Η ΨΙΧΑ ως αντίδωρο μιας εκλεκτής  αναγνωστικής εμπειρίας (της Μαίρης Σιδηρά)

0
224

 

 

της Μαίρης Σιδηρά

Η ΨΙΧΑ και άλλες ασπρόμαυρες ιστορίες, εκδόσεις Μελάνι, Σεπτέμβριος 2022, είναι η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του λογοτέχνη και μελετητή Σπύρου Βρεττού, το όνομα του οποίου αντανακλαστικά κομίζει  την ποιητική  γενιά του ’80, οπότε και απασχόλησε  για πρώτη φορά τα Γράμματα. Η πρώτη του διηγηματική συλλογή Ένας αόριστος άνθρωπος, εκδόσεις Γαβριηλίδης, ήδη παρείχε στοιχεία που ταυτοποιούν τον συγγραφέα όσον αφορά στην πεζή του φωνή, ωστόσο η Ψίχα… , σφραγίζει πλέον την ιδιοπροσωπία του.

Το σώμα των βασικών του χαρακτηριστικών συντίθεται από την ανθρωποκεντρική του οπτική, την αιώρησή του ανάμεσα στο απολύτως εμπράγματο και ρεαλιστικό και το παράδοξο, τις εμμονικά εμφανιζόμενες τοπιογραφίες – σκηνικά των διηγημάτων του, τη noir, κάποτε απροκάλυπτα αστυνομική, ατμόσφαιρα ή και πλοκή, τη δραματοποίηση της ηθικής συνείδησης, την εξαντλητική κατεργασία της γλώσσας στο επίπεδο μιας άκρας απλότητας, τόσο ηθελημένης και διυλισμένης στα γλωσσικά κριτήρια του συγγραφέα ώστε να καθίσταται κύριο σημάδι της γραφής του, από τη συχνότητα, τέλος, της πρωτοπρόσωπης φωνής και της εξ αυτής απορρέουσας θεατρικότητας που εκλύεται από τα διηγήματά του.

Ο Σπύρος Βρεττός είναι καταδεκτικός με την ανθρωπότητά του, καθώς μια παπαδιαμαντική φλέβα αιματώνει το ενδιαφέρον του προς τους χαμένους, τους εν συγχύσει και συχνά τους φαύλους του κόσμου τούτου. Αρκετοί απ’ αυτούς, τυπικά κολάσιμοι, άλλοι, με τη ρομφαία μιας αθωότητας τόσο φλογερής που τους καίει εν γη, εγκαθιστούν εντός τους έναν συνειδησιακό τύραννο, ενώ κάποιοι άλλοι διανοίγουν με την ύπαρξή τους χάσμα για να αιωρηθεί ο μετέωρος άνθρωπος, ο ευεπίφορος στο κακό ή ο εκκεντρικά εμμονικός ή ο αίρων δια βίου τις εντός ή εκτός εισαγωγικών αμαρτίες του.

Ήδη από το 1ο του διήγημα, την αναφερόμενη στον τίτλο «Ψίχα»,[1] ο διηγηματογράφος σκάβει περίτεχνα και αθόρυβα το ασυνείδητο, καθώς από τα τρίσβαθα της ευρισκόμενης στο κατώφλι του θανάτου ηρωίδας του, της  γιαγιάς Ευρυδίκης, ξεπηδά με αλληγορική ευφυία και μέσω της επίμονης απαγγελίας μιας παραλογής,  η πεμπτουσία της ζωής της, ο κρυφός της έρωτας για τον άνδρα της αδελφής της. Στα εξ ων συνετέθη θα εκτιναχθεί και η περιστολή που επέβαλλε στον καημό της, ο έμφοβος βίος της, όλο το άρρητο υλικό της, που, μεταφορικά έστω, πάντα μέσω της ομόθεμης παραλογής και με το σωματικό πάθος με το οποίο ο Βρεττός ενέδυσε στα ύστατά της την ηρωίδα του, ωσάν σπασμός θα εκρηχθεί. Εξάλλου, αποσπασματική είναι η εγγραφή της ζωής μας και πάντα τα πάθη και οι βαθύτατες επιθυμίες διασώζονται στο «άλλο», το ασύμμετρο id, εκεί όπου, όπως παραδίδει ο Μάριος Μαρκίδης, «οι επιθυμίες δεν καταστρέφονται ποτέ»[2].

