Της Έλενας Χουζούρη.
Ένα Ρέκβιεμ στην αγάπη, τον έρωτα, τη φθορά, τον χρόνο, την απώλεια, με κοινό παρανομαστή το θάνατο, είναι το τελευταίο, βαθύτατα βιωματικό και συγκινητικά ειλικρινές, μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα «Ο θησαυρός του χρόνου». Ένα μυθιστόρημα όπου το επώδυνα τραυματικό βίωμα που προκαλεί η απώλεια πολυαγαπημένου προσώπου- στην περίπτωση της συντρόφου του συγγραφέα-αφηγητή- λειτουργεί σαν μοχλός αποσυμπίεσης για να εκτιναχτούν σαν κύματα λάβας, εικόνες, γεγονότα, πρόσωπα, έρωτες, ιστορίες όνειρα, ματαιώσεις και διαψεύσεις, όλα όσα συναποτελούν και συγκροτούν τη ζωή του αφηγητή, ως προσωπείο του συγγραφέα.
Μετά από μισόν αιώνα και πλέον στα ελληνικά γράμματα και, με 22 βιβλία στο ενεργητικό του, ο Μένης Κουμανταρέας καταθέτει το πιο ειλικρινές και διάφανο αλλά και το πιο πολυσύνθετο και πολύπλευρο μυθιστόρημά του στο οποίο δοκιμάζεται όλη η κατακτημένη βιωμένη πενηντάχρονη αφηγηματική του εμπειρία. Διότι στον Κουμανταρέα, όπως και σε άλλους συγγραφείς του μεγέθους του, όταν η γραφή, ως μυθιστόρημα, διήγημα, ποίημα, έχει συνέχεια μέσα στο χρόνο, τότε μετατρέπεται και η ίδια σε βίωμα, τόσο έντονο κάποτε ώστε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για σωματοποιημένο βίωμα. Ένα βίωμα πολλές φορές σωτήριο που μπορεί να οδηγήσει στην υπέρβαση και τη λύτρωση κι από το πιο μεγάλο πένθος. Όπως, θεωρώ, ότι συμβαίνει στην περίπτωση του Μένη Κουμανταρέα. Αναστοχαζόμενος το πένθος και ανασυνθέτοντάς το ο συγγραφέας ουσιαστικά δημιουργεί και προτείνει μια ποιητική του πένθους, που τον οδηγεί ταυτόχρονα στην υπέρβασή του. Πώς όμως οικοδομείται αυτή η ποιητική του πένθους; Μέσα από μια σειρά αντιθετικών-κατά τα φαινόμενα- ζευγών που όμως, στην πορεία του μυθιστορήματος, τείνουν προς το μόνο ουσιώδες συστατικό , το Πένθος. Έχουμε λοιπόν τα αντιθετικά ζεύγη: Θηλυκό- αρσενικό, αγάπη – ερωτική επιθυμία, η σύντροφος – ο εραστής, νιότη – γήρας, ημέρα – νύχτα, φως – σκοτάδι, σπίτι – δρόμοι της πόλης-κακόφημοι χώροι, ευτυχισμένο παρελθόν – ζοφερό παρόν, ζωή – θάνατος.
Ο Κουμανταρέας τολμά να θέτει υπαρξιακούς στην ουσία τους προβληματισμούς- και όχι απλώς, σύμφωνα με τον τεχνοκρατικό όρο του συρμού, «σεξουαλικού προσανατολισμού»- όπως: Μπορεί και πότε η αγάπη να διαχωρίζεται από την ερωτική επιθυμία; Μπορεί και πώς το αγαπώμενο πρόσωπο να ανήκει στο άλλο φύλο και το σεξουαλικά ποθούμενο στο ίδιο; Mπορεί να συνυπάρχουν, έστω και για κάποιο διάστημα ερωτικές επιθυμίες και για τα δύο φύλα; Έως ποίου σημείου και κάτω από ποιες συνθήκες το άτομο είναι σε θέση να ζει και να βιώνει ταυτόχρονα δύο αντίθετες ζωές και πώς κατορθώνει να τις διαχειρίζεται; Βασανίζεται λόγω των «αιρετικών» επιλογών του; Τι σημαίνουν η αγάπη και η αφοσίωση στο αγαπώμενο πρόσωπο και έως πού μπορούν να φτάσουν τα όριά τους; Τι σημαίνουν, τελικά ως έννοιες, στο επίπεδο του στοχασμού,-αλλά και του μυθιστορηματικού σύμπαντος- η αγάπη, ο έρωτας, η συντροφικότητα, η σεξουαλική επιθυμία και ποιο από όλα είναι το ουσιαστικότερο;
