Η Πρέβεζα στις μυλόπετρες της Ιστορίας (του Θανάση Μαρκόπουλου)

0
482

του Θανάση Μαρκόπουλου

 

Ο Απόστολος Αν. Τάσσης γεννήθηκε στην Πρέβεζα τo 1969 και σπούδασε νομικά στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Ζει και εργάζεται στην πόλη του ως δικηγόρος κι έχει εκδώσει ήδη δύο μυθιστορήματα, τα Φώτα ομίχλης το 2018 και τον Τωβίτ τον επόμενο χρόνο, και τα δύο από τις Εκδόσεις Γαβριηλίδη. Εκδόσεις που μετά τον θάνατο του ιδιοκτήτη τους τον άφησαν ορφανό, ώσπου με το τελευταίο του μυθιστόρημα Το ρολόι μέσα στο σύννεφο βρήκε στέγη στο Μελάνι της Πόπης Γκανά, έναν οίκο με υψηλές καλλιτεχνικές προδιαγραφές.

Το βιβλίο υποτιτλοφορείται Ιστορικό μυθιστόρημα και, σύμφωνα με σημείωση του συγγραφέα, βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά, που του αφηγήθηκε ο Μπάμπης Τσόκας. Ανεξάρτητα από το δίλημμα τι είναι πραγματικό και τι ψεύτικο στη λογοτεχνία, δίλημμα νομίζω άνευ νοήματος, εδώ και χρόνια γράφονται αρκετά έργα αυτού του είδους, τα οποία όμως, όσο μπορώ να ξέρω, εστιάζουν το ενδιαφέρον τους συνήθως σε γεγονότα, ήρωες και ηγήτορες της επίσημης Ιστορίας. Είναι αλήθεια πως και στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα έχουμε  μείζονα γεγονότα, όπως η απελευθέρωση από τους Οθωμανούς το 1912, ο εθνικός διχασμός των χρόνων 1915-17, η Μικρασιατική Καταστροφή του ’22, η ιταλική επίθεση του ’40 και η γερμανική Κατοχή 1941-44. Εδώ όμως το βάρος δεν πέφτει σε ηγέτες και ήρωες, καθώς αυτοί, όσοι κι όποιοι, ελάχιστα απασχολούν τη διήγηση, όσο για να σημανθεί το μείζον γεγονός. Αντίθετα, μετατίθεται στη μικροϊστορία, στους ταπεινούς και καταφρονημένους, που, χωρίς να ευθύνονται στο ελάχιστο, αλέθονται σαν το στάρι στις μυλόπετρες της μακροϊστορίας. Με αυτό το σκεπτικό είναι προφανές πως ο τίτλος του μυθιστορήματος με την ωραία ποιητική εικόνα δε συμβολίζει παρά την Πρέβεζα μέσα στα βάσανα και τις κακουχίες των πολέμων του προηγούμενου αιώνα.

Το έργο δομείται σε πέντε μέρη, που το καθένα τους μοιράζεται με ακριβείς λίγο πολύ χρονολογικούς προσδιορισμούς, οι οποίοι αναφέρονται κυρίως σε εξαιρετικά ιστορικά γεγονότα. Μετρώ είκοσι τέτοιους τίτλους, με τους μισούς να αναφέρονται στο 1940, και εύλογα, καθώς, σύμφωνα με την αφήγηση,  τον πόλεμο αυτόν με τους Ιταλούς βίωσε διαρκέστερα και εντονότερα ο πληθυσμός της Πρέβεζας. Στη στέρεα δόμηση του μυθιστορήματος όμως ρόλο σημαντικότερο διαδραματίζει η ευφυής αξιοποίηση των εσωτερικών ανταποκρίσεων, των ενδείξεων και των υπαινιγμών, που, προϊδεάζοντας για περιστατικά που θα συμβούν αργότερα, συμβάλλουν αποτελεσματικά στη συνεκτικότητα του κειμένου. Το έργο συνιστά μια τοιχογραφία ενός τόπου και μιας εποχής.

