της Βαρβάρας Ρούσσου
Είναι εξαιρετικά ευχάριστο το γεγονός ότι το συνέδριο του Αναγνώστη, ήδη πάνω από ένα μήνα πριν, οι ποικίλες απόψεις που εκφράστηκαν αλλά και μια σειρά κειμένων είτε ως αντίδραση είτε ως παράπλευρες καταθέσεις αποτέλεσαν το έναυσμα για μια αναζωπύρωση της συζήτησης γύρω από τη σύγχρονη ελληνική ποίηση και τα σχήματα που θα μπορούσαν να την χαρτογραφήσουν. Ο στόχος μου με το παρόν κείμενο είναι ο σχολιασμός των θέσεων της Άννας Γρίβα, της Μαρίας Βαχλιώτη και της Ευσταθίας Δήμου στο πλαίσιο της ανταλλαγής απόψεων για τη σύγχρονη ελληνική ποίηση με την ελπίδα ο διάλογος να μην παραμείνει στο σχήμα καταδίκη-υπεράσπιση αλλά να δώσει ώθηση σε ήδη κατατεθειμένες και τεκμηριωμένες θέσεις.
Προκαταβολικά βέβαια οφείλω να καταθέσω τη βασική θέση μου: Οι θεωρίες σε πολλά επιστημονικά πεδία -ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, ιστορία, ψυχολογία- λειτουργούν παράλληλα με την τέχνη ενώ η μεταξύ τους αλληλεπίδραση (ενίοτε ενδώσμωση θα έλεγα) αποτελεί μια τάση όπου ο θεωρητικός λόγος δεν επιβλήθηκε αλλά οι δημιουργοί επέλεξαν το διάλογο με την/τις θεωρίες από ποικίλα επιστημονικά πεδία συμπεριλαμβανομένης εύλογα και της θεωρίας της λογοτεχνίας. Οι προτάσεις διερεύνησης της σύγχρονης ποίησης προέκυψαν ακριβώς επειδή τα κείμενα οδήγησαν στην εξέτασή τους βάσει σύγχρονων θεωρητικών σχημάτων και δεν είναι δυνατόν να θεωρούνται αναπόδραστα, ολικευτικά και επικίνδυνα.
- Τα κουτάκια και πού βρίσκονται
Το κείμενο της Άννας Γρίβα αποτέλεσε, κατά τη γνώμη μου, μια εν θερμώ αντίδραση από την πλευρά μιας ποιήτριας που αισθάνθηκε την πρόταση «ποίηση αριστερής μελαγχολίας» ως απειλητική κίνηση της φιλολογίας και επιδίωξη οριοθέτησης και ελέγχου του ποιητικού λόγου από σχήματα και πρόσωπα. Το πρώτο πληθυντικό και ιδίως η φράση «αντιλαμβανόμαστε με έναν κοινό τρόπο» έδωσε την εντύπωση εκχώρησης του δικαιώματος εκπροσώπησης ομάδας ποιητριών/ών (σημειωτέον δεν αναφέρεται εάν και ποιες/οι συμφωνούν και συνυπογράφουν ορίζοντας αντιπρόσωπο της Γρίβα αλλά προκύπτει από την ανάγνωση ότι δε συμβαίνει κάτι τέτοιο συνεπώς προς τι ο πληθυντικός). Την αρχική αοριστία για τον «όρο» διαδέχεται, στο κυρίως μέρος, η ρητή «αριστερή μελαγχολία», χωρίς ωστόσο ουδεμία κειμενική τεκμηρίωση από τη μακρά ομάδα σχετικών κειμένων του Βασίλη Λαμπρόπουλου. Επιπλέον, δεν υπάρχουν παραπομπές σε κείμενα άλλων που επιδιώκουν την θεωρούμενη «απόλυτη επιβολή του όρου», και μάλιστα το τελευταίο διάστημα. Είναι ωστόσο σαφές και γνωστό ότι ο ίδιος ο εισηγητής της πρότασης που έχει εξάλλου συμπληρώσει περισσότερα από πέντε έτη, έχει αναφέρει ότι προτείνει την αριστερή μελαγχολία «ως μια φιλοσοφικο-πολιτιστική προσέγγιση στην κανούργια ποίηση», ρητά δηλαδή κάνει λόγο για πρόταση η οποία μπορεί να γίνει ή και όχι αποδεκτή συνεπώς ο απόλυτα δεσμευτικός και καταπιεστικός χαρακτήρας που το κείμενο αναλαμβάνει να στηλιτεύσει δεν υφίσταται. Γιατί γίνεται λόγος από τη Γρίβα για «τον κίνδυνο που δημιουργούν σχήματα που προσπαθούν να περιορίσουν την ποίηση, την τέχνη». Διερωτώμαι λοιπόν εάν οι κάθε είδους θεωρητικές και κριτικές αναλύσεις, πολλώ δε μάλλον οι προτάσεις που κατά καιρούς διατυπώθηκαν μελετώντας το πεδίο της τέχνης, διέθεταν τέτοια ισχύ επίδρασης επί των καλλιτεχνών ώστε να εκτρέψουν, να αναστείλουν, να καθοδηγήσουν την τέχνη πριν τα ίδια τα έργα.
