Αθηνά Βογιατζόγλου
στον Χάρη Ράπτη
Από τότε που έπαθα σταφυλόκοκκο στο χέρι, οκτώ μηνών μωρό, και ο γιατρός είπε στη μητέρα μου ότι πρέπει να πλένεται πριν με αγγίξει, άρχισε η φοβία της με τη σκόνη. Έπλενε τα χέρια της δεκάδες φορές την ημέρα. Σιχαινόταν τα πάντα – κι εμένα μαζί. Μεγαλώνοντας φοβήθηκα κι εγώ τη σκόνη· όχι την ίδια τη σκόνη, αλλά το να γίνω φορέας της και να αναστατώσω τη μαμά. Ήμουν μια βασική πηγή των δεινών της, καθώς έβγαινα στον έξω κόσμο· πήγαινα στο σχολείο κι επέστρεφα αναπόφευκτα λιγότερο καθαρή απ’ ό,τι όταν είχα ξεκινήσει. Ο Φόβος και η Σκόνη ήταν λέξεις-κλειδιά του σεντουκιού της ψυχής μας – «θα σου δείξω τον φόβο σε μια χούφτα σκόνη»,[1] διάβασα, φοιτήτρια πια, στην Έρημη χώρα του Έλιοτ και κεραυνοβολήθηκα από τον τρόπο που αφορούσε τη μαμά κι εμένα. Όχι όμως και τον πατέρα μου. Εκείνος δεν άντεξε να είναι τόσο καθαρός. Κουράστηκε να τινάζει την εφημερίδα και τα ρούχα του όταν γύριζε από τη δουλειά, να περπατάει με ειδικά πανάκια για να μη λεκιάσει το πάτωμα, να αναπνέει τον αέρα ενός τόσο αποστειρωμένου και θλιμμένου σπιτιού. Κι έτσι έφυγε και μας άφησε. «Τον τύλιξε μία βρώμα», άκουγα να λέει στο τηλέφωνο η μαμά στις φίλες της, κι εντυπωσιαζόμουν που εκείνος τόσο πολύ αγανάκτησε με την καθαριότητά της, ώστε έφτασε στο σημείο να τυλιχτεί ολόκληρος με τη βρωμιά.
Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι βρώμα σημαίνει παράνομη ερωμένη. Κατάλαβα, ακόμη, ότι ο πατέρας μου δεν ήταν μόνο θύμα αλλά και θύτης. Αρνούμενος σθεναρά στη μαμά να εργαστεί, την εγκλώβισε μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού· του ίδιου το βλέμμα, αντίθετα, κοιτούσε μονίμως πέρα, μακριά από μας, στην απέραντη επικράτεια των συνεχώς διευρυνόμενων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του. Κι ενώ κάλπαζε μπροστά, ηδονικά βυθιζόμενος σε ένα γεμάτο υποσχέσεις μέλλον, η μαμά από το μέλλον είχε να περιμένει μόνο σκόνη, όλο και περισσότερη σκόνη – κι έτσι γραπωνόταν από το παρόν του βετέξ και του ξεσκονόπανου, που πρωταγωνιστούσαν στις καθημερινές τελετουργίες της. Έπαθε, μ’ άλλα λόγια, την αρρώστια που χτυπάει τόσο συχνά τις νοικοκυρές, όπως διάβασα κατά την εφηβεία μου στο Δεύτερο φύλο της Σιμόν ντε Μποβουάρ: «Τα χρόνια δεν είναι πια σκαλοπάτια που οδηγούν στον ουρανό, απλώνονται πανομοιότυπα και γκρίζα σαν στρωμένο τραπεζομάντηλο· και κάθε μέρα μιμείται την προηγούμενη».[2] Μόνο που η μαμά, σε αντίθεση με τις αντιηρωίδες της ντε Μποβουάρ, δεν έστρωνε τραπεζομάντηλο, καθώς ούτε να μαγειρέψει δεν είχε κουράγιο – πού να απολυμαίνεις τοσα ψώνια, να καθαρίζεις τόσα λαχανικά; – οπότε τρώγαμε στη γιαγιά και στον παππού, που έμεναν στο διαμέρισμα του κάτω ορόφου.
Όταν έφυγε ο πατέρας μου, η μαμά άρχισε να καθαρίζει περισσότερο και να κλαίει συχνότερα από πριν. Είχε την ψευδαίσθηση ότι οι τοίχοι με προστάτευαν από τη δυστυχία της, αλλά το δωμάτιό μου ήταν σαν παρατηρητήριο πουλιών: άκουγα τα πάντα και νόμιζα, με την ισχυρή φαντασία μου, ότι βλέπω τα πάντα. Την άκουγα να λέει στη Λένα, που τη βοηθούσε με τη λάτρα του σπιτιού, ότι δεν τη θέλει πια τη ζωή της και συχνά ονειρευόμουν τα βράδια ότι έπεφτε από την ταράτσα της πολυκατοικίας μας στο κενό κι ότι το σώμα της διαλυόταν σε ένα σύννεφο σκόνης που ανέβαινε ψηλά, προς τον ήλιο… Ενώ ξεκινούσε εφιαλτικά, ύστερα γινόταν παράξενα γαλήνιο αυτό το όνειρο.
Εγώ όχι απλώς δεν εγκατέλειψα τη μαμα, αλλά έπρεπε να καλύψω και του πατέρα μου το κενό· να γίνω ο προστάτης της. Ήμουν, στον βαθμό που αυτό ήταν δυνατόν, ολοκάθαρη. Δεν έπαιζα στο χώμα, όπως τα άλλα παιδιά. Αν και ήμουν βέβαιη ότι θα τους ξεπερνούσα όλους στο άλμα εις μήκος (όπως και η μαμά, που ήταν πρώτη στο σχολείο σ’ αυτό το άθλημα όταν ήταν μικρή), δεν το αποτόλμησα ποτέ – η φόρμα μου θα γινόταν χάλια από το σκάμμα. Έπαιρνα φόρα και πηδούσα μόνο στο παρκέ των διαδρόμων του σχολείου μου, κερδίζοντας νοερές δάφνες που μόνη μου απένειμα στον εαυτό μου. Κι ένα σωρό άλλα πράγματα δεν έκανα ποτέ, όπως το να σβήνω με τη γόμα – η μαμά σιχαινόταν τη γόμα, γιατί έβγαζε αυτό που αποκαλούσε «τριψουλίδι». Προκειμένου να αποφεύγω τη χρήση της γόμας, δεν έκανα καθόλου λάθη. Έγραφα με στρωτά, ολοκάθαρα γράμματα και ήμουν η καλύτερη μαθήτρια στην τάξη. Όμως μέσα μου δεν ήμουν και τόσο καθαρή. Κατά βάθος θύμωνα με τη μαμά, με τις παράλογες εμμονές της, κι είχα μεγάλη σκοτεινιά μαζέψει μέσα στην ψυχή μου. Έβλεπα κι ένα άλλο όνειρο, πραγματικό εφιάλτη αυτό: ότι εκείνη ήταν κακιά μάγισσα, λέει, που ρουφούσε με την ηλεκτρική σκούπα της, εκτός από τα σκουπίδια, τα παιχνίδια μου, τις γατούλες της πυλωτής και στο τέλος κι εμένα. Οι γατούλες που εξαφανίζονταν ουρλιάζοντας στη μαύρη χοάνη της σκούπας ήταν το φρικτότερο κομμάτι του εφιάλτη. Η μαμά δεν άντεχε τις τρίχες των ζώων κι έτσι ποτέ δεν απόκτησα κατοικίδιο, αν και πολύ θα ήθελα την παρέα του – ούτε τόλμησα ποτέ να χαϊδέψω γατιά και σκύλους στον δρόμο, γιατί φοβόμουν ότι θα έπεφτε πάνω μου καμιά τρίχα τους και ποιος την άκουγε μετά.