Τόπος είναι η Πρέβεζα, το σοκάκι Σαϊτάν Παζάρ, το ρολόι, το λιμάνι, ο Αμβρακικός κόλπος και τα γύρω μέρη ως επάνω στον Καλαμά και το Καλπάκι και παρεμπιπτόντως η Σμύρνη και η Αθήνα. Ο χρόνος κινείται ανάμεσα στο 1912 και το 1952, από τη στιγμή που απελευθερώνεται η πόλη από τον ελληνικό στρατό ως τη χρονιά που ειρηνεύουν τα πράγματα στη χώρα. Βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος ο Θεόφιλος Παπαγεωργίου και η Κική Καστάνη (Αγγελική), το ρομαντικό ζευγάρι που αγαπιέται από την εφηβεία του, αλλά δε θα καταφέρει εντέλει να παντρευτεί, καθώς εκείνος σκοτώνεται στο μέτωπο από τους Ιταλούς κι εκείνη στην πόλη από τα γερμανικά στούκας. Δίπλα τους, σε δεύτερο πλάνο, ένα άλλο ζευγάρι, πιο γήινο αυτό, ο Πάνος, ο ξάδερφος της Κικής, και η Βαγγελίτσα, που, ορφανό κοριτσάκι, φτάνει από τη Σμύρνη στην Πρέβεζα ως Πανωραία και υιοθετείται από τον Θανάση Καστάνη ως Ευαγγελία, το όνομα της πεθαμένης γυναίκας του. Άλλα πρόσωπα που κινούνται γύρω από το κεντρικό δίδυμο είναι οι γονείς της Κικής Χαράλαμπος και Ευτυχία Καστάνη και οι γονείς του Θεόφιλου Στέλιος και Βικτωρία Παπαγεωργίου, καθώς και ο αδερφός του ταγματάρχης Αλέξανδρος. Στο βάθος της εικόνας μια ολόκληρη πινακοθήκη χαρακτήρων: ο  Τιμολέων, που έχει καταστήσει το κουρείο του άντρο των βασιλικών, και ο Μιχάλης Κοέν με το ραφείο του στέκι των βενιζελικών, ο μοναχικός ψαράς Κώστας Μπάλλας κι ο Γιώργος του μανάβικου «Ραγισμένη καρδιά», ο Μηνάς με την Αρετή και τον άρρωστο γιο τους, ο Ειρηνοδίκης κι ο νομάρχης, ο δήμαρχος της πόλης κ.ά. Από τα ιστορικά πρόσωπα ξεχωρίζουν ο Ιταλός πρέσβης Γκράτσι, ο στρατηγός Παπάγος και ο δικτάτορας Μεταξάς αλλά κι ο μέραρχος Κατσιμήτρος, που αρνείται έξυπνα τις εντολές για υποχώρηση πέρα από τη γραμμή Καλαμάς-Καλπάκι και σώζει την Ήπειρο. Φυσικά στην Πρέβεζα είμαστε και δε θα μπορούσε να λείπει ο Κώστας Καρυωτάκης, που δεν πρόλαβε να κλείσει μήνα στην πόλη κι ωστόσο με την αυτοκτονία του τη σημάδεψε τελεσίδικα. Και βέβαια όλα αυτά κάτω από τη σκέπη του εμβληματικού ρολογιού, που σημαίνει τις ώρες και το πέρασμα του χρόνου, ενώ στη σκιά του ζει και κινείται ο ανώνυμος ζητιάνος. Ρολόι και ζητιάνος πάνε κι έρχονται στις σελίδες του βιβλίου ως λάιτ μοτίφ, όπως και η βροχή άλλωστε, που αυξομειώνει μάλιστα την έντασή της ανάλογα με τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των ηρώων.

