Κυκλοφόρησε ο τομος με τα υλικά από το Πανελλήνιο Συνέδριο με θέμα «Η ψηφιακή αφήγηση στην Υποχρεωτική Εκπαίδευση: Παραδοσιακοί και νέοι γραμματισμοί» το οποίο πραγματοποιήθηκε στην Παιδαγωγική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ- σαλονίκης στις 20-21 Οκτωβρίου 2023. Το συνέδριο οργανώθηκε από το Εργαστήριο για τη Μελέτη της Ανάγνωσης και της Γραφής στην Εκπαίδευση και την Κοινωνία (ΕΜΑΓΕΚ) του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης και ειδικότερα από την ερευνητική ομάδα του προγράμματος «Κόμβοι Ψηφιακής Αφήγησης» (2021-2024), ένα έργο που χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ). Επιστημονική υπεύθυνη του προγράμματος ήταν η Βενετία Αποστολίδου, συντονίστρια έργου η Ζησούλα Γκουτσιουκώστα και επιστημονικοί συνεργάτες η Μαρία Κατσαφούρου και ο Γιώργος Ρουβάς.
Το ερευνητικό πρόγραμμα σχεδιάστηκε την περίοδο που ολοκληρωνόταν η διδακτορική διατριβή της Ζησούλας Γκουτσιουκώστα υπό την επίβλεψη της Βενετίας Αποστολίδου στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Α.Π.Θ. γύρω από την παιδαγωγική ωφελιμότητα της ψηφιακής αφήγησης (digital storytelling), ως καινοτόμου τεχνολογικού εκπαιδευτικού εργαλείου για τη διδακτική της λογοτεχνίας και, γενικότερα, για την καλλιέργεια των παραδοσιακών και των σύγχρονων πολυγραμματισμών. Με αφετηρία την εν λόγω διδακτορική διατριβή, θέλαμε να μεταφέρουμε όχι μόνο την ακαδημαϊκή γνώση που είχε μόλις αποκτηθεί, αλλά και την ερευνητική πρακτική από την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση στην Υποχρεωτική Εκπαίδευση, μέσα από την ενθάρρυνση της έρευνας – δράσης στα σχολεία και την υλοποίηση οργανωμένων διδακτικών παρεμβάσεων για την αξιοποίηση της ψηφιακής αφήγησης σε διάφορα μαθήματα, πέρα από το γνωστικό αντικείμενο της λογοτεχνίας. Στόχος μας ήταν η διενέργεια μιας εκτεταμένης έρευνας – δράσης, όπου εμπλέκονται οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί της Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης, προκειμένου η ψηφιακή αφήγηση να αξιοποιηθεί τόσο ως μέσο προώθησης ικανοτήτων των μαθητών, οι οποίες σχετίζονται με την ανάγνωση και την κατανόηση, τη γραφή και την έρευνα ποικίλων θεμάτων που προκύπτουν από τα μαθήματα του σχολείου, όσο και ως νέος τρόπος συμμετοχής των νέων στη σύγχρονη μιντιακή κουλτούρα, συμβάλλοντας στη σύνδεση του σχολείου με την καθημερινότητα των μαθητών και των μαθητριών και στην καλλιέργεια μιας δημιουργικής και συνάμα κριτικής στάσης απέναντι στα νέα ψηφιακά μέσα. Με άλλα λόγια, δεν επιδιώκαμε απλώς το ερευνητικό έργο να λειτουργήσει ως κανάλι διάδοσης ερευνητικών αποτελεσμάτων από το Πανεπιστήμιο προς τις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης αλλά κυρίως ως πεδίο σύγκλισης και επέκτασης της εμπειρικής έρευνας, μέσα από τη συγκρότηση κοινοτήτων μάθησης και πρακτικής που θα εμπλουτίσουν τη σχετική γνώση και θα προωθήσουν την παιδαγωγική καινοτομία στην εκπαιδευτική κοινότητα.