Στην προσευχή μου, όταν ήμουν μικρούλα ακόμη, παρακαλούσα τον Θεό να πάψει να ρίχνει αυτά τα ψίχουλα από τον ουρανό, που όποτε είχε λιακάδα στραφτάλιζαν σε όλο τους το μεγαλείο κι ύστερα στρογγυλοκάθονταν πάνω στα έπιπλα και απέλπιζαν τη μαμά. Θα ταΐζω εγώ τα πουλάκια, έλεγα στον Θεό, δεν χρειάζεται να νοιάζεσαι εσύ. Κι έβγαινα κρυφά στο μπαλκόνι και μοίραζα το κουλούρι μου στα περιστέρια. Αλλά τα ψίχουλα δεν σταματούσαν να πέφτουν, ο Θεός αρνιόταν να πάψει να μεριμνά για τα ταπεινά πλάσματά του. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι δεν ήταν ψιχουλα οι εχθροί του σπιτικού μας αλλά κάτι διαφορετικό: σωματίδια στερεά που δεν ενώνονταν μεταξύ τους, μικροοργανισμοί μ’ άλλα λόγια, που δεν κατέβαιναν από τον ουρανό αλλά προέρχονταν από εδώ κάτω, από τη γη: από χώμα, τρίχες, καυσαέριο, ακόμη και νεκρά κύτταρα του σώματός μας. Καημένη μαμά, σκέφτηκα τότε… Χωρίς να το ξέρει, παρήγαγε και η ίδια τη σκόνη που ανελέητα κυνηγούσε. Αυτό το κατάλαβα για τα καλά στο Γυμνάσιο· είχαμε έναν νεαρό παππά στο μάθημα των θρησκευτικών, που είχε βαλθεί με μεγάλο ζήλο να μας μυήσει στον θείο Λόγο. «Και έπλασεν ο Θεός τον άνθρωπον, χουν από της γης, και ενεφύσησεν εν τω προσώπω αυτού πνοήν ζωής», διαβάζαμε. Από χώμα λοιπόν γεννήθηκε ο Αδάμ… Η Εύα ήταν πιο καθαρή, σκέφτηκα με κάποια ανακούφιση: βγήκε από το πλευρό του Αδάμ, συνεπώς κατευθείαν από σάρκα. Στη συνέχεια όμως της θείας αφήγησης το πράγμα χειροτέρευε: όταν η Εύα έφαγε το μήλο κι έδωσε και στον Αδάμ, ο Θεος τους καταράστηκε και τους είπε: «Χους εις χουν απελεύσετε»· μ’ άλλα λόγια, χώμα είστε και χώμα θα γίνετε. Η αθανασία είχε για πάντα πετάξει από το παράθυρο και η μαμά – το συνειδητοποιούσα πια για τα καλά – πάλευε ενάντια στην ίδια τη φύση της, ενάντια στην κοιτίδα της προέλευσής της και ενάντια στον προορισμό της. Γι’ αυτό και έβγαινε συντριμμένη από την προσπάθειά της.
Στις κρυφές κουβέντες για τις ψυχιατρικές θεραπείες της άκουγα να επανέρχεται η λέξη «ρυπαροφοβία» κι έψαξα να τη βρω στο λεξικό. Όμως βρήκα μόνο τη λέξη «τρυποφοβία» κι όταν διάβασα γι’ αυτήν χάρηκα που η μαμά δεν φοβόταν τις κυψέλες των μελισσών, τα σφουγγάρια, τις τρύπες στο δέρμα και στα ξύλα. Θα ήταν πολύ θλιβερό αυτό. Λυπήθηκα τους τρυποφοβικούς συνανθρώπους μου και σκέφτηκα ότι θα είχαν μια μεγάλη τρύπα στην ψυχή τους, που σίγουρα θα πονούσε πολύ. Μια και η τρυποφοβία δεν απαντούσε στα ερωτήματά μου, έψαξα κι άλλο και ανακάλυψα ότι η ασθένεια της μαμάς άκουγε στο παράξενο όνομα «αμαθοφοβία», που βγαίνει από την αρχαιοελληνική λέξη «άμαθος», δηλαδή σκόνη. Διάβασα ακόμη ότι η φοβία αυτή χτυπάει συχνά τους βιβλιοθηκάριους, γιατί τα παλιά βιβλία είναι γεμάτα σκόνη. Να γιατί η μαμά τα καθάριζε με τόση προσήλωση, με διπλή φορά του ξεσκονόπανου, και προς τα μπρος και προς τα πίσω στο σημείο που είναι οι σελίδες, ύστερα τη ράχη τους, το εξώφυλλο, το οπισθόφυλλο· στο τέλος τα ανοιγόκλεινε με δύναμη, για να βγει ό,τι κακό είχε φωλιάσει μέσα τους. Φοβήθηκα πολύ με αυτή την ανακάλυψη γιατί τα βιβλία ήταν η μεγαλύτερη παρηγοριά μου, τα δικά μου κατοικίδια – πώς θα ζούσα υποφερτά χωρίς την παρέα της Πολυάννας, τη Μαίρης Πόππινς, της Μάντυ, του Τρελαντώνη, του Μικρού λόρδου; Κι έτσι από τότε τα καθάριζα, καλού κακού, κι εγώ, φυσώντας μάλιστα μέσα στην κάθε σελίδα τους καθώς διάβαζα.
Ένα απόγευμα είδα στο σπίτι της γιαγιάς ένα ντοκιμαντέρ για την αστερόσκονη. Ενθουσιάστηκα! Νόμιζα ότι βρήκα τον τρόπο να κάνω καλά τη μαμά. Το βράδυ της εξήγησα ότι κάθε χρόνο πέφτουν στη γη σαράντα χιλιάδες τόνοι αστερόσκονης, που με περίπλοκους τρόπους μας επηρεάζει. Της είπα όσα θυμόμουν κάνοντάς τα να ηχούν όσο πιο παραμυθένια γινόταν – «γιατί να διώχνουμε κάτι που αποδεικνύει την ουράνια καταγωγή μας;», κατέληξα. Με άκουγε πολύ προσεκτικά. Τρομακτικά προσεκτικά, θα έλεγα, τώρα που το ξανασκέφτομαι. Αργά τη νύχτα με ξύπνησαν οι λυγμοί της. Δεν είχα καταφέρει τίποτα… Ίσως και να είχα προσθέσει στους μπελάδες της μαμάς κι αυτή τη μυστήρια, άγνωστή της μέχρι πρότινος αστερόσκονη. Τι να την έκανε η μαμά τη μαγεία των άστρων, από τη στιγμή που βρώμιζαν το μπαλκόνι και τα έπιπλά μας; Τοτε ήταν που αποδέχτηκα οριστικά ότι δεν μπορούσα να τη βοηθήσω. Ότι ορισμένα πράγματα δεν ήταν στο χέρι μου.
