Η σύγκρουση ποίησης και ιστορίας (της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
429

της Βαρβάρας Ρούσσου

Μετά από έξι ποιητικές συλλογές  την περασμένη χρονιά ο Σταμάτης Πολενάκης εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα Η πάλη με τον Άγγελο.

Το πεζογράφημα αυτό, αν προσδιορίζεται ως μυθιστόρημα, δεν το χαρακτηρίζει μια κλασική πλοκή αλλά μια σχεδόν συνειρμική, μη γραμμική, αφήγηση στη ροή της οποίας διασταυρώνονται πρόσωπα και καταστάσεις ενώ η Ιστορία αποτελεί κεντρική έννοια, χωρίς όμως να παράγεται τεκμηριωτική μυθοπλασία.

Η μορφή του Ντοστογιέφσκι είναι κυρίαρχη: ο αφηγηματικός μίτος εκκινεί από αυτόν, με διήγηση προσωπικών συμβάντων και ιστορικών γεγονότων που συλλειτούργησαν οδηγώντας στη συγγραφή των Δαιμονισμένων. Πραγματικές και υποθετικές συναντήσεις, προσωπικές απώλειες, πολιτικά πρόσωπα δημιουργούν, με κόμβο τον Ντοστογιέφσκι, «αναρίθμητα νήματα» που διαπλέκονται φέρνοντας στο προσκήνιο και άλλες ιστορικές και μυθοπλαστικές μορφές και ιστορικά γεγονότα, μεταγενέστερα του Ντοστογιέφσκι, μετά την επανάσταση του 1917, κυρίως της σταλινικής περιόδου: «Ένα ακόμα από τα νήματα της ιστορίας που προσπαθώ ν’ αφηγηθώ», «Θα ήθελα να συνεχίσω το μυθιστόρημα που γράφω για τον Νετσάγεφ, ν’ ακολουθήσω μέχρι τέλος το σκοτεινό νήμα που οδηγεί απ’ τον Νετσάγεφ κατευθείαν στον Στάλιν.»

Είναι χαρακτηριστική για τον τρόπο σύνθεσης η πρωτοπρόσωπη παρεμβατική παρουσία του αφηγητή με φράσεις όπως οι παραπάνω ή ακόμη: «εγώ ο αφηγητής αυτής της ιστορίας το γνωρίζω καλά», «το καθήκον μου ως συγγραφέα μου επιβάλλει» και αρκετές φορές με τη χρήση του «υποθέτω» «αν όμως μου επιτρέπεται μια υπόθεση, τότε υποθέτω ότι…». Αυτές οι υποθέσεις οδηγούν μέσα από πλήθος παρεκβάσεις από τον Νετσάγεφ στις σταλινικές δίκες και συνειρμικά στην αφήγηση ενός σύγχρονου συμβάντος που λειτουργεί αλληγορικά ως αποκαλυπτική καταστροφή της ίδιας της ανθρωπότητας, καταλαμβάνοντας το 15ο, προτελευταίο, κεφάλαιο: την πτώση αεροπλάνου στις Άλπεις ως πράξη αυτοκτονίας του συγκυβερνήτη του. Έτσι, ο Άγγελος της Ιστορίας εντέλει μεταποιείται σε άγγελο του θανάτου και το βιβλίο ολοκληρώνεται στο 16ο κεφάλαιο με την πάλη Ντοστογιέφσκι-άγγελου του θανάτου που παίρνει τη μορφή του Σταυρόγκιν.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Πολενάκης χειρίζεται την Ιστορία, τα ιστορικά γεγονότα αλλά και η επιλογή αυτών των γεγονότων, οδηγούν στην απόλυτη συστοίχιση του μυθιστορήματος με το ποιητικό του έργο. Θα μπορούσαμε επιπλέον να συνδέσουμε την Πάλη με τον Άγγελο και με απόψεις του ίδιου του δημιουργού που εκτίθενται στη συζήτηση περί ποίησης με τους Δημήτρη Αγγελή και Δημήτρη Ελευθεράκη (Με το περίστροφο του Μαγιακόφσκι). Έτσι, και καθώς δημιουργείται ένα ενιαίο πλαίσιο, δεν θα ήταν, νομίζω, άστοχο να θεωρήσουμε ότι το πεζογράφημα αυτό συμπυκνώνει, και ως ένα βαθμό επεκτείνει, το ποιητικό έργο του Πολενάκη και, για όποιον ήθελε να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της ποιητικής και θεματικής του σημαντικού, κατά τη γνώμη μου, αυτού ποιητή της γενιάς του θα ήταν σκόπιμο να ανατρέξει στις παλαιότερες συλλογές του (πριν από Τα τριαντάφυλλα της Μερσέδες) σε μια συνανάγνωση που δίνει άλλη διάσταση τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στην ποίηση του Πολενάκη. Πρόσωπα ιστορικά ή μυθοπλαστικοί χαρακτήρες περνούν από τα ποιήματα στο πεζό και λειτουργώντας συχνά ως σύμβολα. Η εμπρόθετη παράβαση της γραμμικότητας, η διαφυγή από τη συνοχή της πλοκής, η συναρμογή επεισοδίων, σε χαλαρότερη ή σε άμεση σύνδεση με το πρωταρχικό αφηγηματικό επίκεντρο υποδεικνύουν την απώτερη ποιητική ρίζα του βιβλίου.

