της Βαρβάρας Ρούσσου
Υπερκαινοφανής δηλαδή Super Nova είναι ο τίτλος που επέλεξε ο Κύπριος ποιητής Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου για τη δεύτερη ποιητική του συλλογή το 2017. Πέντε χρόνια αργότερα ονομάζει Ανθρωπόκαινο την τρίτη δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση σε τιτλοφορήσεις από το χώρο των θετικών επιστημών και μάλιστα εκείνων που μελετούν είτε το Σύμπαν στο απέραντο και εν πολλοίς άγνωστο διάστημα είτε τη γεωλογική ιστορία και το ανθρώπινο αποτύπωμα στο απώτερο και πρόσφατο παρελθόν.
Τι σημαίνει όμως Ανθρωπόκαινος; Προκειμένου να λυθεί η απορία ο Παπαγεωργίου προτάσσει στην πρώτη ενότητα ποιημάτων με τίτλο «Η Ανθρωπόκαινος Εποχή» τον πίνακα «Οι Γεωλογικοί Αιώνες» με τις γεωλογικές περιόδους του πλανήτη μας. Είναι λοιπόν η Ανθρωπόκαινος η σύγχρονη γεωλογική περίοδος για την ιστορική απαρχή της οποίας δεν υπάρχει επιστημονική συμφωνία (αγροτική επανάσταση, βιομηχανική επανάσταση, χρήση της ατομικής βόμβας) αν και οι ειδικοί κλίνουν συμβατικά προς το 1950. Ο όρος, με έμφαση στο ον «άνθρωπος» περιγράφει μια εποχή κατά την οποία η δυναμική του ανθρώπινου παράγοντα στις περιβαλλοντικές αλλαγές επηρεάζει την γεωμορφολογία της Γης, γίνεται συντελεστής ισοδύναμος με αυτό που ονομάζουμε δύναμη της φύσης. Αυτό ισχυρίστηκαν οι εισηγητές του όρου (Eugene Stoermer, Paul Crutzen, 2000) για τα χαρακτηριστικά και την έκταση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Ο τίτλος-γεωλογικός προσδιορισμός ενισχύεται από το εξώφυλλο της συλλογής που προβάλλει την ανθρώπινη δραστηριότητα ως επίδραση στα μορφολογικά χαρακτηριστικά της γης.
Πώς δικαιολογείται και πώς στηρίζεται από τα 129 περιεχόμενα ποιήματα η επιλογή του τίτλου; Το ερώτημα αφορά στις βάσεις του ποιητικού σχεδίου του Παπαγεωργίου. Οικολογική ευαισθησία, περιβαλλοντική ανησυχία, διερεύνηση της πρωταρχικής ύπαρξης, πριν τη μόρφωση του ανθρώπινου όντος όπως το ξέρουμε τα τελευταία χιλιάδες έτη, συνείδηση της άπειρης χρονικότητας και της μηδαμινότητας του ατομικού;
Ένας μεγάλος αριθμός ποιημάτων φέρει ως τίτλους γεωλογικούς όρους ή λέξεις σχετικές με τη γεωλογία ενώ και η δεύτερη ενότητα τιτλοφορείται «Η στρωματογραφία μου» μεταφέροντας στο άτομο-ανθρώπινο ον-ποιητική φωνή μια γεωλογική έννοια, ταυτίζοντας την ατομική μικρο-ιστορία με την ανθρώπινη μακρο-ιστορία. Σε μεγάλο βαθμό, εξάλλου, αυτή η αρχή, θα την ονόμαζα ένα είδος αντικειμενικής συστοιχίας στηρίζει ολόκληρη τη συλλογή. Το ανθρώπινο ζώο αποτελεί μέρος αυτής της γεωμορφολογίας και στην ανθρωπόκαινο ρυθμιστής των μεταβολών της καθεμιά από τις οποίες αντανακλά στο ανθρώπινο ζώο γενικά και ειδικά σε αυτό που αυτοορίζεται στη συλλογή ως ποιητική φωνή. Το βιογεωδυναμικό σύστημα της γης διαρκώς σε μεταβολές αντανακλά στον εσώτερο εαυτό.