Δεν θα είχα καταφέρει να περάσω αλώβητη – αλώβητη τρόπος του λέγειν – μια τέτοια παιδική κι εφηβική ηλικία αν δεν υπήρχε το νησί το καλοκαίρι. Δηλαδή αν δεν υπήρχαν η γιαγιά, ο παππούς και το πατρικό σπίτι στο χωριό, όπου με φιλοξενούσαν στις σχολικές διακοπές για να κάνω τα μπάνια μου και να ξεκουραστεί λιγο η μαμά. Εκείνη ποτέ της δεν ερχόταν στο χωριό – δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσεις από τη σκόνη εκεί, υπήρχε παντού: στους καρόδρομους, στις ξυλοσκεπές, στα ξεροχώραφα γύρω από το σπίτι. Εξάλλου η κουζίνα και το μπάνιο της γιαγιάς ήταν σε σπιτάκια χωριστά από το κυρίως σπίτι και θα έπρεπε να κάνει δρομολόγιο ολόκληρο η μαμά για να πλύνει τα χέρια της – δεν γίνονταν τέτοια πράγματα. Κι έτσι, μακριά από τον μητρικό Οφθαλμό, ζούσα κυριολεκτικά, για λίγες βδομάδες, σαν βασίλισσα της σκόνης. Παίζοντας πόλεμο με τα καφάσια του Άκη για φρούριο στην πίσω αυλή του μπακάλικου του παππού του, σήκωνα τέτοιο κουρνιαχτό με τον καλπασμό του υποτιθέμενου αλόγου μου, που ήταν σαν να βρισκόμουν πράγματι στην άγρια Δύση – θα πρέπει να γυρνούσα στο σπίτι γκρίζα από πάνω ως κάτω, εκτός από την περιοχή των ματιών. Η γιαγιά μού έλεγε απλώς να πάω να πλυθώ για να φάω, τόσο απλό. Όλα ήταν απλά στο χωριό. Απλά, φιλικά, φυσικά. Ούτε δάκρυα, ούτε απαγορεύσεις, ούτε εφιάλτες. Όσο φοβόμουν στην Αθήνα, τόσο εκεί ήμουν ατρόμητη, αγοροκόριτσο σκέτο – το αρσενικό στοιχείο με τραβούσε και για τον πρόσθετο λόγο ότι ήθελα να είμαι ο άντρας που είχε ανάγκη για να τα βγάλει πέρα η μαμά. Γιατί δεν έπαυα να τη σκέφτομαι στο χωριό και να μιλάω γι’ αυτήν στην προσευχή μου. Ίσα ίσα, σκεφτόμουν ότι αυτό το βάπτισμα στη σκόνη, στο χώμα, στη θάλασσα, αυτή η ελευθερία και η ξεγνοιασιά, θα με όπλιζαν με δύναμη για να μπορέσω τον χειμώνα να είμαι ισχυρή, ανθεκτική, πέτρινη, τόσο που αν στηριζόταν πάνω μου εκείνη δεν θα έπεφτε ποτέ. Στις επιστολές μου, βέβαια, τη διαβεβαίωνα ότι ήμουν το πιο καθαρό παιδάκι του χωριού. Αυτό κυρίως με ρωτούσε, εξάλλου· πρώτα αυτό και μετά αν τρώω καλά και αν ακούω τη γιαγιά.
Κι ύστερα μεγάλωσα και ήρθε η ώρα των μεγάλων αποφάσεων. Ως ανέκαθεν αριστούχα, μπήκα στην Αγγλική Φιλολογία, αποφοίτησα μετά πολλών επαίνων και κέρδισα μια υποτροφία του ΙΚΥ για το Λονδίνο· αν κατάφερνα να εκπονήσω μια καλή διατριβή στο πολλά υποσχόμενο πανεπιστήμιο που με δέχτηκε, οι πόρτες για μια θέση διδασκαλίας στον αγγλοσαξωνικό κόσμο θα ήταν για μένα ανοιχτές. Η Ελλάδα, το ήξερα καλά, δεν θα γινόταν ποτέ Ευρώπη. Με ενοχλούσαν οι ατελείωτες σειρές των καφενόβιων κάθε ηλικίας στα πεζοδρόμια, οι καβγάδες στις ουρές της εφορίας, η φθήνια των πολιτικών αντιπαραθέσεων, τα πεταμένα αποτσίγαρα και το σκουπιδαριό στις θάλασσες και στα δάση, τόσα και τόσα πράγματα που δεν θα άλλαζαν ποτέ. Πώς θα άφηνα όμως μόνη τη μαμά; Δεν ήθελε να έρθει μαζί μου. Έλεγε ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον ουρανό της Αττικής, ότι η βροχή θα της πείραζε τα νεύρα, αλλά η αιτία ήταν άλλη: το σπίτι της. Το να αποχωριστεί το σπίτι της ήταν κάτι που φάνταζε τόσο δύσκολο όσο το να ξεφορτωθεί μια χελώνα το καβούκι της. Είχε μια εξάρτηση από το διαμέρισμά μας σχεδόν ψυχωτική. Γιατί εκτός από το να το κρατά καθαρό, από τότε που τη θυμάμαι το στόλιζε ακατάπαυστα. Μετά τη φυγή του πατέρα μου, μάλιστα, η μανία της οξύνθηκε. Αγόρασε ένα σαλόνι τύπου Λουί-Κενζ και ένα μπουφέ με εσωτερικό φωτισμό και καθρέφτες, όπου ήταν παραταγμένα βάζα από φυσητό γυαλί σε όλα τα χρώματα, ενώ γέμισε με φωτογραφίες σε εντυπωσιακές κορνίζες το πιάνο και τα σκρίνια· με την εξαίρεση του πατέρα μου είμασταν όλοι εκεί, από τους προπαππούδες μου ως εκείνη κι εμένα (εκείνη νέα, εγώ σε όλες τις ηλικίες) και την κοιτούσαμε με πλατιά χαμόγελα από όλες τις οπτικές γωνίες. Η λαμπερή αυτή διακόσμηση μου πίεζε την ψυχή. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου δεν μπορούσα τίποτα να μετακινήσω από τη θέση του εκτός από τα πράγματα στο δωμάτιό μου. Έναν πόντο πιο πέρα αν πήγαινα κάποιο μπιμπελό, το καταλάβαινε αμέσως και με μάλωνε. Ήταν όλα όσο όμορφα ήθελε, ακριβώς στη θέση που τα ήθελε – είχε τον απόλυτο έλεγχο. Μπορεί να μην εργάστηκε ποτέ, να μη βγήκε στον αγώνα της βιοπάλης, αλλά για το σπίτι της αγωνίστηκε μερόνυχτα ατελείωτα, μελέτησε περιοδικά και περιοδικά διακόσμησης, διένυσε πολλά χιλιόμετρα στην Πατησίων και στην Ερμού διαλέγοντας υφάσματα για κουρτίνες, πλακάκια με σχέδια για την κουζίνα και το μπάνιο, πόμολα για τις ντουλάπες και τις πόρτες, όλα εκείνα τα μικροαντικείμενα που λάτρευε μυστικά. Το σπίτι της ήταν η μαμά η ίδια όπως εκείνη ήθελε να βλέπει τον εαυτό της: κομψό, αστραφτερό, αψεγάδιαστο: μια μικρογραφία παραδείσου, όπου τα δέντρα ήταν από κινέζικη πορσελάνη και κρύσταλλο Βοημίας· μια νίκη επί του θανάτου. Κατά βάθος, βέβαια, όλη αυτή η φαντασμαγορία έκρυβε το γεγονός ότι το σπίτι ήταν μια φυλακή, ένας σισύφειος ανήφορος απολυμαντικής μέριμνας, ένας φόρος αίματος.
