Η ποίηση στο διαδίκτυο και άλλα σχετικά

0
930

Έλενα Χουζούρη.

 

Διάβασα με ενδιαφέρον το άρθρο- ανταπόκριση από τη Νέα Υόρκη  του καλού ποιητή Χρήστου Τσιάμη σχετικά με την αναγνωσιμότητα της ποίησης εκτός και εντός διαδικτύου. Είναι  πλέον προφανές ότι κάποιος που αποφασίζει να γράψει ποιήματα και αντί να ακολουθήσει την παραδοσιακή οδό της δημοσίευσης τους σε βιβλίο προτιμάει να τα ανεβάσει στο διαδίκτυο, θα γίνει πολύ γρήγορα γνωστός και θα αποκτήσει έως και χιλιάδες «επισκέπτες» εν μια νυκτί. Τι σημαίνει όμως αυτό; Ότι  χάρη στο διαδίκτυο η ποίηση θα γίνει καλύτερη; Ότι οι  αναγνώστες θα διαβάσουν ή οι «επισκέπτες» θα «δούν» πολύ καλά ποιήματα; Ότι θα ανακαλυφθούν νέοι καλοί ποιητές οι οποίοι αν ακολουθούσαν την πεπατημένη οδό της δημοσίευσης θα κινδύνευαν να ποδοπατηθούν από το ιερατείο-κύκλωμα κριτικών-εκδοτών-ποιητών και έτσι να χαθεί το τάλαντό τους;  Ας μου επιτραπεί να εκφράσω κάποιες σοβαρές επιφυλάξεις απέναντι στον ενθουσιασμό για τις επικοινωνιακές δυνατότητες που ανοίγουν τα κοινωνικά μέσα στην ποίηση. Και κατ’ αρχάς σχετικά με τον, σε μεγάλο βαθμό, «μύθο» της ύπαρξης ενός φοβερού και τρομερού ιερατείου που κόβει κεφάλια κατά το δοκούν και ανυψώνει σε βάθρα επίσης κατά το δοκούν. Η πολύχρονη πλέον εμπειρία μου στα ελληνικά γράμματα σε διαφορετικούς ρόλους, μου έχει δείξει ότι δεν υπάρχει περίπτωση ένα πραγματικό ταλέντο, είτε στην ποίηση, είτε στην πεζογραφία, να αγνοηθεί ή να καταβαραθρωθεί. Μπορεί να καθυστερήσει η ανακάλυψή του ή η αναγνώρισή του αλλά έως εκεί. Θα αναφέρω εδώ μια προσωπική μου σχετική εμπειρία. Είναι 1987 και εκτός των άλλων, γράφω για βιβλίο στο πάλαι ποτέ, περιοδικό ΕΝΑ. Μια μέρα, ανάμεσα στα βιβλία που μου έστελναν, φτάνει κι ένα λιανό βιβλιαράκι με τον ακαταλαβίστικο για μένα τίτλο Ντιαλίθημ’ Χρηστάκη γραμμένο από κάποιον άγνωστο συγγραφέα, ονόματι Σωτήρη Δημητρίου. Θυμάμαι ότι το είχα κοιτάξει κάπως περιφρονητικά ομολογώ, είχα πει «ποιος ξέρει τι είναι πάλι αυτό» ή «μα τι γράφουν τέλος πάντων» και το είχα καταχωνιάσει σ’ ένα συρτάρι του γραφείου μου. Λίγους μήνες αργότερα έτσι καθώς ψαχούλευα το συρτάρι διέκρινα το βιβλιαράκι να κάθεται ήσυχο στη γωνιά του και να με περιμένει. Δεν του ρίχνω καμιά ματιά είπα από μέσα μου. Ε, λοιπόν μία ώρα αργότερα δεν μπορούσα να ξεκολλήσω από τις κακοτυπωμένες θυμάμαι σελίδες του. Τόσο με είχε συνεπάρει. Κι όσο προχωρούσα το διάβασμα τόσο ένοιωθα ότι βρισκόμουν μπροστά σ’ ένα νέο σπουδαίο συγγραφέα. Και αμέσως κάθισα και έγραψα εν θερμώ για το εξαιρετικό εκείνο διαμαντάκι του Σωτήρη Δημητρίου, νομίζω μάλιστα ότι ήταν και το πρώτο κριτικό σημείωμα για το βιβλίο του. Θέλω να πω με το παράδειγμα που έφερα ότι έστω και αργοπορημένα το πολύ καλό βιβλίο, είτε ποίησης, είτε πεζογραφίας θα ανακαλυφθεί. Εκείνο που μπορεί να παραμεριστεί, ή και να αγνοηθεί ή και να μπερδευτεί ανάμεσα στα πολλά που φτάνουν στους κριτικούς και στους βιβλιοπαρουσιαστές, είναι το καλούτσικο, το συμπαθητικό και τέλος το κακό βιβλίο, η κακή ποίηση στην προκειμένη περίπτωση. Θα μου πείτε και γιατί ένα καλούτσικο ή συμπαθητικό βιβλίο να έχει αυτήν την άδοξη τύχη. Πρέπει πάντα να γράφονται θαυμάσια ποιήματα ή πεζογραφήματα; Δεν παραείναι ελιτισμός μια τέτοια άποψη; ΄Η και γραμματολογικός ρατσισμός για να χρησιμοποιήσω μια ιδιότητα του συρμού που μπορεί να κολλήσει στα πάντα; Σωστά. Δεν μπορούμε να ασχολούμαστε μόνον με διαμάντια. Και δεν ασχολούμαστε μόνον μ’ αυτά. Ακόμα και το καλούτσικο και το συμπαθητικό ποίημα παίρνει τη θέση του και τη σειρά του. Όμως εδώ θέλω να πω και το εξής: Αντιλαμβάνομαι πλήρως πόσο μπορεί να αγαπάει ένας ποιητής/τρια, ένας/μια πεζογράφος το δημιούργημά του/της και πόσο μπορεί να τον/την πονέσει η αδιαφορία, η παραγνώριση και τέλος η κακή κριτική. Αν όμως αυτά  τα  απολύτως κατανοητά συναισθήματα οδηγούν στο να χαθεί το μέτρο της αυτεπίγνωσης, και να έρθουν στην επιφάνεια μεγαλοιδεατισμοί που έχουν ως συνέπεια πικρίες και αδικαίωτα, τότε θεωρώ ότι δεν φταίνε οι κριτικοί, ούτε το περίφημο….ιερατείο.