Τα χαρακτηριστικά και οι συμπεριφορές των προσώπων, όπως είναι εύλογο, ποικίλλουν. Πρόκειται καταρχήν για ανθρώπους καθημερινούς, άντρες και γυναίκες, με τις συμπάθειες και τις αντιπάθειες, τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και τις προσεγγίσεις, τους ηρωισμούς και τις λιποταξίες, τα όνειρα και τις διαψεύσεις, τις ανατάσεις και τις μικρότητες, αλλά και το μεγαλείο ψυχής που διακρίνει ορισμένους. Ο Θεόφιλος Παπαγεωργίου θα προτιμήσει να μείνει φιλόλογος, κι ας πάει στον πόλεμο, παρά να γίνει ιερέας, για να τον αποφύγει και να παντρευτεί την αγαπημένη του Κική, φιλόλογο επίσης. Εκείνη πάλι θα υποστεί αρχικά νευρικό κλονισμό με τον θάνατο του αγαπημένου της, αλλά θα βρει τα ψυχικά αποθέματα και θα επανέλθει, για να δουλέψει στο Τμήμα Πρόνοιας της Νομαρχίας και να βοηθήσει τις οικογένειες αυτών που έχασαν ή έχουν τους άντρες τους στον πόλεμο και δυσκολεύονται να ζήσουν. Ο πατέρας της Κικής θα πάρει στο σπίτι τον άρρωστο μικρό με τους γονείς του, γιατί δεν μπορούν μόνοι τους να τα βγάλουν πέρα. Το γιαπωνέζικο φορτηγό πετάει τα μεταξένια υφάσματα στο λιμάνι της Σμύρνης, για να φορτώσει πρόσφυγες. Υπάρχουν ωστόσο και οι άλλοι, τα απάνθρωπα πλοία των Άγγλων και των Γάλλων στο ίδιο λιμάνι, η επίθεση των Ιταλών και οι βομβαρδισμοί τους, οι αδίστακτοι Γερμανοί με τις εκτελέσεις και τις διώξεις των Εβραίων, ο πολύ γνωστός μας κουκουλοφόρος της Κατοχής στον ρόλο του καταδότη αλλά κι ο διεφθαρμένος Νομάρχης, που εκμεταλλεύεται το πρόβλημα των προσφύγων.

Ένα τόσο μεγάλο πλήθος περιστατικών και προσώπων και μέσα στο ευρύ διάστημα των σαράντα χρόνων πολύ δύσκολα θα μπορούσε να καλυφθεί από έναν αφηγητή που βρίσκεται εντός της ιστορίας ως πρωταγωνιστής ή δευτεραγωνιστής,  μάρτυρας ή παρατηρητής, γιατί η ματιά του είναι περιορισμένη. Αντίθετα, προσφέρεται για την πραγμάτευση από έναν παντογνώστη αφηγητή, που, απρόσωπος κι ασώματος καθώς είναι, μπορεί να κινείται ελεύθερα, πολυμετωπικά, από τόπο σε τόπο κι από πρόσωπο σε πρόσωπο, όσο μακριά κι αν βρίσκονται, να μπαίνει ακόμα και στο κεφάλι των ηρώων και να μας αποκαλύπτει τις σκέψεις και τις αγωνίες τους. Μονάχα ένας τέτοιος αφηγητής θα μπορούσε λ.χ. να ακούσει πώς σκέφτονται και τι λένε οι ερωτευμένοι στις κρυφές τους στιγμές  ή να δει τι γίνεται στο μέτωπο του Καλαμά και στη Σμύρνη.

Φυσικά η αφήγηση συχνά υποχωρεί και παραχωρεί τον λόγο στα ίδια τα πρόσωπα, έτσι που αυτά να παρουσιάζονται αδιαμεσολάβητα στα μάτια του αναγνώστη και με ζωντάνια ξέχωρη χάρη στον φυσικό και αρμόζοντα με το ήθος τους τρόπο που εκφράζονται. Πότε πότε τους δίνει και ιδιαίτερο χώρο μέσω των επιστολών, κυρίως αυτών που αλλάζουν οι βασικότεροι ήρωες της ιστορίας, ο Θεόφιλος και η Κική, στις οποίες εξομολογούνται την αγάπη και τις ανησυχίες τους αλλά και την πίστη πως θα ξανανταμώσουν.

Η αφήγηση γενικότερα αξιοποιεί έναν λόγο που επικεντρώνεται στην έκφραση των πραγμάτων, αποφεύγοντας περιγραφές που κουράζουν και φιλοσοφίες που εξαερώνουν τις πράξεις. Άλλωστε οι απλοί άνθρωποι μονάχα θυμόσοφοι μπορούν να είναι, αλλά όχι φιλόσοφοι. Με περιόδους και προτάσεις μικρές, συχνά κοφτές κι ασύνδετες, χτίζει αποτελεσματικά τις καταστάσεις και τους χαρακτήρες, ενώ διακρίνεται για τις ποιητικές της αποχρώσεις και τις ιδιαίτερες εντάσεις σε στιγμές κορύφωσης.