Ήδη η σύνδεση μάκρο- μικρο- γίνεται εμφανής από το πρώτο ποίημα «Η ηλικία του κόσμου» όπου η προσωποποίηση των απολιθωμάτων επαναφέρει την άμεση σύνδεση του ανθρώπινου όντος με το απώτερο παρελθόν του και η απειροελάχιστη ατομική ανθρώπινη στιγμή στο εδώ και τώρα συνάπτεται με την κοσμική ηλικία «το παμμέγιστο χρονικό διάστημα/των 4,6 δισεκατομμυρίων χρόνων/». Έτσι, γεωγραφία/γεωλογία και ανθρωπογεωγραφία/ανθρώπινη εμπειρία συμπλέκονται στη συλλογή του Παπαγεωργίου και η λογική του εκτίθεται ποιητικά στο «Το κομμάτι που λείπει»: «Δεν ξέρω αν η θέληση κινεί βουνά/σίγουρα όμως τα τεμαχίζει/έπειτα εκεί φυτρώνουν/δρόμοι, σιδηροτροχιές, φράγματα/κάπως έτσι η γεωγραφία/γίνεται ανθρωπογεωγραφία.». Δεν πρόκειται μόνο για προσωποποιήσεις ή μετωνυμίες αλλά για μια παραλληλία ανάμεσα στη ρημαγμένη φύση και τον πόνο του ανθρώπου ως μέρος αυτής της καθημαγής. Στο λόγο για την κοσμική δημιουργία, το απώτατο παρελθόν του πλανήτη και των όντων του, υπεισέρχεται απορητικά ο λόγος της ποίησης στο δεύτερο ποίημα: «Μεσοωκεάνια ράχη»: «Είναι η μακρύτερη οροσειρά της Γης/μήκος 40.000 χιλιόμετρα/[…]-Τάχα αυτό είναι ποίημα;/ -Ναι είναι ποίημα του πλανήτη μας.[…]-Όχι αυτό που γράφεις τώρα είναι ποίημα; Ισχυρίζεσαι ότι αυτό αποτελεί ποίηση;/».
Η αναδίφηση της γεωλογίας του πλανήτη μπορεί να διαστείλει τα όρια του ποιητικού λόγου για τον Παπαγεωργίου εάν υπάρξει η σύνδεση που παραπάνω ανέφερα και που προοδευτικά αρχίζει να γίνεται προφανής στο τρίτο ποίημα «Εκρηξιγενή πετρώματα» ενώ στην άκρη της πορείας βρίσκεται ο Homo sapiens στο ομώνυμο ποίημα και η ανάγκη να χαρτογραφηθεί ως παρουσία («Terra incognita»). Παράλληλα, ολοένα και περισσότερο η συλλογή από τη γεωλογική στρωματογραφία περνά στα ανθρώπινα όντα και στρέφεται προς την παν-ανθρώπινη εμπειρία. Εδώ προβάλλεται η έννοια της ισότητας μέσω του προσφυγικού και μεταναστευτικού. Στη βάση της ανθρωπινότητας που προκύπτει από την κοινή ρίζα όλων των ανθρώπινων ζώων τα ποιήματα «Δεκαπενταύγουστος» και «Θρησκειολογία» προβάλλουν ως εμπόδια της προσέγγισης ανάμεσα σε ανθρώπους θρησκείες και θεσμούς. Οι ομόκεντροι αυτοί κύκλοι καταλήγουν στο χώρο του ατομικού «Γενοκτονία», «φαΛΛός (Ι, ΙΙ)» όπου τίθεται η προβληματική του φύλου και της αρρενωπότητας όπως είναι κοινωνικά συγκροτημένη. Η αμφισβήτησή της συμπυκνώνεται στη σχέση με το Γένος (=βιολογικό φύλο) και κυρίως συμπυκνώνεται στο φαλλικό σύμβολο «εγκάθετη εξουσία». Η θεματική φύλου και σεξουαλικότητας επανέρχεται και σε επόμενα ποιήματα ενώ δεν απουσιάζει η κοινωνική κριτική ( «The bystander effect», «Νυχτερινό δελτίο ειδήσεων», ποιήματα που ωστόσο παρά την πρωτοτυπία της γραφηματικής οργάνωσης -το πρώτο με αλφαβητική ακροστιχίδα και το άλλο σε στήλες λέξεων- δεν αποφεύγουν την κοινοτοπία της θεματικής που η παράθεση την επιβαρύνει περισσότερο χωρίς να υπάρχει, έστω, η εύφλεκτη συνθηματολογία).
