Η πραγματικότητα είναι τέχνη και η τέχνη είναι πραγματικότητα (του Θανάση Αγάθου)

0
547

 

 

του Θανάση Αγάθου (*)

  

Στο μυθιστόρημα τεκμηρίων, το μυθιστόρημα που χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη του ή και αποκλειστικά την πραγματικότητα, είναι επικεντρωμένη η μονογραφία του Κώστα Καβανόζη Μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Το μυθιστόρημα τεκμηρίων και η λογοτεχνικότητα του αναφορικού λόγου. Ο Καβανόζης (δημιουργός των μυθιστορημάτων Το χαρτόκουτο, 2015, και Τυχερό, 2017, και των συλλογών διηγημάτων Όλο το φως απ’ τα φεγγάρια, 2011 και Τζάμπα η παράταση, 2020) ήδη από το εισαγωγικό κεφάλαιο τονίζει ότι «το θέμα μας έγκειται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας ενός μυθιστορήματος τεκμηρίων καλείται από τη μια να διατηρήσει αναλλοίωτα τα αυθεντικά στοιχεία της πραγματικότητας μέσα στις λέξεις –δικές του ή ξένες– που θα επιλέξει για να τα “κουβεντιάσει” […] και από την άλλη να τα υπερβεί χωρίς άλλη βοήθεια παρά μόνο με τις δυνατότητες τις οποίες οι λέξεις αυτές προσφέρουν αντιβαίνοντας ενδεχομένως προς την ίδια τη φύση τους, αφού μέσα από το ρητό τους, αποδιδόμενο από το κείμενο, νόημα φιλοδοξούν […] να οδηγήσουν στο άρρητο» (σ. 20-21).

Το βιβλίο του Καβανόζη είναι διαρθρωμένο σε τρία μέρη, που φέρουν τους τίτλους «Περί μυθοπλαστικού και πραγματικού», «Περί ορίων και κατηγοριοποιήσεων» και «Περί τεκμηρίων και αφήγησης».

Στο πρώτο μέρος ο Καβανόζης εξετάζει, μέσα από ποικίλες κριτικές προσεγγίσεις, τα κοινά στοιχεία και τις διαφορές μεταξύ μυθοπλασίας και ιστορίας· τη σχέση ανάμεσα στη λογοτεχνία και την πραγματικότητα· τον ρόλο της αφηγηματικής δημοσιογραφίας και του λογοτεχνικού ρεπορτάζ· τη συνάντηση μετα-ιστορίας και μετα-μυθοπλασίας στον όρο «ιστοριογραφική μεταμυθοπλασία» (όπου «η προϋπάρχουσα ιστορική γνώση του αναγνώστη αξιοποιείται ως πεδίο εντός του οποίου παρεισφρέουν σκόπιμα και συνυπάρχουν γεγονότα και πρόσωπα προερχόμενα από διαφορετικές εποχές, το πραγματικό και το φανταστικό συμπλέκονται, αυθεντικά τεκμήρια αλλοιώνονται ή συσχετίζονται με επινοημένες, αληθοφανείς ή εξωπραγματικές καταστάσεις, ποικίλα και ασύμβατα μεταξύ τους είδη λόγου συμφύρονται», σ. 61)·  τη διαφορά μεταξύ μυθοπλαστικής και μη μυθοπλαστικής αφήγησης· τη συνύπαρξη αλήθειας και ψεύδους μέσα στους κόλπους της μυθιστορηματικής μυθοπλασίας· την έμφαση που πρέπει να δίνεται «στη μυθιστορηματική –μυθοπλαστική επομένως– “αλήθεια” την οποία θα δημιουργήσει ο συγγραφέας με τη χρήση του υλικού και των δεξιοτήτων του και στη λογοτεχνική δύναμή της» (σ. 76)· την υβριδική διάσταση του μυθιστορήματος τεκμηρίων (που κατ’ εξοχήν ενδιαφέρει την έρευνα του συγγραφέα, αφού είναι ο χώρος όπου η πραγματικότητα και η μυθοπλασία συναντιούνται και συνδιαλέγονται, αλλά με τους όρους που η μυθοπλασία επιχειρεί να θέσει), τη «λογοτεχνικότητα» ενός έργου ως μεταποιητικό παράγοντα.

