του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)
Αν αυτό που θέλεις είναι άπιαστο επειδή παρεμβάλλεται μια πόρτα κλειστή, η πόρτα γίνεται η οθόνη της προβολής της επιθυμίας σου. Είναι αναρίθμητες οι σκηνές στον κινηματογράφο όπου άνθρωποι έχουν πλαντάξει στο κλάμα πάνω σε μια πόρτα που δεν ανοίγει, κι ακόμα περισσότερες σκηνές έχουν διαδραματιστεί στο εσωτερικό των σπιτιών της πραγματικής ζωής με κλειστές τις πόρτες των δωματίων. Στην αρχαία ελληνική ελεγειακή ποίηση, όπως μας υπενθυμίζει ο αμερικανός κριτικός ποίησης Kamran Javadizadeh, αυτό το μοτίβο ονομαζόταν “παρακλαυσίθυρον”, όπου ο εραστής “κλαίει παρά την θύρα” της αγαπημένης του, η οποία τον έχει απορρίψει και αυτός προσπαθεί να της αλλάξει γνώμη. Στη λατινική ποίηση, ο “κλαίων σε μια πόρτα” ονομαζόταν “exclusus amator”, δηλαδή αποκλεισμένος εραστής.
Στη διεθνή ποίηση, διαχρονικά, κατέχει ειδική θέση ο “λυρισμός του θρήνου”, που κατά τον Αγγλο διανοούμενο του 19ου αιώνα John Stuart Mill “μοιάζει με το παράπονο φυλακισμένου σε μοναχικό κελί, όπως το ακούμε εμείς που είμαστε κλειδωμένοι σε διπλανό μοναχικό κελί”. Θα μπορούσαν ενδεχομένως και τα σύγχρονα ελληνικά “καψουροτράγουδα” να συμπεριληφθούν ως ειδική κατηγορία στη διαχρονική ποίηση του “αδιέξοδου κλάματος”, μα δεν πληρούν το κριτήριο της “χαμηλής φωνής”: γράφονται και αποδίδονται σε υψηλή ένταση.
*
Μα οι “κλειστές πόρτες” δεν αφορούν μόνο τα αδιέξοδα της συναναστροφής δύο ανθρώπων. Ολόκληρες κοινωνίες μπορεί να βασανίζονται από φαινόμενα αποκλεισμού (μιας μερίδας του πληθυσμού από μια άλλη), εξορίας (“η κατάσταση του να υπηρετείς σε έναν ξένο στρατό” κατα το λεξικό των Lidell-Scott), ξενιτειάς (όχι ειρηνικής υπέρ της διεύρυνσης των οριζόντων, μα επειδή δεν επαρκούν οι παραγωγικοί πόροι του τόπου σου). Φαινόμενα εξαναγκασμένης αποξένωσης. Συχνά, η ποίηση αυτών των καταστάσεων έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με τον “λυρισμό του θρήνου”, οπότε το συναίσθημα είναι αυτό της ασφυξίας και του αδιεξόδου, μιας ατμόσφαιρας του “να χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο”.
Στον αντίποδα αυτής της ενέργειας είναι η ποίηση που έχει συναίσθηση μεν των μεγάλων αντιξοοτήτων της “εξαναγκασμένης αποξένωσης”, των “κλειστών πορτών”, μα έχει ταυτόχρονα και συνείδηση των συνθηκών που τις δημιούργησαν. Ετσι, οι δυνάμεις της δημιουργίας βρίσκουν τη θέση τους απέναντι στις δυνάμεις της καταστροφής, το σύστημα αρχίζει να αναπνέει, το πτώμα έχει πιθανότητες να γίνει “γεγονός αναστάσιμο”. Ετσι μπαίνουν οι βάσεις για την πιθανότητα δημιουργίας υψιπετούς ποίησης.