Πολλά από τα ποιήματα είναι συνδεδεμένα με την Κύπρο και οι συγκεκριμένες τοπικές αναφορές στο τέλος κάθε ποιήματος λειτουργούν ως τοπόσημα της ποιητικής απαρχής, ως μνήμες και ως νήμα σύνδεσης του ατόμου με τον τόπο/χώρα/πατρίδα του. Η πατρίδα αυτή ανιχνεύεται αρχικά ως έδαφος με την ιδιαίτερη μορφολογία του αλλά γρήγορα αναδύεται ο συναισθηματικός δεσμός. Η υψηλής θερμοκρασίας συγκίνηση στα ποιήματα «Εξαφάνιση», «Πράσινη Γραμμή», «Πρωταπριλιάτικο ψέμα», «Κύκνοι» κ.ά. οφείλεται στη στροφή προς το κυπριακό τραύμα «της τελευταίας μοιρα||σμένης πρωτεύουσας της Ευρώπης». Η ντοπιολαλιά που εντίθεται σε ποιήματα με διαλογικό χαρακτήρα δεν ξενίζει και επιτείνει τη συγκίνηση από την έκθεση του τραύματος.
Στο ποίημα «Σκωρία» συναιρούνται σχεδόν όλα τα παραπάνω: «Ένα βουνό μετακινείται/ κατά τις επιταγές της σύγχρονης μεταλλουργίας//Έντζε σκάφκουσιν γαλαρίες πιον/ταράσσει ο εκσκαφέας το βουνόν/για να ‘ρουσιν το μέταλλον. Μου’πε ένας γέροντας στον λόφο του Προφήτη Ηλία απέναντι//Είμαι κιόλας σαράντα/πού κείτεται η αρχαία σκουριά μου να την κοιτάξω/χωρίς φόβο, χωρίς ενοχή;/»
Η δεύτερη ενότητα «Η στρωματογραφία μου» στρέφεται πλέον στη διερεύνηση του παρελθόντος και του εαυτού, τον ορυκτό πλούτο του ατόμου με παρόντα τα ίδια υλικά της πρώτης ενότητας και μάλιστα με εντονότερη προβολή του ρόλου της ποίησης. Ο εξομολογητικός χαρακτήρας χωρίς μελοδραματισμούς αλλά με την απόσταση του χρόνου περιλαμβάνει ποιήματα αφήγησης τραύματος: ο χλευασμός και η κακοποίηση στα σχολικά χρόνια (bullying) λόγω διαφορετικότητας, συνειδητοποίηση της σεξουαλικότητας («Χαλαζίας», «Σεξουαλική διαπαιδαγώγηση»), η οικογενειακή ιστορία, ο εξετάσεις στο πανεπιστήμιο και η αποτυχία, όλη η στρωματογραφία που καταλήγουν στη διαμόρφωση του έμφυλου εαυτού.
Η κατανομή των ποιημάτων, ιδίως στην πρώτη ενότητα ενώ βαδίζει, όπως ειπώθηκε, προς την εσωτερική διαστρωμάτωση του εαυτού μέσα από την ερωτική εμπειρία («Μέδουσα», «Ο έφηβος των Αντικυθήρων» αίφνης επιστρέφει με γεωλογική εικονοποιΐα σε διαφορετικές θεματικές π.χ. στη σχέση με την ποίηση («Διεργασίες», «Αράχνη») ή με τον τόπο διασπώντας τη ροή και καταδεικνύοντας ότι πρόκειται περισσότερο για αυτόνομα ποιήματα-στιγμές και λιγότερο για σύνθεση, παρά το κοινό νήμα και παρά το παγιωμένο ως το τέλος σχέδιο. Η δεύτερη ενότητα παρουσιάζεται πιο δεμένη και περισσότερο επεξεργασμένη κυρίως θεματικά και τροπικά. Θα έλεγα μάλιστα ότι εδώ βρίσκεται η καρδιά του βιβλίου.
Πίνακες, διαχωριστικές γραμμές και στις δύο ενότητες επιδιώκουν να έχουν έναν δυναμικό ρόλο αλλά δεν είμαι σίγουρη για τη λειτουργικότητά της σχηματικής παρουσίας τους.
