του Γιώργου Στόγια (*)
Στο ερώτημα αν θα πρέπει να παρεμβαίνει ή όχι ο/η συγγραφέας δημόσια στα ζητήματα του καιρού του/της, η απάντηση είναι εύκολη και απλή: μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Να γράφει άρθρα και εκατό αναρτήσεις τη μέρα, να κατεβαίνει σε διαδηλώσεις και να υπογράφει σε συλλογικά κείμενα. Ή να μένει σιωπηλός. Σε κάθε περίπτωση θα κριθεί. Το λογοτεχνικό του έργο από αναγνώστες και κριτικούς, οι επίκαιρες παρεμβάσεις του (ή η απουσία τους) από το ευρύτερο κοινό, πάντα με τα εργαλεία που ταιριάζουν σε κάθε κειμενικό είδος.
Δεν θα έκρινα σκόπιμο να γράψω αυτό το σημείωμα, αν δεν έβλεπα σημάδια επιστροφής ακραίων αντιλήψεων σχετικά με το δίπολο παρέμβασης/σιωπής. Αντιλήψεων που μπορεί να βάζουν εξωλογοτεχνικά κριτήρια στην πρόσληψη του λογοτεχνικού έργου, ερμηνευτικών φακών που μπορεί να οδηγήσουν μέχρι και σε φαινόμενα μερικής τύφλωσης απέναντι στο κείμενο. Πριν όμως γίνω πιο συγκεκριμένος, θέλω με τη βοήθεια δύο παραδειγμάτων να δείξω ότι κάθε συγγραφέας βρίσκει τον δικό του τρόπο να τοποθετηθεί, και ότι δεν υπάρχει ουσιώδης συσχέτιση ανάμεσα στην επιλογή του και στην ποιότητα του έργου του. Πολλές φορές μάλιστα, μέσα στη συνολική διαδρομή μπορεί να υπάρχουν δραματικές αντιφάσεις.
Ο Όσκαρ Ουάιλντ ξεκίνησε ως ένθερμος θιασώτης της αισθητικής θεωρίας «η τέχνη για την τέχνη». Οι θεατρικές του κωμωδίες, με τον πνευματώδη ελαφρύ αμοραλισμό τους και την πλήρη απουσία οποιουδήποτε «σοβαρού» κοινωνικού στόχου, ενσαρκώνουν μεν έξοχα αυτή την τοποθέτηση, αλλά ως καλλιτεχνικά δημιουργήματα θεωρούνται δικαίως ελάσσονα. Τον ίδιο καιρό όμως που ο συγγραφέας απολαμβάνει τη δημοφηλία ενός προδρομικού εστέτ ποπ σταρ, έχει ξεκινήσει και γράφει τα παιδικά του παραμύθια, στα καλύτερα των οποίων διαφαίνεται η αγωνία και η ανάγκη για έναν προσωπικό Χριστό. Τελικά, ποιος είναι ο «πραγματικός» Ουάιλντ; Ο «βασιλιάς της ζωής» που μόνο στα αποκυήματα της φαντασίας βρίσκει ομορφιά και ενδιαφέρον, όπως μας λέει στο δοκίμιο Η παρακμή του ψεύδους, ή ο κοινωνικός στοχαστής του δοκιμίου Η ψυχή του ανθρώπου στον σοσιαλισμό; Δεν πρόκειται για παραγωγικό ερώτημα. Το ανώτερο έργο του, Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι, αποτελεί την ιδανική σύνθεση των αντίρροπων τάσεων του συγγραφέα, μια ηθική εξερεύνηση για τις εσωτερικές και τις εξωτερικές συνέπειες των επιλογών και των παθών μας. Μπορούμε να κρυβόμαστε για πολύ καιρό από τους άλλους, αλλά όχι από τον εαυτό μας, ο οποίος τελικά θα μας προδώσει σε κοινή θέα.
