Η ποιητική ταυτότητα της Αθηνάς Παπαδάκη(της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
743

της Βαρβάρας Ρούσσου

 

 

    Άμλετ: Δεν βλέπεις τίποτα εκεί;                                                                                        Γερτρούδη: Τίποτα. Αν και ό,τι είναι εκεί το βλέπω

ΑΜΛΕΤ 3η πράξη, 4η σκηνή (μτφρ. Ερρίκου Μπελιέ)

 

Με δώδεκα ποιητικές συλλογές και μια συγκεντρωτική (Τα ποιήματα 1974-2014 Γαβριηλίδης 2016) το τελευταίο, του 2019, ποιητικό βιβλίο της Αθηνάς Παπαδάκη με το τίτλο Δύση έρχεται να επισφραγίσει την ήδη αποκρυσταλλωμένη ιδιοφωνία της τα προσωπικά γνωρίσματα της οποίας έχουν επισημανθεί από πολυάριθμες κριτικές.

Από τα πολλά κριτικά κείμενα που έχουν γραφτεί για την ποιήτρια θα επικαλεστώ εδώ δύο, ιδιαίτερα περιεκτικά, επειδή συνοψίζουν τα στοιχεία που, κατά μια έννοια, προετοιμαζόμαστε, να αναζητήσουμε στην τελευταία συλλογή της, που πράγματι κορυφώνει και συμπυκνώνει μια ποιητική πορεία σχεδόν πενήντα ετών. Πρόκειται για τις κριτικές της της Άννας Κατσιγιάννη (2012) και της Κατερίνας Κωστίου (2015).[1]

Η Κατσιγιάννη, που έχει και παλαιότερα ασχοληθεί με την ποίηση της Παπαδάκη, εντοπίζει σταθερές δεσπόζουσες του έργου της όπως τη χοϊκότητα, τη γνωμολογική τάση και τις «θεματικές εμμονές» (τα δομικά αντιθετικά δίπολα θα πρόσθετα) τροφή/ύλη-νηστεία «άϋλη πνευματική ανάταση, ζώο -άνθρωπος.

Η Κωστίου αναγνωρίζει τρεις φάσεις στην ποιητική της Παπαδάκη που, πέρα από άλλα στοιχεία, διακρίνονται από μια πορεία προς τον εσώτερο εαυτό, η οποία έχει σημείο εκκίνησης την «διερεύνηση της γυναικείας ταυτότητας» και προχωρεί έως τις συλλογές Θαύμα ιδέσθαι (2012) και Το κοπάδι (2014) οπότε και «ο δρόμος προς τα μέσα περνάει από τον Άλλον».

Πράγματι, τα στοιχεία που οι Κατσιγιάννη και Κωστίου επισημαίνουν, ισχύουν και για τη Δύση. Κατά τη γνώμη μου, αφενός η Παπαδάκη έχει παγιώσει τη γυναικεία οπτική της στην πρώτη φάση της ποίησής της, εκείνη της προβολής της γυναικείας ταυτότητας, αφετέρου δεν αναγνωρίζει πλέον τον Άλλον ως μια ετερότητα-ξενότητα αλλά ως διαθλασμένη αντανάκλαση του εαυτού, ως διαφορετικές ή και δυνητικές εκδοχές του Εγώ, χωρίς αυτό να συνεπάγεται μια σολιψιστική αντίληψη. Όταν σκιαγραφούνται, συνήθως αφαιρετικά, τέτοια πρόσωπα-ερεθίσματα, που μπορεί να προέρχονται από το χώρο της συγκεκριμένης εμπειρίας ή και από το μύθο ή ακόμη και την Ιστορία, φέρουν τα ίχνη του εγώ ή/και προσωποποιούν στοχασμούς, αγωνίες, επιθυμίες του συστηματοποιώντας μια κοσμοθεωρία που σαφώς πηγάζει από τη σκέψη και την αίσθηση του Εγώ. Έτσι, υπό αυτή την οπτική θα μπορούσαμε να διαβάσουμε τα ποιήματα «Ο βοσκός», «Ο νηστευτής», «Προετοιμασία» και άλλα. Παραθέτω από το «Προετοιμασία» όπου η γυναίκα είναι, εξόφθαλμα κατά τη γνώμη μου,  η αποτύπωση του Εγώ: «Μεσάνυχτα./Τη μαγνήτιζε/ η πανσέληνος,/που αργά, αργά,/πέφτοντας,/έφερνε/λίθινη εποχή,/στη γη και πάλι./Γυναίκα αντοχής./Μα ο φόβος φόβος./». Ενώ το «Ο βοσκός» αποτυπώνει μια μορφή της εξωτερικής εμπειρίας συναφή με την εσωτερικότητα και τη ροπή προς την ολιγάρκεια υλικών που διέπουν τη βιοθεώρηση του Εγώ: «Άρμεγε κατοικίδια/ δίπλα/ σ’ αγκάθια και χόρτα πικρά. Περιουσία καμιά./Δε γνώριζε το περισσότερο,/ διαρκώς κάτω από τ’ αστέρια ζούσε/». Ακόμη και τα ποιήματα της ενότητας «Οι μεγιστάνες» προσωποποιούν μερικά από τα βασανιστικά ερωτήματα του Εγώ ως φωνής εκφοράς. Η αίσθηση ματαιότητας για τα ανθρώπινα κατορθώματα -και μάλιστα «μεγιστάνων»- και κυρίως η ειρωνεία είναι έντονη: για τον άνθρωπο «Αργότερα λαμπροντυμένος. Με όλεθρο/ και ζήτω,/ ες αεί./Τι κατορθώματα./ Τα κατορθώματα» («Ο πρωτόγονος»), για τον μάταιο ηρωισμό που κρύβει την αδυναμία «Χωρίς κατήχηση» κ.ά.