Η αυτονομία της ποίησης δεν απειλείται από προτάσεις εδραιωμένες στον επιστημονικό λόγο που επιχειρούν να ερμηνεύσουν την ποίηση εντός του σύγχρονου πεδίου συνάμα με αναγωγές στο παρελθόν του αλλά από εκείνες που επιμένουν να την καθηλώνουν στον μουσόληπτο ανιστορικό λόγο της αχρονικότητας, στην κορυφή ενός οραματικού όρους που θεάται την Ομορφιά. Η πρόταση για την ποίηση της αριστερής μελαγχολίας διερευνά τη σύγχρονη ποίηση με όρους του «τι κάνει» σε σχέση με το σύγχρονο άνθρωπο που έχει φύλο, φυλή, τάξη, εθνικότητα, σεξουαλικότητα, τόπο, γλώσσα, (και δεν είναι απλώς ο οικουμενικός Άνθρωπος), σε σχέση με την Ιστορία – λογοτεχνική, εθνική, παγκόσμια-, σε σχέση με τα σύνθετα πολιτισμικά δίκτυα που αρθρώνονται και αναπόφευκτα επηρεάζουν τη λογοτεχνία.
Έχω την αίσθηση ότι το βάρος πέφτει στις λέξεις «αριστερή» και «μελαγχολία» που, όπως το κείμενο υποδεικνύει, εκλαμβάνονται -ιδίως η δεύτερη- μάλλον σε λανθασμένο πλαίσιο, έξω από τις θεωρητικές τους βάσεις και τις συστηματικές επανειλημμένες αναλύσεις τους. Άστοχη φαίνεται και η χρήση των λέξεων «ιδεολόγημα», «δοξασία» όπως και λανθασμένα νοούμενα στο συγκείμενο το «ταξικά κριτήρια»: «Η ποίηση, η βαθιά δηλαδή αναμέτρηση του ανθρώπου με τον εαυτό του και το σύμπαν, ξαφνικά περιορίζεται στα ασφυκτικά πλαίσια μιας δοξασίας όπου ο άνθρωπος είναι ένα ον που δρα και λειτουργεί αποκλειστικά με ταξικά κριτήρια».
- Αντι-κανονικό και ακαδημαϊκό
Αντίθετα από το αντιρρητικό κείμενο της Γρίβα το πιο πρόσφατο της Μαρίας Βαχλιώτη, θεμελιώνει τις αντιρρήσεις για την ποίηση της αριστερής μελαγχολίας τεκμηριώνοντας με παραπομπές σε γραπτά του Βασίλη Λαμπρόπουλου.
Η σύγκριση και η αναγωγή στις Σημειώσεις και στον Λεοντάρη που έχει αποτελέσει και τη βάση για το κείμενο του Αλέκου Λούντζη, κατά την άποψή μου, είναι το μόνο ζήτημα, από τις αναφορές Βαχλιώτη που χρήζει παραπάνω εκτενέστερης συζήτησης.[1] Ο βαθμός συμφωνίας ή διαφωνίας δεν συζητείται εδώ (η άποψή μου είναι και αν υιοθετηθεί η έννοια της ήττας ο τρόπος που εξελίχθηκε η πρόσληψη και ιδίως η βίωση μιας ήττας όσο και οι αναφορές στις θέσεις Λεοντάρη θα είναι σκόπιμο να μείνουν στο παρελθόν εφόσον οι γενικές μεταβολές στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα αφήνουν μικρό περιθώριο για τόσο ειδικές συγγένειες) αλλά αποτελεί μια πρώτη αναγωγή στο παρελθόν, ένα είδος ρίζας, αποδεκτό τόσο όσο και η άποψη για την ισχυρότερη συγγένεια της γενιάς του 2000 με εκείνην του ’70. Οι αναγωγές στο παρελθόν δε σημαίνουν επίσης απολυτότητα, μπορεί να ισχύουν για ορισμένες/ους ποιήτριες/ές και για άλλους όχι και ορισμένες λογοτεχνικές παρέες κάλλιστα μπορούν να επηρεάσουν περισσότερο από άλλες ή από μεμονωμένα άτομα κάποιες γενιές ή ομάδες εκπροσώπων τους.