Στην περίπτωση του Μπέρτολτ Μπρεχτ μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις τοποθετήσεις απέναντι στο υπό εξέταση δίπολο με μεγαλύτερη σαφήνεια, καθώς ο Γερμανός συγγραφέας αλλάζει τη στάση του σε κάθε διαφορετική περίοδο της ζωής και του δημιουργικού του έργου. Προσωπικά, τρέφω μεγάλη εκτίμηση για την πρώτη του, τη λεγόμενη εξπρεσιονιστική, περίοδο (π.χ. Μπάαλ, Στη ζούγκλα των πόλεων). Εδώ θα βρούμε τον άγριο, πανηδονιστή Μπρεχτ, τον ανελέητο αλλά μηδενιστή κριτικό της αστικής υποκρισίας στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Σε λίγα χρόνια όμως θα μεταμορφωθεί σε ενθουσιώδη κομμουνιστή και θα μας δώσει τα πιο αδύναμα έργα του, τα λεγόμενα διδακτικά, που προορίζονταν για να παιχτούν είτε από θεατρικές ομάδες εργατών και μαθητών (όπως το Αυτός που λέει ναι και αυτός που λέει όχι), ή από επαγγελματίες ηθοποιούς (Η μάνα). Παρά τη μεγάλη πίστη του Μπρεχτ στην κοινωνική ωφελιμότητά τους, η αλήθεια είναι ότι τα έργα του αυτής της περιόδου δεν άντεξαν στον χρόνο και παίζονται σπάνια. Αντίθετα, κλασικές θεωρούνται οι δημιουργίες του της λεγόμενης ώριμης περιόδου (π.χ. Μάνα κουράγιο, Κύκλος με την κιμωλία) όπου ο συγγραφέας, δίχως να μειώσει την οξύτητα της κοινωνικής του κριτικής, πέτυχε να την ενσωματώσει οργανικά και αδογμάτιστα μέσα σε ιστορίες που διέθεταν δραματουργική αυτοτέλεια.
Όπως φαίνεται λοιπόν και με τα δυο αυτά παραδείγματα από τα πολλά που θα μπορούσαμε να θυμηθούμε, δεν υπάρχει ένας χρυσός κανόνας (σχετικά με τη συμμετοχή ή όχι του συγγραφέα στον δημόσιο διάλογο) που να οδηγεί με ασφάλεια σε καλλιτεχνική γονιμότητα υψηλού επιπέδου. Όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Στα απώτατα άκρα όμως του φάσματος βρίσκονται δυο θέσεις που, όσο ανοιχτός κι αν θέλω να είμαι, θεωρώ ότι είναι προβληματικές, λόγω των παρεξηγήσεων που παράγουν σχετικά με τον ρόλο του καλλιτέχνη και των συσκοτίσεων που επιβάλλουν στη διαδικασία πρόσληψης του έργου.
Στο ένα άκρο βρίσκεται η περίπτωση του καλλιτέχνη ως μιντιακού σχολιαστή της επικαιρότητας. Στα χρόνια άνθησης της ιδιωτικής τηλεόρασης είχαμε γίνει μάρτυρες του φαινομένου της συμμετοχής καλλιτεχνών σε πάνελ ποικίλης θεματολογίας. Πιο πρόσφατα, τα social media λειτουργούν ως πλατφόρμες στις οποίες ο συγγραφέας έχει την ψευδαίσθηση πως μπορεί να ξεδιπλώνει τις απόψεις και τη δημόσια εικόνα του διατηρώντας τον έλεγχο απέναντι στη λογική των ίδιων των μέσων. Δεν αναφέρομαι στις περιπτώσεις που κάποιος παρεμβαίνει συστηματικά σχετικά με ζητήματα για τα οποία έχει ιδιαίτερες γνώσεις και ευαισθησία. Ούτε σε εκείνες που παίρνει θέση, ως απλός πολίτης, σχετικά με ένα μείζον θέμα της εποχής. Αλλά στο να σχολιάζει κάποιος καθημερινά την ειδησεογραφία, μιλώντας με έντονο συναισθηματισμό επί παντός επιστητού. Μια τέτοια στάση διαιωνίζει τη στερεότυπη εικόνα του καλλιτέχνη ως του «τρελού» της αστικής κοινωνίας που έχει προνομιακή πρόσβαση προς την «αλήθεια», πέρα από τη «συμβιβασμένη» γνώση των τεχνοκρατών και τη μακάρια ύπνωση των χειραγωγούμενων μεγάλων μαζών. Η εικόνα αυτή, πάρα την σε πρώτο επίπεδο κολακευτική μεταχείριση της ιδέας του καλλιτέχνη, συνιστά στην ουσία υποτίμηση: ο καλλιτέχνης είναι σαν «παιδί», κάποιος που οι ενήλικες είναι ωραία να τον ακούν ως «αναψυχή», αλλά θα ήταν προφανώς λάθος να τον πάρουν στα σοβαρά.