Ο βασικός σκοπός του συνεδρίου που οργανώσαμε με την ολοκλήρωση του έργου ήταν να παρουσιαστούν τα αποτελέσματα του ερευνητικού προγράμματος «Κόμβοι Ψηφιακής Αφήγησης» από την επιστημονική ομάδα αλλά και, κυρίως, από τους εκπαιδευτικούς που υλοποίησαν τις εκπαιδευτικές παρεμβάσεις και αξιοποίησαν το εργαλείο της ψηφιακής αφήγησης στις τάξεις τους. Θέλαμε να δώσουμε ένα βήμα έκφρασης στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς-ερευνητές και βεβαίως την ευκαιρία να μοιραστούν την εμπειρία τους τόσο με την υπόλοιπη εκπαιδευτική όσο και με την ακαδημαϊκή κοινότητα και να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους. Τα δύο χρόνια αυτού του ερευνητικού προγράμματος ήταν πλούσια σε εμπειρίες, συναισθήματα και νέες γνώσεις. Τα ερευνητικά προγράμματα που αφορούν εκπαιδευτικές παρεμβάσεις σε τάξεις είναι πρωτίστως έρευνες που βασίζονται στις ανθρώπινες σχέσεις όλων των ειδών: των μελών της ερευνητικής ομάδας, της ερευνητικής ομάδας με τους εκπαιδευτικούς, των εκπαιδευτικών μεταξύ τους, των εκπαιδευτικών με τους μαθητές κ.ο.κ. Όλοι ξέρουμε πόσο επίπονο, χρονοβόρο και ευαίσθητο είναι αυτό το δίκτυο των σχέσεων. Πόσες αγωνίες έχει διότι δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα ότι θα προκύψει καν αποτέλεσμα, υλικό για να μελετηθεί. Επίσης, είναι δύσκολο και απαιτεί πολύ χρόνο να μελετηθεί σε βάθος το υλικό που συ- γκεντρώθηκε. Ο όγκος του είναι πραγματικά τεράστιος: Συγκεντρώθηκαν 439 ψηφιακές αφηγήσεις που δημιουργήθηκαν από πάνω από 1000 μαθητές και μαθήτριες μέσα από εκπαιδευτικές παρεμβάσεις που σχεδίασαν και υλοποίησαν 60 εκπαιδευτικοί Δημοτικών και Γυμνασίων από τις ευρύτερες περιοχές της Θεσσαλονίκης και της Λάρισας. Εκτός από τον όγκο του υλικού, η ανθρώπινη δυσκολία είναι ότι ακόμη είμαστε πολύ μέσα σε αυτό και είναι δύσκολο να αποστασιοποιηθούμε για να το μελετήσουμε. Επομένως, ένας ακόμη στόχος του συνεδρίου ήταν να αναδείξει τα ερευνητικά ερωτήματα, τα κρίσιμα σημεία στα οποία θα πρέπει να εντοπιστεί η ανάλυση του τεράστιου υλικού που συ- γκεντρώθηκε. Τα άρθρα του τόμου, στη μεγάλη πλειοψηφία τους γραμμένα αμέσως μετά την ολοκλήρωση της παρέμβασης από εκπαιδευτικούς που ενεπλάκησαν στο πρόγραμμα, αποτελούν επομένως μια πρώτη καταγραφή των αποτελεσμάτων και όχι μια εις βάθος ανάλυση. Η μελέτη του υλικού εξάλλου χρειάζεται ειδικά εργαλεία και προσεκτικό σχεδιασμό, έργο που ίσως αποτελεί αντικείμενο ενός νέου ερευνητικού προγράμματος. Όπως ειπώθηκε πολλές φορές στο συνέδριο, το υλικό που συγκεντρώθηκε είναι στη διάθεση όλων των ερευνητών για μελέτη με μια απλή συνεννόηση με την ερευνητική ομάδα.
