Η ποίηση του χώρου (της Καίτης Διαμαντάκου)

0
352

 

της Καίτης Διαμαντάκου (*)

 

Τη Μαίρη Μπαϊρακτάρη τη γνωρίζω πολλά χρόνια, όταν εκείνη νεαρή, λίγο μετά την αποφοίτησή της από το Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας, στις αρχές της νέας χιλιετίας έκανε το ακαδημαϊκό ντεμπούτο της με τις πρώτες επιστημονικές ανακοινώσεις. Στο λαμπερό και διαρκώς ανα-λαμπρυνόμενο βιογραφικό της συγγραφέα που έπεφτε κατά καιρούς στα χέρια μου (με ακαδημαϊκές αριστείες, υποτροφίες και βραβεύσεις, μονογραφίες και δημοσιεύσεις), δεν συμπεριλαμβανόταν η πρώτη ποιητική της συλλογή, Τα Παρελθοντικά (Γράμμα 2014), η ύπαρξη της οποίας –όταν την πληροφορήθηκα–  μου προκάλεσε ένα χαμόγελο ακόμη μεγαλύτερης συμπάθειας για τη νέα επιστήμονα με τις απροσδόκητες (αλλά σίγουρα μεμονωμένες, περιστασιακές και προσωρινές, σκεφτόμουν) λογοτεχνικές αναζητήσεις.

Τα πράγματα ‘σοβάρεψαν’ όταν το 2021, ενώ η ίδια είχε μόλις ολοκληρώσει τη μεταδιδακτορική έρευνά της και έχτιζε (με τις πανεπιστημιακές συνεργασίες και δημοσιεύσεις της) τις συνθήκες που, αργά ή γρήγορα, θα οδηγούσαν στην εκλογή της σε κάποιο πανεπιστημιακό Τμήμα, εκδίδεται η δεύτερη ποιητική της συλλογή, η Μετάφραση άνευ όρων (Σαιξπηρικόν 2021). Στη Μετάφραση άνευ όρων δεν θεματοποιείται μόνο (εν είδει «ποιητικού δοκιμίου») το επιστημονικό και επαγγελματικό αντικείμενο της συγγραφέα-μεταφρασεολόγου (κάτι που από μόνο του θα ήταν και είναι πολύ ισχυρό πλεονέκτημα μοναδικής, νομίζω, στα ελληνικά πράγματα, πρωτοτυπίας), αλλά η ίδια η σχέση και καλύτερα η «πάλη» του μεταφραστή με τη μετάφρασή του (και με την ποίηση γενικότερα) προσφέρει το έδαφος για την εκδίπλωση (μέσα από 26, συναρμοσμένα προσεκτικά και συγκοινωνούντα ευφάνταστα ποιητικά επεισόδια) μιας πολυεστιακής και πολύπτυχης μεταφοράς για τη δυαδικότητα των ανθρώπινων σχέσεων και της εμβληματικής εκείνης υπο- ή υπερ-περίπτωσης των ανθρωπίνων σχέσεων, που είναι ο έρωτας.  Η αφιέρωση «Στη μνήμη του απολεσθέντος γράμματος», που τροφοδοτεί την εξειδικευμένη φαινομενικά ποιητική γραφή, γίνεται μια αφιέρωση στη «μνήμη του απολεσθέντος [πάντα, ακόμη και εκπληρωμένου] έρωτος», όπως έγραψε σε βιβλιοπαρουσίασή της η Μαρία Πατακιά, στον οποίο θυσιάζει το καθολικό ποιητικό υποκείμενο, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, επαγγέλματος, οικονομικού, πολιτιστικού και κοινωνικού κεφαλαίου.