Τόσο το κείμενο της Γρίβα όσο και της Βαχλιώτη συντάσσονται στη βάση της διαιώνισης μιας διαφωνίας ποιητών-φιλολόγων/θεωρητικών/κριτικών (ιδιότητες που μπορεί να συνυπάρχουν στο αυτό πρόσωπο, πράγμα που ενδεχομένως καθορίζει και την τοποθέτηση) η οποία έχω την αίσθηση ότι τροφοδοτείται μονόπλευρα, από δημιουργούς. Ο τρόπος με τον οποίο τέθηκε, ως προσωπικός προβληματισμός, το ερώτημα «Έχουν οι ποιητές και οι ποιήτριες το δικαίωμα να τοποθετηθούν; Έχουμε δικαίωμα να κρίνουμε το έργο της κριτικής; Μας επιτρέπεται να διαφωνήσουμε ή όχι;» δίνει την αίσθηση ότι η Βαχλιώτη καταθέτει ως ποιήτρια την άποψή της παραμερίζοντας συνειδητά τη φιλολογική ιδιότητά της. Κατά συνέπεια, η έστω διάθεση δημιουργίας ενός προσωπικού «λαμπροπουλικού» κανόνα που λειτουργεί σχεδόν δικτατορικά δεν κρίνεται από τη φιλόλογο που είναι σε θέση να γνωρίζει τις θέσεις περί κανόνων στο σήμερα. Εκτός τούτου δεν έχω την εντύπωση ότι γίνεται λόγος για έναν και μόνο απόλυτο «προσωπικό» κανόνα, ενώ και αν ακόμη ίσχυε πραγματικά μια τέτοια διάθεση με αυτά τα κριτήρια που ο Λαμπρόπουλος θέτει, το ίδιο συμβαίνει και με οποιαδήποτε άλλα κριτήρια θεωρητικής βάσης που διαμορφώνουν έναν άλλο κανόνα από έναν ή περισσότερους θεωρητικούς, κριτικούς ή φιλολόγους. Είναι κοινός τόπος η πολυκανονικότητα για όποιαν/ον επιμένει στη σύσταση κανόνα.
Θα επισημάνω εδώ και το εξής στοιχείο που, κατά την άποψή μου, δικαιολογεί ό,τι η Βαχλιώτη κατονομάζει ως κίνηση μεταξύ σύνδεσης και αποσύνδεσης με την Αριστερά: «Ειδικότερα, το δίκτυο των συγγραφέων αυτών έχουν υποστηρίξει […] ποιητική χωρίς αριστερή λογοδοσία -χωρίς κόμμα, συγκεκριμένη χώρα, ημερομηνία και σταθερές αναφορές».[2] Επιπλέον, στο εν λόγω κείμενο ο Λαμπρόπουλος σημειώνει ότι: «η Γενιά του 2000 συνθέτει μια αποδομημένη και αποκεντρωμένη ποίηση» ενώ και σε άλλα κείμενά του κάνει λόγο για τα χαρακτηριστικά της ποίησης της αριστερής μελαγχολίας. Συνεπώς, και πάντα κατά τη δική μου ανάγνωση της αριστερής μελαγχολίας, ο όρος θα μπορούσε να έχει τη ρευστότητα που αναφέρει η Βαχλιώτη («Το αποτέλεσμα είναι να διαμορφώνει τελικά έναν τόσο ευρύ και ρευστό όρο, έναν όρο «ομπρέλα») εφόσον η ποίηση στην οποία αναφέρεται βρίσκεται εν εξελίξει. Είναι απόλυτα, νομίζω, σαφές ότι έχει εδώ και χρόνια κατατεθεί μια πρόταση που ακριβώς επειδή είναι ανοιχτή και παρακολουθεί την επίσης ανοιχτή εξέλιξη της ποίησης από το 2000 και εξής έχει και τη δυναμική της ανοιχτότητας. Ωστόσο, δεν μπορεί «να χωρέσει όλη σχεδόν η σύγχρονη ποιητική παραγωγή» διότι ο Λαμπρόπουλος έχει ξεκάθαρα ορίσει ποια ποίηση δεν εντάσσεται στην αριστερή μελαγχολία.[3] Για την απάντηση στο «αν αυτό είναι θεμιτό» η Βαχλιώτη παραπέμπει στους θεωρητικούς, σωστά κατά την άποψή μου.