Ωστόσο, το συνέδριο είχε και έναν άλλο στόχο, να δημιουργηθεί ένα ευρύτερο πεδίο συζήτησης των ζητημάτων και των ερευνών που σχετίζονται με το εκπαιδευτικό εργαλείο της ψηφιακής αφήγησης. Γι αυτό προσκαλέσαμε ειδικούς συναδέλφους, πα- νεπιστημιακούς και ερευνητές, που έχουν ασχοληθεί με την ψηφιακή αφήγηση. Προφανώς υπάρχουν και άλλοι, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν ή δεν τους εντοπίσαμε εμείς. Στον τόμο περιλαμβάνονται άρα και άρθρα ερευνητών εκτός του προ- γράμματος «Κόμβοι Ψηφιακής Αφήγησης» στα οποία θα αναφερθούμε αμέσως παρα- κάτω κατά την περιγραφή της δομής του τόμου.
Ο τόμος αποτελείται από 25 άρθρα οργανωμένα σε πέντε μέρη. Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο στην έκθεση των αποτελεσμάτων του ερευνητικού προγράμματος από τα μέλη της ερευνητικής ομάδας. Όπως σημειώθηκε ήδη, δεν ήταν δυνατόν στο σύντομο διάστημα που είχαμε στη διάθεσή μας από την ολοκλήρωση της εφαρμογής και τη συγκέντρωση του υλικού έως την πραγματοποίηση του συνεδρίου και τη συγγραφή των άρθρων, να αναλύσουμε σε βάθος τις εκπαιδευτικές διαδικασίες που ακολουθήθηκαν και τις ψηφιακές αφηγήσεις που δημιουργήθηκαν. Προσπαθήσαμε να δώσουμε πρώτον μια συνολική εικόνα των στόχων του προγράμματος, των διαδικασιών οργάνωσης της έρευνας δράσης και των στατιστικών στοιχείων του υλικού (Ζησούλα Γκουτσιουκώστα) και, δεύτερον, μια καταγραφή των διδακτικών πρακτικών (με τον αναγκαίο σχολιασμό) που ακολούθησαν οι εκπαιδευτικοί στις τάξεις, έτσι ώστε να παραχθούν από τους μαθητές και τις μαθήτριες οι ψηφιακές αφηγήσεις. Για την καταγραφή αξιοποιήθηκαν τα διδακτικά σενάρια που σχεδίασαν οι εκπαιδευτικοί, οι συνεντεύξεις που έδωσαν στο τέλος και οι παρατηρήσεις στις τάξεις που κάναμε εμείς (Βενετία Αποστολίδου). Στο τρίτο άρθρο η Μαρία Κατσαφούρου επιχειρεί μια πρώτη ανάλυση ενός μέρους των απαντήσεων που έδωσαν τα παιδιά στα 829 ερωτηματολόγια που συγκεντρώθηκαν έτσι ώστε να έχουμε μια εικόνα για τις αντιδράσεις τους απέναντι στην ψηφιακή αφήγηση, τις πρακτικές που ακολουθήθηκαν και τα οφέλη που θεωρούν ότι είχαν. Τέλος, ο συνεργάτης μας στον τομέα της Πληροφορικής Γιώργος Ρουβάς, αφού μελέτησε τις ψηφιακές αφηγήσεις, επιχείρησε να συγκεντρώσει τις βέλτιστες πρακτικές ως προς την παραγωγή τους, έτσι ώστε το κείμενό του να λειτουργήσει και ως οδηγός για τη μελλοντική παραγωγή ψηφιακών αφηγήσεων από εκπαιδευτικούς οι οποίοι δεν είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν τις εκδηλώσεις του προγράμματος.
