του Σωτήρη Μποκέα (*)
Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση, η «Σκάλα Μνήμης» θυμίζει μια φιλοσοφική περιπλάνηση. Μέσα δηλαδή από τα συναισθήματα, τις εικόνες και τον ποιητικό λυρισμό ανακύπτει ένα έντονο αίσθημα αγωνίας. Μιας αγωνίας προσωπικής, αλλά και φιλοσοφικής, ενός έντονου προβληματισμού με ερωτήματα που φαίνονται να πηγάζουν από τα βάθη του ιστορικού χρόνου και από τις αρχέγονες ανησυχίες μας. Ο ποιητής αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο αντίθετους πόλους και η αγωνία του μεταφέρεται από ποίημα σε ποίημα, μέσα από διαρκείς αντιφάσεις και εσωτερικές αντιπαραθέσεις. Ουσιαστικά, πρέπει μαζί με τον ποιητή να διαβούμε τις συμπληγάδες πέτρες του στοχασμού: αφενός, ο ποιητής πρέπει να αντιμετωπίσει τον εξωτερικό υπερβατικό κόσμο (αυτόν δηλαδή που υπερβαίνει την εμμένεια της συνείδησής μας) και, αφετέρου, ο ποιητής προσπαθεί να κατανοήσει το ελεύθερο συνειδέναι, το εγωικό συνειδησιακό συγκροτείν που στρέφεται σε αυτόν τον κόσμο και τον φωτίζει. Με άλλα λόγια, διαβάζοντας τα ποιήματα, ο αναγνώστης μεταφέρεται ξαφνικά στην αρένα των φιλοσοφικών ιδεών και συναντά μια μάχη που διαρκεί αιώνες: νους ή εμπειρική πραγματικότητα; Με τεχνικούς φιλοσοφικούς όρους θα λέγαμε: ορθολογισμός ή εμπειρισμός, ιδεαλισμός ή ρεαλισμός;
Συγκεκριμένα τώρα και εξετάζοντας τα ποιήματα συνολικά, θα δει κανείς να δημιουργείται ένα ταξίδι άνευ προορισμού, μια μελαγχολική πορεία μέσα από διλήμματα, αντικρουόμενες επιθυμίες και βασανιστικές αντιφάσεις. Το ταξίδι διαγράφει έναν κύκλο: ξεκινώντας από το υποκείμενο, προσκρούουμε σε έναν κόσμο ανοίκειο που κείται έναντι μας, είναι δηλαδή αντι-κείμενος, και στο τέλος επιστρέφουμε πάλι πίσω στο εγώ. Αυτή η σύγκρουση μεταξύ εγώ και κόσμου δεν οδηγεί στην απόγνωση, καθώς δεν διαβάζουμε πουθενά στα ποιήματα για την παραίτηση, την άνευ όρων υποταγή του υποκειμένου στη λογική της φυσικής ύπαρξης. Από τη διάσταση και τη διάκριση, οδηγούμαστε σε μια σύνθεση. Ο κόσμος αυτός ήταν πάντα κομμάτι μας, πάντα αναπόσπαστο μέρος του εγώ μας.
Ας δούμε, τώρα, πώς φτάνουμε σε αυτή τη διαλεκτική λύση. Από το πρώτο κιόλας ποίημα, βυθιζόμαστε στην ουσία του προβλήματος: στην μεταβλητότητα και ρευστότητα του εμπειρικού κόσμου. Διαβάζουμε:
« Όλα ξεθυμαίνουν σε αυτή τη ζωή […]», […] «το φως αργοσβήνει και το αστέρι- κατρακυλά απότομα. – Πέφτει η νύχτα βαριά – Και μόνο ο αναστοχασμός ανακουφίζει και παρηγορεί». Κατά τον ποιητή, λίγους στίχους πιο κάτω, «όση λάμψη κι αν σε περιτριγυρίζει χάνεται στα γεγονότα, που εξελίσσονται με μανία». (σελ.9)
Απέναντι στη μανία των εναλλασσόμενων γεγονότων, στην διαρκή χαοτική κίνηση των αντικειμένων του κόσμου (αντι-κείμενα, νοημένα υπό την παραπάνω έννοια), ο άνθρωπος φαίνεται να είναι ανυπεράσπιστος. Και αυτό γιατί ο κόσμος των γεγονότων αλλάζει διαρκώς, έρχεται και παρέρχεται. Σε αυτή την κατάσταση, γεννιέται η απορία: υπάρχει κάποια σταθερά, υπάρχει ένα σημείο, μια ακρούλα να σταθούμε; Ας μείνουμε σε αυτό που διαβάσαμε μόλις: «Μόνο ο αναστοχασμός ανακουφίζει και παρηγορεί». Το φιλοσοφικό στοιχείο εδώ είναι εμφανές. Αναστοχασμός, δηλαδή ο στοχασμός επί του σκέπτεσθαι, κατά κάποιο τρόπο, επί του ίδιου του εαυτού μας. Όμως, τι αναμένουμε να βρούμε σε αυτόν τον αναστοχασμό; Σε τι μπορούμε να ελπίζουμε; Τι είναι «αυτό που κάνει τη διαφορά», διερωτάται στο ομώνυμο ποίημα ο ποιητής; Με απλά λόγια, τι μένει σταθερό σε αυτό το εφήμερο, ευμετάβλητο σύμπαν που ονομάζουμε κόσμο; Ο ποιητής απαντά: «Είναι αυτό το περιεχόμενο που συναντιέται με τον χρόνο, -τότε που δεν θα υπάρχεις». (σελ.11)