Εάν η προηγούμενη ποιητική συλλογή θα υπέθετε κανείς ότι προέκυψε σε ένα χρονικό, υπαρξιακό και επαγγελματικό μεταίχμιο ανάμεσα στην αναζήτηση και την επίτευξη μιας σταθερής ακαδημαϊκής θέσης για την ανήσυχη επιστήμονα, τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση της συλλογής Μετάφραση άνευ όρων η ποιήτρια εκλέχτηκε Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. Έπειτα από δύο και λιγότερο χρόνια βαρυφορτωμένης θητείας στη νέα της θέση (και ενώ η δαμόκλειος σπάθη της εξέλιξης στην επόμενη βαθμίδα καιροφυλακτεί), η Μαίρη Μπαϊρακτάρη ‘χρονοτριβεί’, γράφοντας και εκδίδοντας την τρίτη ποιητική της συλλογή, πείθοντας οριστικά και τους πλέον καχύποπτους ότι εδώ τα πράγματα είναι ιδιαζόντως σοβαρά: Δεν πρόκειται για μια ποίηση που γράφεται περιστασιακά και περιφερειακά, συνήθως ως προανάκρουσμα μιας πορείας που όμως στρέφεται τελικά αλλού, ή ως επιστέγασμα μιας πορείας, που όμως ήθελε να στραφεί αρχικά αλλού. Είναι μια ποίηση οργανικά και συστατικά ενταγμένη στον βίο και την πολιτεία της δημιουργού της, ισότιμη και βαρύνουσα όσο και η επαγγελματική-ακαδημαϊκή (και μάλλον η οικογενειακή και προσωπική) ζωή της, αναπόδραστη ανάγκη και ζωτική ορμή για την (αν)ισόρροπη επιβίωσή της στην καυτή άσφαλτο της αδυσώπητης καθημερινότητας και των κάθε είδους πραγματοκρατικών επιταγών της. Τα πράγματα είναι ιδιαζόντως σοβαρά, κι αυτό το αποδεικνύει όχι μόνο η σταθερή αυτή και επίμονη (ως μη αναμενόμενη) επαναφορά της ποιήτριας αλλά και η ποιότητα της εσοδείας της, που έρχεται να επιβεβαιώσει τις υπάρχουσες ήδη διαπιστεύσεις της και μαζί να εδραιώσει τη μελλοντική αξιοπιστία της – ευτυχές συμβάν για την ίδια την καλλιεργήτρια και ευτυχές για εμάς, τους παράπλευρα και πολλαπλά επωφελούμενους.

Εάν η προηγούμενη ποιητική συλλογή της Μπαϊρακτάρη θεματοποιεί (και διαστέλλει μεταφορικά και σημασιολογικά) τη μεταφραστική διεργασία, η τωρινή ποιητική συλλογή της Δυο απουσίες δρόμος (με αντίστοιχη επινοητική τόλμη) θεματοποιεί και διαστέλλει τη διάσταση του «χώρου», στην αξεδιάλυτη ώσμωσή του με το πολύπτυχο μόρφωμα του χρόνου και των μνημονικών-βιωματικών-επιτελεστικών υλικών του. Η πλοήγηση στον χώρο και μαζί η διερεύνηση των εντός, διά, μέσω και πέραν (άνευ) ορίων του αρχίζει από την αφιέρωση «Στον άνθρωπο που βαδίζει πάνω σε τεθλασμένες  / αγγίζοντας τις αποστάσεις μας», περνά από το προμετωπιαίο κατώφλι της συλλογής (Είπα στον χρόνο που απόμεινεΌσο είναι ακόμη καιρός. Κι όσο αντέχουμε. Μπορώ να σε αγγίξω; Εδώ; Κι εδώ;), για να αναπτυχθεί στα 17 ποιήματα-σταθμούς της συλλογής, τα 16 από τα οποία τιτλοφορούνται από χωρικά (ονοματικά, εμπρόθετα, ρηματικά) σημαίνοντα (1. Άφιξη, 2. Σύνορα, 3. Η στροφή, 4. Η μεγάλη είσοδος, 5. Η μεγάλη έξοδος, 6. Η επιστροφή, 8.  Στον παράδρομο, 9. Παρακαμπτήριοι και τεθλασμένες, 10. Το μέσα σώμα, 11. Ανίχνευση νοτισμένων σημείων, 12. Στην τροχιά, 13. Δίοδοι μνήμης: κατειλημμένες, 14. Υπνοβατεί στο σώμα σου, 15. Το άδειο μονοπάτι, 16. To πέρασμα, 17. Ο επίλογος των δρόμων. Μόνη ίσως (υπολογισμένη) εξαίρεση εκείνο το μαγικό 7 «Χειμώνα-καλοκαίρι καπαρντίνα», όπου κι εδώ όμως η χρονική-εποχική ανάπτυξη δημιουργεί κι αυτή το δικό της άνυσμα. Σε μια κυκλική επαναφορά, το επιλογικό κατευόδιο –«Ένας καρπός βαθιά δαγκωμένος/ ένα σφαδάζον κοχύλι στα χείλη / σύνορα / παρακαμπτήριοι / τεθλασμένες / κι εσείς (πάντα εσύ)»— θα μας επαναφέρει στην αρχική αφιέρωση, σμικραίνοντας και συγχέοντας την απόσταση ανάμεσα στον οικουμενικό αρχετυπικό «άνθρωπο», τον κοινωνικό πληθυντικό αναγνώστη («εσείς») και τον προσωπικό ενικό εραστή («εσύ»), όλοι τους αποδέκτες και μαζί συνταξιδιώτες του ποιητικού ταξιδιού που ανοιγόκλεισε ανάμεσα στον «δύο απουσιών» (και πολλαπλών παρουσιών)  δρόμο

