της Έλενας Μαρούτσου
«For sale, baby shoes never worn». Αυτό θεωρείται το πιο σύντομο διήγημα και το έχει γράψει ο Έρνεστ Χέμινγκουεϊ. «Προς πώληση, βρεφικά παπουτσάκια αφόρετα». Αν, όπως λένε, το διήγημα είναι η κορυφή ενός παγόβουνου, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα της ιστορίας κείται αθέατο κάτω από την επιφάνεια, τότε το συγκεκριμένο μικροδιήγημα των έξι λέξεων θα μπορούσε να είναι η κορυφή από το μυθιστόρημα του Χρήστου Χρηστίδη με τίτλο Αυγή.
«Στη μνήμη της Λίας, της αγέννητης κόρης μου», λέει η αφιέρωση που συναντάμε πριν ανοίξουμε την πόρτα της αφήγησης. Κι ενώ είθισται η αφιέρωση να εμπίπτει στην επικράτεια του πραγματικού, εγώ, κάπως αυθαίρετα, θα θεωρήσω καθετί που ακουμπά στη σελίδα του μυθιστορήματος ως κομμάτι του μύθου, ενός μύθου που είναι πλασμένος από βίωμα και φαντασία σε αναλογίες που δεν μας αφορούν ούτε θα μπορούσαμε ποτέ να μετρήσουμε, καθώς πρόκειται για συστατικά που δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε, όπως δεν θα μπορούσαμε να χωρίσουμε εκ των υστέρων τη λάσπη, ξανακάνοντάς τη χώμα και νερό. Δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να αναλύσουμε τα τραγανά λαλάγγια που γεύεται η κεντρική ηρωίδα, σε αλεύρι, λάδι και νερό. Το μόνο που καλούμαστε να πράξουμε είναι να απολαύσουμε τη γεύση τους, να βυθιστούμε κι εμείς, όπως βυθίζονται κι αυτά, στο μέλι της αφήγησης, ένα μέλι σκούρο, αδιαφανές, γλυκόπικρο, πυκνόρευστο, που σχηματίζει δίνες ρουφώντας τον αναγνώστη, ο οποίος νιώθει αρχικά χαμένος σαστισμένος, όπως η Αλίκη όταν έπεσε στη λαγότρυπα.
Η τρύπα στην Αυγή οδηγεί σε έναν λαβύρινθο, με την αρχιτεκτονική του οποίου δεν θα καταπιαστώ. Δεν θα περιγράψω την περίτεχνη δομή του μυθιστορήματος. Άλλωστε, έχω την εντύπωση ότι στο ανά χείρας βιβλίο η δομή είναι φτιαγμένη για να αποδομηθεί, η κοτσίδα του χρόνου είναι σφιχτοπλεγμένη για να λυθεί, το τείχος που χωρίζει τον κόσμο των ζωντανών από αυτόν των νεκρών έχει υψωθεί για να καταρρεύσει.
Αντ’ αυτού, θα εισέλθω στον λαβύρινθο κρατώντας στο χέρι μου τον μίτο της αφιέρωσης: «Στη μνήμη της Λίας, της αγέννητης κόρης μου». Λία ονομάζεται και η κεντρική ηρωίδα. Το διαμέρισμά της το χωρίζει μια μεσοτοιχία με αυτό του αφηγητή και της γυναίκας του, της Αυγής. Η Λία είναι κλεισμένη στο διαμέρισμά της από τότε που έχασε τη μητέρα της, πριν από δυο χρόνια. Ζει με τον σκύλο της και τρέφεται με ντελίβερι που παραγγέλνει από το διαδίκτυο. Το πλέον σημαντικό: η Λία είναι έγκυος. Και το πλέον παράξενο: τα τελευταία δύο χρόνια η Λία δεν έχει συνευρεθεί με άντρα. Αναρωτιέται λοιπόν αν πρόκειται για ανεμογκάστρι ή θαύμα.
Ανεμογκάστρι ή θαύμα, άμωμη σύλληψη δηλαδή, είναι και η διαδικασία της γραφής. Ο συγγραφέας-αφηγητής, είτε κλεισμένος μονάχος στο δωμάτιό του, είτε περιφερόμενος στην πόλη μαζί με τη γυναίκα του, περιέρχεται κάθε τρεις και λίγο σε κατάσταση ύπνωσης. Πρόκειται για το γνωστό μισοϋπνι, όπου η συνείδηση, παραπαίοντας ανάμεσα σε όνειρο και αφύπνιση, γεννά εικόνες και οι εικόνες γεννούν ιστορίες. Όταν η Αυγή τον ρωτά γιατί είναι εμμονικός με τη γραφή, εκείνος απαντά ότι γράφει γιατί εξακολουθεί να έχει τις ίδιες απορίες εξήντα πέντε χρόνια μετά το θάνατο του παππού του.