Όπως ισχύει και για την ποίηση του Πολενάκη έχουμε ένα έργο βαθύτατα πολιτικό, όπου η Ιστορία, ως σημαίνουσα θεματική, φέρεται να λειτουργεί με νομοτελειακή ισχύ, ως αναπόδραστη μοίρα, και να αποτελεί το μηχανισμό έναντι του οποίου όχι μόνον ο συγγραφέας είναι αδύναμος αλλά και ο Θεός εξαναγκάζεται να «παρακολουθεί από μακριά, ανήμπορος». Η δυναμική της Ιστορίας είναι εξάλλου εμφανής στον τίτλο Η πάλη με τον Άγγελο καθώς παραπέμπει στο γνωστό πίνακα του Κλέε Angelus Novus και στις Θέσεις για την Ιστορία του Βάλτερ Μπένγιαμιν.

Στον πυρήνα της πολιτικής διάστασης βρίσκεται η διάψευση τόσο των διαφωτιστικών προταγμάτων της προόδου και του Ορθού Λόγου όσο, και ιδίως,  η αποτυχία της κατά Λυοτάρ Μεγάλης Μαρξιστικής Αφήγησης. Λόγω της  πολιτικής σημασίας της Ρωσίας είναι διαρκής η επάνοδός της στο έργο του Πολενάκη είτε με λογοτέχνες και τους χαρακτήρες έργων τους είτε με ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα. Σημειώνει: «Δε μπορώ να μη σκεφτώ τη Ρωσία επειδή εκεί, όπως ξέρουμε, δόθηκε μια πραγματικά λυσσαλέα μάχη ανάμεσα στο κράτος-γραφειοκρατία και στο πνεύμα-επανάσταση. Οι περισσότεροι ποιητές εκείνης της περιόδου είναι νεκροί, θαμμένοι βιαστικά σε κρυφούς τάφους ή παγωμένοι για πάντα κάτω από το αιώνιο χιόνι της Σιβηρίας.» Και αλλού: «Για άλλη μια φορά ποίηση και ιστορία συγκρούονται ανελέητα». Η έννοια της ματαίωσης, της χαμένης ευκαιρίας για την ανθρωπότητα επανέρχεται στην Πάλη με τον Άγγελο όπως και το ερώτημα για την αξία όλων των πολιτικών κινημάτων που ενώ διατείνονται ότι στοχεύουν στην ανθρώπινο ευ ζην εξοβελίζουν εντέλει τον άνθρωπο με την προσκόλληση στο γράμμα θεωριών. Η μετακύλιση του προεπαναστατικού ενθουσιασμού σε καταθλιπτικό απολογισμό επιγραμματικά περικλείεται στη φράση του χαρακτήρα- επιβάτη-προφήτη στο υπό συντριβή αεροπλάνο στις Άλπεις: «Ξοδέψαμε ολόκληρη τη ζωή μας αναζητώντας μια χίμαιρα, ένα όνειρο άπιαστο, μια χαμένη εποχή παραδείσου.».

Μια τέτοια συνθήκη αφορά στη θέση και το ρόλο της τέχνης/λογοτεχνίας. Τον Πολενάκη απασχολεί η αδυναμία της ποίησης και του ποιητή να αντισταθεί στην Ιστορία,  να ανατρέψει ή να παρεμποδίσει γεγονότα για το λόγο αυτό ο φανερός αφηγητής του μυθιστορήματος διαρκώς υποθέτει σε μια αδύναμη απόπειρα παρέμβασης στο ρου της Ιστορίας. Ενεργοποιείται έτσι το γνωστό ερώτημα του Αντόρνο για την ποίηση μετά το Άουσβιτς εκβάλλοντας στο κεντρικό ερώτημα «έχει νόημα λοιπόν η τέχνη;» Πιο συγκεκριμένα το ερώτημα μετατοπίζεται: τι μπορεί να κάνει η ποίηση με όργανο- όπλο τη γλώσσα;