Όπως και να είχε το πράγμα, μαμά και διαμέρισμα δεν νοούνταν χωριστά. Έπρεπε να φύγω για την Αγγλία μόνη μου. Αν έφευγα, όμως, ποιος θα σήκωνε από τα πατώματα το στυλό της, το ασύρματο τηλέφωνο, το καντράν της τηλεόρασης όποτε της έπεφταν από το χέρι; Σιχαινόταν να πιάσει πράγματα από κάτω. Αν χειροτέρευε η κατάθλιψή της και το αμελούσε; Αν της άλλαζε αγωγή ο γιατρός και νέα, ισχυρότερα χάπια της προκαλούσαν αυτοκτονικές τάσεις; Είχα διαβάσει τόσο πολλά για τις παρενέργειες των ατελείωτων ψυχοφαρμάκων της όλα αυτά τα χρόνια που μπορούσα να κάνω τις πιο δυσοίωνες εικασίες… Η ίδια μου έλεγε να φύγω, να μη θυσιάσω το μέλλον μου για χάρη της, θα τα έβγαζε πέρα με τη βοήθεια της Λένας. Η αλήθεια είναι ότι πάντα καμάρωνε για τις προόδους μου, ήταν αυτό μία από τις μεγαλύτερες χαρές της. Την ένιωθα και λίγο πιο καλόκεφη εκείνη την εποχή χάρη σε μια νέα θεραπεία που είχε ξεκινήσει. Όμως έπαιζε μπόλικο θέατρο για να με καθησυχάσει, για να μη μου σταθεί εμπόδιο. Δεν έδειχνε να πανικοβάλλεται όταν της έπεφτε κάτι στο πάτωμα, άσχετα αν εγώ έσπευδα να το σηκώσω και να το απολυμάνω, ως συνήθως. «Δεν χρειαζόταν παιδί μου», μου έλεγε, «θα το σήκωνα εγώ». Ακόμη και η φωνή της είχε χάσει την προστακτική της οξύτητα. Ένα σωρό κόλπα είχε βάλει σε εφαρμογή, μόνο και μόνο για να μη διστάσω να συνεχίσω τις σπουδές μου. Από τη μια με συγκινούσε όλο αυτό, από την άλλη μ’ έβαζε σε μεγαλύτερη ακόμη ανησυχία· κι αν μετά από τόση υπερπροσπάθεια κατέρρεε μετά την αναχώρησή μου; Πολύ θέλει ο άνθρωπος; Ήμουν εξαιρετικά αμφίθυμη. Το ότι θα αποχωριζόμουν τον Τάκη, που έκανε μεταπτυχιακά στο Πολυτεχνείο, δεν με απασχολούσε και πολύ. Λες και η υπόθεση της μαμάς ρουφούσε ένα μέρος από τη λίμπιντό μου, το είχα συχνά σκεφτεί αυτό. Σε ψυχαναλυτή δεν πήγα ποτέ, αρκούσαν οι ψυχίατροι που είχαμε αλλάξει μέσα στα χρόνια για τη μαμά! Δεν είχα καμιά διάθεση να προσθέσω μια δεύτερη ψυχή προς μελέτη στον λογαριασμό. Κι εξάλλου εγώ ήμουν εντελώς καλά, δεν είχα αμφιβολίες για την ισορροπία μου. Σάμπως σε μένα δεν στηριζόταν εκείνη όλα αυτά τα ατελείωτα χρόνια; Άντεχα. Και πίστευα ότι θα άντεχα για πάντα. Ότι ήμουν αναντικατάστατη. Συνέχιζα τα εντατικά μαθήματα αγγλικών, είχα αρχίσει να συγκεντρώνω βιβλιογραφία για το διδακτορικό μου – με θέμα τον ρόλο των αντικειμένων της οικοσκευής στη βικτωριανή πεζογραφία – και το δίλημμά μου μέρα με τη μέρα οξυνόταν. Τη μία έκανα τζόγκιγκ νοερά στα λονδρέζικα πάρκα και ανακάλυπτα νέα στοιχεία για την ψυχολογία των νοικοκυρών της Τζορτζ Έλιοτ, την άλλη πέταγα στην άκρη τα βιβλία μου και σκεφτόμουν ότι θα άνοιγα πετυχημένο φροντιστήριο αγγλικών και θα έκανα όλα τα χατίρια της μαμάς με τα χρήματα που θα κέρδιζα. Ένιωθα ότι είχα πάρει το επιχειρηματικό ταλέντο του πατέρα μου, άλλο αν συνήθως απόδιωχνα αυτή τη σκέψη γιατί δεν ήθελα να του μοιάζω· μας έστελνε ακόμη μια γενναιόδωρη διατροφή, αλλά είχε κάνει άλλη οικογένεια, για την οποία δεν ήθελα να ξέρω το παραμικρό. Απέφευγα συστηματικά τις προσκλήσεις του για φαγητό· δεν είχαμε τίποτα να πούμε.
Ώσπου εκείνο το αμλετικό καλοκαίρι η μαμά βρήκε τον Αλέξανδρο, που όπως ο μακρινός πρόγονός του έλυσε τον γόρδιο δεσμό της ψυχής της και κυριάρχησε στις απέραντες και από χρόνια ακαλλιέργητες εκτάσεις του ερωτισμού της. Γνωρίστηκαν σε έναν αποκριάτικο χορό όπου είχαμε πάει μαζί. Ηλικιακά ο Αλέξανδρος ήταν κάπου ανάμεσα σε μένα και τη μαμά, αλλά δεν είχε μάτια παρά μόνο για κείνην. Γιατί, ίσως δεν πρόλαβα να το αναφέρω, η μαμά ήταν πολύ όμορφη, στα δε νιάτα της καλλονή σκέτη. Χόρεψαν και χόρεψαν εκείνο το αποκριάτικο βράδυ, μέχρι το ξημέρωμα… Προς μεγάλη μου έκπληξη, η μαμά δεν θέλησε να απολυμανθεί όταν, πριν κοιμηθούμε, απομάκρυνα από τα ρούχα και τα μαλλιά της τις σερπαντίνες και τα κομφετί. Κάτι είχε αρχίσει στ’ αλήθεια, πλέον, να αλλάζει. Ο Αλέξανδρος ήταν ζωγράφος και πριν ακόμη φτάσει το καλοκαίρι οι θαλασσογραφίες και οι νεκρές φύσεις άγνωστων ζωγράφων είχαν αποκαθηλωθεί από τους τοίχους μας και είχαν αντικατασταθεί από προσωπογραφίες της μαμάς που ο ίδιος φιλοτέχνησε: σε λαδομπογιά, σε παστέλ, σε κάρβουνο, εκείνη μας κοιτούσε από όλους τους τοίχους, εκθαμβωτική, περιβεβλημένη από το διπλό φωτοστέφανο των ξανθών μαλλιών της και των χρυσοσκάλιστων κορνιζών που έφτιαχνε ο Αλέξανδρος για τους πίνακές του. Το αγαπημένο έργο της μαμάς, όμως, ήταν μια ακουαρέλα που κάλυπτε ολόκληρο τον κεντρικό τοίχο του σαλονιού και απεικόνιζε τον Αλέξανδρο να γονατίζει μπροστά της και να της προσφέρει ένα τριαντάφυλλο – παρωδία (ανεπίγνωστα βέβαια) σε στυλ ροκοκό ήταν κατά τη γνώμη μου αυτό το περίπλοκο κατασκεύασμα, και ο Αλέξανδρος ένας φιλότιμος αντιγραφέας της τέχνης και της πραγματικότητας, αλλά για κείνην ήταν ο Έλληνας Πικασό.
