο ιστορικής αφήγησης και μια πρακτική Δημόσιας Ιστορίας που έχει ως αντικείμενό της τον Εμφύλιο, χωρίς όμως να καταλήγει να τον μετατρέψει σε αντικείμενο σύγκρουσης στο παρόν των ακροατών του. Πρόκειται για ένα υπόδειγμα που μόνο να εμπλουτιστεί μπορεί, αν το ΠΕΣ θέλει να συνεχίσει να εκπληρώνει τους στόχους του.
Έχοντας «κεφαλαιοποιήσει» την εμπειρία του αυτή, ο Ραϋμόνδος Αλβανός αποφάσισε να την παρουσιάσει σε ένα ευρύτερο κοινό, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του Ο ελληνικός εμφύλιος: Μνήμες σε πόλεμο και σύγχρονες πολιτικές ταυτότητες, που κυκλοφόρησε πρόσφατα.
Ο ευσύνοπτος αυτός τόμος δεν αποτελεί «ένα ακόμη βιβλίο για τον Εμφύλιο», όπως θα σκεφτόταν αυτόματα ο ενήμερος αναγνώστης. Αντίθετα, αποτελεί μία από τις ελάχιστες αφηγήσεις δημόσιας ιστορίας για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο που μπορεί κανείς να συστήσει σε κάθε αναγνώστη, ακόμη και τον πλέον ανενημέρωτο για το θέμα, χωρίς να φοβάται ότι θα προσβληθεί – ή ότι θα βαρεθεί… Μια αφήγηση που μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί για εκπαιδευτικούς σκοπούς, ακόμη και εκτός του χώρου του ΠΕΣ.
Ο συγγραφέας, όπως και κάθε ιστορικός, εξετάζει το παρελθόν από τη σκοπιά του παρόντος, ενώ ελέγχει τη δημόσια ιστορία από τη σκοπιά της «ακαδημαϊκής» ιστορίας, χωρίς να προχωρά σε οποιεσδήποτε «εκπτώσεις» στην αφήγησή του. Αρχίζει την πραγμάτευσή του ξεκινώντας από την ίδια την εμπειρία που ενέπνευσε το βιβλίο του: εξηγεί στον αναγνώστη πώς το παρελθόν του Εμφυλίου επηρεάζει το παρόν των επισκεπτών και πως η μνήμη συγκροτεί την ταυτότητά τους – χωρίς να εξαιρεί τον εαυτό του από την αφήγηση, καθώς θεωρεί απαραίτητο να αυτοπαρουσιαστεί ως «ιστορούν υποκείμενο».
Η ιστορική αφήγηση κατανέμεται σε τέσσερα κεφάλαια, με το πρώτο να αφιερώνεται στον Μεσοπόλεμο, περίοδο κατά την οποία ρίχτηκαν οι σπόροι της κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης που θα κορυφωθεί αιματηρά την περίοδο του Εμφυλίου. Η συμπερίληψη των «προηγηθέντων» αποτελεί μία από τις αρετές της αφήγησης του συγγραφέα, καθώς συχνά, ιδίως νεότεροι ιστορικοί, αντιμετωπίζουν τη δεκαετία του 1940 ως εάν να ήταν ένα απομονωμένο νησί στον ρου της ιστορίας, χωρίς σύνδεση με όσα προηγήθηκαν ή ακολούθησαν.
Στη συνέχεια, εξετάζεται η περίοδος της Κατοχής και των εμφύλιων συγκρούσεων κατά τη διάρκειά της (ο «πρώτος εμφύλιος») και ο κυρίως εμφύλιος πόλεμος, σε μια αφήγηση που όχι μόνο δεν παρακάμπτει αλλά, αντιθέτως, αναδεικνύει τα αμφιλεγόμενα σημεία, για τα οποία ακόμη και σήμερα διατυπώνονται αποκλίνουσες εκτιμήσεις, όπως το ζήτημα της περιοδολόγησης του Εμφυλίου (άρχισε το 1943 ή το 1946;), των Δεκεμβριανών (ήθελε το ΚΚΕ να πάρει την εξουσία ή συγκρούστηκε για να διασφαλίσει καλύτερους όρους συμμετοχής σε αυτήν;), την εξουσία του ΕΑΜ (ήταν παράγοντας εκσυγχρονισμού της υπαίθρου ή βίαιης επιβολής;) κ.λπ.
Το καταληκτήριο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη συμφιλίωση. Σε αυτό αναδεικνύεται η κοινωνική κατασκευή του παρελθόντος και ιδιαίτερα ο Εμφύλιος ως κατεξοχήν παράδειγμα συγκρουόμενων κατασκευών του παρελθόντος. Η ίδια η συμφιλίωση ερμηνεύεται ως διαδικασία ενσυναίσθησης και όχι λήθης, ως διεργασία πένθους και όχι απώθησης του τραυματικού παρελθόντος. Πρόκειται για ψυχοκοινωνικές διαδικασίες που μπορούν να καταλήξουν όχι στην εξαφάνιση των εκατέρωθεν διαφωνιών (η διαφωνία είναι τροφή για τη δημοκρατία, άλλωστε) αλλά στην αλληλοπεριχώρηση και, ενδεχομένως, στη συγχώρεση…
info
Βρες το εδώ