του Θανάση Μαρκόπουλου
Λύσε το μυστήριο
διασχίζοντάς με.
(«Μίτος»)
Γεννημένη στην Αθήνα το 1976, η Κανελλίνα Μενούτη σπούδασε Γαλλική Γλώσσα και Φιλολογία αλλά και Θέατρο. Έκανε τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές της σπουδές στη Διδακτική των γλωσσών στο Πανεπιστήμιο του Μονπελιέ της Γαλλίας και σήμερα εργάζεται ως Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά την εκσυγχρονισμένη εκδοχή του εικονογραφημένου παραμυθιού Ο δράκος του Αίνου, που εξέδωσε το 2015 με τη συνεργασία τού, επίσης εκπαιδευτικού, Χρήστου Χριστόπουλου, η Αντίστροφη άνωση είναι η δεύτερη έκδοσή της αλλά η πρώτη ποιητική.
O τίτλος της συλλογής αξιοποιεί ευφυώς τη στερεότυπη έκφραση «αντίστροφη μέτρηση». Περίεργος πράγματι τίτλος. Τι άνωση είναι αυτή που, αντί να ανεβάζει το σώμα στην επιφάνεια, το κατεβάζει στον βυθό; Απορία εύλογη, μια και ανατρέπει τη φυσική νομοτέλεια. Ωστόσο στο επίπεδο της ποίησης αυτό δεν αποκλείεται, όπως φαίνεται από το ομότιτλο με τη συλλογή και την αντίστοιχη ενότητα ποίημα:
Σήκωσα
άνυδρα
τρίτη της δημιουργίας
τα μάτια μου
βαριά
ίσαμε το πρώτο τζιτζίκι
τόσο ελπιδοφόρο
που ύστερη
έρευσε κάτω τους θάλασσα
θυμίαμα
ανάμεσα στα σπαράγματα.
Εδώ από τα στερεμένα μάτια περνούμε στα εύφορα (θάλασσα), από την απόγνωση στην ελπίδα, χάρη στη μεσολάβηση του πρώτου τζίτζικα (Σήκωσα). Στη συνέχεια όμως από την ευφορία των ματιών κατεβαίνουμε παρήγορα στο βυθό των σπαραγμάτων (θυμίαμα). Αυτή θα μπορούσε να είναι μια ερμηνεία, στον βαθμό που συνάδει με την κεντρική φιλοσοφία της συλλογής.
Σε κάθε περίπτωση το φως φαίνεται να είναι η βασικότερη συνιστώσα του έργου. Ελπίδα δίνει το παιδί που υψώνει την κούπα να μαζέψει στάλες από τον ήλιο, το δέντρο που μεταμορφώνεται σε δρυοκολάπτη και με το τιτίβισμα αναγγέλλει το φως, η φύση που χλοΐζει στα πόδια μας, η αλληλεγγύη στους ανυπότακτους, ακόμα και το ακορντεόν που ακούγεται στις γειτονιές του Σαββάτου. Βέβαια δεν λείπουν και οι ζώνες του λυκόφωτος, οι σκοτεινές, ομιχλώδεις στιγμές της υπόγειας διάβασης, η υποδεέστερη κοινωνική θέση της γυναίκας, οι ερωτικές αμφιθυμίες: η άνοιξη/ με πέταξε/ μια χούφτα χιόνι/ στη θάλασσα// ο ήλιος/ με πετροβολά («Έκδυση». Η αισιόδοξη κατά βάση θεώρηση της ζωής έχει σχέση νομίζω με μια οικειότητα, αν όχι πίστη, θρησκευτικής φύσης, που φαίνεται να χρωματίζει πολλά ποιήματα. Ας ρίξουμε όμως μια ματιά στη δομή και στους τρόπους της συλλογής.