Η πάλη με τον Άγγελο θα λέγαμε ότι πρωτίστως αποτελεί την έμπρακτη απαντητική πρόταση του Πολενάκη στο πασίγνωστο ερώτημα του Αντόρνο περί ποίησης. Το μυθιστόρημα διέπεται από την αντίληψη ότι και αν η λογοτεχνία δεν μπορεί να ανατρέψει, να παρέμβει, έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει τη θλίψη του παρελθόντος και του παρόντος και κυρίως να διατρανώνει την οδύνη αυτού του κόσμου, να λειτουργεί αν όχι προφητικά τουλάχιστον ανοίγοντας τη γκάμα των δυνατοτήτων του μέλλοντος. Πράγματι το όρια της γλώσσας φαίνονται στενά για να πολεμήσει κανείς ενάντια στον παραλογισμό της εξουσίας και της εποχής μας, όμως αυτός είναι ο ρόλος του ποιητή: «Πρέπει (δεοντολογικό) να μιλήσουμε ξανά για αυτά που συνέβησαν, για αυτά που συμβαίνουν, για αυτά που θα συμβούν.» σημειώνει ο Πολενάκης.

Θα χαρακτηρίζαμε την Πάλη με τον Άγγελο μεταμυθοπλασία ή «αυτοσυνειδησιακή» μυθοπλασία, που αναφέρεται στον ίδιο της τον εαυτό ως μυθοπλαστικό έργο και μέσω της συνεχούς εμφάνισης του αφηγητή. Ο Γιώργος Περαντωνάκης, ανάμεσα σε άλλους εύστοχους χαρακτηρισμούς, το προσδιορίζει ως «μετααφηγηματική πράξη, μεταϊστορική χειρονομία».[1] Θα πρόσθετα και μεταποιητική χειρονομία, βάσει και του ιδιαίτερου ποιητικού χαρακτήρα του πεζού αυτού, λαμβάνοντας υπόψη νεότερες  προτάσεις. Αναφέρομαι σε ποιητικές συλλογές νεότερων για τους οποίους η Ιστορία και τα πρόσωπα της, τα δρώντα ή και τα βουβά, η αποτίμηση των γεγονότων και η αρχειακή κατάταξή τους αποτελούν υλικό πρόσφορο για ποίηση. Σε ποιητικές συλλογές δηλαδή που είτε ως ενιαίες συνθέσεις (εν προκειμένω για τον Πολενάκη Τα τριαντάφυλλα της Μερσέδες) είτε σε συστάδες ποιημάτων ή και μεμονωμένα ποιήματα η ενθυλάκωση ιστορικών γεγονότων και προσώπων, ή η τοποθέτησή τους στο επίκεντρο, η ένθεση αποσπασμάτων δοκιμιακού χαρακτήρα, η μεταποίηση της ιστορικής αφήγησης, στη βάση της άποψης περί αφηγηματικής λειτουργίας της ιστορίας,  παράγει προγραμματικού τύπου ποίηση με, κατά μια έννοια, πειραματικό (ή και υβριδικό) χαρακτήρα. Μια τέτοια ποίηση παρουσιάζει ένα βαθμό συγγένειας με το εν λόγω πεζογράφημα, τουλάχιστον, και όχι μόνον, αναφορικά με τον προγραμματικό χαρακτήρα του. Η επιλογή της συγκεκριμένης φόρμας μπορεί να εκληφθεί ως πειραματισμός με τα ειδολογικά όρια, τις συμβάσεις και τους τρόπους τους.

Στο σημείο αυτό νομίζω ότι μένει να εξεταστεί ο ιδιότυπος λυρισμός που, παρά την τάση περιστολής του, τόσο στο ποιητικό όσο και τώρα στο πεζογραφικό έργο του δημιουργού, αναδύεται στις στιγμές που ο πολιτικός λόγος στρέφεται στον αναγνώστη σε συνθήκη απόλυτης ειλικρίνειας και ενσυναίσθησης καθώς η έντονα πολιτική ποίηση του Πολενάκη είναι και εξόχως ανθρωπιστική, όσο κι αν ο όρος τίθεται υπό συζήτηση.

 

[1] https://bookpress.gr/kritikes/elliniki-pezografia/12917-polenakis-stamatis-enupnio-i-pali-me-ton-aggelo-perantonakis

 

 

Σταμάτης Πολενάκης, Η πάλη με τον Άγγελο,  ενύπνιο 2020

Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθροΑπό το Νυχτερινό στ’ Ανάκτορα (του Ηλία Β. Σπινάσα)
Επόμενο άρθροΠόσο εύκολα σπάνε τα ταμπού; (της Σταυρούλας Τσούπρου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