Η πατρίδα της γλώσσας

0
361

Της Άννας Λυδάκη

Το τελευταίο βιβλίο του Γιάννη Κιουρτσάκη είναι αφιερωμένο «στους πατριώτες του, του εδώ και του αλλού». Πατριώτες σε μια νοερή πατρίδα, αφού και ο ίδιος νιώθει εξόριστος στη χώρα του και αναζητά τα αίτια αυτής της εξορίας πιστεύοντας πως όταν δεν ξέρεις πού πηγαίνεις, πρέπει να κοιτάς από πού έρχεσαι. Έτσι, ξαναδιαβάζει την πρόσφατη ιστορία της χώρας μας, αναλογιζόμενος το τι έφταιξε για τα σημερινά δεινά.

Τον 19ο αιώνα, γράφει, οι κάτοικοι αυτής της γωνιάς του κόσμου, Ανατολίτες, Σλάβοι, Αρβανίτες, άξεστοι αρματωλοί, κλέφτες, επιδίωκαν να γίνουν Ευρωπαίοι και όταν δεν το κατάφερναν ένιωθαν ταπεινωμένοι. Στον εικοστό αιώνα ο περίφημος εκσυγχρονισμός απαιτούσε απεμπόληση ντόπιων παραδόσεων και αξιών και επιτάχυνση του βήματος για να ακολουθήσει η χώρα τον «γενναίο νέο κόσμο», που στην κορυφή του βρίσκονταν οι προηγμένοι τεχνολογικά. Σήμερα η παγκοσμιοποίηση με επίκεντρο μια οικονομίστικη, τεχνοκρατούμενη και όλο πιο άψυχη Ευρώπη προβάλλει και επιβάλλει ένα πρότυπο χωρίς πατρίδα, το οποίο οφείλουμε να φθάσουμε ασθμαίνοντας και πάντα ματαιοπονώντας.

Όλα αυτά, σχολιάζει ο Κιουρτσάκης, δημιούργησαν μεταλλαγμένους ηγέτες, μια ανάπηρη πολιτική και ανθρώπους που άλλαξαν μια ζωή στημένη διακόσια χρόνια, με κύριο μέλημά τους τώρα την επιδεικτική κατανάλωση. Έτσι χάθηκε το αίτημα του εύ ζην και οι νεοέλληνες, αρχαϊκοί και αναγκαστικά μοντέρνοι συνάμα, ναυάγησαν στο άκουσμα των Σειρήνων της νεοτερικότητας και της μετανεοτερικότητας.

Ο συγγραφέας, ως flaneur, περπατά στην πόλη με τους άστεγους, τους ζητιάνους, τους σκουρόχρωμους που μαζεύουν παλιοσίδερα από τα σκουπίδια, τα αγόρια και τα κορίτσια με τα σημάδια στις φλέβες τους, τις χωματερές ανθρώπων, «τα κοινωνικά απόβλητα» όπως λέει ο Ζ. Μπάουμαν, και αναρωτιέται μήπως έχει κλονιστεί συθέμελα η πολιτεία μας, που μοιάζει με την πάντα ετοιμόρροπη παράγκα του Καραγκιόζη. Παρά ταύτα, όμως, δεν παύει να αναζητά τη γη του πατρός,  την ελληνικότητα, που εκφράζεται στη γλώσσα, και επενδύει στον αρχαϊκό εαυτό μας που υπάρχει πάντα και αναδύεται μέσα από υπόγειες διαδρομές. Μέσα στη γλώσσα, γράφει, βρίσκεται η πατρίδα, ο εσαεί αναζητούμενος τόπος και το «συμφιλείν» της Αντιγόνης, το μόνο που είναι ικανό να μας χαρίσει κάποια λύτρωση σε τούτη τη ζωή και να κρατήσει ζωντανά τα έργα και τις πράξεις μας για τις μελλοντικές γενιές.