[…] Τώρα βυθίζομαι. Τρώω την ψίχα του ψωμιού και μπαίνω. «Ευρυδίκη», φωνάζω στον εαυτό μου, «τι θέλεις εκεί; Χωράς σε μια φραντζόλα ψωμί;» «Ευρυδίκη», φωνάζω και πάλι, και το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι αυτό: το ψωμί ήταν λίγο εκείνη την Κυριακή που είχαμε καλέσει την αδελφή μου και τον Περικλή. Ήταν λίγο, όπως και τότε που ήμουν μικρή. Τότε που με είχε στείλει η μάνα μου για ψωμί, κι εγώ το έφερα φαγωμένο, χωρίς ψίχα. Είχα μπει μέσα του και δεν φαινόμουν. «Ευρυδίκη, πού είσαι;» φώναζε τότε η μάνα μου, «έφερες το ψωμί φαγωμένο κι εξαφανίστηκες κιόλας; Και τώρα πώς θα ταΐσουμε τους ξένους; Αχ Ευρυδίκη», έλεγε η μάνα μου, όταν δεν υπάρχει ψωμί για τον ξένο, αυτός πάντα θα έρχεται για να το βρει. Πάντα θα επιστρέφει». […]

Ανάλογη τάση για δραματοποίηση των αφανών περιοχών της ψυχής διακρίνει τον Βρεττό στην πλειονότητα των διηγημάτων του, ιδιαίτερα όμως στην «Πέτρα του σκανδάλου»,[3] όπου εκμεταλλευόμενος το όνειρο της Αρετής -φιλόδοξης φιλολόγου που διακαώς επιθυμεί να αποδείξει με την εργασία της ότι η «γυναίκα της Ζάκυθος», η «κακιά γυναίκα που λαχανιάζει και γογγύζει» δεν είναι άλλη από τη μητέρα του Σολωμού- οδηγεί την ηρωίδα του σε μια ονειρική ναυσιπλοΐα σε «νερά αχαρτογράφητα».

Στο φάσμα του ονείρου, η ηρωίδα έχει απολέσει πάνω σε ένα στρώμα θαλάσσης τη σχέση της με τη στεριά και με ό,τι στέρεο τη συνδέει με το Εγώ της. Ολόκληρο το χαλασμένο κύκλωμα της Αρετής, η άπωσή της προς τη μητέρα της, η ασυζητητί άρνησή της να τεκνοποιήσει, η προβληματική της σχέση προς τον Διονύση, γιο του συντρόφου της Στέφανου, η ένταση με την οποία σώζει, εν ονείρω, από πνιγμό τον Διονύση, κρατώντας τον μέσα στα πόδια της, όλη, εν ολίγοις, η ονειρική περιπέτεια κινείται δισδιάστατα: Αφενός σε μια θάλασσα ονειρική, μα αναγνωρίσιμη σχεδόν, με φώτα που απομακρύνονται και προσεγγίζουν, ανάλογα με το ύψος των κυμάτων, και αφετέρου σε μια υπαρκτή βεράντα όπου η Αρετή κοιμάται και ασυναίσθητα κινεί τα χέρια της κατά μίμηση του τρόπου που συγχρόνως τα κινεί εν ονείρω και ενώ όλο το «κείμενο» της ζωής της σκορπίζεται στην οδό της απώλειας και της σωτηρίας αξεχώριστα. Επιπλέον, τα μετωνυμικά παιχνίδια, το ψυχαναλυτικό εύρημα μιας σειράς αντικαταστάσεων -μετωνυμίες κι αυτές, κατά Lacan, της τάξεως της επιθυμίας,[4] της ιδίας με τη μητέρα της κι αυτής με τη μητέρα του Σολωμού, η μαγγανεία των ονομάτων, ιδίως του δικού της σταυροφορικού ονόματος «Αρετή» αλλά και του «Διονύση» που αντιστρέφει τον πόλο της αγάπης της από τον Σολωμό στον ομώνυμο γιο του Στέφανου, ο ήσυχος βηματισμός της πολυεπίπεδης διήγησης, η διακειμενική ένταξη σολωμικού αποσπάσματος, το αδιόρατο χώνεμα της εμπρόθετης πλοήγησης μιας πολύπλοκης ιστορίας, εν τέλει σύγχρονης, με το σκηνικό του καλοκαιριού σταθερά να διακρίνεται∙ όλα παραδίδουν μια εμπνευσμένη τεχνική και προδίδουν έναν εκλεκτό πεζογράφο.