Στο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα, για να γίνω πιο σαφής, ο αφηγητής –προσωπείο του συγγραφέα, βιώνει οδυνηρά, στο προχωρημένο σε ηλικία παρόν του, τις τελευταίες ημέρες ζωής της βαριά άρρωστης πολυαγαπημένης του συντρόφου με την οποία έχει συν-διανίσει μισό αιώνα. Για να μπορέσει να διαχειριστεί το βαθύτατο τραύμα της απώλειας που είναι προ των πυλών και στο τέλος έρχεται, καταφεύγει στο μοναδικό σωτήριο καταφύγιό του: την γραφή. Η γραφή όμως, μοιραία, οδηγεί στην ανακύκληση της μνήμης, δηλαδή στον αναστοχασμό και στην επανασύσταση του μισού αιώνα κοινής ζωής με την σύντροφο που φεύγει. Απευθυνόμενος στον εσώτερο εαυτό του, τον οποίο αποκαλεί «παλιέ συνάδελφε και αδελφέ μου» -ουσιαστικά ένα ακόμη προσωπείο του συγγραφέα- αρχίζει να κάνει μαζί του την περιπλάνηση στον «πενηντάχρονο» χρόνο αλλά και στους χώρους που αυτός έχει εγκιβωτιστεί. Πρώτη στάση τα Γραφεία. Τυχαία το πρώτο γράμμα είναι κεφαλαίο; Όχι βέβαια γράφει ο συγγραφέας για να προσθέσει: «Όλα κεφαλαία, μόνο τα νιάτα γράφονται με μικρό». Και είναι κεφαλαίο το Γ γιατί στα Γραφεία ο αφηγητής έχει αναλώσει ένα μεγάλο μέρος από τα νιάτα του. Στα Γραφεία, που έχουν κάτι καφκικό, ο αφηγητής θα γνωρίσει και την γυναίκα που στο μυθιστορηματικό του παρόν χάνει. Την ίδια όμως περίοδο καθώς θα προσπαθεί να γίνει ένας σωστός υπάλληλος αλληλογράφος και να μαθαίνει τους κανόνες της αλληλογραφίας με το εξωτερικό, καθώς δηλαδή τις ώρες των Γραφείων θα διάγει την υπαλληλική επαγγελματική ζωή του συνομιλώντας για τα τετριμμένα και καθημερινά με τους άλλους συναδέλφους του, πλην εκείνης, της νεαρής συναδέλφου του, με τα ωραία πράσινα μάτια, τις νύχτες η ζωή του θα αλλάζει άρδην. Δεύτερη στάση: Η διαδικασία της μύησης. Η όχι και τόσο ευχάριστη αυτή περιπλάνηση του αφηγητή στον χρόνο και στον χώρο όπου αιχμαλωτίστηκε η νιότη του «παρέα» πάντα με τον «παλιό συνάδελφο και αδελφό» του, κάνει μια εντελώς διαφορετική στάση από το όλο ρουτινιέρικο κλίμα των Γραφείων. Μια στάση που φαίνεται ως μια διαδικασία μύησης του νεαρού τότε αφηγητή στην άλλη, τη νυχτερινή του ζωή, στην άλλη σεξουαλικότητά του, από έναν ηλικιωμένο παλιό αλληλογράφο των Γραφείων ο οποίος εμφανίζεται εμπρός του λίγο πριν αναχωρήσει από τα Γραφεία. Κι εδώ φυσικά ο Μένης Κουμανταρέας στήνει ένα παιχνίδι ρόλων και μεταμφιέσεων – κάτι που θεωρώ ότι το συνηθίζει, αν όχι τόσο εμφανώς, και σε άλλα μυθιστορήματά του. Ποιος είναι ο παλιός αλληλογράφος που συστήνεται στον νεαρό ως…Αναγνωστόπουλος η Άναγνώστου και αργότερα τον ξαναβρίσκουμε ως Προφέσσορα; Tι είναι φάντασμα ή φαντασίωση; Παραπέμπει άραγε στον Καβάφη; Πιθανόν να εντοπιστούν κάποιες ομοιότητες. Είναι κι ένα κλείσιμο του ματιού στον διαρκή συνομιλητή του συγγραφέα, τον αναγνώστη; Πιθανόν και αυτό. Όμως άποψή μου είναι ότι το κλειδί της αποκρυπτογράφησης δεν είναι παρά εκείνο του…ΣΟΛ. Βρίσκεται δηλαδή στην, έτερη, πλην της λογοτεχνίας, μεγάλη αγάπη του συγγραφέα, τη μουσική-από την οποία είναι γεμάτο το μυθιστόρημα- και δεν είναι παρά δύο λέξεις, από μία άρια της όπερας του Βέρντι, «Ο Χορός των μεταμφιεσμένων»: Eri tu. Δηλαδή, «ήσουν εσύ», τις οποίες επαναλαμβάνει ο, μυστηριωδώς εμφανιζόμενος και εξαφανιζόμενος, ηλικιωμένος κύριος Αναγνώστου η Αναγνωστόπουλος. Μ’ άλλα λόγια, εδώ στήνεται μια αντιστροφή των ρόλων ή των μεταμφιέσεων με κοινό παρανομαστή την μετατόπιση του χρόνου από το παρόν στο παρελθόν . Ο σημερινός ηλικιωμένος αφηγητής βλέπει σαν σε καθρέφτη να μυεί ο ίδιος τον νεανικό του εαυτό στην ερωτική