Ορίστε, λοιπόν, μια πρώτη απάντηση, μια σταθερά. Το περιεχόμενο που υπάρχει, όταν όλα θα έχουν τελειώσει (για το υποκείμενο βέβαια). Όχι ό,τι περιέχεται στον υλικό, πεπερασμένο κόσμο, αλλά ένα περιεχόμενο, αέναο, ανεξάρτητο και αυτόνομο που νοηματοδοτεί και «γεμίζει» τα εμπράγματα γεγονότα. Ένα περιεχόμενο ελεύθερο, δημιουργηθέν αλλά και διαρκώς δημιουργό, που γεννιέται από εμάς τους ίδιους μέσα στον κόσμο αλλά δεν εξαρτάται από αυτόν. Αυτό που, όπως μας λέει ο ποιητής «κουβαλάς στην ψυχή σου» (σελ. 11), που βρίσκεται «στον αυλόγυρο των ματιών σου» και που «σταματά τη συνείδησή» μας (σελ. 16). Το περιεχόμενο, λοιπόν, που δημιουργείται από το βάθη του νου μας είναι το μέσο διαφυγής από την ακατάπαυστη φθορά της υλικής πραγματικότητας, ένα προσωπικό καταφύγιο, ένα κρυφό σημείο με το οποίο, σύμφωνα με τον ποιητή, γεφυρώνεται το αρχικά αβαθές χάσμα μεταξύ εγώ και εξωτερικού κόσμου. Το πιο προσωπικό μας δημιούργημα, ο «δικός μας κόσμος» αποτελεί τελικά μια πρώτη απάντηση στο τυραννικό δίπολο κόσμος των γεγονότων ή κόσμος του ιδεατού. Ο προβληματισμός, όμως, δεν σταματά. Η φιλοσοφική περιπλάνηση δεν έχει τέλος και, όπως διαβάζουμε, ο ποιητής συνεχίζει να αγωνιά: «Αυτή η σχέση σώματος, ψυχής- Μου προκαλεί βασανισμό και οδύνη» (σελ. 24). Εδώ βλέπουμε το ίδιο δίπολο, διατυπωμένο διαφορετικά: σώμα (ύλη) και ψυχή (νους, πνεύμα).
Και η οδύνη ίσως δεν παύσει ποτέ. Τα ερωτήματα ίσως δεν απαντηθούν ποτέ. Όμως, όπως είδαμε, ενάντια σε αυτό το αδιέξοδο, ο ποιητής έχει ακόμη μια ευκαιρία να αγωνισθεί για τον κόσμο του και την ζωή του, μια ευκαιρία να αναλάβει ηρωικά τον κόσμο του ως το δικό του αρχέγονο περιεχόμενο. Δεν τον βλέπει ως κάτι που τον προσπερνά και τον καταδυναστεύει, αλλά ως τον πιο δικό του, τον πιο αληθινά προσωπικό του κόσμο. Αυτόν που έχει «γεμίσει» με περιεχόμενο, νοηματοδοτώντας την πραγματικότητά του. Αυτόν που έχει «σμιλευτεί» από την υπόσταση του, που έχει την υφή της ζωής του, όπως διαβάζουμε και στον παρακάτω στίχο:
«Αυτός όμως είναι ο κόσμος σου – συνέχισε να τον απολαμβάνεις – Στον ρυθμό του χρόνου που σε επιλέγει, – Με τη δική σου ζωή, την υπόστασή σου – Που έχεις φτιάξει να υπηρετούν αυτό τον κόσμο» (σελ. 23)
Αυτό το θαρραλέο βήμα είναι που δίνει μια διαφορετική προοπτική. Πλέον, το άτομο βλέπει το δικό του όνομα στα πάντα γύρω του, βλέπει να αντανακλάται παντού η δική του σκέψη, όλα είναι δημιουργημένα από εκείνον για εκείνον. Ακόμη και μέσα στα «σκουπίδια» (σελ. 27) υπάρχει κάποιο φως και ο ποιητής νοιώθει υποχρεωμένος να το φανερώσει. Ο ποιητής ξαναζεί, δημιουργεί, θέλει να αφήσει τα ίχνη του, θέλει να συνομιλεί ακόμη και με την κόλαση με την ελπίδα να το μετουσιώσει σε παράδεισο (σελ. 27). Βλέπει τον κόσμο «αλλιώτικο» (σελ. 44), όπως γράφει. Ο κόσμος φαίνεται και είναι «αλλιώτικος», γιατί πλέον το υποκείμενο έχει αναλάβει την ευθύνη της ύπαρξης του. Δεν είναι έρμαιο μιας κάποιας μοίρας. Πλέον το υποκείμενο κατανοεί τον κόσμο και όλες τις πλευρές του ως δημιούργημα του, ως δικό του περιεχόμενο. Πρόκειται για μια δημιουργία με ρομαντικά στοιχεία, γιατί ο άνθρωπος-ποιητής δεν είναι θεός. Δεν δημιουργεί σε πλήρη ελευθερία και απόλυτη νηφαλιότητα, αλλά αγωνίζεται με τις λέξεις, τις εικόνες, τις επιθυμίες του. Μοχθεί διαρκώς να αποδεσμευτεί από το άχθος των απολύτων της καθημερινότητας, ενώ γνωρίζει πως η δημιουργία δεν είναι παρά ένας διανοητικός αγώνας για την ελευθερία.