Το δεύτερο μέρος (Ψηφιακή Αφήγηση και Γραμματισμοί) βρίσκεται βέβαια στην καρδιά του προβληματισμού τόσο του ερευνητικού προγράμματος όσο και του συνεδρίου. Στην αρχή του βρίσκεται το άρθρο του Ιάπωνα καθηγητή της Τέχνης στην Εκπαίδευση Hirotoshi Yaginuma ο οποίος έχει μακρά εμπειρία σε προγράμματα δημιουργίας οπτικών αφηγήσεων από μαθητές. Ευχαριστούμε τη Μαρία Λέτσιου που μας έφερε σε επαφή με τον συνάδελφο από την Ιαπωνία αλλά και την Σοφία Κεφαλίδου για τη μετάφραση του άρθρου. Η συμβολή του, εκτός από το ότι μας γνωρίζει τα τεκταινόμενα στο πεδίο αυτό στη χώρα του, είναι σημαντική διότι συνδέει τη δημιουργία οπτικών αφηγήσεων με την έννοια της ανθεκτικότητας (resilience), μια έννοια η οποία συζητιέ- ται πολύ σε πεδία όπως η κλιματική αλλαγή και η ενδυνάμωση των πόλεων, αλλά η σύνδεσή της με τον γραμματισμό δεν ήταν μέχρι τώρα προφανής. Ο Yaginuma υλοποίησε προγράμματα όπου η οπτική αφήγηση λειτούργησε ως μέσον καλλιέργειας της ανθεκτικότητας των μαθητών μετά από τραυματικές εμπειρίες σεισμών και τσουνάμι. Σε ανά- λογες εμπειρίες αναφέρεται και το επόμενο άρθρο, της εκπαιδευτικού του προγράμ- ματος «Κόμβοι Ψηφιακής Αφήγησης» Ευαγγελίας Μιχαήλ, η οποία εστιάζει στην έκφραση, μέσω της ψηφιακής αφήγησης, μετατραυματικών συναισθημάτων γύρω από τον σεισμό που βίωσαν μαθητές και μαθήτριες από τη Λάρισα. Τα υπόλοιπα άρθρα του δεύτερου μέρους αναφέρονται σε άλλες πλευρές του γραμματισμού, όπως η αυθεντικότητα και οι πολυγραμματισμοί στη διδασκαλία των ξένων γλωσσών (Μυρτώ Νεράντζη, Μαρία Χατζηγιώση), η πολυτροπική γραμματική ως μέθοδος ανάλυσης των μαθητικών αφηγήσεων (Δημοσθένης Γκένος) και ο ιστορικός γραμματισμός (Κωνσταντίνα Παπακώστα). Θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντική την αξιοποίηση της ψηφιακής αφήγησης στο μάθημα της Ιστορίας με σκοπό τον ιστορικό γραμματισμό και ελπίζουμε να μελετηθεί στο μέλλον το σχετικό υλικό του προγράμματος.
Το τρίτο μέρος (Ψηφιακή αφήγηση και κοινωνική ενδυνάμωση) σχετίζεται προφανώς με τον γραμματισμό αλλά επικεντρώνεται περισσότερο είτε στη σχέση της ψηφιακής αφήγησης με συγκεκριμένες πρακτικές διδασκαλίας όπως η εργασία σε ομάδες και η συγκρότηση κοινοτήτων μάθησης (Σταυρούλα Καρανταϊδου, Ευαγγελία Μισιάκα – Παναγιώτα Μαντζανάρη) είτε στην ενδυνάμωση και κοινωνική ευαισθητοποίηση γενικά (Ευαγγελία Κακαρόντζα) ή σε σχέση με ειδικά θέματα όπως το περιβάλλον και ο σχολικός εκφοβισμός (Χρύσα Δαλακλή, Στέλλα Σιούλη – Παύλος Σταυρίδης). Όλα τα άρθρα του τρίτου μέρους υποδεικνύουν σαφώς τη στενή σύνδεση της ψηφιακής αφήγησης με πρακτικές κοινωνικής ενδυνάμωσης, γεγονός που επιβεβαιώνεται όχι μόνον από την επιλογή των εκπαιδευτικών που συμμετείχαν στο συνέδριο να αναδείξουν τη συγκεκριμένη διάσταση, αλλά και από τις απαντήσεις όλων των εμπλεκόμενων στο ερευνητικό πρόγραμμα, εκπαιδευτικών και μαθητών/τριών, στις συνεντεύξεις που παραχώρησαν στην ερευνητική ομάδα και στα ερωτηματολόγια που συμπλήρωσαν αντίστοιχα. Το τέταρτο μέρος (Ψηφιακή αφήγηση και εικαστική αγωγή) αναφέρεται σε ένα πεδίο το οποίο μας εξέπληξε με την δυναμική που ανέπτυξε στο εσωτερικό του προγράμματος «Κόμβοι Ψηφιακής Αφήγησης». Καθώς η ερευνητική ομάδα συνειδητά δεν προ- έκρινε ούτε προώθησε την αξιοποίηση της ψηφιακής αφήγησης στο ένα ή στο άλλο γνωστικό αντικείμενο αλλά, στο πλαίσιο της έρευνας δράσης, ήταν στην επιλογή των εκπαιδευτικών να αποφασίσουν πού θα την αξιοποιήσουν και να σχεδιάσουν το ανάλογο διδακτικό σενάριο, η εφαρμογή στην εικαστική και μουσειακή εκπαίδευση σε αυτή την έκταση και με πολύ αξιόλογες ψηφιακές αφηγήσεις δείχνει ασφαλώς πως ο συνδετικός κρίκος της εικόνας ανάμεσα στην ψηφιακή αφήγηση και τα εικαστικά είναι πολύ ισχυρός και προικοδοτεί την παραγωγή των σχετικών ψηφιακών αφηγήσεων με ένα οπτικό υλικό το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα κίνητρο δημιουργίας και διευκολυντικό μοχλό.
