Του Αντρέα Χατζηνικολάου (*)
Ο Φώτης Θαλασσινός επανέρχεται με το δέκατο λογοτεχνικό του πόνημα στον κόσμο του για να μας ανοίξει ένα ακόμα παράθυρο προς αυτόν, αλλά και ουσιαστικά προς την ίδια του την ζωή και την αλήθεια της γραφής του. Η περιπλάνηση του, αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, όπως εύστοχα αναφέρει η πρώτη λέξη στο οπισθόφυλλο αυτού του βιβλίου του «Θραύσματα», αλλά στο έργο υπάρχουν συγκεκριμένοι και σαφείς άξονες. Η Αθήνα της νεότητας συνώνυμο της σεξουαλικής απελευθέρωσης, επαφές πότε αχαλίνωτες και άλλες πιο ουσιώδεις, πάντα γύρω από τα στέκια των ομοφυλόφιλων. Στην Ομόνοια, το Ζάππειο, τα πάρκα, τα σινεμά. Μαζί με τα πρώτα σκιρτήματα μιας πνευματικής εξέγερσης που ο συγγραφέας ονειρεύεται. «Ιαχές, ακατάληπτα λόγια, σόλοικα συνθήματα. Μέσα στις φλέβες μας κυλάει φωτιά και μας καίει. Η λογική είναι για τους λογοκράτες. Για εμάς είναι τα διαπρύσια λόγια, φουντώματα πολλά, λέξεις ακονισμένες πάνω σε κοφτερές λάμες. Μας μπέρδεψαν στα χρηστά ήθη, στα ready made δικαιώματα. (σελίδα 13 του βιβλίου).» Μετά, το νησί της Κω, με το απαράμιλλο τοπίο αλλά με τους ορίζοντες να στενεύουν για τον συγγραφέα, συνδυάζεται με τα χρόνια και τις αντοχές της πρώτης ακμής που παρήλθαν. Ψυχικές αναταράξεις σε μεγάλα ύψη και απύθμενα βάθη, η κατάθλιψη εκδηλώνεται σε ολόκληρο το ερεβώδες φάσμα της.
Είναι λοιπόν ο Περιπλανώμενος του Θαλασσινού ένα βιβλίο που απευθύνεται σε συγκριμένες ομάδες ανθρώπων, σε ένα ορισμένο κοινό; Αν και άτομο της ίδια γενιάς, δεν γνωρίζω τα στέκια του, οι προτιμήσεις του ερωτικού του αναβρασμού διαφέρουν παρασάγγας από τις δικές μου, δεν γνώρισα τους δρόμους που περπάτησε παρά μόνο σαν έναν απόηχο, σαν νεότερη μυθολογία μέσα από την λογοτεχνία και τις ατμόσφαιρες κάποιων ανθρώπων. Οι αντοχές μου μοιάζουν να δοκιμάζονται κάποιες στιγμές αλλά αυτό είναι μέρος της αχλής που σκοπίμως διαχέεται από μια λογοτεχνία σωματοποιημένη και ζώσα. Σελίδες που μοιάζουν να ξεπηδούν μέσα από τον Λωτρεαμόν. Ο Συγγραφέας είναι μεγάλος θαυμαστής του Γάλλου δημιουργού των Ασμάτων του Μαλντορόρ και ένας ικανός και ενδελεχής μελετητής του έργου του, που επανέρχεται συχνά σε αυτόν (1). Έτσι μου έρχεται πάντα στο μυαλό ή φράση του Οδυσσέα Ελύτη σχετικά με το σε τί συμβάλλει η ανάγνωση του Λωτρεαμόν, «την καταστροφή των μικροαστικών μεθόδων της σκέψης, την γυμναστική της ψυχής» (2). Πιστεύω πως, τηρουμένων των αναλογιών, έτσι λειτουργεί το βιβλίο αυτό αλλά και συνολικά τα γραπτά του Θαλασσινού στην σύγχρονη ελληνική λογοτεχνική παραγωγή. Μπορεί κανείς να δει έναν απόγονο του Γιώργου Ιωάννου ή του Γιώργου Χρονά, ειδικά με αυτό το τελευταίο του πόνημα, αλλά η γραφή του έχει και άλλες εκλεκτικές συγγένειες που οδηγούν με ένα παράδοξο τρόπο από τον Νίκο Βέλμο μέχρι τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας την ελληνική γλώσσα. Από μια σχεδόν αργκό, ανθρώπων που έχουν βρεθεί σε κάποιο περιθώριο, περνά με άνεση στη φτερωμένη πλευρά της, αλιεύοντας από το θησαυρό αιώνων, εποχών και ποιητών. Παρατηρώ σε κάποια σημειώματα, με αφορμή πάντα