Μέρος της ποίησης σαφώς και δεν διέπεται από τα γνωρίσματα[4] που χαρακτηρίζουν την ποίηση της αριστερής μελαγχολίας. Όμως ενώ οι ξεκάθαρες θέσεις Λαμπρόπουλου ορίζουν τι κάνει και πώς δρα αυτή η ποίηση η Βαχλιώτη δεν παρέχει αντίστοιχα παραδείγματα για την ποίηση που αντιτάσσεται ή συνυπάρχει με εκείνην της αριστερής μελαγχολίας, δεν δίνει τα γνωρίσματά της ούτε επιχειρεί να δείξει, έστω και ακροθιγώς τι κάνει και πώς αυτή η άλλη ποίηση. Αντίθετα ισχυρίζεται ότι η ευελιξία και ανοιχτότητα του σχήματος ως ομπρέλα περιλαμβάνει όλη την ποίηση συνεπώς και τη δικής της.
Αν τα σχήματα και ιδίως αυτό που τώρα συζητούμε έχουν τέτοια ισχυρή δυναμική οφείλουμε να τα αρνηθούμε όλα και πρώτα αυτό που όλες/οι χρησιμοποιούμε, τη γενιά, συχνά χωρίς διαχωρισμό βιολογική ή ό,τι άλλο. Ή ένα άλλο σχήμα με διαφορετικά χαρακτηριστικά και κυρίως προκείμενες θα ήταν δεκτό αλλά και εδώ η Βαχλιώτη δεν αντιπροτείνει.
Στο ερώτημα πώς «η χρήση ενός τέτοιου όρου εξυπηρετεί τη σημερινή κριτική και μας βοηθάει να αποκτήσουμε μια πιο καθαρή εικόνα του ποιητικού πεδίου» η απάντηση αναμένεται από την κριτική. Είναι ωστόσο σαφές ότι το σχήμα της αριστερής μελαγχολίας αποτελεί μια πολυδύναμη βάση που με τη σειρά της ανάγεται σε εξαιρετικά χρήσιμα θεωρητικά εργαλεία για την/τον κριτικό, δεδομένου μάλιστα ότι η τρέχουσα κριτική συχνά καταγγέλλεται ως διαισθητική/ιμπρεσιονιστική και έωλη χωρίς τεκμηρίωση.
Πάντως, ούτε ο Λαμπρόπουλος, νομίζω, ούτε κάποιος φιλόλογος ή κριτικός αρνήθηκε τη διατύπωση της αντιρρητικής άποψης των ποιητριών/ών με τον όρο, όπως εξάλλου η Βαχλιώτη το πράττει, να υπάρχουν οι αναφορές στα κείμενα ώστε να γίνεται αντιληπτή η πρόσληψή τους από την/τον γράφουσα/οντα. Ας επισημανθεί ωστόσο ότι οφείλουμε να κάνουμε λόγο για διαφωνίες επί των θέσεων και των κειμένων και όχι επί των προσώπων που τις εκφέρουν. Εξάλλου οι διαφωνίες των Απέργη, Αγγελή, Γαραντούδη κ.ά. αποδεικνύουν το ανοιχτό πεδίο για συζήτηση, πράγμα που και τα ίδια τα κείμενα των Γρίβα και Βαχλιώτη επιβεβαιώνουν.
Νομίζω δε ότι η άποψη Λαμπρόπουλου για τον τρόπο εργασίας των κριτικών και των φιλολόγων (η οποία παρατίθεται και στο κείμενο της Βαχλιώτη) είναι σαφής και θα έλεγα κοινά αποδεκτή, ιδίως το τελικό απόσπασμα («Όμως η κριτική, η φιλολογία…πως αποκλείστηκε.»). Διότι, στην ίδια λογική, και αντιστρέφοντας την «εξεγερσιακή» διάθεση Βαχλιώτη, παρατηρείται συχνά το φαινόμενο δημιουργών που διαμαρτύρονται ρητά ή όχι ότι αγνοούνται από την κριτική ή ότι δεν περιλαμβάνονται σε εκείνη ή την άλλη τάση ή ανθολόγηση ή δημόσια ανάγνωση, αν και οι ίδιες/οι διατρανώνουν την άρνησή τους σε όποια συμπερίληψη.