Έτσι διαβάζω την ποίηση της Solmaz Sharif, γυναίκας ιρανικής καταγωγής που ζεί μόνιμα στις ΗΠΑ. Η Sharif ανήκει σ’αυτές τις γενιές των Ιρανών που έχουν πληγεί από διαδοχικές ανατροπές των ομαλών εξελίξεων στη χώρα τους: από το πραξικόπημα του 1953, ενορχηστρωμένο από τις μυστικές υπηρεσίες Αγγλων και Αμερικανών προκειμένου ανατρέποντας τη νόμιμη κυβέρνηση του Μοσαντέκ να εξασφαλίσουν τον έλεγχο του Ιρανικού πετρελαίου, τη δικτατορική διακυβέρνηση του Σάχη (οι μπράβοι του έδερναν με μεγάλες ξύλινες σανίδες Ιρανούς διαμαρτυρόμενους ακόμα και σε ξένες πρωτεύουσες, μπροστά στα κατάπληκτα μάτια δημοσιογράφων και κοινού), ως την εγκαθίδρυση της εξουσίας του μουσουλμανικού ιερατείου. Η ποίησή της, γραμμένη στα αγγλικά (δύο συλλογές: “Look” και “Customs”, που μόλις κυκλοφόρησε) είναι η ποίηση της πολλαπλής εξαναγκασμένης αποξένωσης, του “μεταξύ”, της μεθορίου, με πλήρη συνείδηση των αιτίων της δημιουργίας αυτής της μεθορίου.
«Σαν προβολή φιλμ που ανακατεύεται με τη σκόνη του κινηματογράφου, το παίζω…» γράφει σε ένα μεγάλο ποίημά της με τίτλο «Προσωπικές επιπτώσεις». Υπάρχει η σκόνη του παρελθόντος, μα η προβολή είναι σημερινή, τα τραύματα δεν είναι μόνο παλιά: οι πόρτες εξακολουθούν να είναι κλειστές. Ακόμα κι αν πραγματοποιηθεί μια Επιστροφή, αυτή θα είναι σκληρή: «Κι αν η εξώπορτα ανοίξει, είναι πολλές οι εσωτερικές πόρτες που είναι κλειστές» γράφει κάπου. Μια διάχυτη αίσθηση αποκλεισμού, και μια ατμόσφαιρα απώλειας, πολύ βαριάς: «Εχει χαθεί ακόμα και η απώλεια» γράφει αλλού. Στο ποίημά της «Χωρίς το οποίο», που έχει οργανωθεί γύρω από τη συνείδηση μιας τέτοιας απώλειας, γράφει προς το τέλος: «Είμαι σχεδόν ευτυχής που ποτέ δεν/έζησα εκεί». Σημεία στίξης και κενά παρεμβάλλονται κάθε τόσο διακόπτοντας τη συνέχεια της ροής των φράσεών της, ως μια ποιητική προσομοίωση των εμποδίων που ανακύπτουν στο πεδίο.
Άλλες μέρες φέρνουν άλλα αισθήματα, όπως σ’αυτό το ποίημά της:
«Θα χτυπούσες την πόρτα μου;» ρωτώ τον γείτονα.
«Τη χτύπησα» είπε.
Τότε ένοιωσα το χτύπημά του βαθειά στο στήθος μου.»
*
Η Solmaz Sharif δίνει μεγάλο βάρος στη σημασία της γλώσσας ως αποκαλυπτικού εργαλείου για τη σύνδεση των βασάνων με τις συνθήκες που τα δημιούργησαν. Στο ποίημά της «Μαθαίνοντας περσικά» αναδεικνύει το άγχος των εξορίστων να μεταφέρουν το σπίτι τους στο ξένο περιβάλλον. Σε κάθε γραμμή οι λέξεις συλλαβίζονται ώστε κάθε συλλαβή να μοιάζει με μια λέξη στα φαρσί: «deek- tah-tor», «fahn-te-zi». Μαζί με τη γλώσσα, η αποξένωση συνοδεύεται και από μια αποκοπή από τις «οικείες μούσες», τους «θεούς του σπιτιού». Ο Δάντης συνειδητοποίησε τη σκληρή φύση της εξορίας του από τη Φλωρεντία στη Σιένα, όταν διαπίστωσε ότι όπως ήταν φυσικό οι Σιενέζοι δεν είχαν ιδέα για το ποια είναι η Βεατρίκη, η μούσα του ποιητή.