Δεν ξέρω αν η μαμά ερωτεύτηκε τον Αλέξανδρο ή τον εαυτό της μέσα από τα έργα του, πάντως η βελτίωσή της ήταν χειροπιαστή – δεν καμωνόταν πια την άνετη: έμοιαζε να είναι όντως αρκετά άνετη με τις υποθέσεις της σκόνης. Όχι ότι είχε γίνει καλά ασφαλώς – γίνονται ποτέ καλά οι αρρώστιες της ψυχής; – και πάντως τον βαθμό της βελτίωσής της δεν μπορούσα να το ξέρω γιατί δεν μέναμε πλέον μαζί. Μετακόμισα στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού, που είχαν πρόσφατα πεθάνει, για να μπορώ να μελετάω ανενόχλητη, υποτίθεται, αλλά κατ’ ουσίαν για να τους αφήσω να ξετυλίξουν την σχέση τους. Αναρωτιόμουν πώς δεν σιχαινόταν η μαμά τον ιδρώτα, τις τρίχες, τα γεννετήσια υγρά της κλινοπάλης – αυτή, η μέχρι πρότινος τόσο δυσανεκτική. Τι σου κάνει η σεξουαλική έλξη… κάπου εκεί η σκέψη μου σταματούσε, με σόκαρε το γεγονός του σμιξίματος των σωμάτων τους. Ας έκαναν ό,τι καταλάβαιναν προκειμένου να ζήσει σαν άνθρωπος επιτέλους εκεινη. Είχε πάψει να μου ζητάει να τρέχω με το βετέξ για διάφορα επείγοντα. Ξεκουράστηκα, δε λέω, έφυγε από τους ώμους μου ένα βάρος. Μπορούσα να περνάω πλέον περισσότερες ώρες με τον Τάκη. Ήμουν όμως ανήσυχη και νευρική, λες και είχα συνηθίσει να παίζω τον ρόλο του μπάτλερ ενός αυταρχικού αφεντικού και είχα ξαφνικά απολυθεί. Αμηχανία και κενό, να τι ένιωθα. Και μια ελαφριά αντιπάθεια για τον Αλέξανδρο, παρά την ευγνωμοσύνη μου. Προφανώς εκείνος θα της σήκωνε τώρα από το πάτωμα τα πεσμένα αντικείμενα, ίσως και να της καθάριζε κιόλας. Ήταν μαλακός χαρακτήρας και ο έρωτας τον είχε μετατρέψει σε στρατιωτάκι, ήταν φως φανάρι. Αφού έτσι ήταν τα πράγματα, ήμουν ελεύθερη πλέον να ακολουθήσω το άστρο μου.
Προσαρμόστηκα γρήγορα στο Λονδίνο. Άλλωστε την ήξερα καλά και την αγαπούσα αυτή την πόλη, γιατί είχα πάει δυο φορές μικρή σε κάποια καλοκαιρινά κολλέγια προκειμένου να βελτιώσω την προφορά μου. Έχοντας από πάντα την ανάγκη να πρωτεύω, να εντυπωσιάζω και να κάνω περήφανη και, κυρίως, χαρούμενη τη μαμά κι αργότερα τους δασκάλους και τους καθηγητές μου με τις προόδους μου, συνέχιζα την ακαδημαϊκή μου πορεία με ζηλευτά αποτελέσματα. Οι υποτροφίες έπεφταν βροχή. Στο τηλέφωνο η μαμά ακουγόταν κεφάτη. Το πιο παράξενο απ’ όλα ήταν ότι άρχισε τα ταξίδια! Με τον Αλέξανδρο, που είχε μια μικρή οικονομική άνεση χάρη στις επιδέξιες αντιγραφές του, πήγαν σε διάφορα νησιά του Αιγαίου και μετά στη Ρώμη. Το ακόμη πιο παράξενο, όμως, είναι ότι όσο η μαμά ξεσάλωνε εκτός σπιτιού τόσο μικρότερη έλξη άρχισαν να μου ασκούν οι σεβάσμιες βικτωριανές οικοδέσποινες και οι φροϋδικές αναλύσεις του γυαλίσματος των ασημικών τους και των ξύλινων πατωμάτων του. Ο ζήλος μου ατόνισε. Άρχισα να σκέφτομαι οτι τελικά δεν ήμουν φτιαγμένη για ακαδημαϊκή καριέρα, ότι έπρεπε να στραφώ στις επιχειρήσεις, όπως ο πατέρας μου. Έπρεπε να γυρίσω στην Ελλάδα. Αλλά δίσταζα να πετάξω στα σκουπίδια τις ερευνητικές μου ανακαλύψεις, τις συμμετοχές σε τόσα συνέδρια, τις δημοσιεύσεις σε διεθνούς κύρους επιστημονικά περιοδικά.