Ενότητες τρεις: «Υπόγεια διάβαση» με δώδεκα ποιήματα, «Αντίστροφη άνωση» με δέκα, «Κατ’ εικόνα» με δώδεκα. Η ενδιάμεση ενότητα, μαζί και το πρώτο της ποίημα, επαναφέρουν τον τίτλο της συλλογής, για να καταδειχθεί προφανώς η μεγάλη του σημασία. Ποιήματα μικρά, ολιγόστιχα, στίχοι ολιγοσύλλαβοι επίσης, όπως αρμόζει σε κείμενα αυτού του είδους. Συχνά μάλιστα ο στίχος αποτελείται από μια μονάχα λέξη, έτσι που να σκέφτομαι πως πρόκειται για επιρροή του Νίκου Εγγονόπουλου. Με την τεχνική αυτήν αναδεικνύεται βέβαια η λέξη, εφόσον είναι μόνη στον στίχο, αλλά την ίδια στιγμή τεμαχίζεται η φράση, καθώς διασπώνται ακόμα και οι πιο ισχυρές φραστικές συνάψεις, όπως είναι το υποκείμενο και το ρήμα ή το ουσιαστικό με την προσδιοριστική του γενική. Ακόμα, αποφεύγεται συστηματικά η στίξη εκτός από την τελεία, μια και δεν απαιτούνται αυτού του είδους οι σημάνσεις, έτσι ολιγοσύλλαβοι που είναι οι στίχοι. Ποίηση λιτή ιδιαίτερα, λιγνή, στ’ αλήθεια της Σαρακοστής. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και ορισμένες ειδικότερες όψεις της ποιητικής.
Όψη πρώτη: Επιρροές από τη φιλολογική ιδιότητα της ποιήτριας. Παρότι δεν είναι σύνηθες, εδώ οι αναφορές στην επαγγελματική ενασχόληση δεν είναι λίγες. Όροι που τις υποδηλώνουν απαντούν καταρχήν σε τίτλους ποιημάτων και είναι ελάχιστοι («Παρα-κείμενος», «Σύστοιχο αντικείμενο», «Ερείπια με ήτα»). Απαντούν όμως πολύ συχνότερα εντός των κειμένων: μέρος του λόγου, ρήμα, ενεστώτας, παρακείμενος, έγκλιση, επίρρημα, λέξεις, έψιλον γιώτα, ήτα, τελεία, κόμμα, στίξη, γραμματική, συντακτικό, σύστοιχο αντικείμενο. Ας δούμε ένα παράδειγμα αξιοποίησης αυτής της ορολογίας:
Παρα-κείμενος
Ο χρόνος λογαριάζεται
δίπλα σε ρήμα
ενεστώτα.
Χάριν δείγματος
έχω αγαπήσει και αιμορροώ.
Έχω -πλέριο.
Αγαπήσει -συντελικό.
Αν ο έρωτας έγινε παρελθόν, του αρμόζει ο συντελεσμένος χρόνος, ο παρακείμενος, ενώ στον πόνο που αφήνει πίσω του αρμόζει ο ενεστώτας, η διάρκεια του παρόντος: έχω αγαπήσει και αιμορροώ. Ακόμα κι ο ίδιος ο παρακείμενος σπάζει στα δυο, για να αναδειχθεί ο ενεστώτας του πόνου «έχω» και ο παρακείμενος της απώλειας «αγαπήσει».
Όψη δεύτερη: Επιρροές από τη θρησκεία. Σε αντίθεση με τις φιλολογικές επιρροές, οι θρησκευτικές παρατηρούνται εκτεταμένα σε τίτλους ποιημάτων: «Στον γυναικωνίτη», «Έκτη ημέρα» (της δημιουργίας), «Του Λαζάρου» (του αναστάντος), «Χριστούγεννα», «Ο επιούσιος», «Προσευχή», «Κατ’ εικόνα», «Γένεσις», «Ψαλμός 83», «Τα άνθη του Επιταφίου», «Διαθήκη», «Μνησθείη Κύριος», «Σαρξ ουν υπάρχω…». Δεν λείπουν όμως και οι ενδοκειμενικές αναφορές: –και γαρ τα κυνάρια εσθίει/ από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης/ των κυρίων αυτών, αγιογραφείο, ναός, ναΐσκος, θυμίαμα, προσευχή, Χριστός, φάτνη, Σαρακοστή, Επιτάφιος. Ας δούμε αυτήν τη φορά ένα παράδειγμα αξιοποίησης των θρησκευτικών επιρροών.
Τα άνθη του Επιταφίου
Επέστρεψα και τα ’βαλα στο νερό.
Ο ιδρώτας της παλάμης μου τι να φτουρήσει;
Το άνθος έκλινε
βαρύ το σκάνδαλο
ο Χριστός στον τάφο.
