Σωτηρία Καλασαρίδου.
Μια πολυπολιτισμική εκδοχή της πόλης του φωτός που εμφωλεύει στον λαμπερό, τουριστικό κοσμοπολιτισμό της, στον οποίο όλοι είμαστε εθισμένοι τόσο μέσα από τη λογοτεχνία όσο και από τον κινηματογράφο, μας δίνει ο Ζιλ Μαρτέν – Σωφιέ στο νουάρ μυθιστόρημά του που τιτλοφορείται Το Παρίσι εν καιρώ ειρήνης και κυκλοφόρησε σε μετάφραση του Γιάννη Στρίγκου από τις εκδόσεις Πόλις (Μάιος 2014). Ο Ερβέ Κερζενεάν, αστυνόμος στο ταραγμένο και πολυπολιτισμικό δέκατο όγδοο διαμέρισμα του Παρισιού, βρίσκεται στη δίνη ενός λανθάνοντος «πολέμου» μεταξύ των Αράβων και των Εβραίων. Στην προσπάθειά του να επιλύσει το μυστήριο μιας φαινομενικά ασήμαντης κλοπής, βυθίζεται όλο και πιο πολύ στα άδυτα των φυλετικών συμμοριών και στο οργανωμένο έγκλημα. Βοηθοί του στην εξιχνίαση της υπόθεσης είναι ένας τραχύς συνάδελφός του και μια γοητευτική φιλόλογος, της οποίας ο ρόλος, όσο το κουβάρι της ιστορίας ξετυλίγεται, μοιάζει αμφιλεγόμενος.
Ένας μεσήλικας, λοιπόν, αστυνόμος μιας ταραγμένης περιοχής της πόλης των Παρισίων, μία γοητευτική και αινιγματική εκπαιδευτικός Λυκείου, έφηβοι μαθητές ― που κάποιοι εκ των οποίων διαδραματίζουν τον ρόλο του θύτη και κάποιοι άλλοι του θύματος ― ένας διεστραμμένα ευφυής έμπορος ναρκωτικών, εγκληματικές οργανώσεις ποικίλων εθνοτήτων, μυστήριο και αγωνία, αλλά και ένα μωσαϊκό φυλών και πολιτισμών με φόντο το σύγχρονο Παρίσι είναι τα υλικά με τα οποία σκιαγραφεί και χρωματίζει τον καμβά του μυθιστορήματός του ο Μαρτέν-Σωφιέ.
Ο συγγραφέας υιοθετεί στην πλοκή, το περιεχόμενο, αλλά και στο σμίλευμα των χαρακτήρων του έργου του ορισμένα από τα μοτίβα του κινηματογραφικού γαλλικού νέο-νουάρ: οι ήρωες και οι αντιήρωες είναι αντικατοπτρισμοί του ίδιου ειδώλου, αντανακλάσεις της ίδιας πραγματικότητας, ιδωμένης από διαφορετική οπτική γωνία· το καλό και το κακό, ως ιδιαίτερα συστατικά κάθε μιας προσωπικότητας συνυπάρχουν πολλές φορές, και ανάλογα με τις δόσεις τους και στον βαθμό που υπερτερούν, τοποθετούν στο ταμπλό τους παίκτες σε διαφορετική θέση, καθιστώντας τους οιονεί θύματα και θύτες· το αστικό σκηνικό είναι κυριαρχικά διαπεραστικό, ενώ η ύπαρξη μιας femme fatale διαδραματίζει τον ρόλο του καταλύτη στην εξέλιξη της πλοκής, κινώντας τα νήματα της προδοσίας.