Σ’ αυτή την ιλιγγιώδη μέσα στις συνεχείς ποιητικές εικόνες και πυκνές συνδηλώσεις της διαδρομή, η επαφική/επικοινωνιακή λειτουργία του ποιητικού λόγου είναι ισχυρή, με την (ουδέτερη συνήθως έμφυλα) απεύθυνση σε δεύτερο πρόσωπο (άλλοτε απλώς αναφορική και άλλοτε προστακτική ή ερωτηματική) να αλληλοδιαδέχεται την τριτοπρόσωπη περιγραφή, τον συμπεριληπτικό πρωτοπρόσωπο πληθυντικό, τον αυτοαναφορικό πρωτοπρόσωπο ενικό, σε μια συνεχή (χωρική και χρονική) μετατόπιση των αντ-ωνυμιών, και των αντι-κειμένων φωνών σ’ αυτόν τον ρέοντα σαν χείμαρρο, χωρίς παρεμβαλλόμενα κόμματα και με κατά βούληση μεταθέσεις και αναδημιουργίες των επιμέρους φραστικών υποσυνόλων, «αγώνα δρόμου»,   αγώνα να αποτυπωθούν και να μετουσιωθούν σε ποιητική ύλη οι φευγαλέες και οι ισχυρές μνήμες, τα επιφανειακά και τα βαθιά τραύματα, τα σπαραγματικά και τα ακέραια βιώματα, «θραύσματα, πληγές κι αποκαϊδια» (ποίημα «Άφιξη») της υπαρξιακής, της κοινωνικής και της ερωτικής, βιοτής: «Κύκλωπας, ο ίδιος μας ο εαυτός / ένας αέναος βηματισμός / επιστροφή/ χαμός / γέννηση / ομορφιά / κι ενός μικρού παιδιού καημός / η μνήμη. Μεγάλο πράγμα. Η Μνήμη» (ποίημα «Ο Επίλογος των δρόμων»). Η καταβύθιση στα σκοτεινά και επικίνδυνα θεματικά ύδατα της συλλογής γίνεται με τις στιβαρές και ζωογόνες φιάλες ενός λόγου ευφάνταστου, αλλόκοτου και αναπάντεχου στις σουρεαλιστικής, θα έλεγα, υφής αναλογικές και αντιμεταθετικές συνάψεις του: «Κι ενώ ντύνεται ημίγυμνος και μισοάδειος / ψηλώνει χωρίς τα παπούτσια του / σ’ ένα αδέξιο τρεχαλητό μέσα στο σπίτι / κουμπώνει βιαστικά / τον χρόνο στον καρπό του / και παίρνοντας φόρα / πηδά απ’ το παράθυρο / που χθες ολάνοιχτο / καλού κακού / ζωγράφισε στον τοίχο» (ποίημα «Η μεγάλη Έξοδος»). – «Μου έδωσε την κάρτα του: / Ερευνητής / με ειδίκευση στην ανίχνευση νοτισμένων σημείων. [Κάνω τεράστιο άλμα.] Χάρηκα που σε γνώρισα σε άνυδρους καιρούς. / Αν κάποτε πλημμυρίσεις ξέρεις πού θα με βρεις. / Εδώ. Εκεί. Ανάμεσα. Παραμέσα» (ποίημα «Ανίχνευση νοτισμένων σημείων»).