Τελικά, το ζητούμενο είναι να δημιουργηθούν εκείνα τα σημεία από τα οποία κάποιος αντικρίζει τον εαυτό του, αποκτά αυτογνωσία. Το μοτίβο του καθρέφτη, σταθερά παρόν στη μοντερνιστική ποίηση είναι κατάλληλο. Τέσσερα ποιήματα συνιστούν την ενότητα «Ο χάρτης του καθρέφτη». Παραθέτω ένα χαρακτηριστικό: «Κάτοπτρο/ σε όρκο δεμένο,/ με υδράργυρο και ασήμι,/το είδωλο/ν’ αποτυπώνει πιστά./ Είδε κάποιος/καθρέφτη κοιμισμένο;» («Αγρυπνίες της ύλης»). Μετά την αυτοαναγνώριση, από τον εαυτό εκκινεί μια αμφίδρομη σχέση του μέσα με το έξω όπου όμως το πρώτο προσεγγίζει επιλεκτικά ή και ανοικειώνει ή σπανιότερα και εξ ανάγκης αφήνεται στο δεύτερο. Η πορεία δηλαδή προς τα έσω, που εντοπίζει η Κωστίου, υπερισχύει και οδηγεί σε μια πραγματικότητα εξίσου ισχυρή σε ερεθίσματα με την εξωτερική «αντικειμενική» πραγματικότητα της ζωής. Νομίζω ότι αυτή είναι και η αίσθηση που μεταδίδει το «Ερπετό», όπου η χελώνα με την αυτάρκεια κατοικίας της, την σκληρή περιβολή της και τη χειμερία νάρκη της γίνεται υπόδειγμα περιχαράκωσης στον μύχιο εαυτό, μια επιθυμία για μια ζωή εκ των έσω ή αποκλειστικά εσωτερική: «Κι εγώ / πώς να εισχωρήσω/στην εσώτατη περιβολή μου;». Ωστόσο, δεν εκλαμβάνεται αυτή η στάση ως απόρριψη του άλλου. Η αναζήτησή του ως άρση της «εσωτερικής περιβολής», υφίσταται με τη βεβαιότητα ότι ο Άλλος μπορεί να λειτουργήσει πρόσκαιρα παραμυθητικά εφόσον υπάρχει η αγάπη της οποίας η παρουσία και η -δύσκολη- προσέγγιση αποτελούν μια αιτία βίου: «Τόνοι αγάπης άναυδοι./Πώς γίνεται./ Μα γίνεται./ Από τον εαυτό ως μέρος ενός αντικειμενικού φυσικού κόσμου έως τον άλλον η επικοινωνία τελείται μέσω του έρωτα, όχημα ελπίδας όπως φαίνεται στο ποίημα «Λύτρωση»: «Μα να, το κύμα/ θα φέρει νέο έρωτα/ξανά και ξανά./Μη φοβάσαι./Κοίταξέ με/η αγάπη κεντάει στο κενό.».

Ερωτηματική η ποίηση της Παπαδάκη, όπως υποδεικνύει και το μότο του Πικάσσο «Έχω τις ερωτήσεις. Δώστε μου τις απαντήσεις». Κοινοποιώντας το ερώτημα στον Άλλον, ίσως στον αναγνώστη, αυτό επιστρέφει ως ηχώ απορίας και στον ίδιο της τον εαυτό ως ανοιχτότητα σε θέματα τα οποία μάλλον δεν επιδέχονται οριστικότητα. Έτσι, αρκετά από τα ποιήματα της συλλογής κλείνουν απορηματικά επιτείνοντας την αποφθεγματική/γνωμολογική διάθεση την οποίαν εξάλλου ενισχύει και η συντομία των ποιημάτων της συλλογής, άλλο ένα χαρακτηριστικό της ποιητικής της Παπαδάκη. Παραθέτω το τελευταίο ποίημα του βιβλίου «Ο νηστευτής» στο οποίο επίσης είναι διακριτή η έννοια της νηστείας -κυριολεκτικής αλλά κυρίως πνευματικής ως απόρριψης του περιττού γήινου-, και υπόκειται η αντίθεση πνευματικότητας-στοχαστικότητας με την εγκόσμια ζωή: «Με το λίγο πορεύεται/ και στοχάζεται με το πολύ. Μήπως;/ Μα ποιος να το πει;/»Μήπως στη βαθύτατη νοσταλγία του/καραδοκεί./Το μαύρο αρνί;». Πρόκειται άραγε για βαθύτερη θρησκευτικότητα, όπως φαίνεται να υποδεικνύουν τα «Η παράκληση» και «Αμύντωρ Χριστού»; Πράγματι, η αναφορά στο Χριστό ανακαλεί το θρησκευτικό βίωμα ως ανώτερη πνευματική κατάσταση, με την έννοια που εξάλλου είδαμε στον «Νηστευτή»; Γιατί θα έλεγα παρά τις αναφορές στο χριστιανικό Θεό η θεότητα της Παπαδάκη φέρει το σπινοζικό πνεύμα, όπου το Ον ταυτίζεται με το Θεό και τη Φύση. Το δομικό σύστημα των φυσικών πραγμάτων και των στοιχείων της φύσης διαρκώς παρόν και επαναλαμβανόμενο στην ποιητική της αποτελεί το μετασχηματισμό της μιας και μοναδικής αιώνιας και άπειρης υπόστασης.