Μερικά ποιήματα με αφηγηματικό στοιχείο, αποκαλυπτικά του εαυτού της ποιητικής φωνής, ή και της σχέσης της με την ποίηση αποτελούν μια σχεδόν επίπεδη παρουσίασή του π.χ. το κάπως φλύαρο «Οργανική χημεία»: Ή το μάλλον κοινότοπο «Μαύρο κουτί»: «Σκασμός επιτέλους! /Αφήστε με ν’ ακούσω τον εαυτό μου!//Κι η ποίηση/το μαύρο κουτί/που θα καταγράψει τα πάντα/όπου κι αν πάω/όπου κι αν πάθω./». Ή το βιωματικό μεν αβαθές δε «Ποιος θα με σηκώσει πρώτος απ’ το κρεβάτι». Όσο κι αν αυτό γίνεται εμπρόθετα προς αποφυγή του έντονου συναισθηματισμού δεν είναι πάντοτε επιτυχημένα επεξεργασμένο και καταλήγει απλή έκθεση, ένας αφηγηματικός πυρήνας απογυμνωμένος από τη δόνηση της ανάμνησης π.χ. «Σημειώσεις μετά από μια κηδεία», ο έντονα αφηγηματικός χαρακτήρας ου «Εξαιρέσεις» ή το «Βιβλιοθήκη»: «Είχε στάση έξω απ’ το σπίτι της θείας Φάνης/πάιρναμε το λεωφορείο με τη Νόνη/10 σεντ της λίρας ο καθένας/φτάναμε στο κέντρο/μόνο και μόνο για να πάμε εκεί/ -Πού;/-Στην κρατική βιβλιοθήκη./-Γιατί;/-Να δανειστούμε βιβλία./-Αυτά τα φλώρικα έκανες όταν ήσουν παιδί;// Ήταν παράθυρα στον κόσμο Ήταν καθρέφτης του εαυτού.» Ο διαλογικός χαρακτήρας και ο κοινότοπος χαρακτηρισμός των βιβλίων μειώνει τη δύναμη της ανάμνησης πράγμα που αντιστοιχεί στην περιορισμένη θυμική ανταπόκριση:
Μερικά άλλα ποιήματα εντούτοις χαρακτηρίζονται από υψηλού βαθμού συγκινησιακό φορτίο συχνά συνδυασμένα με ιδιαίτερη επεξεργασία. Κυρίως τέτοια είναι όσα θεματοποιούν τη διαπραγματεύσιμη και ρευστή ανδρική ταυτότητα την οποία ανατέμνει ο Παπαγεωργίου εξετάζοντας τη δική του αρρενωπότητα και τους όρους συγκρότησής της (οικογένεια, σχολείο, στρατός): «Ανδρική γραφή» (η σφυρηλάτηση του ανρισμού συνδυαστικά με το έθνος στο στρατό), «Αναπαραγωγή» (η πατρότητα του ποιήματος σε αντίθεση με την πιθανή στειρότητα τεκνογονίας). «Κούκλες Ι, ΙΙ»: «Μου την έδωσε ανά χείρας/εγώ την άγγιξα/τρομαγμένος, τρεμάμενος/λες και ακουμπούσα ένα ηλεκτροφόρο/ή κάτι μολυσματικό/μα ήταν απλώς μια κούκλα/μια πλαστική κούκλα με ξανθά μαλλιά/εγώ απλώς ένα παιδί/παρ’ όλα αυτά αγόρι/αυτή ήταν η ξαδέρφη/παρ’ όλα αυτά αδερφή/παίζαμε μαζί τους κρυφά/μην με πει κανείς αδερφή./»
Παρά τον κάπως άνισο χαρακτήρα της και τις θεματικές και τροπικές επαναλήψεις που θα μπορούσαν να αποφευχθούν (ίσως και με περιορισμό της έκτασης του βιβλίου και περικοπή ορισμένων από τα 129 ποιήματα, ιδίως από την πρώτη ενότητα) η συλλογή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις συνάψεις της, για το είδος αυτό της συστοιχίας που περιγράφηκε παραπάνω, για την αναγωγή της στην Ανθρωπόκαινο ως οικουμενική αλλά και προσωπική εποχή, στοιχεία οου αν έλειπαν θα είχαμε μια ποίηση εξομολογητική και λιγότερο εικονοπλαστική, ακόμη και στις περιπτώσεις που η σεξουαλικότητα και το φύλο αποτελούν άξονα ποιημάτων, ακόμη και στην προσωπική έκθεση του κυπριακού τραύματος.
Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Ανθρωπόκαινος, ενύπνιο 2023