[…] Η Αρετή κοιμόταν ακόμα. Λίγο νωρίτερα να είχε ξυπνήσει ο Διονύσης, θα την είχε δει να προσπαθεί κάτι να τραβήξει στο στρώμα. Έτσι έμοιαζαν οι κινήσεις της. Λες και μέσα στον ύπνο της τραβούσε κάποιον για να τον σώσει από το νερό. Και αν πλησίαζε το αυτί του στα χείλη της θα κατάφερνε να ακούσει τη λέξη που ερχόταν μέσα από τον ύπνο του: «Διονύση», χωρίς βέβαια να μπορεί να καταλάβει εάν αναφερόταν στον ίδιο ή στον ποιητή. Και αν κοιτούσε τα κλειστά μάτια της, θα τα έβλεπε να τρεμοπαίζουν και ίσως καταλάβαινε πως η Αρετή μέσα στον ύπνο της έτρεχε, όλο έτρεχε με σκοπό κάποιον να συναντήσει. […]

Τη διηγηματική ένταξη του μοτίβου της πτώσης την εγκαινίασε ο Βρεττός στην προηγούμενη συλλογή του με το ομώνυμο διήγημα, μεταφυσικού και ερωτικού σθένους.[5] Στην Ψίχα… , η πτώση, συντελείται αρχικά στο ίδιο τοπίο, ανακινώντας βίαια την αναγνωστική μνήμη, τοπίο που καταγράφεται πλέον και σύμφωνα με τον Charles Mouron ως σημαίνον τοπόσημο για το συγγραφικό ασυνείδητο,[6] ίσως εξαιτίας του δισυπόστατου της ομορφιάς και της επικινδυνότητάς του. «Μαύρη κωμωδία: Ο λάκκος»[7] τιτλοφορείται το εν λόγω διήγημα και, πράγματι, διαθέτει θεατρική σπονδύλωση με τις εναλλασσόμενες περσόνες που πρωτοπρόσωπα μιλούν, ο λόγος δε  του πρώτου ομιλητή, του Πέτρου, προϋποθέτει την παρουσία τρίτων, του συνεργείου συγκεκριμένα της τοπικής τηλεόρασης, όπως θα μάθουμε από τον Λευτέρη. Στο διήγημα, ο Βρεττός μετέρχεται και ετεροδιηγητικού παντογνώστη αφηγητή, που σε παρόντα χρόνο αναλαμβάνει τη σκυτάλη της αφήγησης. Αν και το διήγημα αφορμάται από ένα φυσικό συμβάν, έναν σεισμό, η δράση λογαριάζεται ως καθαρή σκέψη, με εξαίρεση δύο επεισόδια που αναλαμβάνει να μεταφέρει ο ετεροδιηγητικός αφηγητής. Η εκκίνηση με τη μεταφορά της ιλιγγιώδους πτώσης και της grotesque φαντασιακής σωτηρίας του πεπτωκότος Πέτρου, η πειστικότητα της εμπειρίας του, συνάρτηση της λεπτομερειακής διήγησης και της έκθαμβης σοβαρότητας του ομιλούντος, δικαιώνει εξαρχής  για την αναγνωστική εντύπωση το ουσιαστικό του τίτλου. Κωμωδία. Ο αιφνιδιασμός δε θ’ αργήσει, διότι, μέσω του λόγου των επομένων, κατανοούμε ότι πρόκειται για εγκληματική σπείρα, ο δε Λευτέρης, εγκέφαλος της οργάνωσης, σύντομα θα επιλύσει το κενό του τίτλου, διευκρινίζοντας τα του λάκκου, εν δυνάμει τάφου, για τον οποίο πρώτος έκανε λόγο ο «ατυχής» Πέτρος. Η μαεστρία της εναλλαγής της νοερής γλώσσας με μικροεπεισόδια δράσης εξασφαλίζει ισορροπία και κατευθύνει το ενδιαφέρον σε ένα συνεχές κρεσέντο έντασης καθώς όλα τα γνωρίσματα του συγγραφέα τανύζονται μαζί με την ιδιοτροπία της πλοκής. Ανάγλυφη περιγραφή – η απόδοση, για παράδειγμα, της ζέστης ανασύρει τον ρεαλισμό ενός Καμύ, μαζί με δαιμόνια δυνατότητα να παρακολουθεί τον νοερό λόγο, σπασμένο, αποχρωματισμένο ηθικά, ατόφιο κομμάτι ενός πολυκατοικημένου ασυνείδητου, στοιχειωμένου από φαντάσματα αδικίας, πλεονεξίας και κενότητας. Ενός ασυνείδητου χώρου ικανού να στήνει ηθικές κατηγορίες που πλαστογραφούν τις αξίες, καθαγιάζοντας ως μόνη (κι έρημη) το εγώ. Ο συγγραφέας δεν κρίνει ποτέ, δεν μπορεί κανείς να του καταμαρτυρήσει το αμάρτημα της δεικτικής λογοτεχνίας. Η στάση αυτή καθιστά τη «Μαύρη Κωμωδία…» του μια μελαγχολική περιήγηση στο έγκλημα, μια περιήγηση τόσο κοντά, μια «πτώση», από την ομορφιά.