Δεν της απολείπει όμως και η χιουμοριστική διάθεση. Με δεδομένη τη δραματικότητα των καταστάσεων το χιούμορ έρχεται να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, είτε με τα λόγια είτε με τις συμπεριφορές ορισμένων, όπως του  έφηβου Δαβίδ, που περιπαίζει τον πατέρα σχετικά με το μελλοντικό του επάγγελμα, του νεαρού εφημεριδοπώλη, που διαθέτει και μπαγιάτικες εφημερίδες, ή του Ειρηνοδίκη, που διαψεύδει τον Καρυωτάκη σχετικά με το γνωστό ζύγισμα της ελλιπούς μερίδας.

Στα θετικά στοιχεία της αφήγησης θα πρέπει να συνυπολογίσουμε ακόμα τη διακριτικότητα και την τεχνική των αιφνιδιασμών.

Η διακριτικότητα της αφήγησης συνίσταται στον σύντομο και προσεκτικό τρόπο με τον οποίο σχολιάζει τις συμπεριφορές των ηρώων ή παρουσιάζει τα σημαίνοντα πρόσωπα, τον Μεταξά λ.χ. και τον Καρυωτάκη. Η περίπτωση του τελευταίου μάλιστα, με το βάρος του μύθου, θα μπορούσε να εκτροχιάσει την αφήγηση, αλλά εκείνη, ψύχραιμη, τον βλέπει ελάχιστα, σε σποραδικούς υπαινιγμούς της ποιητικής του «Πρέβεζας» και σε ορισμένες μονάχα, καίριες στιγμές της σύντομης ζωής του στην πόλη. Όσο για την τεχνική των αιφνιδιασμών δύο παραδείγματα είναι αρκετά, για να τη διευκρινίσουν.

Το πρώτο. Ενώ οι Ιταλοί επιχειρούν να υψώσουν τη σημαία τους στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και τους ακολουθεί ο ζητιάνος, τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο, αίφνης «Ένας πυροβολισμός σκοτώνει τη νύχτα.», λέει έξοχα η αφήγηση (σ. 31). Αυτό μόνο και το επεισόδιο λήγει. Υποθέτουμε βάσιμα πως οι στρατιώτες πυροβόλησαν τον ζητιάνο. Αργότερα ωστόσο μαθαίνουμε πως αυτός που πυροβόλησε ήταν ένας άλλος Πρεβεζάνος, που ξύπνησε από το τραγούδι του επαίτη και αντιλήφτηκε την κίνηση των Ιταλών.

Το δεύτερο. Δύο στούκας επιτίθενται στο αμάξι που επιβαίνουν ο Χαράλαμπος Καστάνης ως οδηγός και η κόρη του ως συνοδηγός, πηγαίνοντας να βοηθήσουν συμπολίτες. Κι ενώ η αφήγηση κορυφώνει την αναγνωστική αγωνία με την προσπάθεια του οδηγού να αποφύγει τον κίνδυνο, μονάχα στο τέλος της σκηνής μαθαίνουμε την τύχη της κόρης: «“Τα καταφέραμε” ζητωκραυγάζει [ο πατέρας] και γυρνά προς την Κική. Μα η Κική είναι νεκρή.» (σ. 235).

Τέλος αξίζει να προσέξουμε δύο περιστατικά, τα οποία διακρίνονται για την ιδιοτυπία τους.

Το ένα συνιστά, κατά τη γνώμη μου, την πιο τραγική στιγμή του μυθιστορήματος. Ο Χαράλαμπος κηδεύει τη μοναχοκόρη του μόνος, μέσα στη νύχτα, με παπά  βέβαια, αλλά μόνος, δίχως να προλάβουν να την κλάψουν μάνα και συγγενείς, πράξη ολότελα αποτρόπαιη για τις κοινωνίες της παράδοσης. Ξέρει πως αυτό θα του κοστίσει. Και πράγματι η γυναίκα του θα τον εγκαταλείψει και μονάχα μόλις πριν από τον θάνατό της θα τον συγχωρήσει. Όσο απίθανη κι αν φαντάζει μια τέτοια συμπεριφορά, η διήγηση την καθιστά πειστική, σαν κάτι που θα μπορούσε να συμβεί. Το σκεπτικό του πατέρα μοιάζει απόλυτα λογικό. Ποιος θα μπορούσε αβασάνιστα να το αρνηθεί; «Χίλιες φορές να πέθαινε η Κική», λέει η αφήγηση, «χίλιες φορές θα την έθαβε μόνος του. Η Κική δεν κατέβηκε τη σκάλα του σπιτιού της ντυμένη νύφη, δεν θα την κατέβαινε νεκρή, ντυμένη σε σάβανο! Θα έφευγε όπως ήρθε, σαν άγγελος, για να ταξιδέψει ανάμεσα στους αγγέλους, χωρίς θρήνους. Δεν της άξιζε της Κικής ένας θάνατος σαν όλους τους θανάτους και μια κηδεία σαν όλες τις κηδείες.» (σ. 249-250)