Εξ απαλών νεανικών ονύχων και συστηματική έκτοτε μελετήτρια του Μαριβοντικού λόγου, η Μαίρη Μπαϊρακτάρη ξέρει πώς να διεγείρει το σώμα του αναγνώστη (πεμπτουσία του εραστή και αντίστροφα) υπονοώντας το χάδι, να κυριολεκτεί με σχήματα λόγου και υπαινιγμούς, συνηχήσεις και γλωσσικά παιχνίδια, με όλο λεπτότητα και ευγένεια «να ενώνει το αόριστο και το συγκεκριμένο στην ίδια φράση, να αναπτύσσει μια γλώσσα που λειτουργεί άλλοτε σαν πορτρέτο, άλλοτε σαν μάσκα και άλλοτε σαν καθρέφτης για τα πρόσωπά του», όπως έγραφε ο Γρηγόρης Ιωαννίδης κάποτε με αφορμή μια παράσταση της Κληρονομιάς του Μαριβώ: «Σου εξηγώ με πλήρη αβεβαιότητα»,  «Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από τη μέση» (ποίημα «Χειμώνα-καλοκαίρι καμπαρντίνα»), «σε φοβάμαι σαν τον διάολο το λιμάνι και γι’ αυτό πλέον πλέω με κόσμο τα λοίσθια», «Προσπαθώ πάντως να μένω έξω / όσο περισσότερο γίνεται. / Αποτέλεσμα; / Έχω πάρει δέκα κιλά από την πολυκοσμία / και δεν βγάζω τσιμουδιά», «Φωτιαγκαλιά / Ζωθάνατος» (ποίημα «Παρακαμπτήριοι και τεθλασμένες»), «εγώ από δω / εσύ από εγώ» (ποίημα «Το μέσα σώμα»), «Όταν κάπου κοντά θα με βρείτε / αν είναι φρικτό κι εφικτό» (ποίημα «Στην τροχιά»), «Ευχαριστούμε που καλέσατε τη μνήμη σας. / Βρίσκεστε σε αναμονή. […] Σας ενημερώνουμε ότι η κλήση σας / θα καταγραφεί στα μαύρα κατάστιχα [μπιπ]» (ποίημα «Δίοδοι μνήμης: Κατειλημμένες»), «οι ατάκτως ερρωμένες σκέψεις [του]», «σε κόβει η ανάσα του», «Σε χτίζουν οι τοίχοι του καθέτως / και σε καταδικάζουν / να είσαι σεισμικών προδιαγραφών / και διαγραφών του οριζοντίως», «μοτίβα ταυτοποίησης / δακτυλικά ομοιώματα / μαγεία κι εκμαγεία» (ποίημα «Υπνοβατεί στο σώμα σου»), «με λόγια κι από μένα πιο πικρά» (ποίημα «Το άδειο μονοπάτι»),  «στην αχίλλειο ανταύγεια του / τεθλιμμένη η τελευταία του οδός» (ποίημα «Ο επίλογος των δρόμων»).