Ώσπου η μαμά πέθανε άξαφνα, στα πενήντα τρία της χρόνια. Ανεύρυσμα εγκεφάλου, είπαν οι γιατροί. Τη βρήκε ο Αλέξανδρος πεσμένη στο πάτωμα, πλάι στο σκαμπό του πιάνου. Είχε συνθέσει ένα τραγούδι για δαύτον και βάζω στοίχημα ότι θα έκανε εξάσκηση την ώρα που τη βρήκε το κακό. Δεν έπινε, δεν κάπνιζε, δεν έκανε καταχρήσεις γενικά, δεν ήταν παχύσαρκη – αντίθετα, είχε τέλειο κορμί. Αλλά η σκοτεινιά, ο φόβος, η σιχασιά, το κλάμα, ο σπαραγμός που φώλιαζαν μέσα της για δεκαετίες είχαν κάνει, φαίνεται, τη ζημιά τους. Ήταν πάνω στο δεύτερο άνθισμά της, στη μπελ επόκ της. Όμως φαίνεται ότι τα κύτταρα του εγκεφάλου, ποτισμένα με τόσα κοκτέιλ ψυχοφαρμάκων, εκδικούνται… Ήμουν συντριμμένη. Ο Αλέξανδρος φαινόταν κι εκείνος ράκος. Η μαμά ήταν κούκλα μέσα στο φέρετρο σε αυτήν την τελευταία της παράσταση. Φράσεις κομματιαστές από τη νεκρώσιμο ακολουθία έσκαγαν στ’ αυτιά μου: «Ως άνθος μαραίνεται, και ως όραρ παρέρχεται…». Η μαμά δεν μαράθηκε· δεν έφυγε σαν όνειρο, θα τη φυλάξω στη στέρεη θήκη της ψυχής. «Πώς παρεδόθημεν στη φθορά;…». Η μαμά δεν παραδόθηκε, δεν τα παράτησε ποτέ. Είχε συλλάβει –τώρα το πρωτοσκεφτόμουν- ότι τα πάντα είναι σκόνη και ίσως βαθιά μέσα της να ήλπιζε ότι κάποια στιγμή θα την καταπολεμούσε ριζικά και ο κόσμος θα αποκτούσε νόημα – τη σκόνη θα διαδεχόταν η συμπαγής ύλη, τη σκιά το φως. Ήταν μια οικουμενική προσπάθεια η μάχη του ξεσκονόπανου, τελικά, και η ίδια μια τραγική ηρωίδα. Η άλλη, η επί Αλέξανδρου μαμά μού διέφευγε, ποτέ δεν την ένιωσα, δεν την κατάλαβα στ’ αλήθεια. Πόσο είχε ξεφύγει από τη σκονοφοβία της δεν ήμουν σε θέση να ξέρω, καθώς με είχε απομακρύνει από τη ζωή της. Όταν άκουσα, όμως, να ψάλλεται εν χορώ εκείνο το «Το μεν σώμα αυτού εις τα εξ ων συνετέθη διάλυσον» ανατρίχιασα σύγκορμη… Αυτό πήγαινε πολύ! Το να γίνει ένα με το χώμα η μαμά μετά από τόσο αγώνα εναντίον του ήταν κάτι που, τη στιγμή εκείνη, τη στιγμή που δεν έχει γυρισμό, ένιωθα να με ξεπερνάει. Έπρεπε να είχα φροντίσει να καεί!, σκέφτηκα, μετανιώνοντας πικρά για την αβουλία μου. Απολιθωμένη από τον αδόκητο χαμό της είχα αφήσει τον Αλέξανδρο να φροντίσει τα πάντα σχετικά με την κηδεία. Μα γιατί τέλος πάντων επέτρεψα σ’ αυτόν τον μέχρι πρότινος άγνωστό μας άντρα να χωθεί ανάμεσά μας; Γιατί έφυγα και την άφησα; Μπορεί, αν είχα μείνει στο πλάι της, να ήταν τώρα ζωντανή. Πού ξέρω εγώ πώς της φερόταν ο Αλέξανδρος; Κι αν η συμπεριφορά του είχα αλλάξει μετά την εγκατάστασή μου στην Αγγλία; Κι αν εκείνη, τρέμοντας μήπως εγκαταληφθεί από έναν άντρα για δεύτερη φορά, ήταν υποχωρητική και υπέφερε σιωπηρά; Κι αν οι χαρούλες της στο τηλέφωνο ήταν ένα καλοστημένο θέατρο; Άρχισα να ανακατεύομαι, με το ζόρι στάθηκα στα πόδια μου μέχρι να μπει το φέρετρο στη γη και να το ράνω με τις αγαπημένες της ορχιδέες. Τα κλάματα του Αλέξανδρου ηχούσαν ξεκούρντιστα, σαν ρόλος αρχαίας τραγωδίας στο στόμα ατάλαντου ερασιτέχνη… πόση προσποίηση, Θεέ μου! Δεν ντρεπόταν; Κι εγώ, πάλι, γιατί αντικατέστησα τη μαμά μ’ ένα μάτσο νευρωτικές λογοτεχνικές ηρωίδες; Γα να ξεκλειδώσω τα βαθύτερα μυστικά της, έτσι έλεγα στον εαυτό μου. Αλλά και πάλι επρόκειτο για αμυαλιά εκ μέρους μου. Για προδοσία.
Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του Αλέξανδρου τις εβδομάδες που ακολούθησαν την κηδεία να βρεθούμε για να μιλήσουμε για κείνην, τον απέφυγα πεισματικά. Τι θα μπορούσε να μου πει ο άνθρωπος αυτός για μια γυναίκα που γνώριζα καλύτερα από την παλάμη μου; Που με είχε φιλοξενήσει στη μήτρα της, με είχε δει να ξεπροβάλλω από το αιδοίο της, με είχε βυζάξει, με είχε μεγαλώσει, την είχα ζήσει λεπτό προς λεπτό επί είκοσι τέσσερα χρόνια; Μόνο εγώ γνώριζα την αλφαβήτα της ψυχής της. Ό,τι φωτοσκιάσεις κι αν είχε βάλει στα πορτρέτα του ο Αλέξανδρος, εγώ μόνο ήξερα το γενναίο μεριδιό της στο σκοτάδι, τις μετρημένες στιγμές του φωτός. Το σαραντάμερο μνημόσυνο το οργάνωσα εγώ, με όλους τους τύπους. Ήταν καλύτερο από την κηδεία, με περισσότερους ψάλτες, πεντάστερο κονιάκ και κουλουράκια από το Κολωνάκι. Ο πατέρας μου ήταν και πάλι εκεί, σοβαρός μέσα στο μαύρο κουστούμι του. Βρήκε ευκαιρία, τώρα που μια βουβή θλίψη είχε πάρει τη θέση του σπαραγμού μου, να με πλευρίσει και να μου ζητήσει επίμονα να αναλάβω μια από τις νέες επιχειρήσεις του, που είχε, έλεγε με θέρμη, πολλές προοπτικές. Εννοείται ότι του είπα ένα αποφασιστικό όχι. Ποτέ δεν κατάλαβε τις πνευματικές ανησυχίες μου, ούτε τις ανάγκες της μαμάς. Τίποτα, ποτέ.
Αν και απεχθανόμουν πλέον τον Αλεξανδρο, δεν του επέστρεψα τους πίνακές του. Σκέφτηκα ότι δεν θα άρεσε στη μαμά να κατέβουν από τους τοίχους αυτές οι αποθεώσεις της ομορφιάς της. Διατήρησα το σπίτι της – το σπίτι μας – όπως ακριβώς είναι. Κι έτσι όχι μονο την κρατάω, κατά κάποιο τρόπο, ζωντανή, αλλά και απέφυγα την επώδυνη διαδικασία του χαρίσματος των επίπλων της, του στοιβάγματος των προσωπικών της αντικειμένων σε κασόνια και αποθήκες. Αλλά και την ταλαιπωρία μιας νέας επίπλωσης γλίτωσα – είμαι ατάλαντη στην επίπλωση, όπως και στο ντύσιμο. Πάντα η μαμά φρόντιζε για τα ρούχα μου, ερχόταν μαζί μου στις μπουτίκ και με βοηθούσε να διαλέξω τα πιο ταιριαστά φουστάνια, τις πιο εντυπωσιακές ζακέτες, τα πιο ραφινάτα μποτάκια. Οι φίλες μου έλεγαν ότι ντύνομαι μεγαλίστικα, αλλά απλώς ζήλευαν το στυλ μου. Το στυλ της.