Στο δεύτερο μέρος ο Καβανόζης αναφέρεται στο είδος του “roman à clef” («μυθιστόρημα με κλειδί»)· στην απόδοση λογοτεχνικών ιδιοτήτων σε είδη όπως η μαρτυρία, το χρονικό, οι ημερολογιακές καταγραφές, η ταξιδιωτική λογοτεχνία, η βιογραφία, η αυτοβιογραφία, το δοκίμιο· στη «λογοτεχνία της πραγματικότητας», που συνδέεται με την παράδοση του ρεαλιστικού μυθιστορήματος του δεκάτου ενάτου αιώνα· στη λογοτεχνία-μαρτυρία· στο κίνημα της «νέας δημοσιογραφίας», το οποίο, με θεμελιωτή τον  Tom Wolfe, προσπαθεί να αναπαραστήσει την πραγματικότητα με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αληθοφάνεια και λεπτομέρεια· στην ανάμιξη των ταυτοτήτων του δημοσιογράφου-λογοτέχνη στους Dickens, Balzac και Zola, αλλά και στους Truman Capote και Norman Mailer, που με το Εν ψυχρώ και το Οι στρατιές της νύχτας το 1966 και το 1968 αντιστοίχως γίνονται οι πρωτοπόροι της λογοτεχνίας τεκμηρίων· στην περίπτωση του Rodolpho Walsh, που, σύμφωνα με αρκετούς μελετητές, είναι ο πραγματικός εισηγητής του είδους με το Επιχείρηση σφαγή, μια δεκαετία νωρίτερα (το 1957). Εδώ γίνεται λόγος και για τα ελληνικά δείγματα της λογοτεχνίας τεκμηρίων: με σημείο εκκίνησης την Πάπισσα Ιωάννα (1866) του Εμμανουήλ Ροΐδη, μυθιστόρημα που «επικαλούμενο ποικιλοτρόπως την “αλήθεια” των όσων περιλαμβάνει στο σώμα του […] επιδίδεται σε ένα ιδιότυπο παιχνίδι υπονόμευσης της ίδιας την αληθοφάνειάς του» (σ. 126), ο συγγραφέας προχωρεί στις «καταβολές» του είδους, τη Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι (1870) που αποδίδεται στον Χαρίλαο Δημόπουλο, τον Λουκή Λάρα (1879) του Δημητρίου Βικέλα, τα Απομνημονεύματα (1907) του στρατηγού Μακρυγιάννη, την Ιστορία ενός αιχμαλώτου (1929) του Στρατή Δούκα, το Πλατύ ποτάμι (1946) και το Οδοιπορικό του ’43 (1946) του Γιάννη Μπεράτη (που, κατά τον Roderick Beaton, «πρώτος έγραψε αυτό που σήμερα ονομάζουμε μυθιστόρημα ντοκουμέντο»), την Πυραμίδα 67 (1950) του Ρένου Αποστολίδη, πρώτη λογοτεχνική μαρτυρία για τον Εμφύλιο, το επιφυλλιδικό μυθιστόρημα Οι λησταί στα πρόθυρα των Αθηνών (1952) του Μ. Καραγάτση, το Ελληνική Εποποιία 1940-1941 (1964) του Άγγελου Τερζάκη, με επόμενη μεγάλη στάση το Ζ (1966) του Βασίλη Βασιλικού, το οποίο θεωρείται ότι εγκαινιάζει επισήμως την εμφάνιση του “non-fiction novel” στην ελληνική λογοτεχνική πραγματικότητα και «κινείται στα όρια μεταξύ λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας με τον συγγραφέα να ενορχηστρώνει τα επίσημα ντοκουμέντα της υπόθεσης Λαμπράκη» (σ. 140). Στη συνέχεια επιχειρείται μια περιδιάβαση σε νεότερα πεζογραφήματα, «τα οποία συντίθενται με βάση πραγματικά γεγονότα και μαρτυρίες, χρησιμοποιούν αυθεντικά τεκμήρια ή αναμιγνύουν τα γνήσια με κατά βούληση επινοημένα ή τροποποιημένα στοιχεία» (σ. 141), με τη λίστα να αυξάνεται εντυπωσιακά τις δύο πρώτες δεκαετίες του εικοστού πρώτου αιώνα, όταν σημειώνεται αληθινή έκρηξη του είδους: ενδεικτικά μόνο αναφέρουμε τα μυθιστορήματα Συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη: Αμερική (1972) και Τρία ελληνικά μονόπρακτα (1978) του Θανάση Βαλτινού, Αντιποίησις αρχής (1979) του Αλέξανδρου Κοτζιά, Ιστορία (1982) του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, Ελένη (1983) του Νίκου Γκατζογιάννη, Από το στόμα της παλιάς Remington (1983) του Γιάννη Πάνου, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά (1989) της Ρέας Γαλανάκη, Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60 (1989) του Θανάση Βαλτινού, Το ηχομυθιστόρημα του καπετάν Άγρα (1994) του Πάνου Θεοδωρίδη, Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου (1994) του Μισέλ Φάις, Ορθοκωστά (1994) του Θανάση Βαλτινού, Ο βομβιστής του Παρθενώνα (1996) του Χρήστου Χρυσόπουλου, Ελληνικό σταυρόλεξο (2000) του Θωμά Σκάσση, Κίτρινο ρώσικο κερί (2001) του Κώστα Ακρίβου, Χάρτινη ζωή (2002) της Παυλίνας Παμπούδη, Αθώοι και φταίχτες (2005) της Μάρως Δούκα, Η γυναίκα που πέθανε δυο φορές (2006) του Μάνου Ελευθερίου, Μυρίζει αίμα (2008) του Γιάννη Ράγκου, Ο γύρος του θανάτου (2010) του Θωμά Κοροβίνη, Χορεύουν οι ελέφαντες (2012) της Σοφίας Νικολαΐδου, Το χαστουκόδεντρο (2012) του Άρη Μαραγκόπουλου, Εκ Πειραιώς (2012) του Διονύση Χαριτόπουλου, Εμφύλιο σώμα (2014) του Κώστα Βούλγαρη, Το χαμένο Νόμπελ (2015) του Κώστα Αρκουδέα, Αλεπού, αλεπού, τι ώρα είναι; (2017) της Βίκυς Τσελεπίδου, Ο άνθρωπος που έκαψε την Ελλάδα (2018) του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, Κάτι κρυφό μυστήριο (2019) της Καρολίνας Μέρμηγκα, Περιπλανώμενος. Ο μονόλογος ενός συγγραφέα (2020) του Φώτη Θαλασσινού, αλλά και τα δύο μυθιστορήματα του Καβανόζη Το χαρτόκουτο (2015) και Τυχερό (2017). Στο ίδιο αυτό κεφάλαιο γίνεται, επίσης, απόπειρα προσδιορισμού του είδους, με παράθεση θεωρητικών απόψεων από δημιουργούς και κριτικούς, και εκτενής συζήτηση όρων όπως «λογοτεχνική μη μυθοπλασία» (literary nonfiction), «τεκμηριωτική πεζογραφία» και «τεκμηριωτική μυθοπλασία» (documentary fiction), «λογοτεχνία γεγονότων» (literature of fact), «μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα» (nonfiction novel), «μυθιστόρημα ντοκουμέντο», γίνεται διάκριση ανάμεσα σε «τεκμηριωτική μυθοπλασία» (documentary fiction, δηλαδή πεζογραφία που δεν απαρνείται την επινοημένη μυθοπλασία και ενσωματώνει αυθεντικά, παραλλαγμένα ή κατασκευασμένα τεκμήρια,  τα οποία, ωστόσο, δεν είναι δεσμευτικά και «αποτελούν συνήθως πρόσθετες μυθοπλαστικές ψηφίδες», σ. 167) και πεζογραφία της κατηγορίας “nonfiction novel”, για την οποία προκρίνεται ο όρος «μυθιστόρημα τεκμηρίων», κατηγορία στην οποία, σύμφωνα με τον Καβανόζη, μπορούν να ενταχθούν «τα μυθιστορηματικά εκείνα έργα των οποίων το υλικό και ο μύθος (με τη σημασία της επιλεγμένης προς αφήγηση –και όχι επινοημένης– ιστορίας, της υπόθεσης δηλαδή του έργου πριν από τη συγγραφική της επεξεργασία) αναδύονται αποκλειστικά από τους κόλπους τής με οποιονδήποτε τρόπο καταγεγραμμένης Ιστορίας και της βιωμένης πραγματικότητας» (σ. 171).