Αντίθετη από το στίχο του Γέητς  «Once out of nature I shall never take/ My bodily form from any natural thing» είναι η βιοθεωρία της Παπαδάκη, ορατή και σε στιχους που παρατέθηκαν πιο πάνω. Εδώ αναφέρω: «Βροχή κηπευτική. Στο χώμα./Καλώ τις χούφτες/ξανά από πηλό/ να με πλάσουν./ Ως άλλη ν’ αντέξω./ Κάθε φορά/ που η ζωή μου/πέφτει στα χέρια της ζωής./Όλο και πιο συχνά./» («Συνδρομή»). «Πέφτω με το στήθος/ στο χώμα./ Μοίρα/ δίχως συμπόνια/ η βαρύτητα./ Ας είναι./Τώρα κυλάω/νεράκι/ πάνω στο νερό.» («Εναέριες πορείες»).  Η Παπαδάκη αφενός επιστρέφει στο φυσικό κόσμο αφετέρου διαβλέπει, πέρα από αυτόν, τον κόσμο των μη αισθητών και διαμεσολαβεί ανάμεσά τους με τον ποιητικό της λόγο. Ποίηση φιλοσοφικού υπόβαθρου που διυλίζει την καθημερινότητα για να την υφίσταται («Ρουτίνα»: Από το χτες στο αύριο/ τα ίδια και τα ίδια./Πρέπει./[…]Ο χρόνος ποτέ δεν απεργεί./»), κατανοεί τη φθορά ως μέρος της φυσικής αναγκαιότητας αλλά δεν την αποδέχεται. Η χοϊκότητα, η υλικότητα του σώματος, στοιχείο που η Κατσιγιάννη έχει εντοπίσει, επανέρχεται και στη Δύση συντονισμένη στη μελαγχολία της φθοράς και του αναπόφευκτου θανάτου: «Και τι θα ήταν/ το παρόν,/ δίχως τους παρελθόντες χρόνους,/ χρήσιμους στη Γραμματική./ Και στη ζωή;/ Όσο για τον Τετελεσμένο Μέλλοντα,/πώς σβήνει τ’ αποσιωπητικά/ και παραλείπει τα θαυμαστικά./ Όταν θα έχεις πια υπάρξει.». («Ακρίβεια γλώσσας»).

Η ποιητική της Παπαδάκη παγιωμένη πλέον μορφολογικά και θεματικά εξακολουθεί να είναι καίρια καθώς δε στηρίζεται στο επίκαιρο, το καινοφανές, την κατασκευή, τις τάσεις και επιταγές που οδηγούν σε άλλες, διαφορετικές/πειραματικές ή έστω σύγχρονες, μορφές ποίησης, αλλά προκύπτει από μια κοσμοθεωρία μελαγχολικά και αγωνιωδώς βιωμένη, σταθερά επεξεργασμένη ως ύφος και μινιμαλιστικά ιστορημένη ώστε να γίνει «έκταση πόνου/βαθύτερου κι από τη σκέψη». («Ιεροπραξίες»).

 

info:  Αθηνά Παπαδάκη, Δύση Γαβριηλίδης 2019

[1] Άννα Κατσιγιάννη, «Γενεαλογώντας την ποίηση της Αθηνάς Παπαδάκη. Από την τροφή στην ανθρωποφαγία», ηλεκτρονικό περιοδικό ΝΤΟΥΕΝΤΕ, τχ. 17 (Ιούλιος 2012), στήλη Εξώστης. Κατερίνα Κωστίου, «Μ’ όλο το μαύρο της ποινής απάνω στα φτερά. Οι μαγικές εικόνες της Αθηνάς Παπαδάκη και η ποιητική της αντίστιξης», Τα ποιητικά, τχ. 20, (Δεκέμβριος 2015) 19 – 20.

Προηγούμενο άρθροΘαμμένα μυστικά στις σκιές του χρόνου (της Δέσποινας Παπαστάθη)
Επόμενο άρθροΓια τον Κώστα Ριτσώνη – πέντε χρόνια μετά (του Κώστα Γ. Τσικνάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