Αλλού η Sharif γράφει: «Σύμφωνα με τους περισσότερους ορισμούς, ποτέ μου δεν/έζησα τον πόλεμο. Σύμφωνα με τον δικό μου ορισμό, την περισσότερη ζωή μου/ την ξόδεψα εκεί». Στη συλλογή ποιημάτων «Look» (2016), αναδεικνύει το στραμπούληγμα της γλώσσας που βοηθάει ώστε αυτός ο πόλεμος να καταστεί αόρατος για τους περισσότερους Αμερικανούς. Προχωρά μάλιστα στη μελέτη του «Λεξικού Στρατιωτικών και άλλων συναφών Ορων» του Υπουργείου Αμυνας των ΗΠΑ, που περιέχει συνηθισμένες λέξεις της αγγλικής γλώσσας που έχουν επανοριστεί στα πλαίσια μιας στρατιωτικής ιδιολέκτου. Αυτές οι λέξεις επιστρέφουν ως αντιδάνειο στην καθημερινότητα της οικογένειάς της, Ιρανών που ζουν στις ΗΠΑ, ως μια στρατιωτική ορολογία που εμβολιάζει την κανονικότητα σκεπάζοντας παράλληλα, με τη δύναμη που έχει η γλώσσα,τον διαρκή πόλεμο που βρίσκεται σε εξέλιξη μακριά από τα συνηθισμένα πεδία των μαχών.
Η προσέγγιση της Sharif με παραπέμπει ορισμένως, μεθοδολογικά, στον ιδιαίτερο ποιητή Νίκο Παππά (1906-1997), δικηγόρο στο επάγγελμα, που έγραψε μεταξύ άλλων ένα ερωτικό ποίημα με λέξεις που αντλούσε από λεξικό νομικών όρων: η ζωή μας εποικίζεται ποικιλοτρόπως από το περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργούμε.
*
Κλείνω την αναφορά στη Sharif με ένα άτιτλο ποίημά της. Το παραθέτω αμετάφραστο, στη γλώσσα που γράφηκε, τα αγγλικά, ώστε να αποδοθεί πλήρως η δυναμική του. Έχει τη μορφή διαλόγου, ενδεχομένως μεταξύ μητέρας και κόρης ή δυο εραστών που χωρίζουν ή δυο συμπατριωτών που δεν θα ξαναβρεθούν:
«Does yours have a landscape?
Because mine has a landscape.
- It is a path of small and sharp stone and it is lined with cypresses.
And are there other paths that you are aware of?
- One for each of us.
And are you waving?
- We will never see each other.
And are you aware of the waving?»
Στα καθ’ ημάς
Η ποίηση της εξαναγκασμένης αποξένωσης έχει μακρά και λαμπρή πορεία στη χώρα μας. Ακόμα και αν δεν ξεκινήσουμε με την «Οδύσσεια» του Ομήρου, η δημοτική ποίηση (πολλαπλασιασμένη όταν συνδυαστεί με τη μουσική και τον χορό), όπως και τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά τραγούδια των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, δεν έχουν σχέση με την κατά John Stuart Mill ασφυκτική «ποίηση της δυσφορίας», μα έχοντας συνείδηση των συνθηκών που δημιούργησαν το «στρίμωγμα», συνιστούν κορυφαίες δημιουργίες. Δεν είναι τυχαίο που παραμένουν ζωντανά και «δαγκώνουν» (σύμφωνα με προσφυή χαρακτηρισμό ποιοτικής τραγουδίστριας δημοτικών) ακόμα σήμερα, με ισχυρή συμβολική πια σημασία, αφού οι κοινωνίες που τα γέννησαν δεν υπάρχουν εδώ και καιρό με εκείνη τη μορφή και διάρθρωση.
Έχει το ενδιαφέρον του βεβαίως ότι τα δημοτικά τραγουδάνε την ποίηση αυτών που έμειναν πίσω, στον τόπο τους, και αποξενώνονται έτσι από τον ξενιτεμένο. Ως επί το πλείστον, δεν υπάρχει η ποίηση αυτών που ξενιτεύτηκαν. Μέσα σ’αυτό τον θησαυρό (ή ταμιευτήρα μεστών βιωμάτων εκφρασμένων ποιητικά, όπως αισθάνομαι ό,τι είναι όλα αυτά), έχει ιδιαίτερη θέση μια ωδή στον μετεωρισμό, η βαθειά ταραχή αυτού που κυριολεκτικά δεν έχει τόπο, είναι θεσμικά και πρακτικά μετέωρος. Πρόκειται για το «Πουλάκι ξένο», που αποδίδεται είτε στον Αλέξανδρο Υψηλάντη (1725-1807), παππού του Υψηλάντη της Φιλικής Εταιρείας, είτε στον Ιωάννη Βηλαρά, που έζησε στην Ήπειρο την εποχή του Αλή Πασά, είτε στον Θωμά Δανελάκη, είτε σε όλους αυτούς μαζί με άλλους, με την έννοια των παραλλαγών και συνεχών προσαρμογών, όπως λειτουργεί η δημοτική ποίηση σε μια εποχή που η έννοια του copyright δεν υπάρχει και είναι έτσι κι αλλιώς ξένη με τον τρόπο αυτής της Τέχνης. Το ποίημα σε μια εκδοχή του:
«Πουλάκι ξένο κ’ερημωμένο, Πού πας και τρέχεις; Πού φωλιάν έχεις;
-Φωλιάν δεν έχω. Πηγαίνω, τρέχω εδώ κ’εκεί.
