του Γιάννη Μουγγολιά
Μπορεί να ακυρώθηκε η προγραμματισμένη για τη Δευτέρα 15 Ιουλίου συναυλία της Dee Dee Bridgewater στην Τεχνόπολη από τη διοργανώτρια εταιρεία, ωστόσο ένα τέτοι μεγάλο κεφάλαιο της τζαζ όπως η Αμερικανίδα τραγουδίστρια, βραβευμένη με 2 Grammy και υποψήφια 6 φορές για το ίδιο βραβείο, δίνει πάντα αφορμές για ακροάσεις ξεχωριστής αισθητικής ποιότητας και απόλαυσης.
Θα ρίξουμε μια βαθιά βουτιά στο παρελθόν και θα διακτινιστούμε στην εποχή που έκανε τα πρώτα της βήματα και ακουγόταν για πρώτη φορά στη δισκογραφία. Παράλληλα επειδή έχουμε να κάνουμε με μια σπάνια τραγουδίστρια και μια ξεχωριστή περφόρμερ (μην ξεχνάμε ότι εκτός από τη σκηνή, η Dee Dee άσκησε και το επάγγελμα του ηθοποιού παρουσιάζοντας σημαντικά υποκριτικά προσόντα και αποσπώντας το βραβείο Tony καλύτερης ηθοποιού θεάτρου για τον ρόλο της στο μιούζικαλ «Glinda the Good Witch of the South» το 1975), θα κάνουμε ένα σύντομο οδοιπορικό στα ζωντανά ηχογραφημένα άλμπουμ της προσωπικής της δισκογραφίας, δηλαδή στους δίσκους της όπου καταγράφηκαν συναυλίες της.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το παρθενικό άλμπουμ της στην προσωπική της δισκογραφία το έκανε το 1974 στην ιαπωνική δισκογραφική εταιρεία Trio Records. To άλμπουμ που είχε τον τίτλο «Afro Blue» και κυκλοφόρησε μόνο στην Ιαπωνία, ηχογραφήθηκε στις 10, 12, 13, 14 Μαρτίου 1974 και στυλιστικά ανήκε στους χώρους της soul jazz και της modal. Η Dee Dee Bridgewater εντυπωσιάζει με τις ερμηνείες της και τις αστείρευτες φωνητικές της δυνατότητες στο ομώνυμο κομμάτι του δίσκου που αποτελεί σύνθεση του Mongo Santamaria, αλλά και σε κομμάτια των Horace Silver, Bobby Hutcherson-Doug Carn, Burt Bacharach-Hal David, Richard Clay, Linda Creed-Thom Bell και σε ένα μέντλεϊ των παραδοσιακών μπλουζ τραγουδιών «Everyday I Have The Blues» και «Stormy Monday Blues». Οι ενορχηστρώσεις-διασκευές είναι του τρομπετίστα Cecil Bridgewater (συζύγου της Dee Dee) και του Horace Silver. Το μουσικό χαλί πάνω από το οποίο ίπταται η θεσπέσια φωνή της, στρώνουν οι Roland Hanna (ακουστικό και ηλεκτρικό πιάνο), Cecil Bridgewater (τρομπέτα, kalimba), Ron Bridgewater (αδελφός του Cecil στο τενόρο σαξόφωνο και κρουστά), George Mraz (κοντραμπάσο) και Motohiko Hino (ντραμς κρουστά).
Πριν όμως από αυτή την πρώτη εκτεταμένη έκθεση του μεγάλου της ταλέντου στη δισκογραφία, η φωνή της Dee Dee Bridgewater ακούγεται με εντυπωσιακό τρόπο σε ένα άλμπουμ άλλου μουσικού. Παρότι ήδη η Dee Dee ήταν μέλος από τα 16 της ενός Rock και R&B τρίο τραγουδώντας σε κλαμπ του Μίτσιγκαν και με το συγκρότημα του σχολείου της περιόδευσε στη Σοβιετική Ένωση το 1969, δεν είχε ηχογραφήσει κάτι. Ακόμα και όταν είχε την πρώτη επαγγελματική της εμπειρία ως μέλος της θρυλικής μπάντας Thad Jones/Mel Lewis Big Band στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, δεν ηχογράφησε με την ορχήστρα.
Σε κλίμα αμφισβήτησης και μάχιμης πολιτικής η πρώτη της ηχογράφηση
Τη φωνή της Dee Dee Bridgewater την ξανακούμε στην τέταρτη και τελευταία σύνθεση του άλμπουμ με τίτλο «Ε.W. – Beautiful People» που αρχίζει με αιωρούμενους ρυθμούς και ένα υπέροχο θέμα που παίζει το σοπράνο σαξόφωνο του Frank Foster. H Dee Dee με την καθαρή φωνή της μας προσφέρει μια μοναδική, ονειρική τζαζ ερμηνεία. Η σπουδαία φωνή της «πετά» πάνω από το σαξόφωνο και το πιάνο και με τρομερή ευελιξία αγγίζει τα ακρότατα όρια της απίστευτης γκάμας και του απεριόριστου εύρους της. Και το κυριότερο, υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο το συναίσθημα και το αίτημα της εποχής: «I ‘m Black and I ‘m Proud».
Με την αφρόκρεμα των τζάζμεν της Νέας Υόρκης
Το άλμπουμ «The Loud Minority» αποτέλεσε ένα άλμπουμ ορόσημο και ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά έργα της δεκαετίας του ’70 στη μουσική. Ωστόσο, παρά την ιστορική συνθήκη της εποχής και το κλίμα της αμφισβήτησης που είχε γιγαντωθεί τότε, ο ήχος του ακούγεται σήμερα απόλυτα σύγχρονος. Ένα ολοζώντανο πορτρέτο της αφροκεντρικής συνείδησης που εξακολουθεί να αντηχεί με σπάνια φρεσκάδα και τόσο επίκαιρο όσο πριν από τέσσερις δεκαετίες, κυρίως λόγω της έμπνευσης των μουσικών και της «πολυχρωμίας» του.