Όχι ότι δεν μπήκα στον πειρασμό να ανακρίνω τον Αλέξανδρο. Να οσμιστώ τι κρυβόταν κάτω από τις γλυκερές ατάκες του για την ομορφιά, την καλοσύνη, την αγνότητα, το μπρίο της. Όμως φοβήθηκα μη διατρεβλώσει την εικόνα που είχα για τη μαμά. Αυτή η εικόνα είναι το μόνο που μου έχει απομείνει και δεν σκοπεύω να το χάσω ή να το αλλοιώσω στο παραμικρό. Προτίμησα να μάθω από εκείνην την ίδια ό,τι μπορούσα από τα λίγα, όπως νόμιζα, που δεν ήξερα. Ταξινόμησα με χρονολογική σειρά τις ατελείωτες χαρτοπεσέτες όπου έγραφε τις λίστες των ψυχοφαρμάκων της και τις διαδοχικες αλλαγές των σχημάτων της αγωγής της μέσα στα χρόνια – είναι ένα είδος σχεδιαγράμματος της ζωής της αυτό και το φυλάω στα συρτάρια του κομοδίνου μου ως κόρην οφθαλμού. Διάβασα τα γραφτά της· διαπίστωσα με έκπληξη ότι κατά διαστήματα κρατούσε ημερολόγιο, πώς και δεν το είχα πάρει ποτέ χαμπάρι; Είχε ένα τετράδιο σχολικό, γραμμένο στα δέκα εννιά της, πριν γνωρίσει τον πατέρα μου. Κάθε μέρα περιέγραφε με λεπτομέρειες τι φόρεμα φόρεσε στη βόλτα της, πόσα αγόρια την κόρταραν, κουβέντες και περιστατικά με τις φίλες της, τέτοια. Tίποτα ιδιαίτερα βαθύ. Έλαμπε από χαρά, υγεία και ξεγνοιασιά τότε, σκέφτηκα με πίκρα… Σ’ ένα μπλοκάκι περιπτέρου βρήκα σημειώσεις της από την εβδομάδα του μέλιτος. Έγραφε για τα λαντό, τις πρασινάδες και τα δείπνα με τα κεριά (μείνανε σ’ ένα πολυτελές ξενοδοχείο στην Κηφισιά), αλλά και για το πόσο την πόνεσε το βγάλσιμο του εντυπωσιακού νυφικού της με το τεράστιο φουρό· δεν ήταν ντροπή αυτό που ένιωσε, όχι· ήταν θλίψη για κάτι που μόλις πέθαινε. Η πρώτη νύχτα του γάμου ήταν απογοητευτική. Ο πατέρας μου ικανοποιήθηκε γρήγορα, γύρισε πλευρό και τον πήρε ο ύπνος! Πόσο δίκιο είχε η μαμά να αισθάνεται ότι μετά την τελετουργία του νυφικού άρχιζε κάτι πολύ λιγότερο άσπιλο, ακόμη λιγότερο κι απ’ όσο η ίδια είχε διαισθανθεί…
Για την αρρώστια της όμως δεν είχε κρατήσει ημερολόγιο, μόνο σκόρπιες φράσεις βρήκα στα περιθώρια τευχών της Γυναίκας, του αγαπημένου της περιοδικού, και σε κομμάτια από χοντρό χαρτί κουζίνας, διπλωμένα και στοιβαγμένα σε μικρά βαλιτσάκια στο πατάρι. Τίποτε δεν πετούσε· τακτική μέχρι τρέλας. «Σήμερα έπλυνα τα χέρια μου 50 φορές»· η ίδια φράση ξανά και ξανά, με τον αριθμό να σκαρφαλώνει στο 80, στο 100, στο 150 ως και στο 200. Όσο ανέβαινε, τόσο τα γραμματα γίνονταν πιο νευρικά και πιο παχιά, λες και πίεζε με περισσότερη δύναμη το στυλό στο χαρτί. Ήταν εφιαλτικό όλο αυτό… ακόμη και τα πάντα καλλιγραφικά γράμματά της είχαν χαλάσει, σίγουρα θα έτρεμε το χέρι της όταν έγραφε. Αλλού σημείωνε: «Γιατί να είναι όλα τόσο βρώμικα, θεέ μου;», ή «Η σκόνη θα με σκοτώσει. Χθες το βράδυ την είδα να πετάγεται από το αμπαζούρ έτσι όπως έβγαζα τη ρόμπα μου. Δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα» ή, χειρότερο ακόμη, «Η σκόνη με κυκλώνει από παντού, όλους μας κυκλώνει αλλά κανείς δεν το καταλαβαίνει… Δεν βλέπουν το σύννεφο που σηκώνεται πίσω τους όταν πατάνε με τα παπούσια τους στο χαλί; Τι φρίκη εχθές, στη γιορτή της θείας Δήμητρας…. Ούτε που άγγιξα τα μεζεδάκια στον μπουφέ, θα δηλητηριαζόμουν! Δεν ξαναβγαίνω από το σπίτι». Τέτοια έγραφε.
Για τον πατέρα μου τίποτα, προφανώς είχε πετάξει ό,τι σχετιζόταν μαζί του – τότε που εκείνος έφυγε τη θυμάμαι αχνά να γράφει με τις ώρες σε κάτι μεγάλα χαρτιά που ίσως και να ‘ταν επιστολόχαρτα, κι ύστερα να τα σκίζει. Για μένα όμως; Ούτε για μένα έβρισκα κάτι· το παραμικρό. Έψαξα και ξαναέψαξα, τίποτα! Όλες οι νηπιακές και παιδικές ζωγραφιές μου ήταν εκεί, τοποθετημένες σε διαφάνειες μέσα σε μεγάλα ντοσιέ, με ακριβή χρονολογική σειρά. Οι καλύτερες εκθέσεις μου στο σχολείο, επίσης. Οι έπαινοι για τις πρωτιές μου στην τάξη, τα διπλώματα πιάνου και αγγλικών, οι φωτογραφίες που με τραβούσε με την Polaroid όποτε με έντυνε και με χτένιζε για τις εξόδους μου. Εγώ όμως πουθενά – εννοώ εγώ μέσα από εκείνην, μέσα από τα γραπτά της. Ούτε ένα σημείωμα. Μα τι ρόλο έπαιξα τέλος πάντων στη ζωή αυτής της γυναίκας, που στη δική μου τη ζωή στάθηκε η απόλυτη πρωταγωνίστρια; Για τον Αλέξανδρο είχε γράψει σελίδες ολόκληρες περιγράφοντας τις περιπέτειές τους, τα ερωτόλογα που της έλεγε, τα δώρα που αντάλλασσαν. Ακόμη και κάτι γλυκερά ποιήματα με ομοιοκαταληξία του είχε σκαρώσει, κανονικό ξεμώραμα. Στοίβες οι καρτούλες του, με τα ορνιθοσκαλίσματά του επάνω. Ευτυχώς βρήκα σ’ έναν παχύ φάκελο και τα γράμματα που της έστελνα εγώ από το χωριό τα καλοκαίρια. Δεν το έβαλα κάτω, συνέχισα να ψάχνω. Ίσως τα γραφτά της για μένα – για το σημαντικότερο δημιούργημά της – να τα φύλαγε σε κανένα κουτάκι πολυτελείας, από εκείνα με το κλειδί. Κλειδιά βρήκα διάφορα, κουτάκι όμως κανένα. Ώσπου ένα πρωί ανακάλυψα ότι ένα μπλοκ με σπιράλ όπου κατέγραφε