Ταυτόχρονα, αν και αυτό είναι το αντικείμενο άλλης συζήτησης, και διαφεύγει του σχολιασμού των απόψεων Γρίβα, Βαχλιώτη, Δήμου, προβληματίζομαι για τη θέση Λαμπρόπουλου σχετικά με τη στάση των καινούργιων ποιητών: «Είναι ενδεικτικό πως από νωρίς οι καινούργιοι ποιητές απέρριψαν τους παραδοσιακούς τρόπους κυκλοφορίας, κριτικής, ανθολόγησης, δικτύωσης, οι οποίοι ελέγχονταν από καθηγητές πανεπιστημίων, επιφανείς κριτικούς, ισχυρούς εκδοτικούς οίκους, συλλόγους και σαλόνια.»[5] Ελλείψει σαλονιών, θεσμό που και ο ίδιος εξήγησε πώς, ανάμεσα σε άλλους σχετικούς, έχει εκλείψει,[6] οι νεότερες/οι ποιήτριες/ές δεν απορρίπτουν τους παραδοσιακούς τρόπους κυκλοφορίας ούτε δικτύωσης και συχνά είναι ενεργές/οί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δημιουργώντας ένα άλλο δίκτυο που λειτουργεί πολύ περισσότερο προωθητικά και πολύ λιγότερο ως μέσο αντίστασης. Επίσης, ορισμένες/οι καταλήγουν σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Φυσικά και το αντίθετο ισχύει εξαιτίας και της δημιουργίας και δράσης μικρών τολμηρών εκδοτικών οίκων που δραστηριοποιούνται στην ποίηση και αποδέχονται την τόλμη των τρόπων νεότερων ποιητριών/ών (θράκα, ενύπνιο, θίνες, Πανοπτικόν, Φαρφουλάς κ.ά.). Οι παρουσιάσεις ποιητικών συλλογών πολύ σπάνια διαφεύγουν από τους όρους που διέπουν γενικά το είδος αυτό προώθησης του βιβλίου και επικοινωνίας με το κοινό.
- Μια άλλη αριστερή μελαγχολία
Το πολύ πρόσφατο κείμενο της Ευσταθίας Δήμου ξεκινά επιβεβαιώνοντας το απολύτως αυτονόητο: πόσο αναγκαίες είναι για τη φιλολογική επιστήμη και την κριτική οι περιοδολογήσεις και κατατμήσεις. Δε διευκρινίζει βέβαια για ποια φιλολογική επιστήμη γίνεται λόγος: για τη θεμελιωμένη από το Δημαρά, παλαιότερα ή νεότερα «ιερά τέρατα», για την περιχαρακωμένη σε στενά γραμματολογικά και κειμενικά όρια; Γιατί οι παραδειγματικές αναφορές σε γενιές παραπέμπουν μάλλον σε ασαφείς προσδιοριστικές οπτικές, όπως τουλάχιστον αντιλαμβάνομαι την κατάληξη της τεράστιας φράσης-θέσης: «παρουσίασαν μια ροπή και μια έλξη προς ένα κέντρο με σαφή και συγκεκριμένη ποιότητα και λειτουργία, δεν μπορεί να πει το ίδιο και για τους χαρακτηρισμούς που συνόδευσαν τη χρονολογική τους οριοθέτηση και τοποθέτηση, αφού αυτοί, αναγκαστικά, άνοιξαν μια ομπρέλα πάνω από τους δημιουργούς που έριξε τη σκιά της στις όποιες αποχρώσεις μπορεί να υπήρξαν, που λείανε τις διαφορές και τις διαφοροποιήσεις και που εξαφάνισε άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο αποφασιστικά – και αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο – την ιδιαιτερότητα του τρόπου με τον οποίο η κεντρική αυτή γραμμή εκφράστηκε και σχηματοποιήθηκε μέσα στο έργο κάθε ποιητή, προκρίνοντας ουσιαστικά και μια διαφορετική εκδοχή της.». Ακόμη και αν υποθέσουμε την κεντρομόλο ενοποιητική δύναμη αδυνατούμε, νομίζω, να ελέγξουμε τόσο το είδος του κέντρου (υπαινιγμός για το «χαμένο κέντρο» κατά Λορεντζάτο;) όσο και το περιεχόμενο της ποιότητας και της λειτουργίας, έννοιες τόσο πολυδύναμα και περίπλοκα φορτισμένες που δεν ξεμπερδεύει μαζί τους θεωρώντας τες a priori δεδομένες και αμετάβλητες στο διηνεκές. Επιπλέον, η χρονολογική οριοθέτηση δεν προκύπτει από την αριθμητική ποιότητα αλλά από το συνολικό πολιτισμικό συγκείμενο. Όσο για την επόμενη φράση αδυνατώ να κατανοήσω πράγματι ποιο κριτικό, θεωρητικό υπόβαθρο τη διέρχεται και εντέλει ποια ομπρέλα, αφού, όντας ομπρέλα, σημαίνει αποδοχή και «κάλυψη» ποικιλότητας των τάσεων, να «εξαφανίζει» μια κεντρική γραμμή αφού η έννοια της ομπρέλας συνεπάγεται διάφορες γραμμές που συνυπάρχουν και έστω συν-αγωνίζονται να αποκτήσουν κεντρική θέση.