κάποια έκδοση του συγγραφέα, ενστάσεις για την επιτηδευμένη όπως αναφέρουν γραφή του. Θεωρώ πως αυτό είναι λάθος. Η γραφή του Θαλασσινού είναι αυτή που τον κρατά έξω από λογοτεχνικές κατηγοριοποιήσεις και αναδεικνύει μυστικές του συνδέσεις με τη λογοτεχνική μας παράδοση όπως αυτές που ενδεικτικά ανέφερα. Το βιβλίο μοιάζει, μέσα από τις γραμμές του, να μάχεται για να βγάλει από την αφάνεια, που κάποιοι τις καταδίκασαν (όπως συχνά λέει ο συγγραφέας του), μορφές μιας ιδιότυπης πινακοθήκης. Γυναίκες αράχνες και πεταλούδες, άστεγους που καπνίζουν πεταμένες από άλλους γόπες, εμμονικούς αριθμομνήμονες με μαθηματική διάνοια, γέροντες που εξέπεσαν λόγω ηλικίας, ο συγγραφέας -σε επαφές του με πνευματικούς ανθρώπους και το πνεύμα των αναγνωσμάτων τους- ανυψώνεται, μετά σε κάποιο απόμερο καφέ του νησιού, ο χαιρετισμός που δεν θα του ανταποδώσουν δυο τυχαίοι παλιοί του γνωστοί, σπαραγμός. «ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ. ΝΟΗΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ. Θέλω να πεθάνω. Τόσο άμεσα και με κρυστάλλινη συνειδητή θέληση όσο άμεση είναι αυτή η δήλωσή μου. Με τρομάζει η αδιαφορία κάποιων προσώπων, αμνήμονες», σελίδα 63 του βιβλίου. Μάχεται για όλους όσους θεωρεί πως κάποιοι μηχανισμοί τους κατέστησαν αδίκως αόρατους από την κοινωνική ζωή αλλά και αφανείς από την λογοτεχνία, που εξαφανίζουν τις ποιότητες τους σαν αυτές να μην υπάρχουν. Όλα αυτά μοιάζουν να εκτυλίσσονται μέσα σε μια βακχική και κάποιες φορές ακραία ατμόσφαιρα που καταλήγει σε ψαλμούς και θρήνους για να εξυπηρετήσει το ιδιότυπο σύμπαν που πλάθει ο Θαλασσινός. Σε κατάσταση ψυχικής διάλυσης αναζητά τα υλικά που θα αναπλάσουν και θα δώσουν νέο νόημα στον κώδικα της ζωής του, στις σχέσεις του με τους ανθρώπους και τα πράγματα, θα εκφράσουν την αλήθεια του σε σχέση με τις καταστάσεις, έστω και αν πρόκειται απλά για την δική του αλήθεια, ψάχνει με μεγάλη υπαρξιακή αγωνία να την εκθέσει στην ολότητα της, με όλες του τις δυνάμεις. Μοιάζει με ένα φακό να προσπαθεί γδέρνοντας με τα νύχια και φωτίζοντας με τις λέξεις, εκεί που κάποιος άλλος ίσως βλέπει ένα τελικό αδιέξοδο, να ανασύρει όλο το βάρος που κουβαλά έστω προς κάποιο ξέφωτο. Δεν ξέρω αν το βιβλίο αυτό θα γίνει με κάποιον τρόπο ένα ανάγνωσμα «σημαία» για την κοινότητα των ΛΟΑΤΚΙ, δικαίωμα της κοινότητας αυτής είναι φυσικά, αλλά όταν υπάρχει κατατεθειμένη μια λογοτεχνική αλήθεια με χαρακτηριστικά υπεροχής του λόγου, θα πρέπει οι λάτρεις της λογοτεχνίας να βρίσκονται σε γνώση τουλάχιστον και της ύπαρξης της.
(1)«Ο θάνατος του Κόμη του Λωτρεαμόν, εκδόσεις Καστανιώτη 2004, εκδόσεις Οδός Πανός 2012, ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ LAUTREAMONT, Λεπτές Ισορροπίες, εκδόσεις Οδός Πανός 2019».
(2)Μαλντορόρ, ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ, Επίμετρο της έκδοσης, εκδόσεις Νεφέλη 2017
(*)Ο Αντρέας Χατζηνικολάου είναι ποιητής. Υπήρξε συνεργάτης στο ένθετο Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας.
Φώτης Θαλασσινός, Περιπλανώμενος, Ο Μονόλογος Ενός Συγγραφέα, Εκδόσεις Οδός Πανός 2020.