Πάμε τώρα στο διαδίκτυο, που θεωρείται η υπέρτατη πλέον μορφή της ελευθερίας της έκφρασης. Τουτέστιν, ο καθένας είναι ελεύθερος να γράφει ό,τι θέλει. Και βέβαια να γράφει και ποιήματα. Υπάρχει όμως μια διαφορά. Άλλο είναι εκφράζω με ποιητικίζοντα τρόπο τις συναισθηματικές μου ανησυχίες ή τις σκέψεις μου, ή  εκτονώνω τα συναισθήματά μου με ποιητικίζουσες εκφράσεις και άλλο γράφω ποιήματα. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις ανήκουν πολλοί που κάποια στιγμή στη ζωή τους αισθάνθηκαν την ανάγκη να εκφραστούν «ποιητικά». Στην τρίτη περίπτωση, κακά τα ψέματα, είτε μας αρέσει, είτε δεν μας αρέσει, λίγοι.  Δεν νομίζω λοιπόν ότι αλλάζει κάτι με τη χρήση του διαδικτύου, απλώς δίνεται η ευκαιρία σε πολύ περισσότερους να εκφράσουν τα συναισθήματά τους η τις σκέψεις τους με ποιητικίζοντες τρόπους, να νοιώσουν ικανοποίηση όταν θα  «δουν» τα πονήματά τους  ή θα κάνουν like σ’ αυτά πολλές χιλιάδες άνθρωποι, αρκεί να μην παρασυρθούν από τη μέθη των like και των χτυπημάτων και θεωρήσουν εαυτούς μεγάλους ποιητές….

Τέλος υπάρχει κι ένα άλλο ζήτημα που με προβληματίζει κατά πόσον η ποίηση μπορεί να θάλλει στο διαδίκτυο. Πρόκειται για την ίδια τη λειτουργία του διαδικτύου. Λέμε «είδαν» τα ποιήματα τόσοι άνθρωποι. Δεν λέμε «διάβασαν». Τι σημαίνει αυτό για την ίδια την ποίηση; Και σε τι συνίσταται η διαφορά ανάμεσα στο «βλέπω» και στο «διαβάζω»; Από τη φύση της η λειτουργία της ανάγνωσης απαιτεί χρόνο και συγκέντρωση, έτσι ώστε να επιτευχθεί η απαιτούμενη εμβάθυνση, άρα και ουσιαστική συνομιλία του αναγνώστη με το ποιητικό κείμενο, νοητική, ψυχική, συγκινησιακή. ‘Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε ότι το καλό ποιητικό κείμενο δεν είναι,  περιγραφικό και ρεαλιστικό, αλλά κρυπτικό, πυκνό στους συμβολισμούς του και αφαιρετικό, τότε η λειτουργία της ανάγνωσης είναι ακόμη περισσότερο απαιτητική.  Αντίθετα από τη φύση του το βλέμμα, είναι γρήγορο, φευγαλέο,

θυμίζει φωτογραφική κάμερα. Στέκεται για λίγο εδώ, κάνει κλικ και προχωρεί πιο πέρα, πάλι κλικ και συνεχίζει έτσι. Εκ των πραγμάτων αδυνατεί να εμβαθύνει. Κάτι αρπάζει αλλά στην επιφάνειά του, έως εκεί. Τι νοιώθουμε λοιπόν από την ποίηση, πόσο μπορούμε να επικοινωνήσουμε με τα ενδότερα μυστικά της όταν απλώς τη «βλέπουμε»; Αν τα πράγματα είναι όπως τα θεωρώ, τότε μπορώ να αμφιβάλλω κατά πόσον τα δεκάδες, εκατοντάδες χιλιάδες διαδικτυακά βλέμματα, χτυπήματα και like σημαίνουν κατ’ ανάγκη και ουσιαστική επαφή με την ποίηση ή ό,τι προβάλλεται στο διαδίκτυο ως  «ποίηση». Το ότι οι New York Times κυκλοφόρησαν με εξώφυλλο κείμενο για την ποίηση, μάλλον ενισχύει τις αμφιβολίες μου για την διαδικτυακή ποίηση και το αντίστοιχο πολυπληθές κοινό της. Τουλάχιστον, προς το παρόν.

 

Προηγούμενο άρθροΟ δυσοίωνος Ουελμπέκ
Επόμενο άρθροΔοτές ταυτότητες

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