Χωρίς να ξεύρω την ησυχίαν, χωρίς να εύρω την ευτυχίαν πού κατοικεί.
Και δίχως ταίρι σε τέτοια μέρη, δεν ημπορώ. Ξενιτεμένο, κυνηγημένο, θέ’να χαθώ.
Είμαι χαμένο, πάντα φωνάζω, το ταίρι κράζω,
Έρμο πουλί, Έλα, αυθέντρια, στην ερμιά μου, παρηγοριά μου νάσαι εσύ.
Πουλάκι ξένο, Χωρίς κοιτίδα, Χωρίς ελπίδα, Στη ξενητιά. Ελα ψυχή μου, να σε φιλήσω, να ξενυχτίσω στην αγκαλιά.»
*
Το «Πουλάκι ξένο» είναι γραμμένο σε μια εποχή εξαιρετικά ρευστή για τις τύχες του ελληνισμού, σε μια Ευρώπη έτσι κι αλλιώς ριζικά μεταβαλλόμενη από την άποψη της καινοφανούς βιομηχανικής επανάστασης, κοινωνικών επαναστάσεων όπως ήταν η Γαλλική, πολέμων, αλλαγών των συνόρων και έμφασης στη συγκρότηση εθνικών κρατών. Ποιος ήταν ο τόπος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, παππού, πολύγλωσσου και πολυμορφωμένου, με υψηλή τεχνογνωσία στη διοίκηση, μεγάλου διερμηνέα της Υψηλής Πύλης, ηγεμόνα της Βλαχίας, αυτοεξόριστου στη Βιέννη σε μια φάση, και τελικά εκτελεσμένου από τον Σουλτάνο με παράλληλη κατάσχεση της τεράστιας περιουσίας του; Ή του Ιωάννη Βηλαρά στα Γιάννενα του Αλή Πασά;
Παρά τη σπαρακτικότητά του πάντως, το ποίημα έχει έναν δυναμισμό, δεν έχει σχέση με την ποίηση της αδιέξοδης δυσφορίας, περισσότερο προσομοιάζει σε μια αποτίμηση της κατάστασης στη μεθόριο. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, παππούς, όπου κοντά του θήτευσε ο Ρήγας Φεραίος, εργαζόταν ώστε να δημιουργηθεί «ο τόπος», η νέα Ελλάδα, έργο που συνέχισαν οι απόγονοί του.
Το ποίημα παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον σύγχρονο αναγνώστη κι από άλλη άποψη. Σε μια συνθήκη κατ’εξοχήν έκκεντρη, χωρίς την κανονικότητα και τα θεμέλια που προσφέρει ο τόπος, μετέωρος και παντού ξένος, ο πρωταγωνιστής του ποιήματος κάνει μια τεράστια υπεραναπλήρωση αποζητώντας την «αφέντρια», «στην ερημιά του παρηγοριά να’ναι αυτή». Μα αυτή δεν είναι η συνθήκη κάθε απελπισμένου έρωτα, που συχνά καταλήγει στα βράχια, στο «παρακλαυσίθυρον» που μνημονεύσαμε στην αρχή, στο κλάμα πάνω σε μια πόρτα που δεν ανοίγει;
*
Η ποίηση αυτή έχει συνάφεια ως προς τον μετεωρισμό, με μια ποίηση πολύ μεταγενέστερων χρόνων στην Ελλάδα, της εποχής του μεταπολεμικού σύγχρονου «κυλώνειου άγους», των πέτρινων χρόνων του εμφυλίου πολέμου και της συναφούς κοινωνικής ατμόσφαιρας. Πρόκειται για την ποίηση ανθρώπων που δεν έχουν μεν μετακινηθεί από τον τόπο τους, μα έχουν βίαια αποκολληθεί από αυτόν, από την όποια κανονικότητα και συνέχεια. Ένα είδος απ-εδαφικοποίησης, κάποιες δεκαετίες πριν ο όρος καθιερωθεί κυρίως από Γάλλους στοχαστές για τον τρόπο που οι άνθρωποι βιώνουν την τεχνολογία.