Το μέρος αυτό ξεκινά με δύο άρθρα συναδέλφων που δεν προέρχονται από το ερευνητικό μας πρόγραμμα. Της Μαρίας Λέτσιου η οποία ερευνά χρόνια τώρα την χρήση ψηφιακών μέσων στην εικαστική αγωγή και μπορεί να προσφέρει μια καλή θεωρητική βάση γι αυτό καθώς και να συστήσει κάποιες δημιουργικές στρατηγικές για την παραγωγή ψηφιακών αφηγήσεων, όπως η οπτική αναλογία και η οπτική μεταφορά. Το δεύτερο άρθρο της Ζωής Τσιβιλτίδου και της Γιασεμής Βαβούλα βασίζεται στη διδακτορική διατριβή της πρώτης και είναι το μόνο το οποίο αναφέρεται στο Λύκειο. Θεωρήσαμε όμως ότι έχει νόημα αυτή η μικρή εξαίρεση καθώς η πρωτοτυπία του εντοπίζεται στη σχέση ανάμεσα στο μάθημα της λογοτεχνίας και την εικαστική αγωγή. Συγκεκριμένα, χρησιμοποιήθηκε η συλλογή του Μουσείου Victoria & Albert για να γνωρίσουν οι μαθητές καλύτερα τη βικτωριανή εποχή την οποία διδάσκονταν στο μάθημα ενώ, στη συνέχεια, δημιούργησαν τις δικές τους ψηφιακές ιστορίες ερμηνεύοντας εκθέματα της επιλογής τους. Το έργο συγκεκριμένων φωτογράφων ενέπνευσε τις ψηφιακές αφηγήσεις δύο τάξεων, είτε επισκέφθηκαν συγκεκριμένη έκθεση στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσ- σαλονίκης (Μαρίνα Καραφυλλίδου) είτε μελέτησαν το έργο φωτογράφων μέσα στην τάξη (Αλέξανδρος Μιχαήλ). Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για το άρθρο της Αντιγόνης Τσαρμποπούλου το οποίο αναφέρεται σε ένα project για τα γλυπτά στον δημόσιο χώρο. Εμπλέκεται εδώ η σχέση των παιδιών όχι απλώς με τα εικαστικά αλλά με την ίδια την πόλη και τη σχέση μας με αυτήν. Το άρθρο έχει μια επιπλέον σημασία, καθώς η συγκε- κριμένη εκπαιδευτικός αξιοποίησε εκτεταμένα τεχνικές του θεάτρου στην εκπαίδευση τις οποίες μάλιστα παραθέτει στο παράρτημα εν είδει οδηγού.