Το άλλο περιστατικό αναφέρεται στην Πρωτοχρονιά του 1952 με την οποία τελειώνει το μυθιστόρημα. Σε μια πρώτη ενότητα γιορτάζουν τον ερχομό του καινούριου χρόνου στην ταβέρνα του Πάνου και της Βαγγελίτσας οι επιζήσαντες των πολέμων. Σε μια δεύτερη όμως, απροσδόκητη και άκρως φανταστική, οι νεκροί Θεόφιλος και Κική υποδέχονται στο σπίτι του Καστάνη, σε μια δική τους γιορτή, τους νεκρούς συγγενείς και φίλους και μαζί τον αυτόχειρα Καρυωτάκη, που φτάνει την τελευταία στιγμή και ρωτάει τον Θεόφιλο αν «υπάρχει ακόμη θέση για έναν παρεξηγημένο». Εκείνος «του χαμογελά και του δείχνει τον δρόμο προς το σαλόνι» (σ. 266), κίνηση αποδοχής φυσικά, η οποία τον εντάσσει οριστικά στους δικούς του ανθρώπους και στον δικό του κόσμο.

Έτσι παρουσιάζονται σε γενικές γραμμές τα ιστορικά γεγονότα και τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Αν ήθελε να επισημάνει κανείς μια διακριτή αδυναμία, αυτή θα ήταν η αποσιώπηση του Εμφυλίου από τα δρώμενα της εποχής. Στον βαθμό που ο συγκεκριμένος πόλεμος δεν απασχολεί την αφήγηση, το έργο θα μπορούσε να ολοκληρωθεί με την αποχώρηση των Γερμανών το 1944 και πάντως πριν από την έναρξη του Εμφυλίου, δεδομένου μάλιστα ότι έχει ήδη κλείσει και ο κύκλος ζωής του πρωταγωνιστικού διδύμου. Η μετάθεση του τέλους στο 1952 αφήνει έκθετο αυτό το κενό και στερεί από το έργο την πληρότητα της ιστορικής τάξης.

Σε κάθε περίπτωση Το ρολόι μέσα στο σύννεφο είναι ένα ενδιαφέρον ιστορικό μυθιστόρημα. Και είναι ενδιαφέρον για τον λόγο ότι με τη συνεκτική του δόμηση, τους ζωντανούς χαρακτήρες, την εμπράγματη έκφραση και την αφηγηματική του άνεση κατορθώνει να αναδείξει παραστατικά τις συνέπειες των πολέμων, που ρήμαξαν τις ζωές και τα όνειρα των ανθρώπων της Πρέβεζας. Και πολύ λίγη σημασία έχει αν τα περιστατικά της διήγησης συνέβησαν ή όχι. Σημασία έχει ότι, κι αν ακόμα δε συνέβησαν, θα μπορούσαν να έχουν συμβεί κι αυτό οφείλεται στον πειστικό τρόπο με τον οποίο ο πεζογράφος τα αφηγείται. Και ο Απόστολος Τάσσης έχει όλα τα φόντα, για να μας πείσει ότι η λογοτεχνία, όπως και κάθε άλλη τέχνη, δε χρωστάει τίποτα στην αλήθεια. Χρωστάει μονάχα στη δική της αλήθεια. Και η δική της αλήθεια δεν είναι παρά η αισθητική, η μοναδική της ικανότητα να μας συγκινεί με τις λέξεις, μπάζοντάς μας στον μέσα και στον έξω κόσμο ακόμα και των ανθρώπων μιας άλλης εποχής, τόσο μακρινών από μας και ταυτόχρονα τόσο κοντινών.

 

Απόστολος Αν. Τάσσης, Το ρολόι μέσα στο σύννεφο, Μελάνι, 2021

Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθροSally Rooney: “Το μυθιστόρημα και οι σοσιαλιστικές ιδέες” (γράφει η Αλεξάνδρα Σαμοθράκη)
Επόμενο άρθροΕλεγεία ύπαρξης (της Χρύσας Φάντη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