Θα πουν και θα γράψουν σίγουρα άλλοι, πιο ειδήμονες από εμένα, για τον ποιητικό λόγο της Μαίρης Μπαϊρακτάρη, τις αφηγηματικές τεχνικές, τις γλωσσικές δοκιμές και τους ειρωνικούς μηχανισμούς του, τα θεματικά συστατικά του και τις αντανακλώμενες επαναφορές τους, την άμεση θεατρικότητα της κατασκευής του και τη διακειμενική πολυστρωμάτωσή του. Θα παραμείνω στις παραπάνω λίγες, εντυπώσεις για το ποιητικό έργο της Μπαϊρακτάρη. Είναι «οι εντυπώσεις που δέχτηκα», κι εγώ,  «σαν ερωτικά βέλη κατάστηθα, καθώς διάβαζα τα ποιήματα αυτής της συλλογής», σε μια αντίστοιχη αντίδραση με αυτή που είχε η Μαίρη Πατακιά για την προηγούμενη συλλογή της Μπαϊρακτάρη.  «Κανονικά, αυτό αρκεί. Γιατί απλώς συμβαίνει. Όπως ο έρωτας. Χωρίς εξήγηση. Μαγικά», έγραφε η Μαίρη Πατακιά τον Ιανουάριο του 2023.

Κλείνοντας: Όλη η ποιητική συλλογή είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι σε πρωτόγνωρους δρόμους που φαίνονται γραμμικοί και αποκαλύπτονται δαιδαλώδεις. Το τέλος του διαβάσματός της (εξ ολοκλήρου ή σε μεμονωμένα της) σε προσκαλεί –με εκείνη την αίσθηση ακόρεστου που σου αφήνει κάθε μεγάλη εμπειρία– να επιστρέψεις επίμονα στους ίδιους τόπους, να επαναλάβεις τα ίδια περίπλοκα δρομολόγια, να περιφερθείς στα στενά σοκάκια και στα δύσβατα μονοπάτια τους, να αναζητήσεις υποσχόμενες εισόδους και λυτρωτικές διεξόδους,  ευχερείς διαβάσεις και καθοδηγητήριες πυξίδες, μήπως και καταλάβεις και αισθανθείς τελικά κάτι ακόμη περισσότερο (από όσα ήδη πολύτιμα κατάλαβες και δυνατά αισθάνθηκες ή νόμισες ότι κατάλαβες κι αισθάνθηκες την προηγούμενη φορά) από τον «δύο απουσιών δρόμο» του περιπλανημένου για χάρη σου όσο και παραπλανητικού, για χάρη σου και πάλι, ποιητικού υποκειμένου.  Ευχαριστώ τη συγγραφέα, που με ‘ανάγκασε’ με τη συλλογή της να βαδίσω κι εγώ, έστω για λίγο, «πάνω σε τεθλασμένες», «κάπου μακριά προς μια εσώτερη δύση», να διαρρήξω το καθημερινό κοινότυπο γεύμα για να δοκιμάσω έναν καρπό βαθιά δαγκωμένο και να φέρω ένα σφαδάζον κοχύλι στα χείλη, να δω πώς «ανακατεύονται τα λοξά με τα σωστά», πώς φτιάχνεται (και) για μένα «άχυρο ψηφιδωτό», μ’  ό,τι κοιτά αυτή κι εγώ, «ανθεκτικό και κόκκινο χαλί να μας καλύψει / αίμα απ’ τη γη ελπίδα για ζωή ν’ αφήσει» (ποίημα: «Ο επίλογος των δρόμων»).

 

(*) Η Καίτη Διαμαντάκου είναι Καθηγήτρια, Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Ε.Κ.Π.Α.

 

Μαίρη Μπαϊρακτάρη, Δυο απουσίες δρόμος, Μελάνι, 2023

Προηγούμενο άρθρο«Κάθε Πέμπτη, κύριε Γκρην», με γεύση γλυκιάς απόλαυσης (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΑΦΙΕΡΩΜΑ1. Μηνάς Δημάκης – ένας ρομαντικός (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