Ο Μαρτέν – Σωφιέ, ωστόσο, δεν εναρμονίζεται αφομοιωτικά σ’ αυτό το προαναφερθέν ιδεολογικό πλαίσιο, αφού ο άξονας πάνω στον οποίο εξυφαίνεται η ίντριγκα, δεν είναι το σασπένς που εκπορεύεται από την προσωπική ιστορία και το έγκλημα πάθους. Ο συγγραφέας ανασημασιοδοτεί και αναβαπτίζει τη λειτουργία του νουάρ μυθιστορήματος, προσγράφοντας στο αστυνομικό θρίλερ το πολυδιάστατο θέμα της πολυπολιτισμικότητας μιας σύγχρονης κοινωνίας, όπως είναι αυτή της γαλλικής πρωτεύουσας. Το πολιτισμικό μωσαϊκό, όπως αποδίδεται στο έργο του, έχει τη μορφή ενός συνονθυλεύματος στο οποίο δεσπόζουν οι εμμονές και οι προκαταλήψεις, κυριαρχούν οι ιδεολογικές σκοπιμότητες και μια τυραννική καχυποψία, ενώ πάνω από όλα ο φόβος για τον εθνικό «άλλο» και το φυλετικό μίσος κυβερνούν και μαστίζουν τις διαφυλετικές σχέσεις.
Το μυθιστόρημα του Μαρτέν-Σωφιέ, είναι επίκαιρο, γιατί περιγράφει καυστικά την κοινωνία της εποχής του, έχοντας χαρακτήρα πολιτισμικού σχολίου με κοινωνικές προεκτάσεις. Η ευρηματικότητά του ωστόσο δεν περιορίζεται στη δραστική περιγραφή της εποχής του αλλά εδράζεται στην ερμηνεία της στον βαθμό που τα κοινωνικοπολιτισμικά χαρακτηριστικά των Αράβων, των Εβραίων, των Κινέζων, ανάγονται σε μοχλό, ο οποίος δεν πυροδοτεί μονάχα την έκρηξη της πλοκής, αλλά υφαίνει τον ιδεολογικό ιστό του βιβλίου, που επιτελεί έναν διττό σκοπό: αφενός προβάλλει τις ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των εθνοτήτων της γαλλικής κοινωνίας, προσδίδοντάς τους τον χαρακτήρα ενός σοβούντος κινδύνου αποδιοργάνωσης της κοινωνικής ειρήνης, και αφετέρου καταδεικνύει την αδήριτη ανάγκη πολιτικής αντιμετώπισης της προκατάληψης και της απονομιμοποίησης των εθνικών στερεοτύπων που δρουν κανονιστικά, στιγματίζοντας τις ταυτότητες των εθνικών ομάδων και λειτουργούν ταυτόχρονα αναφλεκτικά ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης και ρευστότητας, όπως είναι η σημερινή.
Η προδοσία, ο φαταλισμός, ακόμη και το έγκλημα ― όλα κεντρικά χαρακτηριστικά των νουάρ ιστοριών ― επισκιάζονται στο παρόν μυθιστόρημα από τη ζέουσα κοινωνικοπολιτισμική σκηνή. Υπέρ αυτής της ανάδειξης συνηγορεί και ο ειρωνικός τίτλος του βιβλίου, ο οποίος εντέλει υπογραμμίζει ευφάνταστα την αντινομία ανάμεσα στη λαμπερή πλευρά μιας μητρόπολης του κόσμου και τον ζόφο της καθημερινότητάς της. Πώς εντέλει αναδεικνύονται μορφικά οι εγγενείς ιδεολογικές αντιφάσεις μέσα στις οποίες πορεύεται ένα ψηφιδωτό φυλών, των οποίων οι διαχωριστικές γραμμές θολώνουν την εικόνα μιας πόλης – «σύμβολο» της ελευθερίας και του πολιτισμού; Το καλό αντιπαραβάλλεται με το κακό στο έργο του Μαρτέν – Σωφιέ με σκιάσεις που τονίζουν το σκοτάδι και αναδεικνύουν ταυτόχρονα το κοντράστ του φωτός. Ο νευρώδης ρυθμός της γλώσσας επιτελεί μια αντισταθμιστική και αντιστικτική λειτουργία στα εκουσίως μικρά χάσματα εξέλιξης της πλοκής, η οποία πραγματοποιεί το μεγαλύτερο άλμα της, και φυλάσσει τη μεγαλύτερη έκπληξή της για το τέλος. Ένα τέλος που δίνει απαντήσεις από τη μια πλευρά στα ερωτήματα της υπόθεσης του βιβλίου, δημιουργεί όμως συνάμα και μια αλυσίδα προβληματισμών αναφορικά με τον σύγχρονο άνθρωπο και τον πολιτισμό του.