Ο συγγραφέας-αφηγητής γράφει λοιπόν για να δώσει απάντηση στο αναπάντητο ερώτημα του θανάτου. Αφηγείται για να εποικίσει τα λαγούμια του Κάτω Κόσμου με ιστορίες που θα κρατήσουν ζωντανό τόσο τον ίδιο (όπως η Σεχραζάτ που με κάθε ιστορία απομακρύνει το επικείμενο τέλος) όσο και τον αναγνώστη. «Όσο κάποιος μας μιλά», γράφει ο Κριστιάν Μπομπέν στην Αυτοπροσωπογραφία στο Καλοριφέρ, «ο θάνατος είναι αδύνατος».
Το μυθιστόρημα κλείνει στα σπλάχνα του μια Νέκυια, μια κάθοδο στον Άδη, με σκοπό τη συνομιλία με τους νεκρούς. Όταν ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο, οι νεκροί τον κυκλώνουν, όμως για να απαντήσουν στις ερωτήσεις του πρέπει να πιούν αίμα. Μετά, αρχίζουν να μιλούν. Έτσι και στην Αυγή, η ζωή συνομιλεί διαρκώς με το θάνατο, που τρέφεται με αίμα και γίνεται λαλίστατος. Θα μπορούσε κανείς να πει πως η ζωή εδώ είναι δεμένη με το θάνατο με ομφάλιο λώρο. Η πρώτη εγκυμονεί τον δεύτερο. Υπάρχουν, πράγματι, πολλές μικροϊστορίες στο βιβλίο που πλέκονται γύρω από το μοτίβο της εγκυμοσύνης και οι περισσότερες από αυτές οδηγούν στο χαμό, την απώλεια του καρπού της κοιλιάς, πριν ή μετά τη γέννα.
Όμως, εδώ, ο ομφάλιος λώρος που ενώνει τη ζωή με το θάνατο είναι διπλής κατεύθυνσης. Αυτό σημαίνει πως κι ο θάνατος μπορεί να κυοφορήσει ζωή. Σε μια από τις εγκιβωτισμένες μικροϊστορίες ένα κορίτσι κουβαλούσε αυγά σε μια λεκάνη, όταν ξάφνου σκόνταψε, η λεκάνη κατρακύλησε, «έσπασαν τα αυγά και από μέσα τους ξεπρόβαλε ένα ροζ σύννεφο από μικρά πουλιά που πέταξαν προς τον ήλιο».
Κι αν ο θάνατος είναι ένας εγκλεισμός (ο εγκλεισμός αποτελεί ένα από τα κεντρικά μοτίβα του βιβλίου παίρνοντας άλλοτε τη μορφή της καραντίνας, άλλοτε του ψυχιατρείου κι άλλοτε της εγκυμοσύνης) ο συγγραφέας ανοίγει με την πένα του σαν κοπίδι ένα παράθυρο απ’ όπου ξεχύνονται αποδημητικά πουλιά. Με την πένα του κοπίδι κόβει τα ρούχα της πεθαμένης μάνας της ηρωίδας και με την πένα του βελόνα ράβει τις φορεσιές σε μια τεράστια πολύχρωμη κορδέλα. «Ρίχνει τη μακριά κορδέλα κάτω απ’ το μπαλκόνι. Τα ρούχα ξεδιπλώνονται, ανεμίζουν. Λύνει τον κόμπο. Το λαμπερό πέπλο ξεμακραίνει στον ουρανό, αγκαλιάζει και ντύνει με χρώματα την πόλη της».
Η αφήγηση είναι αυτή η κορδέλα, η οποία σαν γέφυρα ενώνει τον αφηγητή με τον αναγνώστη, μια γέφυρα που ενώ, όπως κάθε γέφυρα, το μεγαλύτερο μέρος της είναι στον αέρα, οι δυο της άκρες είναι γερά στερεωμένες στο χώμα. «Να γράφεις στα χώματα», είχε ευχηθεί μια από τις πλέον αγαπημένες μου πεζογράφους, η Ζυράννα Ζατέλη, σε έναν από τους πλέον αγαπημένους μου ποιητές, τον Αργύρη Χιόνη, τα λόγια του οποίου –τόσο ταιριαστά και με την Αυγή– θα ήθελα να παραθέσω ως επίλογο: «Πάντα έγραφα, γράφω και θα γράφω παραμυθίες στα χώματα γι αυτούς που είναι πλέον κάτω απ’ αυτά και για όσους βαδίζουν ακόμη πάνω τους, ενώνοντας έτσι το θάνατο με τη ζωή, το υποθετικό τέλος με την υποθετική διάρκεια, αυτά τα φαινομενικά αντίθετα που είναι, στην ουσία, το ίδιο ακριβώς πράγμα, δηλαδή ένα όνειρο».