Για το πέμπτο μέρος (Ψηφιακή αφήγηση και διδασκαλία της λογοτεχνίας /φιλαναγνωσία) ταιριάζει η αγγλική έκφραση last but not least, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη πως η διδακτική της λογοτεχνίας είναι το πεδίο ειδίκευσης και της Βενετίας Αποστολίδου και της Ζησούλας Γκουτσιουκώστα. Τα ερωτήματα στα οποία επιχειρούν να απαντήσουν τα άρθρα του πέμπτου μέρους είναι κρίσιμα για τη λογοτεχνική εκπαίδευση: Μπορεί η ψηφιακή αφήγηση να καλλιεργήσει τη φιλαναγνωσία; Διευκολύνει την έκφραση της αντα- πόκρισης των μαθητών; Μπορούμε να διακρίνουμε και να μελετήσουμε τις ερμηνείες που δίνουν οι μαθητές αναγνώστες στα λογοτεχνικά κείμενα που διάβασαν μέσα στις ψηφιακές αφηγήσεις που δημιούργησαν; Η ψηφιακή αφήγηση βοηθά στη δημιουργική γραφή και ειδικότερα στην κατασκευή ενός ολοκληρωμένου ιστοριόκοσμου; Αρχίζοντας από το τελευταίο άρθρο, ήταν μεγάλη χαρά για μας που η ψηφιακή αφήγηση αξιοποιήθηκε στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών από μετάφραση (Ευαγγελία Κυριαζοπούλου), ένα μάθημα το οποίο οφείλει να είναι καθαρά λογοτεχνικό, και συνέβαλε στην αλλαγή της εικόνας του στα μάτια των παιδιών. Η Άλκη Ζέη είχε την τιμητική της, καθώς το 2023 ήταν αφιερωμένο σε αυτή. Δύο εφαρμογές, της Μερόπης Καλούτσα στο Δημοτικό και της Μαρίας Κελεπούρη στο Γυμνάσιο μελέτησαν βιβλία της Ζέη και τα αποτελέσματα ως προς την προώθηση της φιλαναγνωσίας και την έκφραση μιας αυθεντικής ανταπόκρισης, πέρα από τις έτοιμες ερμηνείες των βοηθημάτων, ήταν πολύ θετικά. Η Αλεξάνδρα Μαυρίδου θέτει στο κέντρο του προβληματισμού της τον τρόπο με τον οποίο η λογοτεχνική ανάγνωση λειτουργεί ως αφόρμηση για τη συγγραφή νέων ιστοριών από τους μαθητές, ενώ η Αναστασία Σερβίνη εξηγεί πώς η ψηφιακή αφήγηση δίνει τη δυνατότητα στο μάθημα της λογοτεχνίας να δημιουργήσει ένα πολυαισθητηριακό, πολυμεσικό μαθησιακό περιβάλλον το οποίο, όπως φάνηκε από την εφαρμογή της, ανέδειξε τη δυνατότητα συνομιλίας της λογοτεχνίας με άλλες τέχνες και άλλα γνωστικά αντικείμενα και εμπλούτισε τις εκφραστικές δυνατότητες των παιδιών.
Τα 18 από τα 25 άρθρα αυτού του τόμου είναι γραμμένα από 20 εκπαιδευτικούς οι οποίοι, μαζί με τους υπόλοιπους 40, συμμετείχαν στο πρόγραμμα εθελοντικά και χωρίς κανένα οικονομικό όφελος, επιμορφώθηκαν και αφιέρωσαν άπειρες ώρες στην προετοιμασία και την υλοποίηση των εκπαιδευτικών παρεμβάσεων. Τέτοιοι εκπαιδευτικοί τιμούν την εκπαίδευσή μας, είναι φωτεινά αστέρια και ο λόγος για τον οποίο και εμείς στο Πανεπιστήμιο μπορούμε να συνεχίζουμε το έργο μας. Τους ευχαριστούμε όλους από καρδιάς. Πολλές ευχαριστίες οφείλουμε επίσης στο Γιάννη Τσαχουρίδη και τους συνεργάτες του από τις εκδόσεις Γράφημα για την άρτια εκδοτική επιμέλεια του ηλεκτρονικού αυτού τόμου.
Οι επιμελήτριες του τόμου
Βενετία Αποστολίδου, Ζησούλα Γκουτσιουκώστα , Μαρία Κατσαφούρου