Εν πάση περιπτώσει οι αναφορές σε «γενιές» καταλήγουν στη «Γενιά του 2000» όπου «σε συμφωνία και συνέπεια προφανώς με τις προηγηθείσες ποιητικές οριοθετήσεις»: πόθεν ωστόσο προκύπτει το προφανώς, ίσως λόγω του όρου γενιά; Διότι η γενιά του 2000 όπως τουλάχιστον ορίστηκε από τον Λαμπρόπουλο αποτελεί μια όλως διαφορετική θεώρηση γενιάς από τον τρόπο με τον οποίο η φιλολογία είδε, έως τουλάχιστον πριν λίγο (γιατί οφείλουμε να ελέγξουμε το σύγχρονο ερευνητικό πεδίο που διέπεται από ανανεωμένες διεπιστημονικές οπτικές). Στη συνέχεια διατυπώνεται η αμφιβολία της ισχύος του «όρου»: «όρος, ωστόσο, που εγείρει αρκετές επιφυλάξεις στο μέτρο και στο βαθμό που αποπειράται την αναγνώριση στην ποιητική παραγωγή του πρώτου μισού του 21ου αιώνα μιας ενοποιητικής γραμμής ή καλύτερα ενός περιγράμματος που θα λειτουργεί κυκλωτικά και συμπεριληπτικά ποιητών οι οποίοι σαφώς ανήκουν σε μια από τις προηγηθείσες ποιητικές γενιές– αρκετά ενδεικτική η περίπτωση της γενιάς του ’70, πολλοί από τους εκπροσώπους της οποίας παραμένουν εξαιρετικά ενεργοί και παραγωγικοί »: δεν αντιλαμβάνομαι εάν εννοείται ότι εντός της γενιάς του 2000 περιλαμβάνονται εκπρόσωποι προηγουμένων γενεών οι οποίοι συνεχίζουν να εκδίδουν/δημοσιεύουν και μέσα στο 2000, οπότε αυτονόητα αποκλείονται από τη γενιά του 2000, όπως δεν εννοώ και το επίρρημα «κυκλωτικά». Διαγράφεται δε στη συνέχεια η γενική αντίρρηση ποιητών (επιμένω: ποιητών -οι ποιήτριες ή δεν υπάρχουν ή είναι όλες σύμφωνες με την αριστερή μελαγχολία και πάντως, αν και πάλι εκτροχιάζω τη συζήτηση, κυρίως αυτές με υψηλό το εξεγερτικό πρόταγμα): «κυρίως όμως ποιητών οι οποίοι μέσα στη διάρκεια αυτών των χρόνων ελάχιστα ή, έστω, λίγο φάνηκε να αντιλαμβάνονται ή να επιθυμούν την ένταξή τους κάτω από την κοινή σκέπη ενός τίτλου που θα αναγνώριζε σε αυτούς μια τέτοια πρόθεση και θέση.»: νομίζω έχει απαντηθεί παραπάνω αλλά κυρίως από τον Λαμπρόπουλο η ευχέρεια ποιητριών/ών να αρνηθούν οποιαδήποτε υπαγωγή σε σχήματα.[7] Θα το θέσω απλά: οι θεωρητικοί/φιλόλογοι/κριτικοί εργάζονται ως τέτοιες/οι και όχι ως ποιήτριες/ές.
Θα σημειώσω, για να μην μακρηγορώ, σύντομα τα εξής για το κείμενο της κ. Δήμου. Το μισό ασχολείται με την έννοια γενιά -τόσο πλέον συζητημένη αν και όλες/οι τη χρησιμοποιούμε που εντέλει καταλήγει ομφαλοσκόπηση-. Φτάνοντας στη γενιά του 2000 δίνει χαρακτηριστικά που διακρίνουν νεότερες/ους ποιήτριες/ές θεωρώντας ότι δρούν διαλυτικά στη γενιά (γενικά και ειδικά στη συγκεκριμένη του 2000) αλλά που κατ’ ουσίαν λειτουργούν, ως κοινά γνωρίσματα, συγκροτητικά.