Πλέον δέχεται ό,τι του δίνεται στον κόσμο, το εσωτερικεύει μόνο και μόνο για να το εξωτερικεύσει πάλι με ποιητική ορμητικότητα. Τότε είναι που «παράγει ζωή» (σελ. 40), όπως αναφέρει, και συνειδητοποιεί σε μια κρίσιμη στιγμή διαύγειας, ότι ο κόσμος από τον οποίο τόσο πολύ ήθελε να ξεφύγει είναι δική του δημιουργία, είναι η αντανάκλασή του στον καθρέφτη. Πρόκειται για μια αναπόφευκτη εξωτερίκευση με νοήματα και σημασίες, δηλαδή με ποιήματα, της ήδη εσωτερικευμένης του εξωτερικότητας. Κάτι που εντοπίζουμε και στο ποίημα «Μνήμες» (σελ. 31), όπου οι αναμνήσεις, λιθαράκι προς λιθαράκι, χτίζουν την υφή και την αισθητική του μέλλοντος. Η δύναμη αυτή της δημιουργίας είναι τελικά δύναμη αυτό-δημιουργίας, η δύναμη να αποκαλύψεις «τον νέο σου εαυτό» με μια «Μεταμόρφωση» (σελ. 29).
Τελικά, ολόκληρο το ταξίδι οδηγεί πάλι πίσω σε εμάς, στον εαυτό μας. Έναν εαυτό διευρυμένο τόσο που να χωράει μέσα του έναν ολόκληρο κόσμο. Ο ποιητής φαίνεται πως εξαρχής έψαχνε τον εαυτό του, έναν εαυτό θρυμματισμένο, διάσπαρτο σε κρυφές γωνιές, κάτω από «σκιές απειλητικές» (σελ. 35), όπως γράφει, στο σκοτάδι, στις ανεκπλήρωτες επιθυμίες, στα πάθη και στο χρόνο. Όμως, όλα αυτά είναι ένας αντιπερισπασμός γιατί ολόκληρη η ζωή φαίνεται να κρύβεται στις πιο μικρές, στις πιο ταπεινές στιγμές που συνοψίζουν μέσα τους ολόκληρους κόσμους. Ο ποιητής συνειδητοποιεί στον παρακάτω στίχο:
«Και προσκυνάς αυτό – Που μέχρι τότε αγνοούσες και θεωρούσες ασήμαντο – Αυτό που προσπερνούσες απροκάλυπτα – και επιδεικτικά (σελ. 10)».
Ολοκληρώνοντας με το ποίημα που ξεκινήσαμε, κατανοούμε τώρα λίγο καλύτερα το φιλοσοφικό υπόβαθρο των ποιημάτων του κ. Ζαΐρη. Μέσα από μια προσωπική και λυρική εξομολόγηση, ο ποιητής θέτει ένα ουσιώδες πρόβλημα: πώς ερχόμαστε σε επαφή με έναν κόσμο που μας υπερβαίνει; Πώς γνωρίζουμε την ετερότητα; Πώς αδράττουμε με τον νου αυτό που στέκεται απέναντι μας με «σάρκα και οστά», πώς ο νους φυλάσσει μέσα του παντοτινά εικόνες, αναπαραστάσεις και ιδέες από έναν κόσμο υλικό, εμπράγματο, εφήμερο; Το πρόβλημα αυτό απαλύνεται όταν κανείς κατανοεί ότι τελικά ο κόσμος δεν μας ξεπερνά, αλλά μας διαπερνά ολοκληρωτικά. Όταν πια γνωρίζει ότι ο κόσμος δεν ήταν τελικά εκεί έξω, αλλά μέσα μας και χαραγμένος στο σώμα μας. Ότι εγώ και κόσμος αποτελούμε ένα όλον. Τότε η συνειδητοποίηση αυτή μας φέρνει προς τον ευθυνών μας. Ευθύνες που είναι απλές, μα ιερές: να ζούμε, να απολαμβάνουμε, «να παίρνουμε την ευκαιρία και να την κάνουμε ποίημα» (σελ. 40).
(*) Σωτήρης Μποκέας, απόφοιτος Ιστορίας της Φιλοσοφίας, Μεταφυσικής και Φαινομενολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, υποψ. Διδάκτωρ φιλοσοφίας με ειδίκευση στη φαινομενολογία
Αντώνης Ζαΐρης, Σκάλα μνήμης, Ενύπνιο