[…] ΛΕΥΤΕΡΗΣ

Αν τελικά σκοτώσω τον Αλέκο, προτιμώ να τον θάψω στον λάκκο που έχω ήδη ανοίξει, παρά να ανοίξω καινούργιο. Θα δυσκολευτώ λίγο στη μεταφορά, αλλά θα τα καταφέρω. Μπορεί να κόπηκε ο δρόμος, δεν σταμάτησε όμως και η συγκοινωνία με τον Κάτω Κόσμο. Η αναθεματισμένη τενοντίτιδα ξαναγύρισε και οι επαναλαμβανόμενες κινήσεις θα με πεθάνουν. Δεν είμαι πλέον ικανός να ανοίγω νέους λάκκους, πάνω κάτω ο κασμάς και το φτυάρι, περάσανε τα χρόνια! […]

Ωστόσο, και στο «Σπίτι των πτώσεων»,[8] ο Βρεττός αξιοποιεί το ίδιο εύρημα, αλλά και πλήθος άλλων, όπως η στοχευμένη ονοματοθεσία των οδών, η λαβυρινθική στενότητα και αλληλοεισχώρησή τους, το ειρωνικό βάθος της τραγικής ειμαρμένης που απορρέει από τα ονόματά τους, «μέρη της Μήδειας» εξάλλου χαρακτηρίζει συλλήβδην τη γειτονιά ο αφηγητής. Η ειρωνεία, επίσης, ανεπαίσθητα σπαρταρά κάτω από σύγχρονους  boem δυσπροσάρμοστους τύπους που αγνοούν την αλληλεπίδρασή τους με το αρχαίο πεπρωμένο, αλλά στοχεύει ιδιόμορφα και προς τον αναγνώστη μέσω  της αυτοαναφορικής σχέσης του ήρωα Παύλου με την πλοκή∙ διότι ο Παύλος γράφει, προκειμένου να αντλήσει από τη μυθοπλασία τρόπους για να επηρεάσει στην κατεύθυνση της επιστροφής της  την κοπέλα του Ελένη. Η πλοκή γεννά εν τέλει την αναγνωστική υποψία πως ό,τι διαβάζει ο αναγνώστης είναι ένα διήγημα – πρόσχημα επιστροφής. Διευρύνοντας την έννοια της πτώσης, δεν μπορούμε να μη συμπεριλάβουμε και τον ισχυρό προϊδεασμό μας απέναντι στην πρόληψη θανάτου με τη  μοιραία οδήγηση της Άννας στο «Η φωτογραφία»,[9] την τραγική, πλην μεταφορική «πτώση», με την απώλεια τόσων ζωών, μα και του τόπου, ως οίκου και πατρίδας, στο «Ισμαήλ»,[10] το ατόπημα του κ. Δ. στο «Ζεϊμπέκικο»[11] και την ενδοτικότητα του Επαμεινώνδα στη γοητεία της πολυονόματης Βασιλικής στα «ονόματα».[12] Σε κάθε περίπτωση, τα ονόματα κινούνται εμβληματικά στην πορεία της συλλογής, αποστάζοντας δραματική τραγικότητα, η οποία ενισχύεται από την απουσία επωνύμου, πλην της αναφοράς του Γεωργίδη στο «Η σταγόνα και άλλες λεπτομέρειες».[13]