Ο θαυμάσιος δίσκος που τότε ηχογραφήθηκε μέσα σε δύο ημέρες, επανεκδόθηκε σε cd το 1991 και έκτοτε το 2007 σε cd μιας ειδικής έκδοσης με βιβλίο 20 σελίδων. Εκεί υπάρχει μια αποκλειστική συνέντευξη των Cecil και Dee Dee Bridgewater στον δημοσιογράφο Paul Bowler, που αναπολούν τη δημιουργία αυτού του θρυλικού άλμπουμ.
Συνεχίζοντας την παράδοση της Ella και της Billie
Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 η Dee Dee Bridgewater έδωσε παραστάσεις πλάι σε μεγάλα ονόματα της αμερικανικής τζαζ όπως οι Max Roach, Sonny Rollins, Dexter Gordon, Dizzy Gillespie και Rahsaan Roland Kirk. Τη δεκαετία του 1980 στράφηκε προς την ποπ, την disco και πιο μοντέρνα είδη, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1990 επέστρεψε στον χώρο της τζαζ. Θεωρείται από έγκριτους κύκλους η συνέχεια των θρυλικών ερμηνευτριών της τζαζ Ella Fitzgerald και Billie Holiday. Δεν είναι τυχαίο ότι δυο σπουδαία της άλμπουμ «έφεραν» τις δυο μεγάλες κυρίες της τζαζ στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της. Το πιο πρόσφατο βραβείο Grammy που απέκτησε ήταν για το Καλύτερο Άλμπουμ Jazz Φωνής «Eleanora Fagan (1915-1959): To Billie With Love From Dee Dee» (DDB Records, 2010) βάζοντας τη μοναδική σφραγίδα της στην ερμηνεία κλασικών κομματιών που είχε τραγουδήσει η Billie Holiday. Είχε προηγηθεί το 1997 το προσωπικό της άλμπουμ «Dear Ella» (βραβείο Grammy) από τη δισκογραφική εταιρεία Verve φέρνοντας στο επίκεντρο αυτή τη φορά την Ella Fitzgerald.
Στην προσωπική δισκογραφία της Dee Dee Bridgewater ξεχωρίζουν θαυμάσια στούντιο άλμπουμ όπως τα «Just Family» (Electra, 1976), «Precious Thing» (Gala Records, 1989) με τη συμμετοχή του Ray Charles, «All Of Me» (Fonit Cetra, 1992), «Keeping Tradition» (Verve, 1993), «Love And Peace – A Tribute To Horace Silver» (Verve, 1995), «This Is New» (Verve, 2002), «J’Ai Deux Amours» (DDB Records, 2005), «Red Earth – A Malian Journey» (DDB Records, 2007), «Dee Dee’s Feathers» (Okeh, 2015) και «Memphis… Yes, I’m Ready» (Okeh, 2017).
Οι ζωντανές ηχογραφήσεις της
Κάνοντας μια περιήγηση στην προσωπική της δισκογραφία, θα σταθούμε στους live δίσκους της νιώθοντας την ατμόσφαιρα των ζωντανών ηχογραφήσεών της, εκεί που αποκρυσταλλώθηκε η μεγάλη δύναμη της Dee Dee Bridgewater, η άμεση επικοινωνία με το κοινό.
Πρώτο ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ της ήταν το «Dee Dee Bridgewater – Live In Paris» (υποψήφιο για Grammy), που κυκλοφόρησε και στη μυθική εταιρεία Impulse! το 1987. Η τζαζ στα καλύτερά της και ειδικά η φωνητική τζαζ μέσα από τις απεριόριστες φωνητικές δυνατότητες της Dee Dee που ερμηνεύει το «All Blues» του Miles Davis με τους στίχους του Oscar Brown Jr, το «Cherokee» συνδεδεμένο με τον Charlie Parker και τη φωνητική ερμηνεία της Sarah Vaughan, το «Misty» των E. Garner-J. Burke και πασίγνωστα στάνταρντς των A. J. Lerner-Burton Lane, A. Franklin, T. White, J. Van Heusen, J. Burke κ.α. Ηχογραφημένο στο New-Morning στις 24 και 25 Νοεμβρίου 1986, το άλμπουμ αποτυπώνει την σπουδαία φωνή της Dee Dee με τη συνεισφορά ενός εκλεκτού σχήματος μουσικών (Herve Sellin-πιάνο, Antoine Bonfils-κοντραμπάσο, Andre Ceccarelli-ντραμς).
Τρία χρόνια αργότερα είναι η στιγμή της κυκλοφορίας του live της «Dee Dee Bridgewater – In Montreux» (Gala Records, 1990), που είναι πλημμυρισμένο από bop και soul-jazz. Διάσημα στάνταρντς όπως τα «Strange Fruit» και «Night In Tunisia», συνθέσεις από τα άλμπουμ της εκείνης της περιόδου και ένα τριμερές medley με αποσπάσματα από κομμάτια του Horace Silver («Sister Sadie», «Next Time I Fall In Love», «Senor Blues») αποτελούν το μουσικό μενού που σερβιρίστηκε στο κοινό του καταξιωμένου ελβετικού τζαζ φεστιβάλ στις 18 Ιουλίου 1990. Η Dee Dee Bridgewater συνοδεύτηκε από τον πιανίστα Bert Van Den Brink, τον κοντραμπασίστα Hein Van de Geyn και τον ντράμερ André Ceccarelli.