Λίγο νερό κι αναθάρρησαν.
Λίγο απέριττο καλό
και να τα πίσω στη ζωή.
Ο ποιητικός ομιλητής δεν καθηλώνεται, όπως θα περίμενε κανείς, μπροστά στη μείζονα εικόνα του Χριστού στον τάφο, για την οποία γράφτηκαν υπέροχοι ύμνοι. Αντίθετα, επιμένει στη λεπτομέρεια, στα λουλούδια που σβήνουν, κι αυτά έρχεται να σώσει με το λίγο νερό της καλοσύνης του. Αυτή είναι η δουλειά της ποίησης, να βλέπει εκεί που το κοινό μάτι αδυνατεί να δει και να καθιστά δήλο το άδηλο. Η περίπτωση μού θυμίζει ένα περιστατικό που διασώζει στα γραφτά του ο Κώστας Μαυρουδής. Πήγανε λέει κάποτε σε κάποιον ζωγράφο ένα μπουκέτο λουλούδια (για τον Παναγιώτη Τέτση πρόκειται). Κι εκείνος, σαν τα είδε, σκέφτηκε: «Τα καημένα, σε λίγες μέρες θα μαραθούν, δεν τα ζωγραφίζω;» (Το αλάτι του Bad Ischl, 2022, σ. 133). Και μ’ αυτά τα λόγια πιστοποίησε την πρωταρχική ανάγκη του ανθρώπου να διεκδικήσει την αθανασία μέσω της τέχνης. Ανάλογα νομίζω πως λειτουργεί εδώ και ο ομιλητής μας, διασώζοντας τα άνθη του επιταφίου.
Όψη τρίτη: Εικόνες και στιγμιότυπα της καθημερινότητας. Βροχή στον δρόμο και σκέψεις πίσω από το παρμπρίζ, η νοικοκυρά του 6ου και η άλλη που απλώνουν αντίστοιχα τα σεντόνια και την τρύπια φανέλα, το κουφάρι ενός σκύλου, μια χελώνα στη χλόη, ένα τζιτζίκι στο δέντρο, το ακορντεόν του Σαββάτου. Από την παράθεση των εικόνων αυτών πάει να σχηματίσει κανείς την εντύπωση πως έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση περιγραφική. Κάθε άλλο. Οι εικόνες, λιτές, είναι μονάχα οι αφορμές, η απαραίτητη γείωση, για να αναδειχθεί η σκέψη, η διάθεση, το αίσθημα. Συνεπώς έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο αφαιρετική, έτσι που ενίοτε να δοκιμάζει τις αντοχές μας.
Ας δούμε κι εδώ ένα παράδειγμα:
Χαραυγή
Απλώνοντάς την
μαζί με τ’ άλλα τα λιγοστά
είδε μια τρύπα
στάθηκε
και πήρε το βλέμμα από τα ρούχα
στον ουρανό
και τότε η τρύπα της φανέλας του
άνοιξε μεγάλωσε
να δει από μέσα
το άπλωμα.
Η φτωχή ηρωίδα αρχίζει να συνειδητοποιεί την κοινωνική της θέση, που τη φορτώνει τις δουλειές του νοικοκυριού και την κλείνει στο σπίτι, στρέφοντας το βλέμμα στον ουρανό και βλέποντας την κατάστασή της μέσα από τη διευρυμένη πια τρύπα της φανέλας. Η σκέψη συνάδει με τον τίτλο. Μόλις παίρνει να ξημερώνει για τη γυναίκα η καινούρια μέρα.
Επειδή προσωπικά, μαζί με την αισθητική, δίνω μεγάλη σημασία και στην κατανόηση του κειμένου, νομίζω πως οι καλύτερες στιγμές της ενλόγω ποίησης είναι εκείνες στις οποίες ο αναγνώστης συναντά τη διαύγεια, όχι την απλοϊκότητα, στοιχείο που τον βοηθά να προσπελάσει το ποίημα και να γευτεί την ομορφιά του, όπως συμβαίνει λ.χ. στον «Ψαλμό 83»:
Κρύο
και χώθηκα στον ναΐσκο
να ζεστάνω
τα χέρια μου
στα παρακάλια
Κανελλίνα Μενούτη, Αντίστροφη άνωση, Μελάνι, 2023