Οι ήρωές της «Ψίχας…» έχουν όνομα και τόπο, παρά το έκρυθμο του βίου τους ή και την απώλεια του τόπου αυτού («Ισμαήλ»). Ο ελεήμων δημιουργός τους κατορθώνει κάποτε, μέσα από την κατάδειξη της συσσωρευμένης, αρνητικής για τους άλλους και για τους ίδιους, διαταραχής τους, να προπαγανδίσει τη σωτηρία  τους, προξενώντας ανακίνηση της φιλαλληλίας και, πρωτίστως, αναγνώριση μιας ευρύτερης εννόησης του άλλου, που δεν περιχαρακώνεται μόνον στον ευγενή, επιτυχή και άτρωτο, ως η εποχή μας συχνά επιτάσσει. Ο κύριος Ηλίας από το διήγημα «Το μήλο δαγκώθηκε μόνο μία φορά»[14] αλλά και η Άννα στο «Η φωτογραφία» είναι χαρακτηριστικοί, εφόσον, για διαφορετικό λόγο ο καθένας, αμβλύνουν, μέσω μιας απροσδόκητης συγγραφικής διαμεσολάβησης, την όποια αναγνωστική δυσφορία προς το πρόσωπό τους.

Όλη η δεύτερη συλλογή του Σπύρου Βρεττού κινείται διπολικά, όπως και ο τίτλος της καταμαρτυρεί, ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο μιας noir κινηματογράφησης. Οι ήρωές του συχνά απλώνουν αδέξια λαίμαργα χέρια σε ένα άδειο καρβέλι, στερημένο από την «ψίχα» του, σαν στο όνειρο της γιαγιάς Ευρυδίκης στο πρώτο διήγημα, μα η απαγοήτευσή τους μεταμορφώνεται για τον αναγνώστη σε κάλυψη της απόστασης με το αλλότριο, σε γεύση και κοινωνία του Άλλου. «Είν΄ οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων» θα έλεγε ο Αλεξανδρινός…  Τέλος, η συλλογή  γοητεύει, όπως μια αξέχαστη noir ταινία ή μια μεταφυσική αχλή που μας τυλίγει όταν, κάποτε, το ολιγόζωο χειμωνιάτικο απόγευμα περνά από σοκάκια και λεωφόρους, αποσπώντας από τους ευάλωτους, αλλόκοτους στο φως του διαβάτες, την ψυχή τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

[1]Σπύρος Λ. Βρεττός, Η ψίχα και άλλες ιστορίες, «Η ψίχα», Αθήνα, Μελάνι 2022, σ. 9-23.

[2] Μάριος Μαρκίδης, Η ψυχανάλυση του διχασμένου υποκειμένου, Αθήνα, Έρασμος 1980, σ. 68.

[3] Σπύρος Λ. Βρεττός, ό.π., «Η πέτρα του σκανδάλου», Αθήνα, Μελάνι 2022, σ. 33-48.

[4] Μάριος Μαρκίδης, ό.π., σ.67.

[5] Σπύρος Λ. Βρεττός, Ένας αόριστος άνθρωπος, «Η πτώση», Αθήνα, Γαβριηλίδης 2016, σ. 21-30.

[6] Ζωή Σαμαρά, Προοπτικές του κειμένου, «Charles Mauron: Ψυχοκριτική», Θεσσαλονίκη, Κώδικας 1987, σ. 71- 84.

[7] Σπύρος Λ. Βρεττός, Η ψίχα και άλλες ιστορίες, «Μαύρη κωμωδία: Ο λάκκος», Αθήνα, Μελάνι 2023, σ. 80-98.

[8] Σπύρος Λ. Βρεττός, ό.π., «Το σπίτι των πτώσεων», Αθήνα, Μελάνι 2022, σ. 123-133.

[9] Σπύρος Λ. Βρεττός, ό.π., «Η φωτογραφία», σ. 118-122.

[10] Σπύρος Λ. Βρεττός, ό.π., «Ισμαήλ», σ. 75-79.

[11] Σπύρος Λ. Βρεττός, ό.π., «Το ζεϊμπέκικο», σ. 24-32.

[12] Σπύρος Λ. Βρεττός, ό.π., «Τα ονόματα», σ. 49-61.

[13] Σπύρος Λ. Βρεττός, ό.π., «Η σταγόνα και άλλες λεπτομέρειες», σ. 62-74.

[14] Σπύρος Λ. Βρεττός, ό.π., «Το μήλο δαγκώθηκε μόνο μια φορά», σ. 118-122.

 

 

Σπύρος Λ. Βρεττός, Η ΨΙΧΑ και άλλες ασπρόμαυρες ιστορίες, εκδόσεις Μελάνι

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΤέσσερα «ψαγμένα» γαλλικά νουάρ από τις εκδόσεις Oposito (του Μάρκου Κρητικού)
Επόμενο άρθροΑπό τον Βάρναλη στην πολιτική ποίηση, μέσα από τρένα και σταθμούς (του Σπύρου Κακουριώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