Όταν το κείμενο καταλήγει στον όρο αριστερή μελαγχολία δεν περιέχεται καμμία τεκμηριωτική αναφορά-παραπομπή σε θέσεις εκφρασμένες ρητά από τον Λαμπρόπουλο. Τόσο η αριστερή μελαγχολία ως όρος κρίνεται ως «εξωτερική συνθήκη δηλαδή, ξεκάθαρα κοινωνικοπολιτική, με σαφή την ιστορική της διάσταση, θεωρείται υπεύθυνη για το αίσθημα της θλίψης που, με τη σειρά, του καθοδηγεί την ποιητική έμπνευση και δημιουργία,» δηλαδή ως ελάσσονος σημασίας αλυσίδα γεγονότων που δεν θα έπρεπε(;) να βαρύνουν στην ποιητική πράξη ως εξωτερικά συμβάντα «έχοντας εξοβελίσει εντελώς οποιοδήποτε σημείο ή στοιχείο που αναγνωρίζει στην ποίηση την εντατική συνειδησιακή λειτουργία που η συγγραφή της απαιτεί, την έλλογη φύση της και την επιστράτευση των διανοητικών δυνάμεων του δημιουργού για τη σύνθεση» ως εάν η ποιητική των δημιουργών που εντάσσονται στην ποίηση αριστερής μελαγχολίας διακρίνεται από έλλειψη συνειδησιακής λειτουργίας, από το άλογο του υπερρεαλισμού ως αυτόματη διαδικασία ή ως τηλεκατευθυνόμενη από μόνη την εξωτερική συνθήκη. Οι δε αναφορές σε διανοητικές δυνάμεις, συνειδησιακή λειτουργία κλπ προφανώς οφείλουν να καταλήγουν στο αιώνιο Ωραίο, την Αρμονία την ανώτερη πνευματική διαδικασία κλπ. Φαίνεται δε ότι: «όταν κανείς αντικρίζει την συγχρονία πολύπλευρα και πολυπρισματικά, δεν μπορεί παρά να αντιληφθεί την ποικιλομορφία και την πολλαπλότητά της η οποία προκύπτει από μια σειρά δεδομένων που πέρα από την πολιτική συνθήκη, περιλαμβάνει και άλλα, εξίσου ή περισσότερο ενδιαφέροντα, όπως η κλιματική αλλαγή και το περιβαλλοντικό πρόβλημα, η παγκοσμιοποίηση, η οικονομική κρίση,…» αγνοείται στο κείμενο το πολιτισμικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίχτηκε η έννοια της αριστερής μελαγχολίας και γενικά όλο το θεωρητικό πλαίσιο.
Τέλος, παρανάγνωση αποτελεί και η αναφορά στην έννοια μελαγχολία όταν θεωρείται «μια αισθηματικού τύπου αντίδραση και μάλιστα μιας ιδιαίτερης φόρτισης,…» και όταν κρίνεται ότι πρόκειται απλώς για μια ψυχική κατάσταση ίδια το 1920 και το 2020 όταν: «ο συγκεκριμένος όρος δεν δόθηκε ούτε στην πιο μελαγχολική από τις ποιητικές φάσεις της νεοελληνικής στιχουργίας, αυτήν του Μεσοπολέμου, πόσο νόμιμο και θεμιτό είναι να χαρακτηρίσει μια ποιητική παραγωγή που εμφορείται από μια σειρά θυμικών αντιδράσεων που έχουν στο ένα τους άκρο, πράγματι, τη μελαγχολία, στο άλλο όμως μπορεί κανείς να συναντήσει αισθήματα εκ διαμέτρου αντίθετα όπως την αισιοδοξία, την κατάφαση στη ζωή και τον άνθρωπο, την ερωτική έξαρση, την αφύπνιση των αισθήσεων και πόσες ακόμα αποχρώσεις που δίνονται μέσα από έναν ζωηρό και εύχαρι ποιητικό τόνο;». Αγνοείται δε και ο εξεγερσιακός συνεπώς αισιόδοξος και μαχητικός «τόνος» του σχήματος αριστερή μελαγχολία. Δεν έχει η αριστερή μελαγχολία «το στίγμα της ανθρώπινης και καλλιτεχνικής αγωνίας» και μάλιστα σε έντονο βαθμό καθορίζοντας συγκεκριμένα τον άνθρωπο και όχι ως οικουμενική γενικότητα ή παράγεται ερήμην της συγχρονίας;
Με το κείμενο της κ. Δήμου εγκλωβιζόμαστε σε αγκυρ/αγκυλώσεις όχι πλέον από τη μεριά των ποιητριών/ποιητών αλλά από τη μεριά της ενεργής κριτικής.