ζωή που από κει και πέρα ο ίδιος ακολούθησε. Για να μπορέσει μάλιστα ο συγγραφέας να αποκαλύψει φανερά την ερωτική αυτή ζωή, την πάντα νυχτερινή και πάντα σε κοινωνικά μη αποδεκτούς χώρους, και προπαντός έχουσα ως ερωτικούς αποδέκτες νεαρά πρόσωπα του ιδίου φύλου με τον αφηγητή, στήνει ένα δεύτερο παιχνίδι ρόλων και μεταμφιέσεων μέσα στο ήδη υπάρχον. Βάζει δηλαδή τον κύριο Αναγνώστου η Αναγνωστόπουλο να διηγείται την προσωπική του ιστορία μύησης κατά τη νεότητά του από τον μεσήλικα κύριο Μανώλη Μανωλάκη και να περιγράφει στον νεαρό αφηγητή σκηνές από χώρους διασκεδάσεων και συνευρέσεων ατόμων του ιδίου φύλου με γυναικείες μεταμφιέσεις. Να σημειωθεί ότι αυτή η διαδικασία ερωτικής κυρίως, αλλά όχι μόνον, μύησης ενός νεαρού άνδρα από έναν μεγαλύτερο είναι μοτίβο, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σίγουρα όχι τόσο φανερά όσο σ’ αυτό το μυθιστόρημα, ανιχνεύεται και σε άλλα μυθιστορήματα του Μ.Κουμανταρέα. Πρόκειται εξάλλου για ένα μοτίβο που παραπέμπει ευθέως σε κυρίαρχες, ανάλογες, αρχαιοελληνικές συμπεριφορές. Όλες αυτές οι ιστορίες που διηγούνται πότε ο αφηγητής, πότε ο κύριος Αναγνώστου και πότε ο τρίτος, κατά σειρά, του παιχνιδιού των ρόλων, Μανώλης Μανωλάκης, ξεπηδούν η μία μέσα από την άλλη, η εγκιβωτίζονται η μία μέσα στην άλλη, με την αφηγηματική δεξιοτεχνία του βιρτουόζου που διαθέτει ο συγγραφέας.
Οι άλλες στάσεις που κάνει ο αφηγητής στην περιπλάνησή του είναι βέβαια στην ίδια την αγαπημένη του πόλη, την Αθήνα, την πάντα παρούσα σε όλο του το έργο. Πρόκειται κυρίως για μια πόλη νυχτερινή αλλά όχι μόνον. Ο Κουμανταρέας είναι ένας συγγραφέας με μια ιδιαίτερη, εντελώς προσωπική κοινωνική ευαισθησία, την οποία θα χαρακτήριζα αισθαντική. Εννοώ ότι δεν αρκείται να περιπλανάται και να βλέπει αλλά επιπλέον διακρίνει και κρίνει μ ένα προσωπικό τρόπο που προσιδιάζει στην αστική του καλλιέργεια. Στο μυθιστόρημα αυτό η Αθήνα «παίζει» και αυτή ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν. Παλαιά στέκια και προσφιλείς στον αφηγητή γωνιές όπου θυμάται ότι πήγαινε με αυτήν που οσονούπω χάνει, δεν υπάρχουν πια. Η Αθήνα της νιότης του έχει δώσει τη θέση της στην Αθήνα της νιότης της σημερινής εποχής. Σ’ αυτήν συναντά τον νεαρό ντελίβερι, τον επονομαζόμενο Καμικάζι η τον σκοτεινό Νουάρ. Κι εδώ ο αφηγητής γίνεται ορισμένες φορές υπέρ το δέον αυστηρός, ενίοτε και διδακτικός, αν και στο τέλος αναγνωρίζει την πρωτοκαθεδρία της νιότης.
Η καθοριστική όμως στάση είναι το σπίτι όπου τον περιμένει πάντα η άρρωστη με την πάντα ερώτηση «Πού ήσουν»; Διότι όλες οι προηγούμενες στάσεις, όλοι οι προηγούμενοι ρόλοι και οι αλλεπάλληλες μεταμφιέσεις, ωχριούν μπροστά σ αυτήν τη στάση. Ουσιαστικά ομνύει στη γυναίκα αυτή που σε λίγο χάνει καταθέτοντας της μια απέραντη αγάπη κι έναν απέραντο πόνο. Όλες αυτές οι σελίδες που λειτουργούν, όπως ήδη ειπώθηκε, αντιστικτικά και αντιθετικά με τις άλλες, τις εκτός σπιτιού η νοσοκομείου – Ναός του πόνου- δεν είναι παρά η συγκινητική ιεροτελεστία του επερχόμενου πένθους. Και όταν η απώλεια συντελεστεί τότε αρχίζει μια άλλη διαδικασία που κορυφώνεται όχι με το Ρέκβιεμ της μουσικής αλλά της γραφής.
INFO: ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ: Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ [εκδ. Πατάκη]