τα ψώνια από το σούπερ μάρκετ εξελισσόταν από τη μέση και μετά σε ημερολόγιο. Είναι από την περίοδο της φοίτησής μου στο πανεπιστήμιο. Γράφει ότι το νέο σχήμα θεραπείας της, με ένα φάρμακο που μόλις είχε κυκλοφορήσει στη Γερμανία, είχε λειτουργήσει. Οι καταγραφές της είναι σύντομες αλλά περιεκτικές. Τη μια μέρα σημειώνει, ας πούμε: «Πλένω τα χέρια μου το πολύ 15 φορές την ημέρα», την άλλη: «Είμαι καλύτερα, κλαίω σπάνια». Και κάπου εκεί εμφανίζομαι επιτέλους κι εγώ. «Ίσως να με βοήθησε και το ότι έλειψε η ευθύνη του παιδιού, που ενηλικιώθηκε και βρήκε τον δρόμο του. Δεν μου λέει πια το μάθημα της ιστορίας απέξω, ούτε καν ρούχα δεν θέλει να αγοράζουμε πλέον μαζί, πηγαίνει για ψώνια με τις συμφοιτήτριές της». Λίγες μέρες αργότερα: «Παράξενο, αλλά η κόρη μου επιμένει να μου σηκώνει τα πράγματα από το πάτωμα. Λες και δεν θέλει να καταλάβει τη βελτίωσή μου, λες και θέλει να με προστατεύσει από έναν κίνδυνο που αγνοώ. Προθυμοποιείται με τέτοιο ζήλο, που δεν μου κάνει καρδιά να την εμποδίσω». Και αλλού: «Δεν ξέρω αν έχει συνειδητοποιήσει ότι πάω καλύτερα. Συνεχίζει να μου καθαρίζει με το βετέξ την καρέκλα πριν καθίσουμε στη βεράντα, παρόλο που της λέω ότι δεν χρειάζεται. Ίσως είναι υπερβολικά αφοσιωμένη στις σπουδές της· πάντα της ήταν αφηρημένη». Τα μηνίγγια μου άρχισαν να βουίζουν, ζαλίστηκα… Ύστερα πάγωσα ξαφνικά, λες και άδειασα από το ίδιο μου το αίμα. Είχε λοιπόν βελτιωθεί πραγματικά πριν γνωρίσει τον Αλέξανδρο – δεν προσποιούταν για χάρη μου! Γύρισα βιαστικά τις σελίδες να δω ως πού θα τραβούσε αυτή η θλιβερή ημερολογιακή ιστορία. Ήταν αρκετές, ύστερα μεσολαβούσαν μερικά κενά φύλλα και ξεκινούσαν νέες καταγραφές, από την εποχή που βρήκε τον Αλέξανδρο· όμως αφορούσαν και πάλι εμένα: «Η κόρη μου δεν μπορεί με τίποτα να τον αποδεχτεί, μα είναι δυνατόν, ύστερα από όσα πέρασα όλα αυτά τα χρόνια της μοναξιάς; Σάμπως δεν θα φύγει κι εκείνη για έξω; Αν και παροτρύνοντάς την νιώθω λες και τη διώχνω μερικές φορές, λες και το μόνο που θέλει είναι να στριφογυρίζει στα πόδια μου και να με βοηθάει σαν να είμαι ανάπηρη. Και είναι τόσο προικισμένη, ας μπορούσε μόνο να το καταλάβει! Θα νόμιζε κανείς ότι». Έκλεισα με δύναμη το ντοσιέ και το παράχωσα στο συρτάρι του γραφείου μου.
Δεν αδειάζω πια να διαβάζω ημερολόγια. Είμαι πολυάσχολη. Μοιράζω τον χρόνο μου ανάμεσα στη φροντίδα του σπιτιού και το γραφείο. Είμαι η καλύτερη κτηματομεσίτης της ευρύτερης περιοχής. Ο μπαμπάς με κατάφερε τελικά κι αποδείχτηκε αυτό που πάντα μέσα μου ήξερα: ότι του έχω μοιάσει. Βγάζω πλέον πολύ περισσότερα χρήματα από όσα θα κέρδιζα ποτέ από την έρευνα ή τη διδασκαλία. Ας ζούσε μόνο εκείνη… Θα είχε αποκτήσει επιτέλους το ιδανικό στήριγμα, έναν επιχειρηματικό νου που όχι μόνο δεν κοιτάει πέρα μακριά αλλά κάνει για το σπίτι της όσα ονειρευόταν και δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει: έβαλα να τρίψουν και να γυαλίσουν το μωσαϊκό, έβαψα τοίχους και ταβάνια στις αγαπημένες της αποχρώσεις, αντικατέστησα όλα τα μπρούτζινα πόμολα με χρυσά. Βρήκα στο διαδίκτυο σπάνια κομμάτια βάζων από φυσητό γυαλί και εμπλούτισα τη συλλογή της. Κρατάω το σπίτι πεντακάθαρο, τόσο που στο μαρμάρινο πάτωμα του σαλονιού καθρεφτίζονται τα προτρέτα του Αλέξανδρου. Είναι κι αυτός ένας λόγος που δεν έχω διάθεση να παντρευτώ. Ποιος θα δεχτεί να περπατάει με ειδικά πανάκια, να προσέχει το κάθε τι; Ποιος θα μπορέσει να αφουγκραστεί, να εκτιμήσει σε όλο το μεγαλείο της τη συμφωνική μουσική που αναδύεται από αυτό το τόσο προσεγμένο διακοσμητικό σύμπαν; Οι καλεσμένοι μου είναι λίγοι και επιλεγμένοι. Τα ταξίδια τα αποφεύγω, είμαι σπιτόγατος. Μου αρέσει να διατηρώ τα πάντα εδώ μέσα σε καλή κατάσταση – λίγο να μην προσέξει κανείς, μια πορσελάνη μπορεί να γίνει θρύψαλα και μαζί της να εξαλειφθεί μια αισθητική πρόταση, ένα κομμάτι ολόκληρο αναμνήσεων, που η απώλειά τους θα διαταράξει την εσωτερική ζωή του σπιτιού. Δεν καθαρίζω, βέβαια, για να καθαρίσω, όπως η μαμά. Δεν έχω τη φοβία της με τη σκόνη, αυτό έλειπε! Όταν βλέπω τα μικροσωματίδια, τα ακάρεα και τα ξαδέρφια τους να χορεύουν απαλά στο φως του ήλιου, θυμάμαι τις παιδικές μου φαντασιώσεις για τα ψίχουλα που τάιζε ο Θεός τα πουλιά και για την αστερόσκονη και όλα τα άλλα, και χαμογελάω. Ύστερα πιάνω το ξεσκονόπανο και γίνονται όλα σαν καινούργια. Δεν χρειάζομαι τη βοήθεια της Λένας. Είμαι ακόμη νέα, υγιής· δεν έχω πάει ποτέ μου ούτε σε ψυχίατρο ούτε σε παθολόγο. Η σκόνη είναι εκείνη που θα πρέπει να με φοβάται, όχι το αντίστροφο. Έχω τον απόλυτο έλεγχο.
Αθηνά Βογιατζόγλου
[1] «I will show you fear in a handful of dust», T.S. Eliot, The Waste Land.
[2] Ντε Μποβουάρ, Το δεύτερο φύλο, μτφρ. Τζένη Κωσταντίνου, Μεταίχμιο 22021, σ. 577.