Τέλος, δεν είδα σε κανένα από τα τρία κείμενα γυναικών να υπάρχει ενόχληση για τον τρόπο με τον οποίο η κριτική/κριτικοί αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν ιδίως την ποίηση γυναικών. Πρόκειται γι’ αυτό που και στην εισήγησή μου στο συνέδριο του Αναγνώστη επεσήμανα συστηματικά: η έμφυλη ποίηση, η ποίηση γυναικών, η ποίηση που αντιδρά στην έννοια ήττα ή που καλύτερα την ξεπερνά ως δίπολο ήττα-νίκη για να θέσει μαχητικά και πράγματι εξεγερτικά και πολύ λιγότερο μελαγχολικά το πολυδιάστατο ζήτημα του φύλου που κάποιοι (εδώ το γραμματικό γένος εμπρόθετα μόνο αρσενικό) το διαγράφουν από το πολιτικό, αυτή η ποίηση διαπίστωσα ότι γίνεται ελάχιστα αντικείμενο συζήτησης. Θεωρώ τέλος ότι η αντίρρηση είναι στο πρόσωπο και στο σχήμα και όχι στα ποιήματα που εντάσσονται στην αριστερή μελαγχολία. Ή αλλιώς: τελικά το ζήτημα είναι στα επίθετα είτε των σχημάτων είτε των ατόμων.
[1] Αλέκος Λούντζης, «Για την ποίηση κάποιας νίκης», Χάρτης 47 (Νοέμβριος 2022).
[2] Βασ. Λαμπρόπουλος, «Η αριστερή μελαγχολία στην ελληνική ποιητική γενιά του 2000» μτφρ. Δ. Ι. Τσουμάνης θράκα 8 (Καλοκαίρι 2017) 56-57
[3] «Η κρίση της ποίησης και η μελαγχολία της Αριστεράς. Για την πολιτική της ελληνικής ποίησης των αρχών του 21ου αιώνα», Τα Ποιητικά τχ. 26, 2
[4] Βασ. Λαμπρόπουλος, «Η κρίση της ποίησης και η μελαγχολία της Αριστεράς. Για την πολιτική της ελληνικής ποίησης των αρχών του 21ου αιώνα», Τα Ποιητικά τχ. 26, 2
[5] Νικόλας Ζώης, «Έλληνες ποιητές που εξεγείρονται στο Μίσιγκαν» Καθημερινή, (17 Δεκεμβρίου 2020)
[6] Για τους ποικίλους λογοτεχνικούς θεσμούς και την έκλειψή τους βλ. Βασ. Λαμπρόπουλος, «H ελληνική ποίηση του 21ου αιώνα – από την εξουσία στην παρρησία» oanagnostis.gr
[7] Βασ. Λαμπρόπουλος, «Η ποιητική αντίσταση στην ένταξη», Χάρτης, τχ. 35, Νοέμβριος 2021
Επιτρέψτε μου, στα πλαίσια του δημιουργικού διαλόγου για την Ποίηση, που εγκανιάστκε πρωτοβουλία του Αναγνώστη, να καταθέσω, ως ελάχιστη συμβολή, τις ταπεινές μου απόψεις.Το ζήτημα της στρατευμένης – με ή χωρίς εισαγωγικά- Τέχνης , συνακόλουθα και της Ποίησης , συνδέεται,θεωρώ, με την διαχρονική σκοποθεσία της, η οποία δεν είναι άλλη από την θεραπεία του ωραίου , όπου κι αν αυτό συναντιέται, αλλά και από την ανθρωποποίηση του ανθρώπου.Παραφράζοντας τον Νίτσε θα λέγαμε ότι ” χωρίς την Τέχνη η ζωή θα ήταν λάθος”. Η ιδεολογικοποίηση οποιασδήποτε μορφής Τέχνης, άρα και της Ποίησης – ” τέχνης των τεχνών” κατά τον Πλάτωνα- είναι κατά συνέπεια αυτονόητη και εγγενές στοιχείο της. Το ιδεολογικό της περιεχόμενο θα έπρεπε να είναι, ως εκ τούτου, το ζητούμενο και πόσο αυτό ” ψηλώνει” τον άνθρωπο έστω και ένα χιλιοστό.Κάθε άλλη κουβέντα μόνο αποπροσανατολιστική μπορεί να είναι και ουδόλως διακονούσα τον αληθινό χαρακτήρα της.
Γιάννης Γιώσας, Φιλόλογος- Συγγραφέας