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου του ο Καβανόζης διερωτάται κατά πόσον τα πάσης φύσεως τεκμήρια μπορούν να λειτουργήσουν ως φορείς παργματικότητας·  προβληματίζεται πάνω στην παλαιότερη και νεότερη αντίληψη της έννοιας του αρχείου· αντιμετωπίζει το μυθιστόρημα τεκμηρίων ως ιδανικό πεδίο ανάπτυξης της λογοτεχνικής επιτελεστικότητας –καθώς «τόσο ο συγγραφέας με την αναδιάταξη και επανανοηματοδότηση του εξωκειμενικού υλικού όσο και ο αναγνώστης με όσα κομίζει εντός του κειμένου ή μεταφέρει εκτός αυτού με την ενεργητική του ανάγνωση συμβάλλουν στη δημιουργία νέων κάθε φορά κειμενικών (αλλά και εξωκειμενικών ενδεχομένως) πραγματικοτήτων και αφηγήσεων» (σ. 203)· συζητά το θέμα της αυθεντικότητας και της πλαστότητας των χρησιμοποιούμενων τεκμηρίων και την αναφορική σχέση της μυθοπλαστικής αληθοφάνειας με την εξωκειμενική πραγματικότητα· εξετάζει την μπαχτινική διαλογική σχέση μεταξύ συγγραφέα και χαρακτήρων και την παρουσία του αφηγητή στο μυθιστόρημα τεκμηρίων·  στοχάζεται πάνω σε θέματα πολυφωνίας και διακειμενικότητας («Εκείνο, λοιπόν, που εντέλει προκύπτει μέσα από τα ετερογενή κείμενα τα οποία επιλέγονται να χρησιμοποιηθούν αποσπασματικά και ταυτόχρονα συνδυαστικά στο σώμα ενός μυθιστορήματος τεκμηρίων, δεν είναι μια νέα ματιά πάνω στην εξωκειμενική πραγματικότητα, θραύσματα της οποίας τα κείμενα αυτά μεταφέρουν εντός του έργου, αλλά ένας νέος κειμενικός κόσμος, μια νέα κειμενική “αυτοτελής” και πολυεπίπεδη πραγματικότητα, η οποία με τους όρους αυτούς θα κριθεί», σ. 244)·  ασχολείται με την παραθεματική τεχνική και τις παραμέτρους της αποσπασματικότητας και της συνεκτικότητας, μέσα από τη χρήση των τεχνικών του μοντάζ και του κολάζ (για τις οποίες κάνει την ενδιαφέρουσα παρατήρηση ότι «και οι δύο δεν είναι παρά τεχνικές διάσπασης και επαναφοράς της ενότητας και οι δύο χρησιμοποιούν ευρέως ως υλικό τα εξωλογοτεχνικά τεκμήρια και οι δύο, διαφοροποιούμενες εντέλει ως προς τον βαθμό και τον τρόπο συνδυασμού τους, τα συνδυάζουν ποικιλοτρόπως», σ. 261)· ασχολείται με τη λειτουργία που επιτελεί το παρακείμενο· παρατηρεί τον ρόλο των τεκμηρίων στη διαμόρφωση του τελικού κειμένου ως πεδίου αντιπαράθεσης λόγων· εντοπίζει τον ενεργό ρόλο του αναγνώστη στην τεκμηριωτική μυθοπλασία· εκφράζει την άποψή του πάνω στο πολυσυζητημένο θέμα του «θανάτου του συγγραφέα» και καταλήγει στο συμπέρασμα: «Το μυθιστόρημα τεκμηρίων, αξιοποιώντας συνδυαστικά την κληρονομιά τόσο του λογοτεχνικού όσο και του αναφορικού (δημοσιογραφικού, ιστοριογραφικού, κλπ) λόγου, υιοθετώντας κάθε είδους αφηγηματικές τεχνικές και τεχνάσματα και διευρύνοντας τα όρια και τις δυνατότητες που του προσφέρει η ποικίλως καταγεγραμμένη πραγματικότητα, επιχειρεί στα χέρια ικανών συγγραφέων να αναγάγει τη μη μυθοπλαστική λογοτεχνία, η οποία έχει αρκούντως υποτιμηθεί ως υποδεέστερο, ταυτιζόμενο με την πεζή εξιστόρηση της καθημερινότητας είδος, σε λογοτεχνία υψηλών προδιαγραφών» (σ. 298).