Στο άλλο άκρο βρίσκεται η επίκληση της απουσίας από τη δημόσια σφαίρα ως αναγκαία προϋπόθεση αξιόλογου λογοτεχνικού έργου. Αυτή η στάση έχει διττή αποτύπωση. Στους συγγραφείς που την υιοθετούν παίρνει τη μορφή ενός κοσμικού μοναχισμού με σθεναρή αντίσταση στον πειρασμό. Αναφέρομαι σε συγγραφείς που ενώ σε προσωπικό επίπεδο μοιράζονται έντονες πολιτικές απόψεις, τρέμουν στην ιδέα να τις εκφράσουν δημόσια, γιατί ανησυχούν ότι αν το κάνουν το έργο τους θα «στιγματιστεί» και η πρόσληψή του δεν θα είναι δυνατόν να παραμείνει ξέχωρη και «καθαρή» από τους επίκαιρες «αντιπαλότητες». Πιστεύω ότι αυτή η στάση είναι προβληματική γιατί, όπως γνωρίζουμε και από την Ιστορία, ο φόβος του συγγραφέα (να ορθώσει το όποιο ανάστημά του) βγάζει πλοκάμια και βλάπτει τελικά την ίδια του τη δημιουργικότητα.
Στους κριτικούς παίρνει τη μορφή ενός «νουνεχούς» πατερναλισμού προς τους συγγραφείς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η θέση του Α. Ζωγραφάκη σε πρόσφατη κριτική του πως ο συγγραφέας «οφείλει να σιωπά σε κάθε έκφανση της ζωής του», και «οφείλει να κατανοεί ότι, εννοιολογικά, στέκεται στον αντίποδα ενός Σωκράτη: αν εκείνος δεν έγραφε, ο συγγραφέας οφείλει να μην μιλάει». Αντιλαμβάνομαι ότι η τοποθέτηση αυτή, στο νεοελληνικό συγκείμενο, συνυφαίνεται γενεαλογικά με την αντίδραση στην τυραννία του «κοινωνικά χρήσιμου μηνύματος», όπως το όριζε η αριστερή κριτική. Κατανοώ ότι μετά από μια δεκαετία πολιτικής, οικονομικής και πολιτισμικής κρίσης, υπερπολιτικοποίησης, διχαστικού λόγου, τοξικού κλίματος στους δρόμους, στις προσωπικές σχέσεις και στο διαδίκτυο, είναι ανθρώπινο να επιθυμεί κάποιος την απόδραση με όχημα τη μεταφυσική ιδέα μιας αμόλυντης «λογοτεχνικότητας». Πιστεύω όμως ότι μια τέτοια προσέγγιση δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει. Ανεξάρτητα από τις κομματικές προτιμήσεις του καθενός, η ιδέα ότι ο καλλιτέχνης οφείλει να εξαφανίζεται μέσα στο έργο του είναι αντιδιαφωτιστικής κοπής (με την έννοια που δίνει στον αντιδιαφωτισμό ο ιστορικός των ιδεών Sternhell Zeev). Απηχεί τη νοσταλγία για ένα σταθερό σημείο θέασης πάνω και πέρα από τον κόσμο, όπως επίσης για τη χαμένη εξουσία των επί της γης εκλεκτών αντιπροσώπων. Επαναλαμβάνω έτσι ώστε να αποφευχθούν λανθασμένες εντυπώσεις: Δεν αναφέρομαι στην αποδεκτή επιλογή ενός καλλιτέχνη να απέχει από εξωλογοτεχνικές δημόσιες παρεμβάσεις, αν νιώθει ότι αυτό του ταιριάζει προσωπικά. Αναφέρομαι σε μια αισθητική προκατάληψη (με την αισθητική αναβαθμισμένη ως περιέχουσα την πολιτική σφαίρα) που μπαίνει ανάμεσα στον κριτικό και το έργο, και που επιχειρεί να διαμορφώσει έναν χρυσό κανόνα, μια λογοτεχνική ορθοδοξία, ανεξάρτητα από το εκάστοτε υπό εξέταση κείμενο. Με αυτή τη λογική, ένοχος «διδακτισμού» μπορεί να βρεθεί όποιος συγγραφέας έχει κάνει την «αμαρτία» να είναι ορατός.
(*) Ο Γιώργος Στόγιας είναι συγγραφέας