Ο Γιάννης Κιουρτσάκης είναι νοσταλγός ενός τόπου όπου οι άνθρωποι καλημερίζουν αγνώστους, όπου η αγορά δεν είναι τόπος απόκτησης καταναλωτικών αγαθών, αλλά τόπος συνάθροισης ανθρώπων. Νιώθει ότι υπάρχει ακόμη ο τόπος αυτός και από καιρού εις καιρόν μας «νεύει», όπως γίνεται στις γιορτές, στην Ανάσταση, όταν η απρόσωπη πολιτεία γίνεται κοινότητα και άγνωστοι ανταλλάσσουν ευχές. Πιστεύει ότι η Ελλάδα δεν εξαντλείται στο ζοφερό παρόν της. Τα περιπλανώμενα μοναχικά άτομα της εποχής μας, που κρατούν ζωντανές στα χείλη τους λέξεις που έρχονται από τον Αριστοτέλη, τον Πλάτωνα, τον Σοφοκλή, τον Αισχύλο, τον Όμηρο θα βρουν την πατρίδα τους στην κουλτούρα, στα άυλα αγαθά που συσσώρευσε η κοινότητα, στον πολιτισμικό λόγο, και όχι στον εργαλειακό, ωφελιμιστικό.

Ίχνη της Ελλάδας αυτής βρίσκει ο συγγραφέας στο λαϊκό γέλιο, στο καρναβάλι και στην παράξενα ανθεκτική παράγκα του Καραγκιόζη. Εκεί, θεωρεί ο συγγραφέας ότι, μετουσιώθηκε το εγώ του σε ένα συλλογικό είναι που τον έκανε να στραφεί στη λογοτεχνία. Εκεί διδάχθηκε την ποικιλομορφία και την πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων. Ένα θέμα φτωχό και τετριμμένο, όπως ο Καραγκιόζης, πιστεύει ότι είναι πάντα ικανό να ανοίξει νέα παράθυρα προς τον κόσμο και να γίνει το όχημα που οδηγεί, με τον πιο αβίαστο και φυσιολογικό τρόπο, στον κόσμο των μακρινών οριζόντων.

Το τελευταίο του βιβλίο του Κιουρτσάκη είναι γραμμένο de profundis. Όμως καθώς μιλάει για τις δικές του εσωτερικές αναζητήσεις, βρίσκει ταυτόχρονα τον κοινό των ανθρώπων τόπο και οι αναγνώστες αναγνωρίζουν στις λέξεις το δικό τους πρόσωπο.  Η Ελλάδα που αναζητά, η πατρίδα που «εξόρισε» και τον ίδιο, θα βρεθεί και πάλι αν μπει με τον δικό της τρόπο στο παιχνίδι του κόσμου, με τις δικές τις αξίες και όχι με ό,τι προσφέρεται έτοιμο απέξω.

Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στην ελληνικότητα, αλλά ταυτόχρονα μιλά για  πανανθρώπινες αξίες. Άλλωστε, όπως γράφει, το ντόπιο και το ξένο, το εθνικό και το παγκόσμιο επικοινωνούν πολύ βαθύτερα απ’ ό,τι διδάσκουν οι ακαδημαϊκοί σοβινισμοί σε όλες τις χώρες του κόσμου. Στην ιδιαίτερη αυτή ανθρωπολογία του Κιουρτσάκη διακρίνεται η αγάπη για τη ζωή και το θαύμα της και ο λογοτεχνικός τρόπος γραφής του συγγραφέα συναρπάζει τον αναγνώστη, που σχηματίζει την εντύπωση ότι «συνομιλεί» μαζί του για θέματα που μας ταλανίζουν όλους.

 

INFO: Γιάννης Κιουρτσάκης, Γυρεύοντας στην εξορία την πατρίδα σου, Πατάκη, Αθήνα 2015.

 

Προηγούμενο άρθροJames Baldwin: «Τίνος είναι αυτό το Χάρλεμ, τέλος πάντων;»
Επόμενο άρθροΣυνέδριο: Γλώσσα, εξουσία, ΜΜΕ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