Το βιβλίο του Καβανόζη είναι μια ευτυχής συνάντηση φιλολογίας, θεωρίας της λογοτεχνίας και γλωσσολογίας, ένα κείμενο-υφαντό, που συνοψίζει, διαπλέκει και σχολιάζει, κατά τρόπο παραδειγματικό, όλες τις σημαντικές θεωρητικές απόψεις γύρω από τον αχανή χώρο του μυθιστορήματος τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπει να αναφέρει πολλά παραδείγματα από λογοτεχνικά κείμενα. Η μονογραφία του αποτελεί πολύτιμο εργαλείο για συγγραφείς, φιλολόγους και αναγνώστες, ανοίγει νέα μονοπάτια στην επιστημονική έρευνα, είναι μια πολύτιμη συμβολή στην ελληνική βιβλιογραφία του μυθιστορήματος τεκμηρίων, προσφέρει εναύσματα για προβληματισμό και περαιτέρω ανάγνωση σε ειδικούς και μη, επιχειρεί μια περιδιάβαση σε συναρπαστικά κείμενα του είδους, ελληνικά και ξένα, και, το κυριότερο, αποτελεί  η ίδια ένα συναρπαστικό κείμενο, του οποίου η μορφή ανταποκρίνεται απολύτως στο περιεχόμενο. Εάν το μυθιστόρημα τεκμηρίων κάνει την πραγματικότητα τέχνη και την τέχνη πραγματικότητα, τολμώ να υποστηρίξω, τηρουμένων των αναλογιών, ότι ο Καβανόζης, με τον απολύτως τεκμηριωμένο και επιστημονικό, αλλά ταυτόχρονα απολαυστικά λογοτεχνικό λόγο του, και χάρη στη διπλή ιδιότητα του λογοτέχνη και του φιλολόγου, κάνει τη λογοτεχνία φιλολογία και τη φιλολογία λογοτεχνία.

 

(*) Ο Θανάσης Αγάθος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

Κώστας Καβανόζης, Μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας. Το μυθιστόρημα τεκμηρίων και η λογοτεχνικότητα του αναφορικού λόγου, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2022, 352 σελ.

 

Προηγούμενο άρθροAria (του Δούρβα Αργύρη)
Επόμενο άρθροΒραβεία ΙΒΒΥ 2023, ελληνικό τμήμα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