Γράφει ο Γιάννης Ρίτσος στα «Ημερολόγια Εξορίας» το 1948:
«Μόλις πάμε ν’ανοίξουμε μια πόρτα ο αγέρας την κλείνει.
Έτσι κλειδωμένοι απ’έξω σφίγγουμε καθένας τα κλειδιά του
μ’όλο πούχουμε μονάχα μια στάμνα
μ’όλο που κανένας μας δεν έχει σπίτι».
Και αλλού, γράφει:
«Κράτησα κάτου απ’το χλιαρό νερό της νύχτας
το χέρι του ύπνου και την αίσθηση της λησμονιάς
την αφή της κουβέρτας και του τοίχου.
Αν ανασηκώσεις το σεντόνι δε θα με βρεις.
Ψάξε να με βρείς- δεν καταλαβαίνεις;
είμαι πιο μέσα».
Ο Μίλτος Σαχτούρης γράφει στην ποιητική συλλογή του «Με το πρόσωπο στον τοίχο» (1952):
«Όλο μαζεύουμε τα πράγματά μας τα κρύβουμε σε βαθιά υπόγεια
λύνουμε τις ντουλάπες μας στήνουμε ανάποδα τις καρέκλες μας
κι ο απελπισμένος ήλιος μπαίνει από μια χαραματιά και τις φωτίζει».
Και αλλού, από την ίδια συλλογή:
«-Δεν ξέρουν ποιος είμαι
-Δεν ξέρουν τ’όνομά μου
– Μ‘έχουν ξεχάσει
Είμαι νεκρός»
Επειδή πρόκειται ακριβώς για ποίηση που έχει συνείδηση των εξωτερικών συνθηκών που προκαλούν την πρωτοφανή για έναν άνθρωπο συνθήκη της «αποκόλλησης από το έδαφος», την εξαναγκασμένη αποξένωση από τον τόπο σου, χωρίς να έχεις φύγει απ’αυτόν, ο ποιητής αναγνωρίζει τις βαριές συνθήκες, μα δεν ενδίδει. Οπότε, γράφει ο Μίλτος Σαχτούρης στη συλλογή «Τα φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο» (1958):
«Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
είν’ ο ουρανός και λίγο χιόνι έσφιξα τα σκοινιά μου πρέπει και πάλι να ελέγξω τ’αστέρια εγώ κληρονόμος πουλιών πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να πετάω».
Η μετουσίωση της εξαναγκασμένης αποξένωσης
Καταλήγουμε με ένα ποίημα άλλου τροπισμού από τα παραπάνω. Υπάρχει μια γλυκύτητα στη θεώρηση μιας αποξένωσης που εκ των συνθηκών δεν γίνεται να μην υπάρξει, μα όπου μια σχέση διαρκεί (τουλάχιστον ποιητικά) με λεπταισθησία, έστω στον χώρο του μη απτού. Εδώ είναι που κυριολεκτικά «το πτώμα γίνεται γεγονός αναστάσιμο»- με μη απτή την ανάσταση. Είναι ένα από τα πιο τρυφερά ποιήματα που διάβασα τον τελευταίο καιρό, γραμμένο από τη νεαρή ποιήτρια Χριστίνα Σαμαρά. Παρατίθεται στα αγγλικά (ως γλώσσα που κρατάει μια απόσταση από την ένταση του βιώματος;) όπως γράφηκε από την αρχή.
Shadows
I’ve lent you my shadow
I can love you this way
And you can love me
My shadow holds the hand of yours
They look so similar
I’m afraid of the dark
They can only be together
With the lights on
When the sun is in the right place
My shadow gets double
And so does yours
Then I can hold your hand
Twice at this moment
Isn’t it bliss?
There are many black
Dead figures on the ground
Though, ours are alive
They have a similar purpose
To meet each other
We are not allowed to look ourselves in the lake
Cause then, our shadows obtain eyes and lips
And all those things that keep us away appear
Let shadows be happy together while us ourselves are staying still and broken
(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του «Ηδονική Γεωγραφία» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.